Τα παιδικά μου χρόνια στη Μεντόσα ήταν όμορφα. Πάντα είχαμε τα απαραίτητα, παρότι ήμασταν τέσσερα αγόρια.
Όλοι μας λεγόμασταν Χουάν! Μην ρωτάς γιατί. Τρέλα του πατέρα μου.
Δεν θα βρεις μεγάλες δυσκολίες. Η μητέρα μου, Σεσίλια, δασκάλα και ο πατέρας μου, Πέπε, στην εταιρεία του, με τις επιπλώσεις χώρων.
Ακολούθησε το επάγγελμα του παππού μου, αν και δεν το ήθελε. Αγαπούσε το ποδόσφαιρο και ίσως αυτά τα εμπόδια που του έβαλε ο δικός του πατέρας τον έκαναν να με βοηθήσει τόσο πολύ στη δική μου ενασχόληση με το άθλημα.
Η αρχή έγινε από το κλαμπ Αλεμάν. Βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας και σου έδινε την ευκαιρία να γνωρίσεις διάφορα αθλήματα. Πάντελ, τένις, ποδόσφαιρο.
Από εκεί ο μικρότερός μου αδερφός, Χουάν Αντόνιο, απέκτησε το “μικρόβιο” του χόκεϊ χόρτου και βρέθηκε έως την Εθνική Ιταλίας!
Το δικό του όνομα, τουλάχιστον, δικαιολογείται, αφού το πήρε από τον παππού μου που ήταν Ιταλός. Είχε έρθει από τη Σικελία. Αυτός είναι ο λόγος που έχουμε ιταλικό διαβατήριο.
Από την άλλη, εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός, Χουάν Πάμπλο, ασχοληθήκαμε με το φούτσαλ.
Συνηθίζεται στην Αργεντινή. Έως τα 13-14 χρόνια τα παιδιά μαθαίνουν σε μικρά γήπεδα, σαν τα 5×5 που υπάρχουν στην Ελλάδα. Τα βοηθά να αποκτήσουν καλύτερη τεχνική, αφού όλα γίνονται σε πολύ μικρό χώρο.
Για επτά χρόνια περίπου μείναμε εκεί, στο Αλεμάν.
Ήμασταν καλή ομάδα αλλά και εξαιρετική παρέα. Οικογένεια. Ακόμα κι όταν αρχίσαμε να περνάμε στη φάση του επαγγελματισμού, το διασκεδάζαμε.
Τα δύσκολα ξεκίνησαν στα 15-16, όταν πήγα στο Μπουένος Άιρες.
Αν θέλεις να κάνεις καριέρα, οφείλεις να δοκιμαστείς εκεί όπου μαζεύονται οι σκάουτερ της Μπόκα, της Ρίβερ, της Ρασίνγκ, της Εθνικής Αργεντινής.
Είχε έρθει η ώρα να σταθώ μόνος μου.
Ουσιαστικά, μέσω Μπουένος Άιρες αρχίζει και η σχέση μου με την Ελλάδα το 2009.
Ο Πρόεδρος του Πανθρακικού είχε πολύ καλές σχέσεις με έναν ατζέντη, τον Μάριο Παναγόπουλο.
Ήρθε και μου είπε πως σε δύο ημέρες μπορώ να πετάξω για την Ελλάδα. Ήξερα την ιστορία της, αλλά δεν ήξερα καν πού βρισκόταν στον χάρτη!
Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ. Βρισκόμουν μακριά από τους γονείς μου. Ούτε που προλάβαινα να τους χαιρετήσω. Απλώς τους πήρα τηλέφωνο και είπα πως μεθαύριο φεύγω για την Ελλάδα. Η μητέρα μου τρελάθηκε! Πέμπτη το έμαθα, Σάββατο “πέταξα” και Κυριακή ήμουν στην Κομοτηνή.
Προπονητή είχαμε τον Ντουμιτρέσκου που είχε μεγάλη αγάπη στους Αργεντινούς. Ίσως λόγω Μαραντόνα. Αναπτύξαμε πολύ καλή σχέση και τον κέρδισα στο διάστημα που δοκιμάστηκα.
Αμέσως μετά την προετοιμασία υπέγραψα τριετές συμβόλαιο. Την Πέμπτη ήμουν στην τρίτη κατηγορία της Αργεντινής και έναν μήνα μετά έπαιζα στο Parc des Princes φιλικό κόντρα στην Παρί Σεν Ζερμέν! Ευτυχώς προσαρμόστηκα γρήγορα.
Ήμουν σε μία ηλικία που ήθελα να μάθω νέα πράγματα, να γνωρίσω τον κόσμο. Ήμουν πολύ χαρούμενος που ήρθα στην Ελλάδα και, ειλικρινά, δεν με ενοχλούσε τίποτα.
Στο ποδοσφαιρικό κομμάτι, ένιωσα αμέσως πως ταιριάζω. Άλλωστε, το ελληνικό ποδόσφαιρο, όπως το έχω ζήσει, μοιάζει περισσότερο με το αργεντινικό παρά με το ευρωπαϊκό. Κυριαρχεί το πάθος, η τακτική και η ελευθερία στους επιθετικούς. Ίσως είναι ο λόγος που τόσοι παίκτες από την Αργεντινή πέτυχαν στην Ελλάδα.
Αν κάτι με δυσκόλεψε τις πρώτες ημέρες, ήταν η γλώσσα.
Θυμάμαι και μία αστεία ιστορία. Με είχε ρωτήσει ο φροντιστής της ομάδας ποιον αριθμό θέλω να φορέσω. Προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε με νοήματα και του έδειξα το 88. Νόμιζα πως με ρώτησε πότε γεννήθηκα!
Πηγαίνω στο πρώτο παιχνίδι λοιπόν και βλέπω στη φανέλα αυτόν τον αριθμό! Τότε κατάλαβα πως κάτι είχε πάει λάθος!
Δεν με ενόχλησε. Μάλιστα, την έχω ακόμη τη συγκεκριμένη φανέλα.
Σε γενικές γραμμές όμως ήμουν τυχερός. Οι συγκυρίες ήταν κατάλληλες.
Ο Πανθρακικός είχε αρκετούς ξένους στην ομάδα, κάτι πρωτόγνωρο για μένα, αφού δεν είχα ξαναδεί τόσες κουλτούρες μαζί.
Βρήκα ανθρώπους που με βοήθησαν από την αρχή. Ένας από αυτούς με γνώρισε στη γυναίκα μου!
Στην πρώτη μου σεζόν στον Πανθρακικό ήμουν πολύ κοντά με τον Μανουέλ Ρόκα. Δεν υπήρχαν πολλοί Αργεντινοί, μιλούσε ισπανικά και “δέσαμε”.
Μέλος της παρέας και ο Βελάσκο, μαζί με τον οποίον πρωτοπήγα στην Ισπανία για να δω την Ατλέτικο Μαδρίτης, μιας και αυτός είχε παίξει εκεί. Έπειτα πήγα στη Μούρθια, στον Μάνουελ και τη γυναίκα του.
Εκείνη μου γνώρισε την ανιψιά της, με την οποία κρατήσαμε επαφές μέσω του MSN. Ερχόταν Ελλάδα, πήγαινα Ισπανία. Όλο αυτό κράτησε για δύο χρόνια περίπου.
Πλέον έχουμε τη δική μας οικογένεια, κάτι που μου έδωσε την ευκαιρία να δω τις μεγάλες διαφορές με τα δικά μου παιδικά χρόνια.
Ο τρόπος που μεγαλώνει ένα παιδί στη Λατινική Αμερική και εκείνος που μεγαλώνει ένα παιδί στην Ευρώπη δεν έχουν καμία σχέση. Δεν τους λείπει τίποτα. Φροντίζω όμως κάποιες από τις δυσκολίες που πέρασα να τους τις μεταδώσω. Να ξέρουν πως δεν είναι όλα εύκολα και νομίζω πως το έχω καταφέρει.
Τα τρία μου παιδιά, η Βαλεντίνα, ο Τιάγκο και ο Λούκα, έχουν στοιχεία και από τις δύο ηπείρους. Σε κάποια υπερισχύει το κομμάτι της Ευρώπης, σε κάποια της Νότιας Αμερικής.
Ο Τιάγκο ειδικά λατρεύει τις λάτιν γεύσεις. Έχει και μεγάλη αγάπη στο ποδόσφαιρο.
Αριστεροπόδαρος! Μακάρι να πάρει το αργεντινικό ταμπεραμέντο και την ευρωπαϊκή τακτική. Αν γίνει ανάποδα, την πατήσαμε, αλλά είμαι αισιόδοξος. Άλλωστε, θα περάσει ένα μεγάλο διάστημα στις εξαιρετικές ακαδημίες της Ισπανίας.
Έχω αποφασίσει τα χρόνια μετά το ποδόσφαιρο να με βρουν εκεί, στη χώρα της γυναίκας μου, να ασχολούμαι με τα μεσιτικά. Τόσον καιρό με ακολουθεί και με στηρίζει. Είναι η σειρά μου.
Η πόρτα της Ελλάδας όμως δεν θα κλείσει. Είμαι ερωτευμένος με τη χώρα και ως οικογένεια έχουμε αποκτήσει τις συνήθειές της.
Ο πρωινός μας καφές είναι ελληνικός ή freddo. Είναι κάτι που το συζητούσαμε. Πριν φύγουμε από την Ελλάδα, θα πρέπει να μάθουμε να φτιάχνουμε freddo με τον τρόπο που γίνεται εδώ!
Ακόμα και τα ελληνικά φαγητά θα μας λείψουν. Η σπιτονοικοκυρά συνήθως κατεβαίνει και μας φέρνει μουσακά ή παστίτσιο. Τα παιδιά τρελαίνονται! Μόνο το μάτε δεν αλλάζουμε με τίποτα.
Είναι πολλά τα χρόνια πλέον. Συνεχίζω να νιώθω και πάντοτε θα είμαι Αργεντινός, αλλά έχω δεθεί με την χώρα.
Η Κομοτηνή, η Τρίπολη, τα Χανιά. Υπέροχες πόλεις, υπέροχος κόσμος. Μοναδικό παράπονο ότι δεν πρόλαβα να ζήσω όσο θα ήθελα τα Χανιά, αλλά θα γυρίσω σίγουρα, έστω και για διακοπές.
Είμαι ευγνώμων. Ο κόσμος που έχω γνωρίσει, όσα συναισθήματα έχει δώσει σε εμένα και την οικογένειά μου, όσα μου προσέφερε μέσα από το ποδόσφαιρο. Δεν θα άλλαζα την πορεία μου εδώ. Η Ελλάδα με παρέλαβε παιδί 21 ετών και θα με παραδώσει οικογενειάρχη, με γυναίκα και τρία παιδιά.
Αν με ρωτάς ποιο ήταν το μυστικό αυτής της σχέσης, δεν ξέρω.
Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως προσπαθήσαμε να προσαρμοστούμε εμείς στην Ελλάδα και όχι να φέρουμε εδώ την Αργεντινή. Και τα καταφέραμε.
Ο Χουάν Μανουέλ είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Φάνης Τσοκανάς
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χερόνιμο Μπαράλες: Ένα Παιδί Στα Δέκα Χιλιάδες
Χρίστος Τασουλής: Στη δική μου κοινωνία
Αλέξανδρος Μανιάτογλου: Κερδισμένοι στη μετάφραση
Δημήτρης Κενές: Social Media στα Σπορ: Προνόμια και Υποχρεώσεις