Βλοσυρός, -ή, -ό: αυτός που έχει αυστηρό, αγριωπό βλέμμα!
Συνώνυμα: σκυθρωπός, αγριωπός…
Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι το κλάμα. Από ‘κει και πέρα, οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται “τέρατα” που κάνουν τους άλλους να κλαίνε.
Ο Στέφαν Έφενμπεργκ είχε κάνει την επιλογή του από πολύ νωρίς. Οι ψυχροπολεμικές γειτονιές του λιμανιού και ειδικά το Bramfelder στις όχθες του Έλβα δεν ήταν μέρη για τα αδύναμα παιδιά του Αμβούργου κι εκείνος από τα γεννοφάσκια του ήθελε να είναι «cheffe» (το «αφεντικό»).
Ήξερε πως, όταν ένας δειλός και ανόητος άνθρωπος είναι σκληρός, αυτό προκαλεί απέχθεια. Όταν όμως ο έξυπνος και τολμηρός είναι σκληρός, αυτό προκαλεί τρόμο. Κι εκείνος είχε όλο το πακέτο.
Δεν ήταν μόνο ο χαρακτήρας ή η αντίληψη των πραγμάτων. Η συμπεριφορά υποστηριζόταν από τα οστά του κρανίου. Το σχήμα του κεφαλιού. Το αρσενικό μέτωπο, σε αντίθεση με το γυναικείο, εμφανίζει συχνά μία έντονη προβολή στο οστό του φρυδιού. Αυτή η προεξοχή, η οποία στην ανατομία ονομάζεται υπερκόγχη, σε εκείνον προβαλλόταν και αγρίευε τα πάντα, μέσα του, γύρω του. Έκανε το βλέμμα ψυχρό, σκληρό. Σαν την αντίφαση που έχουν τα μάτια στα αγάλματα των μουσείων. Ταυτόχρονα κενά από συναίσθημα αλλά και πλήρως σπινθιροβόλα…
H οριακή (μεταιχμιακή) διαταραχή μεταξύ τάξης και χάους
Να ‘τανε όμως μόνο αυτή η αντίφαση της ζωής ενός αγριμιού. Τα παρωνύμιο-παράσημο «Τίγρης» ήταν ακριβώς εκείνο που τον έκανε να βρίσκεται πάντοτε σε αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «border line». Τούτη η «οριακή (μεταιχμιακή) διαταραχή προσωπικότητας» ακροβατούσε μεταξύ των χαρακτηριστικών της φυλής και μίας αναρχικής ηγετικής τάσης που γέμιζε φωτιές την ψυχή του.
Ο μέσος Γερμανός γεννιέται και πεθαίνει μέσα σε μία λογικά ελεγχόμενη συμπεριφορά. Η συμπεριφορά αυτή στοχεύει να κατασκευάζει πολίτες με μειωμένη ατομική συνείδηση προς όφελος της κοινωνικής. Το “εγώ” υποχωρεί, ώστε να εξυπηρετήσει το “εμείς”. Το “εγώ” υπάρχει ως ισχυρό κομμάτι ενός συγκεκριμένου συνόλου. Ο μέσος Γερμανός έχει ως ευαγγέλιο την έννοια της πειθαρχίας από τη μέρα που θα γεννηθεί. Η παρέκκλιση από την πειθαρχία είναι καταδικαστέα και θεωρείται προσβολή προς το σύνολο.
Χωρίς πειθαρχία δεν υπάρχουν κανόνες και χωρίς κανόνες δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή. Μόνο που για τον Έφενμπεργκ ήταν λες και όλη αυτή η τάξη γεννιόταν μέσα από το χάος.
Ένα πνεύμα ταραχώδες, υποταγμένο στο αξίωμα που ορίζει πως, εάν η τάξη είναι η ηδονή της λογικής, η αταξία είναι η απόλαυση της φαντασίας.
Ποδόσφαιρο…
Τα 80s ήταν σκληρά για την Γκλάντμπαχ. Την προηγούμενη 10ετία τα «Πουλάρια» είχαν βιώσει τον δικό τους «Χρυσό Αιώνα του Περικλή», όπως άρεσε στον σούπερ επιθετικό Γιουπ Χάινκες να αποκαλεί το αγωνιστικό βίωμά του. Πέντε Πρωταθλήματα μεταξύ 1970-1977, ο χαμένος Τελικός του Πρωταθλητριών (1977), δύο κατακτήσεις UEFA (1975, 1979) και δύο χαμένοι τελικοί (1973, 1980), δημιούργησαν ένα υπέροχο δίπολο με την Μπάγερν.
Μόνο που αυτή η χρυσή εποχή δεν είχε συνέχεια. Οικονομικοί λόγοι, ελάχιστα εισιτήρια στο μικρό Bökelbergstadion και λάθος αποφάσεις οδήγησαν το club εκτός της δυαρχίας της Bundesliga. Το χειρότερο όμως ήταν ότι η Μπάγερν γιγαντώθηκε τόσο, ώστε να της κλέβει πλέον τους καλύτερούς της.
Το 1984 ο Λόταρ Ματέους άνοιξε την πόρτα προς τον Νότο και το 1987 ακολούθησε ο -προπονητής πλέον- Χάινκες, για την πρώτη θητεία του στους Βαυαρούς. Πριν αποχωρήσει ωστόσο, προέτρεψε τον βοηθό και αντικαταστάτη του, Βολφ Βέρνερ, να ρίξει στη μάχη τον 19χρονο ξανθομάλλη που μόλις είχε κατεβάσει από τον Βορρά και τη Βικτόρια Αμβούργου. Η αρχή έγινε στα τέλη Νοεμβρίου του 1987 με νίκη επί της Καϊζερσλάουτερν.
Τα πρώτα σχόλια ήταν αποθεωτικά, μιλώντας για έναν πιτσιρικά με «μάτια στην πλάτη και σιδερένια πυγμή». Ήταν ξεκάθαρο ότι από την πρώτη κιόλας στιγμή είχε δείξει ακριβώς τα προτερήματά του. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να πει ότι έδειξε αμέσως και την αγριότητα, τον θυμό, την ένταση, την αναρχία που θα τον συνόδευαν σε όλην την καριέρα αλλά και τη ζωή του γενικότερα.
Δεν χρειάστηκε παρά να φτάσει η τρίτη συμμετοχή του. Τότε, κόντρα στην Μπάγερ του Ίρντινγκεν θα δεχόταν την πρώτη από τις 121 κάρτες, ρεκόρ παντοτινό και προφανώς ακατάρριπτο για όλες τις προηγούμενες και επόμενες γενιές του γερμανικού ποδοσφαίρου.
Καταποντισμός σε Μόναχο, Φλωρεντία
Η τριετία στα μέρη της Ρηνανίας-Βεστφαλίας δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες. Αυτός ο ξανθός ήταν για πιο μεγάλα πράγματα. Η Μπάγερν πλήρωσε 1.4 εκατ. ευρώ και ο Χάινκες θα είχε αυτήν τη φορά την ευκαιρία να δουλέψει ο ίδιος μαζί του.
Η αρχή με την κατάκτηση του Super Cup δεν θα είχε αντίστοιχη συνέχεια. Ο Έφενμπεργκ μπήκε απευθείας στα βαθιά, έγινε βασικός, ξεδίπλωσε τις ηγετικές τάσεις του, αλλά η πρώτη χρονιά θα έφερνε την ομάδα δεύτερη και η επόμενη (1991-1992) θα την άφηνε στην δέκατη θέση, τη χειρότερή της από το 1978, θέση που δεν επαναλήφθηκε ποτέ.
Εκείνος όμως εξακολουθούσε να παίζει εκπληκτικά. Το επιβεβαίωσε το ίδιο καλοκαίρι με την Εθνική. Στα γήπεδα της Σουηδίας οδήγησε τη Γερμανία στον χαμένο Τελικό κόντρα στην τρομερή Δανία. Ο ίδιος θα έμπαινε στην All Star 11άδα του τουρνουά και λίγο αργότερα θα δεχόταν την πρόταση της Φιορεντίνα. Το ίδιο και η Μπάγερν που συναινούσε για το διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή ποσό των 7.5 εκατ. ευρώ.
Ο αμφιλεγόμενος Πρόεδρος, Φλάβιο Ποντέλο, κράτησε επιδεικτικά από το χέρι και τους τρεις και τους σύστησε στο κοινό της πόλης σε μία ένδοξη παρουσίαση στην εμβληματική γέφυρα Πόντε Βέκιο.
Στο πλευρό του, ο Έφενμπεργκ ήταν ο λιγότερο διάσημος. Την παράσταση έκλεβε ο υπερπαίκτης και νικητής του Euro, Μπράιαν Λάουντρουπ, ο οποίος είχε επίσης περάσει τη διετία 1990-1992 στην Μπάγερν, και ο εξωτικός Βραζιλιάνος μάγος, Φερνάντο Μπαϊάνο. Οι τρεις τους θα πλαισίωναν τον Γκάμπριελ Μπατιστούτα (είχε υπογράψει την προηγούμενη χρονιά) και τα όνειρα για το Scudetto θα άνθιζαν γεμάτα χρώματα στην αυλή του Παλάτσο Βέκιο, δίπλα στο άγαλμα του Δαυίδ του Μικελάντζελο.
Αντ’ αυτού όμως θα βίωναν τον όλεθρο. Ο Ποντέλο θα τα έκανα και πάλι μαντάρα στη διοίκηση και οι «Viola» θα άλλαζαν τέσσερεις προπονητές σε μία σεζόν. Ο τίτλος όχι απλώς δεν υπήρξε ρεαλιστικός αλλά την τελευταία αγωνιστική σφραγίστηκε ο ντροπιαστικός υποβιβασμός. Παραδόξως, ο Έφενμπεργκ έμεινε και μαζί με τον «Μπατιγκόλ» έστεψαν τη Φιορεντίνα Πρωταθλήτρια στη Serie B.
Το μεσαίο δάχτυλο
Η παρουσία του στη Β’ Ιταλίας δεν αποτέλεσε τροχοπέδη. Ο Μπέρτι Φογκτς κατέστρωνε τρελά σχέδια μεσαίας γραμμής, όπου μαζί με τον Ματίας Ζάμερ οραματιζόταν πως θα έφτανε μέχρι την κατάκτηση της Παγκόσμιας κούπας. Ήταν άλλωστε ιστορικές οι στιγμές. Οι Scorpions είχαν κάνει ύμνο το «Wind of change» και στα γήπεδα των ΗΠΑ για το Μουντιάλ του 1994 η Γερμανία θα εμφανιζόταν και πάλι ως ομοούσια και αδιαίρετη.
Μόνο που ξανά θα ακολουθούσε η ακόμα μία κατάρριψη της μυθοπλασίας. Η νίκη με τη Βολιβία ήρθε δύσκολα (1-0), το ντέρμπι με την Ισπανία δεν είχε νικητή (1-1) και στο τρίτο ματς οι Γερμανοί είχαν αγχωθεί από τα τρεξίματα των Νοτιοκορεατών.
Με το σκορ στο 3-2, οι Ασιάτες πίεζαν δαιμονισμένα και τα «Panzer» πνίγονταν στη ζέστη του Ντάλας στο Τέξας. Ο Έφενμπεργκ ήταν βαρύς, ράθυμος, κουβαλούσε εννοείται κάρτα από νωρίς και είχε τα νεύρα του. Μαζί με τους συμπαίκτες του προσπαθούσαν να κρατήσουν λίγο την μπάλα, κάνοντας καθυστερήσεις. Το κοινό τούς έκραξε. Ακόμα και οι συμπατριώτες τους.
Στο 75′ ο Φόγκτς τον έκανε αλλαγή με τον πιο αμυντικό, Τόμας Χέλμερ. Το κοινό γιουχάρισε. Όχι τόσο τον Έφενμπεργκ όσο την απόφαση του Φογκτς. Τότε, στην πιο λάθος στιγμή του, ο Έφενμπεργκ ύψωσε το μεσαίο δάχτυλο στην εξέδρα.
Ο διωγμός υπήρξε άμεσος. Χωρίς την ηγεσία και τη διορατικότητά του η Γερμανία θα πάτωνε. Εκείνος ήταν 26 ετών, μετρούσε μόλις τέσσερα χρόνια και 33 συμμετοχές (πέντε γκολ) με το εθνόσημο. Δεν θα έπαιζε όμως ποτέ ξανά, με εξαίρεση δύο φιλικά στο αντίο του Φογκτς το 1998. Ενδιάμεσα (1996) θα έχανε την ευκαιρία να σηκώσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Αγγλία.
«FC Hollywood» και ο “λευκός” Ματέους
Πλέον θα είχε παρατσούκλι. Κακό και θα τον συντρόφευε για πάντα. Τον αποκάλεσαν με το αυτονόητο «Der Stinkefinger». Ήταν το «Βρομερό Δάχτυλο» που ακόμη κουβαλάει στις πλάτες, τη θύμηση, το βιογραφικό του. Η Γκλάντμπαχ θα του προσέφερε και πάλι ένα σπίτι. Η επόμενη τετραετία τον βρήκε να ηγείται της προσπάθειας επαναφοράς του club στην ελίτ. Ωστόσο, με εξαίρεση το Κύπελλο του 1995, ο Έφενμπεργκ θα παρέμενε ένα χρυσό αγόρι δίχως όμως χρυσάφι στα χέρια του.
Είχε φτάσει 30 ετών και δεν είχε κατακτήσει τίποτα σημαντικό στην καριέρα του, όταν τον κάλεσε ο Ότμαρ Χίτσφελντ που μόλις αναλάμβανε την Μπάγερν. Έχοντας οδηγήσει την Ντόρτμουντ στην κορυφή της Ευρώπης (1997), οι Βαυαροί τού έδωσαν τα ηνία κι εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη ήξερε ότι ο Στέφαν, στην πιο ώριμη φάση του, ήταν εκείνος που θα γινόταν ο μαέστρος του.
Ήταν αυτή η επιστροφή του στο Μόναχο που θα τον τοποθετούσε ανάμεσα στους legends του club. Τρεις διαδοχικές πρωτιές στη Bundesliga (1998-2001), αντίστοιχα League Cup, ένα Κύπελλο και η μεγάλη πληγή. Το σοκ του Camp Nou το 1999. Η πιο τρελή ανατροπή σε Τελικό Champions League συνέβη εις βάρος του. Ένας θυμός που δεν του πέρασε ποτέ.
Για τον Έφενμπεργκ όμως ήταν ξεκάθαρο ποιος ήταν ο μεγάλος υπαίτιος. Ανέκαθεν τα είχε με τον Λόταρ Ματέους. Με εκείνον και τον Γιούργκεν Κλίνσμαν είχαν τις μεγάλες αντιπαλότητες. Εκεί στα 90s, θεωρούσε πως οι δυο τους ήταν κυρίως εκείνοι που έκαναν όλον τον χαμό. Από κοντά και Μάριο Μπάσλερ, Μεμέτ Σολ, οι οποίοι οδήγησαν με τα σταριλίκια τους τον Τύπο να αποκαλέσει την Μπάγεν με το αμίμητο και άκρως επιτυχημένο «FC Hollywood». Η αλήθεια βέβαια ήταν πως ο Έφενμπεργκ τα έκανε ακόμα χειρότερα απ’ ό,τι οι υπόλοιποι μαζί.
Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «I Showed Them All» αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος στον Ματέους.
Στο πρώτο σκέλος τον αποκαλεί «φαφλατά και ηττοπαθή που τα παρατάει». Δεν γινόταν να του συγχωρέσει την αλλαγή που ζήτησε 10 λεπτά πριν το φινάλε στον Τελικό με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ: «Τι πάει να πει ήταν κουρασμένος; Έπρεπε να μείνει μέσα και να παλέψει μέχρι τέλους. Βγήκε και χάσαμε. Τόσο απλά. Εγώ στη θέση του θα έμενα ακόμα και με σπασμένο πόδι».
Το κορυφαίο όλων όμως ακολουθεί στο επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο έχει τίτλο «Όλα όσα γνωρίζει ο Λόταρ Ματέους για το ποδόσφαιρο» και έχει απλώς μία λευκή σελίδα!
Επιτέλους…
Τη σεζόν 2000-2001 θεωρείται κάπως μεγάλος. Είναι πατημένα 32. Ο Τύπος αμφιβάλει εάν μπορεί να οδηγήσει την προσπάθεια για όσα χάθηκαν δύο χρόνια νωρίτερα. Έχει τραυματισμούς, χάνει αρκετά ματς στο Πρωτάθλημα, αλλά στο Champions League φωνάζει παρών.
Ο Τελικός του San Siro αναδεικνύει ως πρωταγωνιστές τα δύο μεγάλα αφεντικά. Ο Όλιβερ Καν κάνει τα μαγικά του στα πέναλτι κι εκείνος βάζει τα δικά του. Ισοφαρίζει από την άσπρη βούλα το γκολ του Γκαΐθκα Μεντιέτα και βρυχάται οργιαστικά στο πρόσωπο του τρομαγμένου Σάμι Κουφούρ. Είναι η στιγμή που η «Τίγρης» βλέπει όλες τις ρίγες της να απαστράπτουν. Στη συνέχεια ευστοχεί με τη σειρά του στην ψυχοφθόρο διαδικασία. Η «Κούπα με τα μεγάλα αφτιά», η «orejana» (ορεχάνα, από το ορέχας που σημαίνει αφτιά) που τόσο τέλεια την αποκαλούν οι Ισπανοί, είναι δική του. Δική του και της Μπάγερν έπειτα από 25 χρόνια ξηρασίας.
Η ψηφοφορία της UEFA θα τον αναδείξει κορυφαίο της χρονιάς στη διοργάνωση. Είναι το επιστέγασμα. Απλώς θα μπορούσε να φύγει εκεί. Επιλέγει να παίξει ακόμα μία σεζόν εκεί. Θα μετρήσει τα λιγότερα ματς και γκολ ever. Οφείλει να το πάρει απόφαση. Η Μπάγερν δεν είναι καλή, όπως ούτε αυτός. Τερματίζουν στην τρίτη θέση.
Μία χρονιά στη Βόλφσμπουργκ και μία ακόμα στην ξενιτιά στο Κατάρ για τα συντάξιμα. Είναι το 2004 κι εκείνος μετράει 36 κεράκια στην τούρτα. Καλείται να έρθει αντιμέτωπος με τη δύσκολη απόφαση. Λίγες μέρες νωρίτερα έχει λάβει και το πιο γλυκό δώρο της καταξίωσης. Οι οπαδοί της Μπάγερν θα τον τοποθετήσουν στην κορυφαία 11άδα στην ιστορία του συλλόγου.
Πεθερές, απιστίες και επιδόματα ανεργίας
Με κάποιον ανεξιχνίαστο τρόπο ο ίδιος έχει κατονομάσει τη ζωή του ως «ένα ρομαντικό τέχνασμα». Προφανώς δεν σχετίζεται με όσα έχει πει για τις μητέρες των συζύγων του: «Είμαι ο χειρότερος εφιάλτης κάθε πεθεράς». Μία άκρως αιτιολογημένη δήλωση. Όχι από κάποιον που επέλεξε από τα 22 του να είναι παντρεμένος, αλλά από το πώς διαχειρίστηκε τον χωρισμό του με τη Μαρτίνα.
Το 2002 ανακοίνωσε το φινάλε της σχέσης τους. Το χειρότερο ήταν ο λόγος του διαζυγίου. Η Μαρτίνα τον τσάκωσε σε ερωτικά μηνύματα με την Λούλου. Ποια ήταν η Λούλου; Η σύζυγος του συμπαίκτη του, Τόμας Στρουντς! Για κάποιον λόγο και με κάποιον τρόπο, ο Στρουντς όχι μόνο είδε τον Έφενμπεργκ να του κλέβει τη γυναίκα αλλά καθόταν και στον πάγκο, λίγο παραδίπλα από το μεσαίο δάκτυλο το 1994.
Και δεν έμεινε μόνο εκεί. Στην αυτοβιογραφία του δημοσίευσε ερωτικές λεπτομέρειες από κάθε σχέση του. Μόνο που δεν αρκέστηκε στο σεξ. Οι αποκαλύψεις για αλκοόλ και ναρκωτικά σόκαραν. Εκείνο το 2002 ήταν πολυτάραχο.
Αρχικά, κρίθηκε ένοχος και πλήρωσε ένα μεγάλο ποσό σε γυναίκα που χτύπησε σε ένα μπαρ.
Στη συνέχεια, συνέντευξή του στο «Playboy» τον έβαλε σε θέση μάχης απέναντι στα εργατικά συνδικάτα και τη μισή Γερμανία. «Οι άνεργοι λαμβάνουν πολλά επιδόματα και τεμπελιάζουν, αντί να αναζητήσουν δουλειά»! Ο Τύπος ισχυρίστηκε τότε ότι μετά από αυτήν τη δήλωση τελείωσε η καριέρα του στην Μπάγερν, κάτι που κανείς δεν επιβεβαίωσε ποτέ.
Ένα ευτυχισμένο υπερΕΓΩ
Εάν προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε την καριέρα του, είναι τρομερά δύσκολο να συμβεί, χωρίς να λάβουμε υπόψη όλο το μελόδραμα, τις γκριμάτσες, τον θυμό, την παλινωδία που την συνόδευσαν εντός και εκτός γηπέδου. Ωστόσο, εάν για μία στιγμή επιλέξουμε να επικεντρωθούμε στην ποιότητα που έβγαλε, όταν βρισκόταν στο χορτάρι, θα μείνουμε έκθαμβοι από το μαγικό δεξί πόδι και τον τρόπο που αυτό συνδεόταν με το μέρος του εγκεφάλου που το καθοδηγούσε προς την τελειότητα.
Το ποιος υπήρξε αγωνιστικά για τους προπονητές και τους συμπαίκτες του το αποτύπωσε καλύτερα ο Χίτσφλεντ: «Ο Έφενμπεργκ καθοδηγεί την ομάδα με έναν τρόπο που δεν έχω ξαναδεί να το κάνει άλλος. Όταν εκείνος βρίσκεται εκεί, παρακολουθώ τους παίκτες μου να ζωντανεύουν στο πλευρό του. Ενσταλάζει εμπιστοσύνη, ποιότητα, άρνηση παράδοσης. Όταν οι υπόλοιποι ψάχνουν για κρυψώνα, τότε είναι που εκείνος προχωρά πιο δυναμικά από ποτέ, φωνάζοντας “εγώ είμαι εδώ”»!
Παρ’ όλες τις διαμάχες με συμπαίκτες, προπονητές, τον ίδιο τον εαυτό του, σπάνια άφηνε τα προβλήματα να επηρεάσουν τις δικές του επιδόσεις και τις φιλοδοξίες του συλλόγου. Από τις πολλές κατηγορίες που θα μπορούσε να του προσάψει κανείς, η αποφυγή ευθυνών σίγουρα δεν συγκαταλέγεται σε αυτές.
«Πάντα ακολουθούσα τον δικό μου δρόμο. Πάντα κολυμπούσα ενάντια στην παλίρροια και νομίζω ότι έχω καρπωθεί τα οφέλη από αυτό».
Η δική του ερμηνεία για όσα βίωσε, στο πώς τα βίωσε, δείχνουν ότι δεν θα άλλαζε τίποτα απ’ όσα συνέβησαν.
Είναι μάλιστα δύσκολο να σκεφτούμε τωρινούς ποδοσφαιριστές που θα μπορούσαν να οριστούν τόσο αντίστοιχα πολωτικοί. Ορισμένα άτομα διχάζουν την άποψη των οπαδών, του Τύπου και εκείνος ήταν ο ορισμός της πόλωσης. Η προσωπικότητά του εντός και εκτός γηπέδου είναι αυτό που τον έκανε να αγαπηθεί και να μισηθεί με την ίδια ένταση. Χωρίς να υπάρχουν ενδιάμεσα.
Κάποτε το «Kicker» βρήκε τον πιο μυθικό τρόπο για να αποκρυπτογραφήσει την παρουσία του σε κάθε ομάδα: «Με τον Έφενμπεργκ είναι σαν να έχεις ένα δίχρονο πιτσιρίκι στο σπίτι, να του έχεις δώσει ένα μπλέντερ, αλλά χωρίς το καπάκι»!
Κοιτάζοντας πίσω στον χωροχρόνο, όλα τα σημάδια μαρτυρούν ότι συγκαταλέγεται στους σπουδαίους. Ωστόσο, ίσως το διαμέτρημα της καριέρας του να μην το έφτασε εκεί όπου του αναλογούσε. Είτε οφείλεται στο ύψωμα του μεσαίου δακτύλου που του απαγόρευσε να δημιουργήσει ένα ισχυρό διεθνές legacy είτε σε κάθε τρέλα που έστησε, πιθανότατα δεν θα θεωρηθεί ποτέ ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών. Άλλωστε, ο πολωτικός χαρακτήρας του δεν το επέτρεπε ποτέ αυτό. Ωστόσο, δεν γίνεται να ξεχαστούν η φιγούρα, οι τυφλές ασίστ, οι “40άρες”-ύμνος στο άθλημα.
Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς. Το τεράστιο “ΕΓΩ” του υπέροχα αλαζονικού Στέφαν Έφενμπεργκ (και όσα αυτό προκάλεσε) μπορεί απλώς να είναι ευτυχισμένο με όλα τα παραπάνω…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Όλιβερ Καν, ο -τελευταίος- Ηγεμόνας
Ο κόσμος του Μπισέντε Λιζαραζού