Το ποδόσφαιρο μπορεί να μην είναι τέχνη, πολλές φορές όμως οι εκφραστές του καταφέρνουν και δημιουργούν.
Να παράγουν κάτι από το τίποτα. Να βρίσκουν χώρο και χρόνο εκεί όπου τα κοινά μάτια και μυαλά αδυνατούν να αντιληφθούν. Να μπορούν να κάνουν το παιχνίδι πιο αργό για δαύτους. Να το φέρνουν στα μέτρα τους και έτσι να ανακαλύπτουν αυτό το δέκατο του δευτερολέπτου στον χρόνο, αυτό το εκατοστό στον χώρο, τα οποία είναι ικανά να διακρίνουν τη μεγαλοφυΐα στο χορτάρι, να κάνουν τη διαφορά σε ένα παιχνίδι και, ναι, να φτάσουν ακόμα να στοιχειοθετήσουν ως και τον επικίνδυνο για κάποιους παραλληλισμό του αθλήματος με την τέχνη.
Αυτό το χάρισμα αποδίδεται διαφορετικά σε κάθε κουλτούρα, σε κάθε γλώσσα. Οι Αργεντινοί το λένε «La Pausa», «Η Παύση». Η ευλογία της τόσης ποιότητας, της τέτοιας διορατικότητας ενός ποδοσφαιριστή που έτσι κινείται, σκέφτεται και αποφασίζει στο γήπεδο, λες και ακριβώς μπορεί να παύσει το παιχνίδι ώστε να αποκτήσει το πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων, να ξεχωρίσει μεταξύ των συμπαικτών. Χωρίς να επηρεάζει σε τίποτα η εμπειρία, η ηλικία, το μέγεθος. Η «Pausa» είναι διανοητική κατάσταση, ένα φυσικό τριπ που μόνο οι εκλεκτοί, οι λίγοι μπορούν να προκαλέσουν.
Σε εαυτούς και θεατές. Σε όσους τους περιμένουν και συνεχίζουν να κινούνται, σε όσους δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια της παύσης και περιορίζονται συμβατικά σε ορισμένο πλαίσιο, όντας απλώς το αποτέλεσμα του ταξιδιού των εκλεκτών σε αυτό το χωροχρονικό συνεχές. Για μια υποδιαίρεση του δευτερολέπτου, για μια σπιθαμή χώρου.
Ο Τόμας ‘Εσπενταλ είναι από τους πλέον διακεκριμένους σύγχρονους Νορβηγούς συγγραφείς.
Ο δικός του ορισμός της «Pausa», σε απλά λόγια, είχε να κάνει με τον έναν, τον ξεχωριστό που μπορεί να δει πράγματα εκεί όπου δεν υπάρχουν, να δημιουργήσει όσα οι υπόλοιποι, κοινοί, συνηθισμένοι, δεν βλέπουν.
Στους 22 ενός ποδοσφαιρικού παιχνιδιού, ζήτημα είναι να βρεθεί ανάμεσά τους ένας τέτοιος. Για την ακρίβεια, συχνότερα, χρειάζονται πολλά περισσότερα γι’ αυτόν τον έναν.
Στην θεώρηση του Έσπενταλ απαιτείται ολάκερη η ιστορία του αθλήματος στη χώρα του. Και πάλι, στα δικά του μάτια -και όχι μόνο- ένας βρέθηκε. Μόνο.
Ο μοναδικός… Αργεντινός, όπως τον ονομάζει χάρη στην ευχέρειά του στο να προκαλεί την «Pausa», στην ιστορία του νορβηγικού ποδοσφαίρου.
Ο Έρικ Μίκλαντ.
Το μέγεθος δεν μετράει
Στην αυγή της νέας χιλιετίας, ένας άλλος Νορβηγός λόγιος, ο Χέβαρντ Ρεμ, κυκλοφόρησε ένα από τα δεκάδες βιβλία που έχει γράψει. Την βιογραφία του κοντοχωριανού του, Έρικ Μίκλαντ, τον οποίον είχε αντιμετωπίσει στα εφηβικά του χρόνια (15 χρόνων ο Μίκλαντ, 27 ο Ρεμ) στο πλαίσιο των τοπικών πρωταθλημάτων της κοινής τους γενέτειρας, του Ρίσουρ, τον είχε αποθεώσει στην ομάδα που υποστήριζε (Σταρτ) και τον είχε σχολιάσει ως αρθρογράφος μιας εκ των κορυφαίων εφημερίδων της χώρας, της «Aftenposten», στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1994, στην επιστροφή των Σκανδιναβών σε τελική φάση ύστερα από 56 χρόνια.
Ταξίδεψε ως την Αθήνα, περνώντας πολλές μέρες -και νύχτες- με τον αγωνιζόμενο τότε στον Παναθηναϊκό Μίκλαντ. Σε καφέ, σε παγκάκια μετά από ξενύχτια, σε παραλίες, στους πρόποδες της Ακρόπολης αλλά και ξημερώματα σε μπαράκια στο κέντρο της πρωτεύουσας. Παντού, οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Ο τίτλος του βιογραφικού πονήματος -του μόνου μέχρι τότε αλλά και ως τώρα του Μίκλαντ– δεν ήταν ανάλογος της λογοτεχνικής φύσης και φήμης του συγγραφέα. Ούτε καν εμπνευσμένος από τα μύρια όσα αφηγητής και γραφιάς μοιράστηκαν.
«Έρικ Μίκλαντ: η ανατροφή, το lifestyle, το Euro 2000 και ο τρόπος παιχνιδιού».
Αυτό. Και μόνο. Τετράγωνο, χωρίς συναίσθημα, χωρίς χρώμα, λες και είναι σύνοψη τηλεγραφήματος διεθνούς πρακτορείου. Διεκπεραιωτικό τελείως. Χωρίς γωνίες, χωρίς τίποτα. Χωρίς pausa. Στεγνό. Ξερό. Άμεσο. Ο Μίκλαντ, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, αγωνιζόταν ακόμη στη Μόναχο 1860.
Θέλησε έτσι, με το συγκεκριμένο timing και τον συγκεκριμένο τρόπο, να διαλύσει τους μύθους που τον συνόδευαν από την εφηβεία του, να ξεκόψει -μια και καλή- τις παρτίδες του με τα media, τα οποία, έχοντας ξεχωρίσει τη διαφορετικότητα (ποδοσφαιρική και όχι μόνο), δεν σταματούσαν να τον κυνηγούν. Παντού, οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
Παιδί ήταν, έξι χρόνων. Ο πατέρας του, Έντβαρ, μεταξύ άλλων Πρωταθλητής στο Sørlandsmeesterskap, έναν ιδιαίτερο γυμναστικό διαγωνισμό δύναμης στη Νορβηγία, έχοντας το παρατσούκλι «Η Μικρή Έκρηξη», ήταν για μια δεκαετία προπονητής της τοπικής ομάδας του Ρίσουρ (ομώνυμη). Η μητέρα του, Σίρι, τις περισσότερες φορές αναλάμβανε χρέη οδηγού για τα εκτός έδρας παιχνίδια της ομάδας. Ο κανακάρης (έχει και μια αδερφή, τρία χρόνια μικρότερη, τη Ρεμ, η οποία δεν συμμερίστηκε την αθλητική κλίση της οικογένειας), παρά ταύτα δεν πατούσε το πόδι του στην προπόνηση.
Και όχι γιατί δεν γούσταρε το ποδόσφαιρο. Το λάτρευε από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Σχολείο, επιστροφή στο σπίτι, διάβασμα για την επομένη (και όχι φανατικά), καβάλα στο τρίκυκλο -ναι, τρίκυκλο είχε…- και καρφί για το γήπεδο, όπου προπονούνταν η ομάδα. Δεν πατούσε όμως σε αυτό.
Δίπλα ακριβώς έμενε, σε μια στενή λωρίδα χορταριού που προφανώς είχε αφεθεί, όταν δημιουργούνταν ο αγωνιστικός χώρος και λειτουργούσε για τους υπόλοιπους πιτσιρικάδες ως το δικό τους ιερό. Στοιβαγμένοι δεκάδες, να κυνηγάνε τσούρμο την μπάλα.
Πάντα ήταν ο πιο μικροκαμωμένος. Και τότε εννοείται. Μα ακριβώς εκεί, σε εκείνη τη λωρίδα γης, χωρίς καμία οργάνωση, χωρίς καμία βοήθεια, αυτοσχεδιάζοντας και λειτουργώντας απλώς με το όποιο ένστικτο υπήρχε, κόντρα σε αλλάζοντες και χωρίς τον παραμικρό κανόνα πιτσιρικάδες, ο ίδιος ο Μίκλαντ θεωρεί πως έθεσε τις βάσεις για τον τρόπο παιχνιδιού που έκτοτε τον ξεχώρισε.
Ο χώρος και ο χρόνος.
Έμφυτα ντροπαλός, όταν κλήθηκε να διαβεί τη λωρίδα και να περάσει στο μεγάλο γήπεδο, άντεξε μια προπόνηση, προτού φύγει τρέχοντας για το σπίτι του. Οι συνθήκες διαφορετικές, το σοκ μεγάλο, μη διαχειρίσιμο. Χρειάστηκε μήνες για να επιστρέψει, χωρίς στο μεσοδιάστημα κανείς από τους γονείς του να τον πιέσει για να το κάνει.
Η πρώτη του κίνηση στο πρώτο του διπλό με τους υπόλοιπους εξάχρονους ήταν μια «Cruyff Turn», η περίφημη «Στροφή του Κρόιφ». Δεν την είχε δει από τον εμπνευστή της, δεν την είχε δει ποτέ και πουθενά από οποιονδήποτε επίδοξο μιμητή της. Την έκανε, γιατί έτσι του βγήκε εκείνη την στιγμή, έτσι τον καθοδήγησε, έτσι του επέβαλε το ποδοσφαιρικό του ένστικτο.
Δεν ξαναέφυγε.
Ζούσε, κυριολεκτικά, με μια μπάλα στα πόδια. Σε μια θεατρική παράσταση στο Δημοτικό για τα Χριστούγεννα, η δασκάλα τον ρώτησε αν προτιμούσε να κάνει τον Ιωσήφ ή κάποιον από τους Μάγους που επισκέπτονται το Θείο βρέφος στη φάτνη. Δεν τον συγκινούσε κανείς, τίποτα. Ζήτησε να κάνει κάτι ιδιαίτερο αλλά ταιριαστό με τον ίδιο. Για να μην αποκλειστεί από τη συνολική σχολική δραστηριότητα, του επιτράπηκε.
Και έτσι, οι θεατές της σχολικού θεατρικού έχουν να λένε πως είδαν μια αναπαράσταση της Γέννησης του Ιησού με πρελούδιο έναν μπόμπιρα να ανεβαίνει στην σκηνή, χωρίς να είναι ενδεδυμένος με το ανάλογο κουστούμι αλλά φορώντας το σορτσάκι του και τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, να διασκεδάζει τους παρισταμένους κάνοντας κολπάκια με την μπάλα του.
Το ταλέντο του πρόδηλο. Τελειώνοντας το Δημοτικό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον πάει στην ποδοσφαιρική σχολή του -τότε- πιο φημισμένου Νορβηγού ποδοσφαιριστή, του επιθετικού της PSV, Χάλβαρ Τόρεσεν. Το πρόβλημα ήταν πως δεν δεχόταν παιδιά μικρότερα των 12 ετών. Και ήταν τότε 11. Βλέποντας όμως ο Τόρεσεν τι μπορούσε να κάνει αυτό το σαμιαμίδι, έκανε μια σπάνια εξαίρεση και τον δέχτηκε στην σχολή του στο Λάρβικ.
«Το μέγεθος δεν παίζει κανέναν ρόλο, όταν υπάρχει τέτοια τεχνική ικανότητα».
Η φωτογραφία που ακόμη και σήμερα κοσμεί την είσοδο της σχολής, με τον Τόρεσεν να σηκώνει στους ώμους τον πιτσιρίκο Μίκλαντ, παίρνοντάς τον από την αγκαλιά του πατέρα του, δεν δικαιολογεί την ατάκα με την οποία δικαιολόγησε την εξαίρεση που έκανε για χάρη του.
Ακριβώς όμως δίπλα σε αυτή τη φωτογραφία υπάρχει μια άλλη. Δέκα χρόνια μετά από την αρχική, αμέσως μετά το παιχνίδι στο οποίο ο Μίκλαντ ντεμπούταρε με το εθνόσημο (μην ασχολείστε. Όπως αναρίθμητα άλλα κομμάτια της καριέρας του, δεν το θυμάται. Ούτε με ποιον, ούτε το πότε), οι πρωταγωνιστές προσπάθησαν να αναπαραστήσουν εκείνο το στιγμιότυπο. θέλοντας να δείξουν τη συνέχεια των πραγμάτων.
Το μόνο που δεν άλλαξε ήταν η σωματοδομή του τιμώμενου προσώπου και το πώς έδειχνε μεταξύ… κανονικών ανθρώπων και κορμιών, παρότι γερασμένων.
Και έτσι, ναι, δικαιώθηκε ο δάσκαλός του.
Το κουνούπι
Στα μέσα των 80s δύο μόνο ήταν τα Λύκεια της Νορβηγίας που προσέφεραν άμεση σύνδεση με ποδοσφαιρικές ομάδες, οι οποίες τότε ήταν αμιγώς ερασιτεχνικές. Το πλέον κοντινό των δύο ήταν στο Μπρίνε, στο άλλο άκρο όμως της Νορβηγίας, τέσσερεις ώρες δρόμο από το σπίτι του στο Ρίσουρ. Πήγε, εντάχθηκε στα τσικό της ομώνυμης ομάδας και… αυτό ήταν.
Καμία κοινωνικοποίηση, καμία προσπάθεια να αισθανθεί καλοδεχούμενος. Περνούσε την εβδομάδα του μιλώντας με τις ώρες στο τηλέφωνο, περιμένοντας την αδερφή του κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο να του φέρει μαγειρευτό φαγητό (στο ενδιάμεσο τρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά με βάφλες και σούπα βατόμουρου που προσφέρονταν αφειδώς στην καντίνα του ξενώνα όπου έμενε), γνωρίζοντας μόνο -με τον καιρό- εκείνη τη γωνιά της πόλης που φιλοξενούσε τους εφήβους του περιθωρίου.
Την ευκαιρία πάντως την πήρε μετά τον υποβιβασμό της Μπρίνε. Η ενηλικίωση τον βρήκε να παίζει στην πρώτη ομάδα αλλά στη δεύτερη κατηγορία. Και χωρίς, κακά τα ψέματα, να κάνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Ο θρυλικός προπονητής, Κάρστεν Γιοχάνεσεν, ο οποίος οδήγησε την Σταρτ σε δύο Πρωταθλήματα, το 1978 και το 1980, τον είχε πάντως ξεχωρίσει από ένα 20λεπτο που είχε αγωνιστεί σε φιλικό των δύο ομάδων.
Εκμεταλλεύτηκε λοιπόν το γεγονός ότι ήταν παντελώς ασύμφορο για την οικογένεια Μίκλαντ να συντηρεί τον κανακάρη τόσο μακριά από το πατρικό του και τον έφερε πιο κοντά, στο Κρίστιανσταντ, μιάμιση μόνο ώρα πλέον μακριά από το Ρίσουρ. Πέντε χιλιάδες ευρώ (50.000 κορώνες) κόστισε η αγορά του. Και μάλιστα το 50% αυτής το εγγυήθηκε ο μπαμπάς Έντβαρ. Αν για κάποιον λόγο ο γιος του δεν τα κατάφερνε, δεν έπιανε, θα επέστρεφε στην Σταρτ το μισό ποσό που δαπάνησε για δαύτον.
Δεν χρειάστηκε.
Όχι πως δεν τα έδωσε αλλού. Είπαμε, τότε δεν υπήρχε επαγγελματισμός στη Νορβηγία (το 1992 θεσμοθετήθηκε). Χρειαζόταν και… κανονική δουλειά για όποιον ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο. Ο 18χρονος τότε Μίκλαντ, έχοντας παρατήσει το Λύκειο, έκανε διάφορες, όχι απλώς για να συμπληρώσει το χαρτζιλίκι που έστελνε ο Έντβαρ αλλά για να καλύψει ζωτικές ανάγκες της καθημερινότητας.
Η πλέον αξιοσημείωτη, σε βενζινάδικο του Κρίστιανσταντ, με τον ιδιοκτήτη να εκμεταλλεύεται τη φήμη και το παρατσούκλι του εργαζόμενού του, βγάζοντας διαφημίσεις στις τοπικές εφημερίδες με τις οποίες λάνσαρε την χαρακτηριστική προσφορά του βενζινάδικού: «Το πακέτο του κουνουπιού». Γι’ αυτήν τη… λεζάντα ο Μίκλαντ έπαιρνε μηνιάτικο 3.000 κορωνών, όσα δηλαδή εισέπραττε και ως ποδοσφαιριστής (600 ευρώ πάνω-κάτω). Πώς να μην τσοντάρει ο Έντβαρ για το νοίκι, το φαγητό, τα πάντα όλα;
Φήμη. Κουνούπι.
Πολλά μαζεμένα. Ήρθαν μάλλον μαζί. Στο ντεμπούτο με τη φανέλα της Σταρτ -παίζοντας μάλιστα αριστερός χαφ- αναγορεύτηκε MVP του παιχνιδιού και έγινε μέλος της κορυφαίας ενδεκάδας της αγωνιστικής της (κορυφαίας εφημερίδας της Νορβηγίας) «VG». Λίγο αργότερα, η χρυσόσκονη με την οποία πασπαλιζόταν εμπλουτίστηκε με το παρατσούκλι που συνόδευσε την καριέρα του και τον έκανε απανταχού, όπου εμφανίστηκε, έπαιξε και πάτησε το πόδι του, γνωστό.
«Myggen». «Το κουνούπι». Του το χάρισε μια γυναίκα δημοσιογράφος σε κείμενό της, με το οποίο περιέγραφε τα πεπραγμένα του. Δεν το έκανε, θέλοντας να τονίσει την -πάντα καχεκτική- σωματοδομή του. Το έκανε, γιατί ήθελε να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίον αγωνιζόταν: «Σαν ένα κουνούπι που συνεχώς τσιμπάει», ήταν η ακριβής έκφρασή της.
Πλέον τα είχε όλα. Ποδοσφαιρικά ήταν ό,τι δεν είχαν δει ποτέ οι πατριώτες του, παίζοντας τελείως διαφορετικά, ξένα από τα καθιερωμένα, πατροπαράδοτα νορβηγικά στάνταρντς. Ήταν μικροκαμωμένος. Και αυτό κόντρα στα σωματότυπα (και το ποδοσφαιρικό στιλ της χώρας). Είχε μακρύ μαλλί. Είχε παρατσούκλι. Κέντριζε. Και στο γήπεδο και έξω από αυτό.
Ο Σβεν Μάτισεν, ο κατά πολλούς κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της Σταρτ -αυτός από τους τυχερούς μεροκαματιάρηδες, αφού δούλευε παράλληλα ως δημοσιογράφος τόσο κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας όσο και μετά το τέλος της- φιλοτέχνησε ένα πορτρέτο για τον συμπαίκτη του στην εφημερίδα που εργαζόταν. Το συνόδευσε με μια φωτογραφία με τον Μίκλαντ ξαπλωμένο να διαβάζει το «Λευκοί Νέγροι» του Νορβηγού λογοτέχνη, Ίνγκβαρ Άμπγιορνσεν.
Και κάπως έτσι, από πολύ νωρίς, με αυτή τη φωτογραφία -ταιριαστή και φυσιογνωμικά άλλωστε- ολοκληρώθηκε το προφίλ ενός μποέμ τύπου, του πιο μποέμ που έχει παίξει ποτέ ποδόσφαιρο στη Νορβηγία. Ακριβώς επειδή πρέσβευε ποδοσφαιρικά κάτι το τελείως διαφορετικό από αυτό που είχαν συνηθίσει οι συμπατριώτες του, έπρεπε και η εξωγηπεδική του εικόνα να πλαστεί ανάλογα. Αρτιστικά, αλήτικα, έξω και πέρα από μέτρα και νόρμες.
Και αυτή ακριβώς η περσόνα που δημιουργήθηκε -και εν πολλοίς και ο ίδιος συντήρησε ή έμαθε τουλάχιστον να κάνει- ήταν αυτή που τον κατέτρεξε σε όλη του την καριέρα. Χρόνια αργότερα, όταν είχε πλέον αποσυρθεί, του ζητήθηκε να απονείμει το κορυφαίο λογοτεχνικό βραβείο της Νορβηγίας. Προλογίζοντας αυτόν που βράβευσε, εξομολογήθηκε πως εκείνο το βιβλίο με το οποίο συμπαίκτης του τον είχε φωτογραφίσει, δομώντας ουσιαστικά ολόκληρο το προφίλ της σταδιοδρομίας του, ήταν το μόνο που είχε διαβάσει στη ζωή του.
Υπερέβαλε, αλλά όχι τόσο…
Το συμπλήρωμα του Στράντλι και η πάσα στον Βαζέχα
Ό,τι και αν έκανε, όπως και αν το έκανε, τραβούσε βλέμματα. Ποτέ του δεν σκόραρε. Στην καριέρα του έχει 464 παιχνίδια ως επαγγελματίας (σε συλλογικό και διεθνές επίπεδο), μόλις 18 φορές βρήκε δίχτυα. Αλλά, όποτε το έκανε, φρόντιζε να είναι αλησμόνητο.
Είτε καθιερώνοντας πανηγυρισμό (και πατεντάροντας μάλιστα…), τον περίφημο «Myggdansen», τον «χορό του κουνουπιού» δηλαδή, είτε δημιουργώντας χάι λάιτς εις τους αιώνας, όπως δηλαδή με το ένα από τα δύο του γκολ με την Εθνική Νορβηγίας στα προκριματικά του Euro 2000 κόντρα στην Σλοβενία, όταν κυριολεκτικά δούλεψε, χάζεψε, άφησε σύξυλη τη μισή ενδεκάδα των αντιπάλων του.
Παρότι η Σταρτ δεν κέρδιζε τίτλους, ο ίδιος ήταν πάντα μεταξύ των κορυφαίων. Το 1993 μάλιστα αναγορεύτηκε κορυφαίος μέσος του Πρωταθλήματος. Είχε ήδη έναν χρόνο βασικός με το εθνόσημο, το οποίο και ξεκίνησε να φοράει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε και αγωνιζόταν παράλληλα στις Ελπίδες. Εκείνη η φουρνιά θεωρείται ακόμη και σήμερα μια από τις καλύτερες που έχουν βγάλει ποτέ οι Νορβηγοί.
Το 6-0 στην Ιταλία επί των «Azzurrini» ενδεικτικό, αυτό όμως που θυμάται ο Μίκλαντ -και είναι από τα λίγα…- είναι τον επαναληπτικό, με σκανδαλώδη εις βάρος των Σκανδιναβών διαιτησία, η οποία τούς κόστισε την ήττα (1-2) και μια θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης (θα πήγαιναν ακόμα και με ισοπαλία).
Οι μεγάλες διοργανώσεις πάντως δεν του έλειψαν. Πήρε μέρος σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα, το 1994 και το 1998, και στο Euro 2000. Δεν ήταν πάντα βασικός, αλλά πάντα υπενθύμιζε με την παρουσία (και την απουσία του) το πόσο διαφορετικός ήταν.
Είχε εξαργυρώσει την πρόκριση στα τελικά των ΗΠΑ με μια μεταγραφή στην Ουτρέχτη. Αποδείχτηκε κάκιστη επιλογή, ενδεικτικό και μόνο ότι ούτε σεζόν δεν έβγαλε στην Ολλανδία, προτού επιστρέψει στην Σταρτ.
Τότε, άρχισε να γνωρίζει την σκοτεινή πλευρά των media. Η δική του πάντα υπήρχε, πάντα ήταν εκεί. Απλώς πλέον δεν προβαλλόταν ως κάτι το ιδιαίτερο και άκακο αλλά ως κάτι το επιβλαβές. Ξεκάθαρα οι δύο πλευρές μετατράπηκαν σε αντιμαχόμενες.
Έδωσε λαβές, εννοείται. Ξεκίνησε μ’ ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο και πρωταγωνίστησε και, παρότι η υπόθεσή του βασιζόταν σε “φανταστικά πρόσωπα και καταστάσεις”, ουσιαστικά ήταν… φωτογραφικό και περιέγραφε το πώς ένιωθε εξαιτίας του -τότε, 1995, 1996- παραγκωνισμού του από την Εθνική Νορβηγίας.
Τότε το κάπνισμα που είχε ξεκινήσει πριν τρία χρόνια αναδεικνυόταν σε πρωτοσέλιδα (και ως ένας από τους λόγους που η Νορβηγική Ομοσπονδία απαντούσε μέσω δημοσιευμάτων για τις μη κλήσεις του), όπως και τα άγρια, ήδη, ξενύχτια του, κατ’ οίκον ή όχι, αλλά πάντα συνοδευμένα από αλκοόλ. Πολύ.
Βρήκε καταφύγιο στην αυστριακή Λίντσερ. Καλύτερη η δεύτερη εκτός των συνόρων απόπειρα, του εξασφάλισε συγχωροχάρτια από media και Ομοσπονδία και, εφόσον η δημοφιλία του παρέμενε πάντα στα ύψη, ήταν αδύνατον -ειδικά συνυπολογίζοντας το πόσο προικισμένος ήταν- να συνεχίσει να αγνοείται.
Σ’ ένα φιλικό με την Βραζιλία, Μάιο του ’97, στο γήπεδο βρισκόταν απεσταλμένος του Παναθηναϊκού. Αποστολή του να σκανάρει τον Φρανκ Στράντλι, βασικό τότε φορ των Σκανδιναβών. Επέστρεψε στην Αθήνα, κάνοντας θερμή εισήγηση και για το «κουνούπι». Αποκτήθηκαν αμφότεροι. Με διαφορετική, τότε, οπτική, όπως ο ίδιος ο Μίκλαντ έχει φροντίσει να εξηγήσει:
«Οι περισσότεροι στην αρχή νόμιζαν πως ήμουν απλώς ένα συμπλήρωμα του Φρανκ. Επειδή αυτός θα ήταν ο σταρ, η πιο ηχηρή μεταγραφή, όλοι, ακόμα και μέσα στην ομάδα, θεωρούσαν πως εγώ είχα αποκτηθεί μόνο και μόνο για να διευκολύνω την προσαρμογή του. Ούτε καν ο νέος προπονητής (σ.σ. Βασίλης Δανιήλ) μού έδειχνε στην αρχή πως πίστευε στις δυνατότητές μου.
Αυτό άλλαξε σε μια στιγμή, σε μια προπόνηση. Ο Κριστόφ Βαζέχα (σ.σ. χαρακτηριστικό πως στην αφήγησή του, λάθος λέει τ’ όνομα του Πολωνού, αποκαλώντας τον Ρόμπερτ. Είπαμε, δεν θυμάται τίποτα…) ήταν γυρισμένος με πλάτη στην εστία, έχοντας τον αμυντικό κολλημένο πίσω του. Κατάλαβα πως ήθελε να ρολάρει στο κορμί του. Τότε του έκανα την πάσα. Τόσο ψηλή, ώστε να μην μπορέσει να την βρει ο αμυντικός, και τόσο γλυκιά, ώστε να σκάσει στο πόδι του Βαζέχα.
Μετά από αυτήν την πάσα, κανείς ποτέ στην ομάδα δεν πίστεψε πως είμαι εκεί για να συμπληρώνω τον Φρανκ».
Η μοναξιά στο Μόναχο, τα μεθύσια στην Κοπεγχάγη και το «βαποράκι»
Τα τρία χρόνια που πέρασε στον Παναθηναϊκό, τα καλύτερα της καριέρας του. Διασκέδασε με το ποδόσφαιρο που έπαιξαν οι «Πράσινοι», συμβάλλοντας καταλυτικά ο ίδιος σε αυτό.
Διασκέδασε και εκτός γηπέδων, με θρυλικές ιστορίες για τις οποίες οι τότε υπεύθυνοι του Παναθηναϊκού είναι αρμοδιότεροι να μοιραστούν για το πού αναγκάζονταν να τρέχουν από καιρού εις καιρό και από βράδυ σε ξημέρωμα για να ξεμπλέκουν από λογιών-λογιών περιπέτειες τον άστατο Νορβηγό, και, παρότι δεν κέρδισε τίποτα (και εδώ, όπως τότε με την Ελπίδων της χώρας του, εξωγενείς παράγοντες χρεώνει), θέλησε να εξαργυρώσει αυτή του την εξαιρετική αγωνιστικά περίοδο, δοκιμάζοντας σε ανώτερο επίπεδο.
Η παρουσία του στο Euro 2000 με μια καταπληκτική MVP εμφάνιση κόντρα στην Ισπανία βοήθησε, υπογράμμισε την ορθότητα επιθυμίας του. Τα παραστρατήματά του ήταν πλέον απλώς μέρος του πακέτου. Έτσι αντιμετωπιζόταν και η προβολή τους, απλώς ανάλογη της εκάστοτε περίστασης ή περιστάσεων.
Για παράδειγμα, είχε ξεχαστεί η εικόνα του αξημέρωτα, μαζί με τον Χένινγκ Μπεργκ, λιώμα έξω από ένα μπαρ κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1998.
Είχε αντικατασταθεί από την αναφορά στο φοβερό και τρομερό τζαρτζάρισμά του στον Ρομπέρτο Κάρλος, με το που μπήκε στο παιχνίδι με την Βραζιλία στην ίδια διοργάνωση, το οποίο προσωποποίησε την ανατροπή των Σκανδιναβών στο τελευταίο 10λεπτο και μία από τις μεγαλύτερες νίκες της ιστορίας τους κόντρα στη «Seleção» (2-1).
Τελικά, μετά την Ελλάδα και τον Παναθηναϊκό, διάλεξε την Bundesliga και τη Μόναχο 1860, παρότι μπορούσε να πάει στην Ισπανία (κάπου, μην έχετε απαιτήσεις, δεν θυμάται την ομάδα που του είχε κάνει τότε πρόταση).
Έπεσε σε κάκιστο φεγγάρι των Βαυαρών, δεν ταίριαξε ποτέ με τις απαιτήσεις του Πρωταθλήματος και της θέσης του (δεν μπορεί να ξεχάσει πως κλήθηκε να μαρκάρει τον κατά 20 πόντους ψηλότερο, νεανία τότε, Μίκαελ Μπάλακ), περνώντας το δεύτερο μισό της μόνης σεζόν που έμεινε στο Μόναχο κάνοντας προπονήσεις μόνος του, ως μέσο πίεσης για να δεχτεί είτε μείωση αποδοχών είτε αποδέσμευση χωρίς αποζημίωση, εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε τότε η γερμανική ομάδα.
Έφυγε. Επέστρεψε στην Σκανδιναβία, μετακομίζοντας στην Κοπεγχάγη. Πλέον όμως τα καλά χρόνια ήταν πίσω του.
Στη Δανία κέρδισε τον μόνο τίτλο της καριέρας του, ένα Πρωτάθλημα, περισσότερο όμως τον θυμούνται από τις φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδα της χώρας, με τον ίδιο ξημερώματα έξω από το μπαρ Rust, τύφλα στο μεθύσι, να προκαλεί τους πάντες να παίξουν ξύλο μαζί του.
Τα παράτησε τελικά στα 33 του, τσακισμένος από τον αχίλλειο που τον ταλαιπωρούσε σε όλη του την καριέρα και αδυνατώντας να παλέψει και σταθερές πλέον ενοχλήσεις στο γόνατο.
Επέστρεψε στα 37. Ίσα γιατί γούσταρε. Ίσα γιατί αυτό που έλεγε παιδί, αυτό που έλεγε επαγγελματίας και αυτό που έλεγε γυρίζοντας, αυτό ήταν που τον καθοδηγούσε. «Το μόνο που θέλω είναι να παίζω ποδόσφαιρο». Γι’ αυτό λοιπόν γύρισε. Για να παίξει ξανά.
Γι’ αυτό, όταν σταμάτησε οριστικά, νικημένος από τον χρόνο, πέρασε την πιο μαύρη περίοδο της ζωής του. Το έριξε -για τα καλά…- στις ουσίες, για μήνες έκανε συστηματική χρήση κοκαΐνης και μάλιστα συνελήφθη ως βαποράκι. Γλύτωσε τη φυλακή, αποδεχόμενος αναρίθμητες ώρες κοινωνικής εργασίας, αναγνωρίζοντας τον εθισμό του και ζητώντας εμπράκτως απεξάρτηση. Την βρήκε ουσιαστικά μέσω της διαφυγής του στο -τι άλλο;- ποδόσφαιρο.
Ανέλαβε προπονητής στην Σταρτ, επιφορτισμένος με την τεχνική βελτίωση των νεαρών ποδοσφαιριστών στις ακαδημίες της ομάδας. Και ουσιαστικά, αυτό κάνει ως και σήμερα.
Αποτραβηγμένος από τους προβολείς που ποτέ δεν ήθελε, που ποτέ δεν ζήτησε και που ποτέ δεν συνήθισε. Που τράβηξε πάνω του, επειδή ακριβώς ήταν, ποικιλοτρόπως, ξεχωριστός. Που διαμόρφωσαν μια περσόνα που έμαθε να υπηρετεί και συνεχώς να (ανα)τροφοδοτεί, χωρίς καλά-καλά ο ίδιος να ξέρει τι ακριβώς είναι, υποστηρίζει, σημαίνει, προκαλεί.
Έτσι είναι όμως.
Το τίμημα της γνωριμίας με αυτή την πτυχή του εαυτού του πρέπει λογικά πλέον -τι στο καλό, πενηντάρισε…- να το έχει αναγνωρίσει, να το έχει δεχτεί. Ή τουλάχιστον έτσι όλοι οι μέτριοι φυσιολογικοί μπορούμε να θεωρούμε πως έκανε, από την στιγμή που αντανακλαστικά, ως μηχανισμός δημιουργίας άλλοθι, φέρνουμε το ξεχωριστό σε μέτρα που είναι δυνατόν να κατανοήσουμε, να αντιληφθούμε, να μετρήσουμε και να αγγίξουμε.
Και ας τα έχει, αυτή η διαβολεμένη φάτσα, αυτός ο ιδιαίτερος τύπος, αυτός ο ιδιοφυής άνθρωπος, αλλάξει, ζήσει, πουλήσει χίλιες φορές.
Όλα, ένα προς ένα.
Ξανά.
Και ξανά.
Και ξανά…
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη