Τα δύο χιλιόμετρα δρόμου που συνδέουν την Escuela de Mecanica de la Armada με το θρυλικό Monumental στο Μπουένος Άιρες είναι ό,τι εγγύτερο στις δικές μας πολυσύχναστες κεντρικές λεωφόρους σε ώρα αιχμής.
Η Escuela, που ονομαζόταν εν συντομία «ESMA», ήταν το εκπαιδευτικό ίδρυμα για τους Αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού της Αργεντινής και μετατράπηκε στο μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης από το 1976 έως το 1983, στα χρόνια της στρατιωτικής Δικτατορίας του Βιδέλα στην Αργεντινή. Το βράδυ της 25ης Ιουνίου του 1978, σε πέντε λεπτά απόσταση από το Monumental, γύρω από το οποίο ο λαός της Αργεντινής γιόρταζε τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο, Αργεντινοί βασάνιζαν άλλους Αργεντινούς.
Η Γκρασιέλα Νταλέο, επιζήσασα από βασανιστήρια και κρατούμενη τότε στην «ESMA», θυμάται πολύ καλά εκείνη τη νύχτα. Η μαρτυρία της ανατριχιάζει: «Εκείνο το βράδυ του Τελικού, ο Ταγματάρχης Χόρχε Ακόστα, γνωστός ως “El Tigre”, μπήκε στο κελί μας και μας αγκάλιασε έναν-έναν, φωνάζοντας “Νικήσαμε! Κερδίσαμε!”. Δεν αντέδρασα, δεν ένιωσα τίποτα. Θυμάμαι μόνο την αίσθηση ότι κάθε νίκη δική του ήταν ήττα δική μας. Οι φρουροί διέταξαν μερικούς να μπούμε σε ένα ανοιχτό Peugeot 504 και ο Ακόστα μάς επέτρεψε μια βόλτα μέσα στο αλαλάζον πλήθος. Τον ρώτησα αν μπορούσα τουλάχιστον να κοιτάζω έξω, να βγάλω το κεφάλι έξω από την οροφή. Συμφώνησε μέσα στη ευφορία της στιγμής. Σηκώθηκα και κοίταξα έξω. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Ποτάμια ανθρώπων να τραγουδούν, να χορεύουν, να φωνάζουν. Άρχισα να κλαίω, όταν συνειδητοποίησα ότι, αν έβρισκα τη δύναμη να φωνάξω “yo soy una desaparecida” (“είμαι αγνοούμενη”), κανείς δεν θα έδινε δεκάρα. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη απόδειξη για μένα ότι είχα πάψει να υπάρχω».
Όπως και οι περισσότεροι από τους συμπαίκτες του εκείνες τις στιγμές, ο Οσβάλντο Αρντίλες είχε ελάχιστη αντίληψη των πραγμάτων. Ακόμα και με κίνδυνο της δικής του σωματικής και επαγγελματικής ασφάλειας, ο προπονητής της Αργεντινής, Σέζαρ Λουίς Μενότι, είχε κατορθώσει να απομονώσει την ομάδα, να την κλείσει σε μια φούσκα που είχε μείνει άθικτη τουλάχιστον μέχρι τον Τελικό με την Ολλανδία.
Ο Αρντίλες ήταν τρόπον τινά ο προστατευόμενος του Μενότι, καθότι ο πιο εύθραυστος και οξυδερκέστερος όλων. Λεπτεπίλεπτος, λογικός, με έναν αόριστο πνευματικό αέρα, προϊόν πιθανώς των σπουδών του στη Νομική σχολή, ο Αρντίλες ήταν ο ήρεμος και διαυγής εγκέφαλος εκείνης της Αργεντινής, με το σπάνιο προνόμιο να αντιλαμβάνεται και να παρεμβαίνει στις δυσκολότερες στιγμές του αγώνα.
Τον Μενότι τον εμπιστευόταν τυφλά, γνωρίζονταν από το 1974, όταν οι μοίρες τους ενώθηκαν στην Ουρακάν και στα 25 του χρόνια είχε ανάγκη τα πέπλα προστασίας του σε εκείνη τη φρενίτιδα του «Μουντιάλ της ντροπής». Η Αργεντινή δεν τον γνώριζε, δεν τον λόγιζε στους “καλούς”, στα αστέρια εκείνης της ομάδας. Όταν ο Μενότι τον συμπεριέλαβε στην τελική λίστα των 22 κληθέντων, το υψηλής κυκλοφορίας περιοδικό «Goles!» είχε κυκλοφορήσει με μια φωτογραφία της αποστολής και ένα τεράστιο μαύρο Χ επάνω στο πρόσωπο του ισχνού Οσβάλντο.
Τι δουλειά είχε αυτός ο εστέτ τύπος στη «Selecciòn»; Τι χρειάζεται ένας ιντελεκτουέλ ποδοσφαιριστής σε μια παρέα μαλλιάδων που ήταν έτοιμοι να “φάνε” τον αντίπαλο; Παντελώς ξένος με το ποδόσφαιρο της εποχής, εντελώς παράταιρος με την εικόνα του Λατινοαμερικανού ζογκλέρ, ο Αρντίλες ήταν ελάχιστα αγαπητός στο κοινό. Μακριά από ηρωικές διακηρύξεις και θεαματικές διαμάχες και σε συλλογικό επίπεδο στο αργεντινικό ποδόσφαιρο, στην Εθνική μπήκε στις μύτες των ποδιών, σχεδόν χωρίς να τον πάρει είδηση κανένας.
Δεν τον καταλάβαιναν ούτε οι συμπαίκτες του στην αρχή, το ποδόσφαιρό του ήταν στεγνό, δυσδιάκριτο. Δύσκολο να οριστεί η θέση του. Και λίγο δημιουργικός και λίγο αμυντικός μέσος, και λίγο εσωτερικός χαφ και λίγο πλάγιος, με σωματική διάπλαση μακριά από τα στάνταρ και όλων των θέσεων. Πιο πολύ με εξτρέμ έμοιαζε, ήταν όμως καθαρός χαφ. Μέσος όμως στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με τη συγκεκριμένη σωματική διάπλαση είναι ανέκδοτο. Ο Αρντίλες ήταν κάτι σαν συνδετικός κρίκος άμυνας και επίθεσης, το κύριο καθήκον του ήταν να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, δηλαδή χώρο και χρόνο στους άλλους, να κάνουν το παιχνίδι τους. Σήμερα πιθανόν θα τον λέγαμε deep lying playmaker, δεν ήταν όμως ούτε (μόνο) αυτό.
Μερικές φορές στο ποδόσφαιρο, τα πιο απλά πράγματα είναι και τα πιο δύσκολα. Ο Αρντίλες ήταν ακριβώς αυτό, ο ποδοσφαιριστής που έκανε τα δύσκολα εύκολα για τους συμπαίκτες του. Κι ας μην το καταλάβαιναν. Χρειάστηκε να περάσει πολύς χρόνος για να γίνει απαραίτητος πυλώνας της ομάδας, για να καταλάβουν οι υπόλοιποι πόση σημασία έχει ο ρυθμός στο παιχνίδι, πόσο απαραίτητες είναι οι ανάσες, το σωστό τρέξιμο, οι χώροι.
Η οξύνοια του Αρντίλες επέτρεπε τα περάσματα του Κέμπες, τις σκληράδες του Πασαρέλα, τις τακτικές αμετροέπειες του Γκαγιέγκο, τη φλυαρία του Μπερτόνι και το βίδωμα του Λούκε στην περιοχή. Απίστευτη ακρίβεια στην πάσα, ζηλευτή ανάγνωση του παιχνιδιού, ελαφρύς σαν πεταλούδα στους ελιγμούς και τα μέτρα με τη μπάλα. Δεν τη διαφήμιζε την τρίπλα του, αλλά αυτή τον καθαγίασε στην απόλυτη κλάση, τοποθετώντας τον στο πλάι των δυο σημείων αναφοράς εκείνης της ομάδας, τον τερματοφύλακα Φιγιόλ και τον απόλυτο σταρ, Μάριο Κέμπες.
Ο μικρός το δέμας Οσβάλντο ήταν προικισμένος με έναν εκπληκτικό δυναμισμό, μια έμφυτη ροπή να βρίσκεται πάντα στην καρδιά της δράσης και στο τέλος να δίνει τη λύση που δεν είχε σκεφτεί κανείς. Ήταν παντού. Τελευταίος επάνω στη γραμμή έτοιμος να κόψει, πρώτος στη μεγάλη περιοχή έτοιμος να τη σπρώξει στα δίχτυα.
Η πιο χαρακτηριστική φάση απεικόνισης αυτού του μοναδικού προσόντος να βρίσκεται παντού έρχεται από το Παγκόσμιο Κύπελλο του ’82 στην Ισπανία. Σε εκείνο το ματς-ραψωδία του Μαραντόνα εναντίον της Ουγγαρίας, όταν ξαφνικά εμφανίζεται στο πλάνο και σκοράρει το τέταρτο γκολ, ενώ πριν λίγα δευτερόλεπτα έχει κόψει στην άλλη άκρη του γηπέδου την επίθεση των Μαγυάρων.
Στο Μουντιάλ του ’78, θαρρείς και δεν ήθελε να λερωθεί, δεν υπάρχει ανάλογη φάση. Εκείνο το τουρνουά άλλωστε ήταν το blockbuster που τον έβαλε στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη, η επιτυχία που επέτρεψε στον υπόλοιπο κόσμο να γνωρίσει την ατέρμονη ποδοσφαιρική ευφυΐα του. Μετά τους απαραίτητους πανηγυρισμούς και τις περιοδείες ανά την Επικράτεια, έπεσε στα χέρια του μια εφημερίδα. Στην άλλη άκρη του κόσμου, στην πιο πολιτισμένη Ευρώπη, είχε επιτευχθεί ένα πολύ σημαντικό ψήφισμα, τόσο ρηξικέλευθο που θα άλλαζε τη ζωή του.
Η συνεδρίαση της (τότε) ΕΟΚ στις Βρυξέλλες είχε κρίνει αθέμιτη την απαγόρευση που επιφύλασσε η Αγγλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία στους ξένους ποδοσφαιριστές επί 48 συναπτά έτη. Από το 1930, όταν η Άρσεναλ του σπουδαίου Χέρμπερτ Τσάπμαν είχε προσπαθήσει να υπογράψει έναν Αυστριακό τερματοφύλακα, τον Ρούντι Χίντεν, κάθε ανάλογη πρωτοβουλία προσέκρουε σε εκείνη την απόφαση. Κάθε προσπάθεια ένταξης αλλοδαπού ποδοσφαιριστή σε αγγλικό κλαμπ εθεωρείτο, όπως εξηγούσε το σκεπτικό της απόφασης, «προσβλητική, αποκρουστική, μια τρομερή ομολογία αδυναμίας διαχείρισης ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου».
Για σχεδόν μισό αιώνα, το Αγγλικό Πρωτάθλημα μπορούσε να φιλοξενήσει μόνο ξένους που είχαν διαμείνει σε βρετανικό έδαφος για τουλάχιστον δύο χρόνια. Ελάχιστοι ήταν αυτοί οι ποδοσφαιριστές, με κορυφαίο όλων τον Μπερτ Τράουτμαν, τον σπουδαίο Γερμανό τερματοφύλακα της Μάντσεστερ Σίτι, που ανακηρύχθηκε και «Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς» το 1956, ο οποίος ήταν αιχμάλωτος πολέμου σε στρατόπεδο εργασίας στο Λάνκασιρ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το βέτο πλέον ήταν παρελθόν, είχε αποσυρθεί από τις 23 Φεβρουαρίου 1978 και από το επόμενο καλοκαίρι όλοι θα ήταν ελεύθεροι. Έγινε κοσμογονία. Η Ίπσουιτς του Μπόμπι Ρόμπσον αγόρασε τον Άρνολντ Μιούρεν από την Τβέντε, πρώην Πρωταθλητή Ευρώπης με τον Άγιαξ του Κρόιφ. Η Μάντσεστερ Σίτι απάντησε με έναν απολαυστικό Πολωνό, τον Κάζιμιρ Ντέινα, ο οποίος μέχρι σήμερα θεωρείται ο κορυφαίος Πολωνός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Η Σαουθάμπτον επέλεξε έναν Γιουγκοσλάβο μπακ, τον Ιβάν Γκόλατς, ο οποίος έμελλε να γίνει σημαία των «Αγίων».
Η πιο τολμηρή κίνηση ωστόσο προήλθε από έναν σύλλογο του Λονδίνου με μεγάλη παράδοση αλλά πολλές ατυχίες στο διάβα του. Η Τότεναμ είχε μόλις έναν μήνα που επέστρεψε στην πρώτη κατηγορία. Δειλά παρακολουθούσε το χορό των εκατομμυρίων και περίμενε στη σκιά. Σημειολογικά, η Τότεναμ είναι και η πρώτη αγγλική ομάδα που υπέγραψε αλλοδαπό ποδοσφαιριστή, έναν Γερμανό ονόματι Μαξ Ζέεμπουργκ, το (πολύ) μακρινό 1908, ο οποίος κατέγραψε μόλις μια συμμετοχή, αρκετή ωστόσο για να μείνει για πάντα στην ιστορία.
Μην ξεφεύγουμε όμως. Λίγες ημέρες μετά από εκείνον τον Τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Αργεντινής, χτυπά το τηλέφωνο του Πατριάρχη της Τότεναμ, Μπιλ Νίκολσον, του μοναδικού μάνατζερ που κατέκτησε Νταμπλ με την ομάδα το 1961. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο φίλος Χάρι Χάσλαμ, προπονητής της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, ο οποίος έχει ταξιδέψει στην Αργεντινή για το τουρνουά και προκειμένου να δει από κοντά ένα 17χρονο αγόρι που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί να παίζει ποδόσφαιρο. Το αγόρι έπαιζε στην Αρχεντίνος Τζούνιορς και η ομάδα του ζητούσε 400.000 στερλίνες ακατέβατες για να τον παραχωρήσει. Οι απαιτήσεις κρίθηκαν υπερβολικές, αν όχι παράλογες, για ένα 17χρονο παιδί κι έτσι ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα δεν κατέληξε ποτέ στη Σέφιλντ.
Ο Χάσλαμ στο Μπουένος Άιρες είχε κάτι σαν φίλο/ξεναγό, ονόματι Όσκαρ Άρσε, ο οποίος τού είχε εξασφαλίσει μια συνάντηση με τον Αντόνιο Ρατίν, παλιά δόξα του αργεντινικού ποδοσφαίρου και ιμπρεσάριο του εν ενεργεία Πρωταθλητή Κόσμου, Οσβάλντο Αρντίλες. «Ο “Όσι” θέλει να έρθει στην Ευρώπη».
Δεν χρειαζόταν να ακούσει κάτι άλλο ο Μπιλ. Ζητά και παίρνει εξουσιοδότηση για «έκτακτο έξοδο» 1.500 στερλίνων και βάζει όποιο μέσον είχε διαθέσιμο για να βγει το συντομότερο δυνατό η βίζα του προπονητή της ομάδας, Κιθ Μπέρκινσο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμφωνία με τον ποδοσφαιριστή.
Ο Μπέρκινσο αναχωρεί βράδυ Παρασκευής, με τ’ αυτιά του να βουίζουν περί ενδιαφέροντος και της μισητής Άρσεναλ, φτάνει το πρωί του Σαββάτου στο Μπουένος Άιρες και λίγες ώρες αργότερα συναντά τον «El Pitòn» («ο Πύθωνας», το προσωνύμιο του Αρντίλες) στο ξενοδοχείο. Η συνάντηση είναι από τις πιο βραχύβιες όλων των εποχών στην ιστορία των διαπραγματεύσεων των μεγάλων μεταγραφών. Κράτησε 20 λεπτά και οι δυο άνδρες δεν περίμεναν καν να καταφθάσουν οι μεσάζοντες.
Πριν φύγει για να επιστρέψει στο σπίτι του στην Κόρδοβα, ο Αρντίλες κάνει τη νύξη στον Μπέρκινσο για την αγορά και ενός δεύτερου Αργεντινού. Είναι κι εκείνος Παγκόσμιος Πρωταθλητής, είναι φίλος του και συγκάτοικός του στο δωμάτιο. Τον έλεγαν Ρικάρντο Βίγια, αγωνιζόταν στη Ρασίνγκ Αβεγιανέδα και δεν τον είχε προσέξει κανένας στο τουρνουά, επειδή είχε μόλις δυο εμφανίσεις. «Πάρτε τον. Είναι ψηλός, δυνατός, συναρπαστικός, έχει σπουδαίο σουτ από μακρινή απόσταση και θέλει σαν τρελός να παίξει στην Αγγλία. Εάν του πούμε ότι θα είμαστε και συμπαίκτες, θα συμφωνήσει αμέσως».
Ο Μπέρκινσο τηλεφωνεί και παίρνει έγκριση από το Νίκολσον και για τον Βίγια, ο οποίος συμφωνεί σε χρόνο ρεκόρ κι αυτός την επόμενη ημέρα. Στην Αγγλία η είδηση δεν κυκλοφορεί μέχρι τις 7 Ιουλίου, κανείς εκ των εμπλεκομένων δεν είπε λέξη πουθενά. Γίνεται πάταγος. Η νεοφώτιστη Τότεναμ υπογράφει όχι έναν αλλά δυο Παγκόσμιους Πρωταθλητές. «Το συγκλονιστικότερο πραξικόπημα της αγοράς στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου», έγραψε η «Daily Mail», ενώ στον «Guardian» ο Ντέιβιντ Λέισι ήταν πολύ πιο γλαφυρός: «Είναι σαν να βγήκε ο φύλακας των αποδυτηρίων να αγοράσει ένα κουτί μπογιά και επέστρεψε με έναν πίνακα του Βελάσκεθ».
Δεν ήταν καθόλου εύκολη η επαφή με την ευρωπαϊκή και δη τη βρετανική πραγματικότητα για τους δυο Αργεντινούς. Μετά το ενθαρρυντικό ντεμπούτο και την ισοπαλία με την Πρωταθλήτρια Αγγλίας, Νότιγχαμ Φόρεστ του Μπράιαν Κλαφ, η ανώμαλη προσγείωση. Το White Hart Lane δεν είναι σε καμία περίπτωση Bombonera, η οπαδική κουλτούρα στα αγγλικά γήπεδα απέχει παρασάγγας από την ιεροτελεστία των γηπέδων στην Αργεντινή με τα χιλιάδες χαρτάκια, τις λεπτές λευκές κορδέλες και το απύθμενο πάθος.
Οι Άγγλοι λατρεύουν το ποδόσφαιρο, αλλά με τον δικό τους τρόπο, σίγουρα διαφορετικό από εκείνον των Αργεντινών. Αρντίλες και Βίγια δυσκολεύονται, το ποδόσφαιρο στην Αγγλία είναι πολύ διαφορετικό, προτάσσει την ουσία, παίζεται σε απείρως υψηλότερους ρυθμούς, απαιτεί άψογη φυσική κατάσταση. Τακτικά εκείνη την εποχή οι Βρετανοί έπαιζαν αποκλειστικά και μόνο ένα πράγμα, το ποδόσφαιρο του Νησιού. Σκληρές μονομαχίες, πολλές σέντρες, ηρωισμοί και ακαταλαβίστικες αλλαγές θέσεων.
Ο Γκλεν Χοντλ, μοναδικός από τους συμπαίκτες τους που ήταν σε θέση να αντιληφθεί και το “άλλο ποδόσφαιρο”, προσπάθησε να τους εξηγήσει ορισμένα πράγματα, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τους βοηθήσει να προσαρμοστούν και να συμβιώσουν με την τρέλα του Νησιού. Στο πρώτο παιχνίδι για το League Cup, ο Γκλεν πλησίασε τον Οσβάλντο, τον προειδοποίησε για τον σκληρό Τόμι Σμιθ, έναν σπουδαίο βετεράνο, ο οποίος στη δύση της καριέρας του βρέθηκε στη Σουόνσι της τρίτης κατηγορίας μετά από μια μεγάλη καριέρα 16 χρόνια στη Λίβερπουλ.
«Κανένα πρόβλημα, έχω αντιμετωπίσει πολλούς τέτοιους στην Αργεντινή, στην Εθνική “με παίζει” πάντα ο Πασαρέλα».
Στο 20ό λεπτό του αγώνα ο Αρντίλες αποχώρησε με φορείο από τον αγωνιστικό χώρο μετά από ένα αδιανόητο τάκλιν του Τόμι Σμιθ. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, ο «Όσι», όπως τον έλεγαν στην Αγγλία, αντιλήφθηκε ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως τα είχε στο μυαλό του. Ολόκληρο το πρώτο μισό της σεζόν συνεχίστηκε με τρομακτικά αποτελέσματα. Η Τότεναμ έχασε 7-0 στο Anfield, 0-5 μέσα στο White Hart Lane από τη μισητή Άρσεναλ, τρέκλιζε στα περισσότερα γήπεδα της χώρας.
Ο «Όσι» είχε να αντιμετωπίσει και τη μόνιμη γκρίνια του Βίγια, ο οποίος, κυριευμένος από νοσταλγία, μισούσε το Λονδίνο και την Αγγλία ολόκληρη, σε βαθμό να μην έχει επιπλώσει το σπίτι του επί έξι μήνες. Η Τότεναμ πλήρωνε μαθήματα αγγλικών, οι δύο Αργεντινοί δεν μελετούσαν ποτέ. Δεν έκαναν παρέα με κανέναν, ήταν αναγκασμένοι να είναι μαζί 24 ώρες το 24ωρο. Ο «Όσι» και ο «Ρίκι» έγιναν κάτι σαν ατραξιόν για τα παιδιά στο γήπεδο. Ταλαντούχοι, με τις δάφνες του Παγκόσμιου Κυπέλλου, αλλά “εξωγήινοι”, χρήσιμοι μόνο για το brand.
Η κλάση του Αρντίλες εμφανιζόταν από καιρού εις καιρόν, η ομάδα όμως βολόδερνε στο μέσον της βαθμολογίας. Η Τότεναμ τερματίζει 11η το 1979, 14η το 1980. Στη σεζόν αξιομνημόνευτα μόνο κάποια γκολ, κάποιες στιγμές ιδιοφυΐας του Αρντίλες, όπως το ιστορικό γκολ στο Κύπελλο Αγγλίας στο 117ο λεπτό της παράτασης κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Ο «Όσι» δεν αντέχει να χάνει, στη διετία έχει την ευχέρεια να συνεννοηθεί στα αγγλικά, αρχίζει και δένει με τον Χοντλ και αποφασίζει να αναλάβει ηγετικό ρόλο. Η χημεία με τον Χοντλ είναι εκλεπτυσμένη, ο Γκλεν είναι ο μοναδικός στην ομάδα που κατανοεί την ποδοσφαιρική γλώσσα του Αρντίλες. Η ομάδα σιγά-σιγά επιβάλλει ένα δικό της στυλ, μια διασταύρωση βρετανικής και λατινοαμερικανικής παράδοσης που σπάει το μονοπώλιο του kick and run και αντιπροτείνει ένα πιο συντεταγμένο και “διαλογισμένο” ποδόσφαιρο. Η μπάλα στο έδαφος, ο εξτρέμ δεν μένει κολλημένος στον ασβέστη και δεν περιμένει να δει τη γραμμή για να σεντράρει, οι στόπερ δεν τη διώχνουν στην εξέδρα.
Ο Αρντίλες έχει γίνει ο ηγέτης της μεσαίας γραμμής, μοιράζει το παιχνίδι, καθορίζει το ρυθμό, σερβίρει και πρεσβεύει ένα εκλεπτυσμένα επιθετικό ποδόσφαιρο. Η Τότεναμ σκοράρει 70 γκολ, έχει γίνει μια ομάδα κλάσης, με ταμπεραμέντο, με μια ποδοσφαιρική πρόταση που αγκαλιάζει ολόκληρη η Αγγλία. Δεν διεκδικεί Πρωτάθλημα, αλλά ο κόσμος συρρέει στα γήπεδα να την δει, να θαυμάσει το διαφορετικό, το ανομολόγητα ελκυστικό. Και στο επίκεντρο του θαυμασμού είναι ο Αρντίλες.
Συμπτωματικά εκείνη την εποχή, ένας γκουρού του κινηματογράφου, ο Τζον Χιούστον, αναζητά πραγματικούς ποδοσφαιριστές για την επόμενη ταινία του. Στο «Victory» (ελληνικός τίτλος «Η Απόδραση των 11») μια ομάδα συμμάχων κρατουμένων σχεδιάζει μια απόδραση στο ημίχρονο ενός αγώνα ποδοσφαίρου εναντίον μιας επίλεκτης ομάδας Γερμανών των SS, αλλά η υπερηφάνεια και το αίσθημα τιμής θα τους κρατήσει στο γήπεδο μέχρι το τέλος, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή τους.
Στην ομάδα των συμμάχων φιγουράρουν ο Πελέ, ο Ντέινα, ο Βαν Χιμστ, ο Μπόμπι Μουρ, ο Σταλόνε που υποδύεται τον τερματοφύλακα και ο «Γάλλος» για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, Οσβάλντο Αρντίλες. Ο «Όσι» κάνει εκτός σεναρίου μια απίθανη προσωπική ενέργεια, μια τρίπλα που στα ευρωπαϊκά γήπεδα εκείνη την εποχή δεν είχαν ξαναδεί, πολλώ δε οι άνθρωποι που δεν πολυασχολούνταν με το ποδόσφαιρο και απλώς πήγαν στο σινεμά για να δουν την ταινία.
Η τρίπλα του Αρντίλες, το συμπαθητικό σουλούπι, ο αβανταδόρικος ρόλος και η ιντελεκτουέλ αύρα τον μετέτρεψαν σε μια σεζόν στον απόλυτο σταρ. Κι όταν ήταν καλά ο Αρντίλες, ήταν καλά και η Τότεναμ. Ο Μπιλ Νίκολσον είχε προειδοποιήσει: οι χρονιές που λήγουν σε «1» είναι οι χρονιές της Τότεναμ. Τους μοναδικούς τίτλους τους είχε κατακτήσει το 1951 και το 1961 (αργότερα και το 1991 κατέκτησε το Κύπελλο και το Charity Shield), συνεπώς και το 1981 έπρεπε να είναι η χρονιά της.
Παρόλο που στο Πρωτάθλημα η ομάδα έχει μείνει πίσω από την έναρξη της σεζόν, κυρίως λόγω της αστάθειας στην άμυνα, στο Κύπελλο Αγγλίας η αρμάδα του Αρντίλες “κεντάει”. Έξω η Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, η Χαλ, η Κόβεντρι, η Έξετερ, η σκληρή Γούλβερχαμπτον στον διπλό -επαναληπτικό- ημιτελικό. Είναι η βραδιά του «Ρίκι» Βίγια, με το απίθανο σόλο και την αριστερή βολίδα στο “γάμμα” και του σπουδαίου Γκαρθ Κρουκς, ο οποίος με δυο γκολ θεωρεί τα εισιτήρια της Τότεναμ για τον Τελικό του Wembley μετά από 14 ολόκληρα χρόνια.
Εκείνα τα χρόνια στην Αγγλία υπήρχε μια εντελώς βρετανική παράδοση, κάθε φιναλίστ του Κυπέλλου να ηχογραφεί έναν εορταστικό δίσκο. Η Τότεναμ θα αποταθεί στους Chas & Dave, ένα καθαρά λονδρέζικο δίδυμο καλλιτεχνών, με συζητήσιμη επιτυχία και γκελ στο κοινό, οι οποίοι συνθέτουν το ιστορικό «Ossie’s dream», «Το όνειρο του Όσι». Το τραγούδι θα φτάσει μέχρι και το Νο5 (!) των βρετανικών charts, σαρώνει σε όλη τη Βρετανία.
Είναι μια ωδή στον Αρντίλες, ένας ύμνος στις ικανότητες και την επιρροή του και ο Οσβάλντο είναι ο μοναδικός από την ομάδα και τη χορωδία που έχει την τιμή να τραγουδήσει στίχους μόνος του, παρά την αντικειμενική δυσκολία λόγω γλώσσας. Το «Τότιγχαμ» του Αρντίλες γίνεται viral, πριν καν επινοηθεί ο όρος στο Νησί, αλλά ακόμα και οι οπαδοί των «Spurs» του συγχωρούν τα πάντα. Σημασία έχει ο Τελικός, σημασία έχει το Κύπελλο κόντρα στη Μάντσεστερ Σίτι.
Σε εκείνον το διπλό Τελικό που διεξάγεται μέσα σε πέντε ημέρες, ο Βίγια εξακολουθεί να δηλώνει παρών και να μην αφήνει τον «Όσι» μόνο του. Το φλύαρο 1-1 του πρώτου αγώνα που οδηγεί στην επανάληψη δίνει την ευκαιρία στην Τότεναμ να ανασυνταχθεί και στον Αρντίλες να καταστρώσει το τέλειο σχέδιο εξόντωσης της Σίτι.
Το ματς είναι σε τεντωμένο σχοινί, στο 2-2 και με κορμιά να πέφτουν. Ο «Όσι» βγάζει την μπάλα στο πλάι και ο «Ρίκι» σεληνιάζεται. Τους περνάει όλους. Σουτάρει. Γκολ. Ένα κατόρθωμα ανυπολόγιστης αξίας, το οποίο το 2001 θα βραβευτεί ως «Γκολ του Αιώνα» στο memorial του Wembley. Η Τότεναμ Κυπελλούχος Αγγλίας, η Τότεναμ επέστρεψε. Πλέον λογίζεται φαβορί για το Πρωτάθλημα, θεωρείται μεγάλο αουτσάιντερ για το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης και είναι η εν ενεργεία Κυπελλούχος Αγγλίας.
Ο σύλλογος έχει μεγαλώσει, η ομάδα έχει αλλάξει επίπεδο. Το Φεβρουάριο εγκαινιάζεται η νέα δυτική εξέδρα, το κοινό δεν χορταίνει να βλέπει την ποδοσφαιρική πρόταση του Αρντίλες, του Βίγια, του Χοντλ, του Άρτσιμπαλντ.
Ο «Ρίκι» δεν μισεί πια το Λονδίνο, το σπίτι του είναι επιπλωμένο, μπορεί να βγει και να ψωνίσει στο σούπερ μάρκετ, χωρίς να χρειάζεται μεταφραστή.
Μετά το 6-1 με τη Γούλβερχαμπτον στο White Hart Lane, στήνεται μπροστά στους δημοσιογράφους, κραδαίνει μια μπάλα υπογεγραμμένη από όλους τους συμπαίκτες του και λέει σε άπταιστα αγγλικά «I’ m a lucky bastard, like Ossie said».
Τα πάντα μοιάζουν ειδυλλιακά, η ομάδα κυνηγά την άπιαστη Λίβερπουλ στο Πρωτάθλημα, στο Κύπελλο είναι στον ημιτελικό όπου θα αντιμετωπίσει τη Λέστερ, στο Κύπελλο Κυπελλούχων έχει μπροστά της την πρόκληση της Μπαρσελόνα, το τελευταίο εμπόδιο πριν έναν μεγάλο ευρωπαϊκό τελικό.
Τότε ακριβώς, την άνοιξη του ’82, καταφθάνουν οι πολύ μαύρες ειδήσεις από την άλλη άκρη του κόσμου. Τα νησιά Φώκλαντ είναι ένα αρχιπέλαγος λίγο μεγαλύτερο από 12.000τχλμ, αραιοκατοικημένο και μάλλον εγκαταλελειμμένο στα ανοιχτά του Ατλαντικού Ωκεανού, στο ύψος μιας πολύ αφιλόξενης περιοχής της Αργεντινής, τόσο που πολλοί Αργεντινοί αγνοούν την ίδια την ύπαρξή του. Τελούν υπό βρετανική κυριαρχία και για τους ντόπιους φέρουν την ισπανική ονομασία Malvinas.
Ακριβώς για τις Μαλβίνες ο Στρατηγός Λεοπόλντο Γκαλτιέρι, επικεφαλής μιας παραπαίουσας στρατιωτικής Δικτατορίας, προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από την οικονομική αστάθεια και την κοινωνική αναταραχή, κηρύσσοντας έναν φαινομενικά “εύκολο” και “ακίνδυνο” πόλεμο. Όλα παίζονται στο γκάζι του εθνικισμού, της πατριδολαγνείας και της “πατριωτικής” επιβεβαίωσης. Οι Βρετανοί, μπλεγμένοι σε μια παρόμοια κοινωνικοοικονομική κατάσταση, αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν την ασκεψία του Γκαλτιέρι και να αναβιώσουν την εικόνα της “αυτοκρατορίας” τους.
Τα πάντα διαδραματίζονται σε 74 ημέρες, μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου του 1982. Περίπου 40 ναυτικοί, υποστηριζόμενοι από την κυβέρνηση της Αργεντινής, τοποθετούν ξαφνικά μια αργεντινική σημαία στο έδαφος των Φώκλαντ. Λίγες μέρες μετά, ο Γκαλτιέρι διατάσσει την στρατιωτική εισβολή στο αρχιπέλαγος, με την απάντηση από το Ηνωμένο Βασίλειο να είναι άμεση. Είναι 2 Απριλίου, εκείνη την ημέρα η Τότεναμ προετοιμάζεται στο Μπέρμιγχαμ για τον ημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας εναντίον της Λέστερ.
Καταφθάνοντας στο προπονητικό κέντρο, ο Αρντίλες παρατηρεί έναν δυσανάλογο αριθμό δημοσιογράφων να τον περιμένουν. Αρκετοί εξ αυτών είναι άγνωστες φάτσες, σίγουρα δεν είναι αθλητικοί ρεπόρτερς. Είναι σκυθρωπός, νευρικός, έχει ήδη συμφωνήσει με το κλαμπ να επιστρέψει στην Αργεντινή μετά τη διεξαγωγή του ημιτελικού, ώστε να ενσωματωθεί στην αποστολή της Εθνικής του ομάδας εν όψει του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Ισπανίας. Ξέρει ότι το ματς με τη Λέστερ είναι το τελευταίο του στη σεζόν, είναι αποφασισμένος να τα δώσει όλα.
Για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια στο Νησί οι άνθρωποι που τον λάτρεψαν και του χαμογελούσαν σε κάθε ευκαιρία, του έχουν γυρισμένη την πλάτη. Σφυρίγματα, χειρονομίες, υβριστικά πανό. Το γήπεδο βράζει, κάποια υβριστικά συνθήματα έρχονται και από την εξέδρα των “δικών του” οπαδών. Το κλίμα είναι πολύ τεταμένο, ο Αρντίλες αποδοκιμάζεται οικτρά, κάθε φορά που αγγίζει την μπάλα.
Ο Βίγια τον έχει αφήσει μόνο του, αρνήθηκε να μπει στο γήπεδο να παίξει, παρακολουθεί αποσβολωμένος και ανήσυχος απλώς από τον πάγκο.
Μονάχα ένας πιτσιρίκος είναι στο πλευρό των δυο Αργεντινών. Κρατάει μια καρτέλα στην οποία ζουμάρει η κάμερα του «BBC»: «Αργεντινή, μπορείς να κρατήσεις τις Μαλβίνες, εάν μας αφήσεις τον Όσι». Η συναισθηματική φόρτιση είναι τεράστια, είναι από τα δυσκολότερα παιχνίδια σε όλη την καριέρα του Αρντίλες.
Η Τότεναμ κερδίζει με 2-0, η ασίστ του «Όσι» στον Κρουκς για το τελικό σκορ είναι το διαβατήριο των «Spurs» για τον Τελικό του Wembley. Θεωρητικά, η Τότεναμ, με τη σύμφωνη γνώμη του ποδοσφαιριστή, θα μπορούσε να ζητήσει μια παράταση για να παίξει ο «Όσι» στον Τελικό. Η λαϊκή αντίδραση όμως και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα καταδεικνύουν το αντίθετο.
Η «Sun» κυκλοφορεί με εξώφυλλο «Φωνή ενός έθνους», οι Αργεντινοί αποκαλούνται υποτιμητικά «Argies», τα θύματά τους καταγράφονται εν ψυχρώ στο πρωτοσέλιδο.
Αυτή είναι η μόνιμη κατάσταση στο επόμενο δίμηνο. Βρετανικά και αργεντινικά Μέσα αναπαράγουν κάθε δήλωση του Αρντίλες, “παίζουν” κάθε του τοποθέτηση, κόβουν και ράβουν κατά το δοκούν. Στην πατρίδα του στηλιτεύονται ακόμα και οι δηλώσεις ότι «είναι όμορφο και ευχάριστο να ζεις στο Λονδίνο». Εχθρός στην Αγγλία – Προδότης στην Αργεντινή.
Ο Οσβάλντο Αρντίλες ξαφνικά μετατρέπεται σε ήρωα του Φρανσουά Τριφό, Ζιλ και Τζιμ, άνθρωπος χωρίς πατρίδα. «Η χώρα όπου γεννήθηκα είναι σε πόλεμο με τη χώρα που με υιοθέτησε. Είναι σαν να βρίσκομαι σε πόλεμο με τον αδερφό μου», ψελλίζει ο «Όσι», αλλά τα χειρότερα δεν τα έχει καν φανταστεί. Στις 4:41 μ.μ. της 1ης Μαΐου του 1982 το Sea Harrier, πολεμικό αεροσκάφος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, καταρρίπτει αργεντινικό μαχητικό αεροσκάφος της Fuerza Aerea που επιχειρούσε τολμηρό ελιγμό για να επιτεθεί σε αγγλική φρεγάτα.
Είναι ο πρώτος Αργεντινός πιλότος που σκοτώνεται στον πόλεμο των Φώκλαντς. Ονομάζεται Χοσέ Λεονίντας Αρντίλες, είναι Ανθυπολοχαγός της Αεροπορίας και εξάδελφος του Οσβάλντο Αρντίλες.
Ο «Όσι» είναι διαλυμένος, παγιδευμένος στη φρικτή αντίφαση της διασύνδεσης με το έθνος που σκότωσε έναν συγγενή του και απορημένος με το δικό του έθνος που του λέει μόνο ψέματα.
Ξανάρχονται στο νου και την ψυχή του οι αναμνήσεις από το Παγκόσμιο Κύπελλο του ’78, τότε που έμαθε εκ των υστέρων, αλλά δεν κατάλαβε ποτέ.
Εξόριστος στη Μαδρίτη ζούσε ένας συγγραφέας από το Μπουένος Άιρες, ο Πάτσο Ο’ Ντόνελ. Ο Πάτσο λίγα χρόνια νωρίτερα είχε συνοψίσει τις τρομερές αντιφάσεις εκείνου του Παγκόσμιου Κυπέλλου ως εξής: «Στο τέλος του παιχνιδιού έκλαιγα, αλλά δεν ήξερα αν ήταν δάκρυα χαράς ή απόγνωσης». Η Εθνική Αργεντινής, οι παίκτες, οι προπονητές, οι φροντιστές την αλήθεια για την έκβαση εκείνου του πολέμου στα Φώκλαντς την έμαθαν στην Ισπανία, στο προπονητικό κέντρο όπου είχε καταλύσει η ομάδα για την προετοιμασία της. Τότε και μόνο τότε υπήρχε πρόσβαση σε αληθινές πληροφορίες, μακριά από προπαγάνδα και φριχτά ψέματα. Το σοκ είναι τεράστιο, το καθεστώς στην πατρίδα είχε πείσει τους πάντες ότι η ανάκτηση των Μαλβίνων ήταν θέμα ημερών, ότι η Αργεντινή “νικάει”.
Η «Selección» στο τουρνουά καταρρέει, είναι μια θλιβερή σκιά του εαυτού της. Μετά την ήττα στην πρεμιέρα από το Βέλγιο, ο Στρατηγός Μενέντεζ, πιεσμένος από μια τετραήμερη πολιορκία, δηλώνει παράδοση. Ο πόλεμος που άφησε χίλιους νεκρούς και από τις δύο πλευρές έληξε με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο για τον λαό της Αργεντινής. Το μεγάλο καμάρι του λαού, η ομάδα, θα ακολουθήσει λίγο μετά, ηττημένη και αποκλεισμένη από τη Βραζιλία και την Ιταλία στο δεύτερο γύρο της φάσης των ομίλων. Οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές, μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, τερματίζουν 12οι.
Ο Αρντίλες ψιθυρίζει στο σκοτάδι. Του λένε ότι η άδεια εργασίας του στην Αγγλία έχει ανασταλεί κατ’ αρχήν για δυο μήνες, πίσω στην πατρίδα δεν τον θέλει κανένας.
Μέσα στην τεράστια σύγχυση επιλέγει άρον άρον να μετακομίσει στη Γαλλία, να παίξει για την Παρί Σεν Ζερμαίν. Η Τότεναμ συναινεί άμεσα στο δανεισμό. Ο Βίγια αποφασίζει να κάνει ταχύρρυθμα μαθήματα αγγλικών και, μόλις μαθαίνει ότι ο φίλος του δεν θα επιστρέψει, κάνει το μεγάλο βήμα και μεταναστεύει στη Φλόριντα, θα κάνει ότι παίζει ποδόσφαιρο στο Φορτ Λόντερντεϊλ. Ο Βίγια ουσιαστικά το έκοψε, ο Αρντίλες προτίμησε τον αργό θάνατο.
Η γαλλική εξορία παράγει καταστροφικά αποτελέσματα εντός και εκτός γηπέδου. Ευτυχώς τελειώνει τον Ιανουάριο του 1983, όταν η Τότεναμ τον καλεί πίσω. Οι πληγές θα μείνουν για πάντα, το παρόν και το μέλλον τουλάχιστον είναι ασφαλή. Ο «Όσι» επιστρέφει, αλλά είναι πολύ μελαγχολικός. Η κλάση είναι εκεί, η απαράμιλλη τεχνική το ίδιο. Δεν χαμογελάει όμως πια, δεν νιώθει όπως τότε. Εξακολουθεί να είναι καθοριστικός, βγάζει την ψυχή του επιζητώντας έναν εξαγνισμό από τον εαυτό του.
Στην τελευταία μεγάλη βραδιά της Τότεναμ, στον Τελικό του UEFA εναντίον της Άντερλεχτ το 1984, κάνει τα πάντα. Το πρώτο παιχνίδι έχει λήξει ισόπαλο με 1-1, αλλά η Τότεναμ βρίσκεται πολύ νωρίς πίσω στο σκορ στη ρεβάνς. Είναι το τελευταίο παιχνίδι της σεζόν, “η τελευταία ευκαιρία” στο μυαλό του «Όσι». Φοράει τη φανέλα με το «12», ένα περίεργο κέλευσμα της μοίρας με συνδυασμό των δυο αριθμών στη φανέλα του στα Παγκόσμια Κύπελλα του ’78 και του ’82. Έξι λεπτά πριν το τελευταίο σφύριγμα, ο «Όσι» έχει την ευκαιρία να στείλει το ματς στην παράταση, το σουτ του τραντάζει το δοκάρι.
Η καρδιά του White Hart Lane σβήνει. Στη συνέχεια της φάσης, ο Γκράχαμ Ρόμπερτς βρίσκει μέσα στο χαμό στην περιοχή της Άντερλεχτ το σωτήριο 1-1. Οι «Spurs» θα κερδίσουν το Κύπελλο στα πέναλτι, το καθοριστικό λάθος είναι του Ισλανδού Άρνορ Γκουντγιόνσεν, του πατέρα του Εϊντούρ. Αποστολή σχεδόν εξετελέσθη.
Ο «Όσι» θα είχε επαναφέρει τους πλανήτες της ψυχής του στη θέση τους, αν η μπάλα δεν είχε βρει το δοκάρι σε εκείνο το σουτ, εάν είχε πάει μέσα. Απλώς μέσα. Εξακολούθησε να κυνηγάει ποιος ξέρει τι για χρόνια.
Το καλοκαίρι πήγε δανεικός στην Αυστραλία, στην Σεν Τζορτζ του Σύδνεϋ, μια ομάδα Ούγγρων εμιγκρέδων.Επέστρεψε πολύ γρήγορα στην Αγγλία για την Μπλάκμπερν στα 36, μετά συνδέθηκε με την ΚΠΡ, στα στερνά του βρέθηκε κι αυτός στη Φλόριντα και την Φορτ Λόντερντεϊλ του φίλου «Ρίκι» Βίγια.
Σταμάτησε το 1991, στα 39 του χρόνια, όντας επί διετία παίκτης-προπονητής της Σουίντον. Προσπάθησε χρόνια ολόκληρα να γίνει προπονητής, δοκίμασε σε περισσότερες από 15 ομάδες, δεν στέριωσε πουθενά. Ανέλαβε ομάδες στο Μεξικό, την Ιαπωνία, τη Συρία, την Κροατία, το Ισραήλ, την Παραγουάη, τη Μαλαισία, την Αργεντινή, την Αγγλία. Κάθισε και στον πάγκο της Τότεναμ για λίγο το 1994, σε μια σεζόν όλο συναίσθημα και βασικό στόχο να σωθεί η ομάδα μετά την τιμωρία της με αφαίρεση 12 βαθμών. Επιστρατεύτηκαν όλες οι παλιές δόξες, επέστρεψε εν μέσω της σεζόν ο Κλίνσμαν, ο Σέριγχαμ ξεπέρασε τον εαυτό του, η ομάδα εν τέλει σώθηκε.
Ο καιρός πέρασε, η Αγγλία ξέχασε τα λάθη της, γύρεψε την επανένωση με τους Αργεντινούς, συγχώρεσε τα παιδιά που την έκαναν να χαμογελάει.
Σε μια απ’ εκείνες τις εντελώς βρετανικές ιδέες περί μάρκετινγκ, η Ομοσπονδία γιόρτασε την 150η επέτειό της το 2013 με έναν ειδικό χάρτη του μετρό, στον οποίο τα ονόματα των στάσεων αντικαταστάθηκαν με παλιές δόξες του αγγλικού ποδοσφαίρου. Οι στάσεις «Όσι Αρντίλες» και «Ρίκι Βίγια» ήταν η μία δίπλα στην άλλη, αντί για το «Willesden Junction» και το «Kensal Rise» στο Βόρειο Λονδίνο, εκεί όπου χτυπάει η καρδιά των οπαδών της Τότεναμ. Συγκινήθηκε, πίστεψε ότι έκλεισε τουλάχιστον το ένα κεφάλαιο μέσα του. Με τις Μαλβίνες δεν περίμενε ότι θα έκλεινε ποτέ, εάν δεν ερχόταν το «ESPN» να του προτείνει ένα ντοκιμαντέρ το 2014. Αρντίλες και Βίγια επέστρεψαν στο αρχιπέλαγος, περπάτησαν στη γη, προσπάθησαν να εξηγήσουν τ’ ανεξήγητα.
Ενεπλάκησαν σε ένα τρομακτικό τροχαίο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, καταγεγραμμένο κανονικά από τις κάμερες που είχαν μείνει ανοικτές. Στη μέση του πουθενά, αβοήθητοι μαζί με το υπόλοιπο συνεργείο, είχαν απωλέσει και τις τελευταίες ελπίδες, όταν ένα βρετανικό ελικόπτερο τους αναγνώρισε και φρόντισε για τη διακομιδή τους στο νοσοκομείο. Ο «Όσι» γλύτωσε με 28 ράμματα στο κεφάλι και μερικά κατάγματα.
Το σημάδι έμεινε. Θαρρείς και πρέπει να είναι εκεί για να μην αφήσει το παρελθόν να ξεχαστεί ποτέ. Έτσι γύριζε ο κόσμος στις αρχές της δεκαετίας του ’80, με τρόπο που αναμειγνύονταν τα πάντα. Πολιτική, ποδόσφαιρο, στρατός, οικονομία, κοινωνία. Έτσι γυρίζει ακόμη. Αμηχανία, ανησυχία, επιθυμία για μια κραυγή που δεν βγαίνει, κι αν βγει, θα είναι μουγγή, σαν το ουρλιαχτό του Πατσίνο στο «Νονό».
Το 2017 η Τότεναμ τον κάλεσε στην τελετή για το τελευταίο παιχνίδι στο «Lane», όπως το αποκαλούν οι οπαδοί της.
Μέρα βροχερή, το γήπεδο κατάμεστο αλλά αμήχανο, να κουβαλάει τα αβάσταχτα 118 χρόνια της ιστορίας του.
Καταβεβλημένος, βγήκε μαζί με τον Χοντλ, περπάτησε το χορτάρι με τον Μαραντόνα, είπε δυο λόγια με σπασμένη τη φωνή. Ο κόσμος τον αποθέωσε, τον έκανε να ξαναδακρύσει. Η βροχή σταμάτησε, ένα τεράστιο ουράνιο τόξο σχηματίστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη του γηπέδου. O κόσμος που είχε μπει στον αγωνιστικό χώρο σάστισε. Ο «Όσι» κατάλαβε.
Η ψυχή στο τέλος πάντα ξαναβρίσκει τη θέση της.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μάριο Κέμπες: Κανείς δεν ξέρει
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro