Η πινακίδα σηκώθηκε μόλις στο 16ο λεπτό. Ετοιμαζόταν να εκτελέσει ένα πλάγιο άουτ και, σαν να το ήξερε, έφερνε κύκλους τη μπάλα στα δάχτυλά του.
Ο Αλέγκρι ήδη χειροκροτούσε, το γήπεδο καθυστέρησε λίγο, αλλά κατάλαβε κι αυτό. Στην εξέδρα χειροκροτούσαν, ακόμα και οι παίκτες της Λάτσιο σεβάστηκαν τη στιγμή.
Ο Τζόρτζιο Κιελίνι υποδύθηκε για κάποια δευτερόλεπτα τον έκπληκτο, σκέφτηκε όμως ότι σε ολόκληρη την καριέρα του δεν κορόιδεψε κανέναν. Φεύγοντας από το γήπεδο, πέρασε το περιβραχιόνιο στο μπράτσο του Πάουλο Ντιμπάλα, τον μοναδικό συμπαίκτη του που ήταν ο ορισμός του αντίθετου πόλου του ποδοσφαιρικά. Κι ο Αργεντινός επρόκειτο να αποχαιρετήσει, ήταν μια πολύ περίεργη σεζόν για τη Γιουβέντους, πολύ μακριά από τα στάνταρ του συλλόγου. Δυο εκ διαμέτρου αντίθετοι αποχαιρετισμοί, δυο αντίο με βαθύτατα διαφορετικά νοήματα.
Ακριβώς τη στιγμή που ο Κιελίνι “φορούσε” το περιβραχιόνιο στο χέρι του Ντιμπάλα, κατέστη σαφής η τεράστια αντίφαση. Από τη μια το σκαμμένο πρόσωπο του Κιελίνι, τα εξογκωμένα κόκκαλα, το δαντέσκο προφίλ με τη γαμψή μύτη και τα ελάχιστα μαλλιά στην κεφαλή. Από την άλλη η “καθαρή” μορφή του Ντιμπάλα, το αψεγάδιαστο πρόσωπο, η αίσθηση ότι ο Αργεντινός είναι νεότερος (!) απ’ όταν έφτασε στο Τορίνο.
Στην εξέδρα τα πιτσιρίκια ασχολούνται μόνο με τον Ντιμπάλα. Ο Τζόρτζιο πήρε ένα θερμό χειροκρότημα, κανένα παιδί όμως δεν ζήλεψε το κούρεμά του, δεν κυνήγησε τα stories του στο instagram, δεν έσπευσε να αγοράσει το προϊόν που διαφήμισε. Τα ήξερε όλα αυτά ο Κιελίνι. Στο τέλος του αγώνα, πήρε τις κόρες του ήρεμος και χαμογελαστός, χαιρέτησε το κοινό κι έμεινε μετά να χαζεύει τον Ντιμπάλα να κλαίει με λυγμούς στην πλάτη του Βλάχοβιτς.
Έτσι είναι η μοίρα του ποδοσφαιριστή, αυτή είναι η διαδρομή. Ουσία αλλά και “περιτύλιγμα”, χωρίς αυτό δεν υπάρχει επικοινωνιακό γκελ. Ο Κιελίνι είναι old school, έχει το προνόμιο όσων παρέμειναν καιρό, μια ζωή ολόκληρη σε μια ομάδα και το έζησαν όλο. Μόνο όταν το ζεις “όλο” δεν μένουν τύψεις, ανοιχτοί λογαριασμοί, απωθημένα. Θα ήθελε να έχει ταξιδέψει περισσότερο, να έχει γνωρίσει διαφορετικούς πολιτισμούς, να έχει γνωρίσει τους Ευρωπαίους περισσότερο, αλλά δεν μετανιώνει που έμεινε 17 χρόνια στη Γιουβέντους και στο μουντό Τορίνο.
Από 21 χρόνων παιδί, διάολε, χωρίς να είναι καν “ντόπιος”. Απ’ την Πίζα κρατάει η σκούφια του, στο Λιβόρνο μεγάλωσε, ποτέ δεν εντάχθηκε στο δίκτυο ακαδημιών της «Γιούβε». Κι όμως, κοιτάζοντας πίσω, είναι περήφανος που έμεινε για μια ολόκληρη ποδοσφαιρική ζωή στη Γιουβέντους, που κατόρθωσε να μείνει όρθιος, παρότι κάθε καλοκαίρι τα πρώτα χρόνια ήταν στη λίστα των “υπό παραχώρηση”.
Τον λόγιζαν εξτρέμ, μετά μέσο, στο τέλος ακραίο μπακ. Στις εκθέσεις των προπονητών τα δυνατά του σημεία ήταν η «υπεράνθρωπη δύναμη», η «σωματική διάπλαση δεκαθλητή», η αντοχή του. «Ρομπότ» τον χαρακτήρισε κάποτε ο Πατριάρχης της «Γιούβε» και τελευταίος ιστός διασύνδεσης του συλλόγου με τον Avvocato, ο Τζαμπίερο Μπονιπέρτι.
Ο Τζόρτζιο τον Μαλντίνι θαύμαζε, αυτόν προσπαθούσε να κοπιάρει, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι τον χωρίζει άβυσσος από τον ωραίο Πάολο. Ο Μαλντίνι ακόμη και σήμερα θα ήταν απόλυτα ταιριαστός σε οποιαδήποτε διάταξη, ο Κιελίνι κάλλιστα θα μπορούσε να μεσουρανεί τη δεκαετία του ’70, όταν το ποδόσφαιρο ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Δεν ήταν ποτέ παίκτης “ελίτ” ο Κιελίνι. Δεν ήταν δίκαιο να είναι. Άλλωστε παγιώθηκε στα πολύ δύσκολα χρόνια, μόλις στη δεύτερη σεζόν του η ομάδα έπαιζε στη Serie B, είχε τεράστια ελλείμματα ποιότητας. Το γεγονός ότι άντεξε σε όλες τις εκφάνσεις αυτής της ομάδας οφείλεται στο γεγονός ότι αποδέχτηκε το ρόλο του παρία, εκείνον του τραχύ συγγενή που καλείται κατ’ ανάγκην στα οικογενειακά τραπέζια και μαρτυράει την ταπεινή καταγωγή των υπολοίπων, οι οποίοι “τα κατάφεραν”. Κοινωνικά, οικονομικά, αγωνιστικά. Αλλά στη γωνία του τραπεζιού θα κάθεται πάντα εκείνος που θυμίζει τους καιρούς που θέλουν να μείνουν θαμμένοι στη λήθη.
Ένα “περίεργο” Euro το 2008 τον καθιέρωσε ως κεντρικό αμυντικό. Αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Ήταν ακόμη ασυντόνιστος, εντελώς διαφορετικός από την υπόλοιπη ιταλική σχολή των ντελικάτων και αψεγάδιαστων στόπερ. Ο Μαλντίνι, ο Νέστα, ο Μπαρέζι, ο Καναβάρο, όλοι τους έκοβαν ακόμα και με ένα βιβλίο να ισορροπεί στο κεφάλι τους, ήταν σαν μοντέλα στην πασαρέλα.
Ο Κιελίνι έπρεπε να κυλιστεί στη λάσπη, να ματώσει τα ζυγωματικά του, να σκίσει τη φανέλα του. Κι έπειτα, απέδιδε μονάχα σε άμυνα των “τριών”. Την περασμένη δεκαετία, άμυνα με τρία στόπερ ήταν ό,τι εγγύτερο σε αναχρονισμό. Πολύ αργότερα απενοχοποιήθηκε, θεωρήθηκε “μοντέρνα”, μέχρι και θέσφατο.
Η επιθετικότητα του Κιελίνι, η ορμητικότητά του, ακόμα-ακόμα και η “αμπαλοσύνη” του, μακροπρόθεσμα χτίστηκαν αποκλειστικά χάρη στη μνημειώδη επιμονή του.
Δούλεψε με το διαθέσιμο ταλέντο του, πάλεψε με τα όριά του, εστίασε μόνο στα προτερήματα και στα πράγματα που ήξερε να κάνει καλύτερα στο χορτάρι, αντισταθμίζοντας τους τεχνικούς περιορισμούς και την ένδεια του ταλέντου. Επιμονή, υπομονή και ξεροκεφαλιά. Σκληρά μαρκαρίσματα, όταν όλος ο ποδοσφαιρικός πλανήτης επευφημούσε τα κλασάτα κοψίματα με απλή έκταση του ποδιού, η μπάλα “να φύγει”, όταν η διάσπαση του build up εθεωρείτο “ύβρις”, λερωμένη φανέλα και “βρώμικο παιχνίδι”, στον καιρό της διαφήμισης των aftershave, των σαμπουάν και των giveaways στο instagram.
Ο Κιελίνι ήταν μια κάμπια σε έναν κόσμο γεμάτο φανταχτερές πεταλούδες. Θωρακισμένη κάμπια, με αγκάθια και νύχια, “άσχημη”, “αντιτουριστική”. Κάποια εποχή προσπάθησε να διαχειριστεί την εικόνα του, πολύ σύντομα επέστρεψε στο πεπρωμένο του. Ατομική μονομαχία, φυσική επιβολή, απόκτηση πλεονεκτήματος με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Σε αυτό το τελευταίο έγκειται και η εν γένει “αντιπάθεια” των υπολοίπων στο πρόσωπό του.
Για όλους τους οπαδούς, πλην εκείνων της Γιουβέντους, ο Κιελίνι ήταν ο χειρότερος αντίπαλος. Μόνο τα τελευταία χρόνια αναδύθηκε και ένα είδος συμπάθειας, αποκρυπτογραφήθηκε και ένα χαμόγελο που δεν ήταν πονηρό, που δεν χρησίμευε απλώς για να κρύψει το βίαιο προσωπείο του παιχνιδιού του.
Μέχρι να βγουν στην επιφάνεια αυτά τα ψήγματα συμπάθειας, ο Κιελίνι ήταν άμεσα συνδεδεμένος με το σκληρό τάκλιν που “έδινε τα πόδια στο χέρι” στον αντίπαλο και με εκείνη τη φανταστική έκφραση απορίας του ενόχου που δηλώνει αθώος μετά το έγκλημα.
Μόνο οι Λατινοαμερικανοί είχαν αυτό το προνόμιο, μόνο τα γνήσια τέκνα της Ουρουγουάης επιτρεπόταν να χειραγωγούν αντιπάλους, να κάνουν τάκλιν στην καρωτίδα, να δίνουν αγκωνιές στα κόρνερ και να τραβούν τις τρίχες από τις μασχάλες στα στημένα. Μέχρι που μπήκε στις ζωές μας ο Κιελίνι και πασπάλισε με ενδιαφέρον τις μονομαχίες με τους clean cut αντιπάλους και το ποδόσφαιρο των millennials.
Αξέχαστη η εικόνα του “τσακωμού” του με τον Ζόρντι Άλμπα και τον Τζόρτζιο να τον αποκαλεί «ψεύτη» στην κάμερα, καταπληκτική η ανάμνηση από το Euro της Αγγλίας με τον δύσμοιρο Σάκα να προσπαθεί να φύγει στην αντεπίθεση στον Τελικό και τον αποκαμωμένο Κιελίνι να τον αποκεφαλίζει με το πιο παλιομοδίτικο τράβηγμα φανέλας της σύγχρονης ποδοσφαιρικής εποχής.
Ακόμα και στο προφανές χαμογελούσε μετά ευγενικά στο διαιτητή, υποβάθμιζε το γεγονός, προσπαθούσε να χειραγωγήσει διαιτητές, αντοπάλους και φιλάθλους. Στρατηγική υποκρισία, ύπουλη αντιμετώπιση, στα όρια της σχιζοφρένειας. “Ιταλικά” πονηρός, σαν εκείνους τους Ναπολιτάνους φτωχοδιαβόλους που “γδύνουν” με στυλ τον ανυποψίαστο τουρίστα στην Κόστα Αμαλφιτάνα.
Δεν περνάει καν από το μυαλό ότι αυτή η φάτσα, αυτός ο τύπος έχει πτυχίο και μεταπτυχιακό στα Οικονομικά, ότι δεν είναι ήρωας βγαλμένος από το «Gomorra» προσγειωμένος κατά λάθος σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Ο Κιελίνι όμως ξέρει πως λειτουργεί ο κόσμος, ξέρει ότι τα πάντα έχουν και την ορατή και την αθέατη πλευρά τους, εκείνη που οι περισσότεροι προσπαθούν να κρύψουν κάτω από το χαλί.
Γι’ αυτό είχε εκείνο το στραβό χαμόγελο, εκείνο το μισό μειδίαμα που στην αρχή έμοιαζε καταραμένο, αλλά προς το τέλος έγινε αντιληπτό ότι απογυμνώνει την πολιτική μας ορθότητα. Ο Κιελίνι δεν θα ήταν τίποτα χωρίς την αναίδεια των σύγχρονων επιθετικών, δεν θα χρησίμευε πουθενά, εάν οι σταρ της μπάλας έκαναν απλώς τη δουλειά τους και δεν επιζητούσαν το εξεζητημένο, το περιττό, το “κόλπο” που θα γελοιοποιήσει τον αμυντικό και θα γίνει viral.
Εξαιρουμένου του τερματοφύλακα, ο φορ είναι η πιο εγωιστική θέση στο ποδόσφαιρο, ο ρόλος με το περισσότερο “εγώ” από κάθε άλλον. Ο Κιελίνι ζούσε για να κατακερματίζει αυτό το “εγώ”, τρεφόταν από την ενέργεια του επιθετικού, αποκτούσε νόημα στο γήπεδο, όταν ο αντίπαλος ήθελε να φωνάξει ότι υπερέχει τεχνικά, αθλητικά, “επικοινωνιακά”.
Αυτή την ασύμμετρη σχέση τακτοποιούσε ο Κιελίνι, το ναρκισσισμό κυνηγούσε, την ευθυγράμμιση των πλανητών επιζητούσε. «Ο αμυντικός αγαπάει πραγματικά το παιχνίδι», είχε πει κάποτε ο Μπεκενμπάουερ. Δίχως αυτόν δεν υπάρχει “διαλεκτική”, δεν έχει νόημα ύπαρξης η τρίπλα, το τσαλιμάκι, η έμπνευση του κυνηγού. Οι περισσότεροι επιθετικοί αυτήν την ανταγωνιστική σχέση τη βιώνουν σχεδόν με παιδική απογοήτευση, με την ενόχληση όσων δεν τους αρέσει να τους αγγίζουν, με την αναίδεια εκείνων που απαιτούν να τους σέβεται ο χώρος, δίχως να τον σέβονται αυτοί.
Ο μεγάλος κυνηγός απαιτεί την προσοχή, γυρεύει να νιώσει κολακευμένος, δεν θέλει κανέναν να του χαλάει το πλάνο του αριστουργήματος που απεργάζεται στο μυαλό του. Μόνο ξεχωριστές περιπτώσεις επιθετικών είπαν καλά λόγια για τον Τζόρτζιο. Ο Ζλάταν, φερειπείν, λάτρευε τις μονομαχίες τους, τρελαινόταν να τον παίζει “μαν του μαν”. Δεν του άφηνε χώρο, δεν του έδινε οξυγόνο, δεν του επέτρεπε να επιβάλλει το νόμο του. Αυτό δημιουργούσε στον Ιμπραΐμοβιτς την ανάγκη να επινοήσει κάτι ακόμα πιο εξεζητημένο, τέσταρε τα όριά του, έφερνε στο ματς το “απρόοπτο” προς τέρψιν όλων ημών.
Επ’ ουδενί δεν είναι όλα τα παραπάνω το σφουγγάρι στον πίνακα των αμαρτιών του Κιελίνι. Έχω την αίσθηση όμως ότι δεν ήταν ποτέ πραγματικά κακός, ότι δεν ήταν συνειδητοποιημένα αντιαθλητικός.
Ναι, ανέδυε έναν “θυμό” προς τους αντιπάλους του, αλλά ποτέ δεν έδινε την εντύπωση του ανθρώπου που θόλωνε από την έκρηξη αδρεναλίνης και ήθελε να κάνει πραγματικά κακό. Δεν είναι τυχαίο ότι με τη φανέλα της «Γιούβε» αποβλήθηκε με απευθείας κόκκινη μόνο δυο φορές στην καριέρα του.
Κι όμως, στο youtube όλα τα βίντεο τον απεικονίζουν “σκληρό”, βίαιο, κυνηγό κεφαλών. Αυτό πουλάει, αυτό είχε ανάγκη το κοινό. Τα δολοφονικά τάκλιν, ενίοτε την εικόνα των προσωπικών αντιπάλων να αποχωρούν με φορείο, τις φλέβες στο λαιμό των οπαδών μετά το νιοστό σκληρό φάουλ που κόβει την αντεπίθεση. Δεν ήταν αυτό ο Κιελίνι.
Ο Κιελίνι ήταν το δεμένο κεφάλι, σαν ήρωας ταινίας πολέμου, να αιμορραγεί και να αμύνεται υπέρ πίστεως. Να αποτολμά το τάκλιν, παρά την έκθεση σε κίνδυνο της σωματικής του ακεραιότητας, να γλυστράει στο λασπωμένο τερέν και να σηκώνεται το σορτσάκι μέχρι το σπασουάρ. Πραγματικοί ηρωισμοί, για το καλό της ομάδας και όχι για το χειροκρότημα της εξέδρας.
Ακόμα και στο βίντεο που πρόβαλε η Γιουβέντους στο αντίο του, υπήρχαν άπειρα “σκληρά” στιγμιότυπα, στο όριο του αντιαθλητικού. Πολλή αυτοθυσία, αρκετό συναίσθημα, λίγο εκμαιευόμενη συγκίνηση. «Δεν έβαλαν το τάκλιν στον Τζέκο με την Ίντερ», είπε γελώντας. Μπορεί επειδή σε εκείνον τον Τελικό του Coppa Italia η «Γιούβε» έχασε και η ανάγνωση θα ήταν διττή και αμφίσημη.
Για τον Κιελίνι αυτή η φάση με τον Τζέκο ήταν η επιτομή του ποδοσφαίρου που υπηρέτησε. “Πάνω στη φάση”, χωρίς δόλο, δίχως πρόθεση να κάνει “κακό” στον επιθετικό, να τον αφήνει “σέκο”. Αναπόφευκτη πρόσκρουση και ένας δίμετρος ταύρος, όπως ο Έντιν, να σωριάζεται στο έδαφος, σαν δέντρο που το διέλυσε τυφώνας. Είναι πολύ περίεργες στιγμές για έναν ποδοσφαιριστή αυτές, αδύνατον για το θεατή να καταλάβει.
Οι ποδοσφαιριστές πάντοτε ξέρουν πότε ο αντίπαλος θέλει να κάνει κακό, πάντοτε αντιλαμβάνονται το τάκλιν που θέλει να κάνει ζημιά, γνωρίζουν τη διαφορά της αγκωνιάς πάνω στην ένταση της φάσης από το χτύπημα που εκπορεύεται από το μίσος. Κάποιοι νέοι απλώς έχουν ξεχάσει το αρχέτυπο του στόπερ, έχουν ζήσει μόνο την εξέλιξη και το σύγχρονο πρότυπο. Τα “βασικά” του επαγγέλματος όμως είναι η δύναμη, η επιρροή, ο ψυχολογικός πόλεμος.
Ο διόσκουρός του, ο Μπονούτσι, ποτέ δεν έφτασε στα δικά του επίπεδα, δεν έχει τα καθαρά αμυντικά του προσόντα, ούτε τις αθλητικές του ικανότητες. Βασικά δεν έχει τη δική του τρέλα, τη δική του ερμηνεία περί ποδοσφαίρου. Ο Κιελίνι κάθε δευτερόλεπτο μέσα στο γήπεδο προσπαθούσε να υπερασπιστεί το δικό του τανγκό με τον επιθετικό, τη χορογραφία που είχε σχεδιάσει ο ίδιος, βασιζόμενος και σεβόμενος απόλυτα το ταλέντο του ποδοσφαιριστή που είχε απέναντί του.
Πάντοτε ωθούσε τον εαυτό του ένα βήμα παραπέρα. Προσπαθούσε να κάνει κάτι περισσότερο, να κάνει πολλά για να μην καταλήξει να κάνει πολύ λίγα και αποβεί ζημιογόνος για τους συμπαίκτες του. Γι’ αυτό έφερνε ό,τι είχε στον αγωνιστικό χώρο και άφηνε την ψυχή του στο γήπεδο. Με ό,τι μέσο είχε.
Ακόμα και στα στερνά του, στο Λος Άντζελες όπου πήγε να κεφαλαιοποιήσει τη φήμη και τη διαδρομή του, στο πρώτο ματς έπιασε τη μπάλα με τα χέρια για να κόψει αντεπίθεση. Δέχτηκε με δυσφορία την κάρτα. Κούναγε το κεφάλι σχεδόν απορημένος για την απόφαση του διαιτητή, άνοιγε τα χέρια να διαμαρτυρηθεί, μουρμούραγε για την αδικία που είχε πλάσει το μυαλό του.
Μπορεί επειδή στενοχωριέται, γιατί μαζί του χάνεται και ένα ποδόσφαιρο που δεν υπάρχει πια και είναι κρυμμένο στις ελάχιστες εναπομείνασες αλάνες, όπου τα πιτσιρίκια μανουριάζουν, όταν σκίζονται τα γόνατα και ο φίλος τους ζητάει φάουλ.
Ε, ο Κιελίνι δεν θα το έδινε το φάουλ.
Αυτός είναι. Αυτός ήταν πάντα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η σιωπηλή τελειότητα του Αλεσάντρο Νέστα
Φράνκο Μπαρέζι, o Τελευταίος Μεγάλος
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro