Η πορεία μου μέσα από τον πρωταθλητισμό με δίδαξε πάρα πολλά.
Ήταν πολλά τα μαθήματα και οι εμπειρίες που πήρα, οι γνώσεις που απέκτησα, ώστε να γίνω και καλύτερος άνθρωπος.
Μέσω των ταξιδιών μου γνώρισα πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς, κουλτούρες, είχα συναναστροφή με ανθρώπους και παίκτες άλλης εθνικότητας και έμαθα το πώς σκέφτονται, το πώς λειτουργούν.
Όλη η πορεία μου ήταν ένα ταξίδι πάρα πολύ γεμάτο και αναμφισβήτητα πολύ εποικοδομητικό.
Ο αθλητισμός επίσης διδάσκει την πειθαρχία στη ζωή, τις σχέσεις, την οικογένειά σου.
Βάζοντας πάντα υψηλούς στόχους, θέλοντας το καλύτερο σε οποιονδήποτε τομέα και κυνηγώντας την κορυφή, ειδικά όταν κάνεις πρωταθλητισμό, σε μαθαίνει να μην συμβιβάζεσαι με το εύκολο, με το λίγο ούτε στη ζωή σου γενικότερα. Θέλεις πάντα το καλύτερο.
Ο μικρός Αλέξης Αλβανός από τα εννιά του χρόνια που ξεκίνησε το χάντμπολ ήταν πολύ απαιτητικός με τον εαυτό του και ήθελε να παλεύει για το καλύτερο.
Δουλευταράς στην προπόνηση, προσπαθούσα να βρίσκομαι όσο πιο ψηλά μπορώ.
Στενοχωριόμουν πάρα πολύ, όταν δεν έπαιζα! Ξεκίνησα Γ’ και Δ’ Δημοτικού και, επειδή τότε δεν υπήρχε ακαδημία για εκείνες τις ηλικίες, έπρεπε να παίξω με Ε’ και με Στ’ .
Πείσμωνα πάρα πολύ, ενώ ήμουν πράγματι πολύ μικρός για να παίξω, επειδή δεν μπορούσα στην αρχή να πάρω χρόνο συμμετοχής.
Τόσο πολύ είχα πεισμώσει που κάποια στιγμή τα είχα παρατήσει κιόλας απ΄ τα νεύρα μου, λέγοντας ότι εγώ θέλω να παίζω, να συμμετέχω περισσότερο!
Όλο αυτό το πείσμα και την αγωνιστικότητα τα βρήκα μπροστά μου στη συνέχεια.
Πήγαινα κανονικά στο σχολείο, ήμουν συνεπής στα μαθήματά μου και πάντα, μέχρι το τέλος του Λυκείου, ήμουν συνεπής και καλός μαθητής, του “17”.
Αλλά, όπως και να είχε, το μυαλό μου ήταν πάντα στον αθλητισμό. Να τελειώσω τα μαθήματα γρήγορα και να πάω στο γήπεδο να παίξω. Κι αυτό δεν αφορούσε στο χάντμπολ αποκλειστικά αλλά στον αθλητισμό γενικότερα.
Πέντε η ώρα, εκείνη την ώρα κατέβαιναν και οι φίλοι μου, έπρεπε να έχω τελειώσει τα μαθήματά μου για να πάω να παίξω στις αλάνες και να κάνω προπόνηση.
Ήμουν τυχερός, γιατί το σπίτι μου βρισκόταν κάτω από τη ΧΑΝ Καλαμαριάς, όπως λεγόταν τότε, έναν πολιτιστικό αθλητικό χώρο, όπου πηγαίναμε και παίζαμε όλα τα απογεύματα εκεί.
Οι γονείς μου δεν είχαν καμιά σχέση με τον αθλητισμό.
Εκείνος που ουσιαστικά με ώθησε στο χάντμπολ ήταν ο αδερφός μου, ο οποίος είχε ξεκινήσει να παίζει στον Απόλλωνα Καλαμαριάς, μια ομάδα ακριβώς δίπλα από τη ΧΑΝ Καλαμαριάς, και μια φορά βρέθηκα στο γήπεδο και είπα να ξεκινήσω κι εγώ το άθλημα, εμπνευσμένος περισσότερο από την εικόνα του αδελφού μου.
Βέβαια, ο αδελφός μου δεν ασχολήθηκε περαιτέρω, πλέον είναι χειρουργός οφθαλμίατρος, αλλά αυτός αποτέλεσε το “έναυσμά” μου. είχαμε και κόντρα στο σπίτι, μου έλεγε «εγώ είμαι καλύτερος από εσένα!» και έλεγα «όχι!».
Όσον αφορά στο όνομά μου, Αλβανός, επειδή από μικρός ήμουν πάρα πολύ καλός στα αθλήματα και γενικά στο σχολείο, ποτέ δεν ένιωσα αυτό το μπούλινγκ λόγω του ονόματος.
Με ήθελαν στην ομάδα τους, ήμουν αθλητικά δημοφιλής στο σχολείο και αποτελούσα ένα παράδειγμα προς μίμηση από μικρός στον αθλητισμό.
Και στο Δημοτικό είχα διακρίσεις με το σχολείο Καλαμαριάς, οπότε οι βραβεύεις και οι διακρίσεις απέτρεψαν το να δεχτώ μπούλινγκ εξαιτίας του ονόματός μου.
Αλλά και αργότερα, στην καριέρα μου ως Πρωταθλητής του χάντμπολ, ίσως και να έγινα και πιο γνωστός λόγω της ιδιαιτερότητας του επιθέτου μου, «ποιος είναι αυτός ο Αλβανός», «τι είναι αυτός ο Αλβανός», αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποτέλεσε αρνητικό σύνθημα.
Ο πατέρας μου από μικρός ήταν ΑΕΚ, παρά το γεγονός ότι μέναμε το πρώτο διάστημα στον Βόλο.
Μάλιστα, γυρνώντας από τη Γερμανία, όταν υπέγραψα στην ΑΕΚ, μου έστειλε φωτογραφίες τα πρώτα μου βιβλία και τη σχολική μου τσάντα, όπου ζωγράφιζα «ΑΕΚ», «αγαπώ την ΑΕΚ», καρδιές κτλ.
Ήμασταν οικογενειακώς ΑΕΚ και γι’ αυτόν τον λόγο συνέχισα ως ΑΕΚ.
Βέβαια, συνδέθηκα πολύ συναισθηματικά με την ομάδα και τον πρώτο χρόνο εκεί.
Ωστόσο, σε όλη μου την πορεία έπρεπε να είμαι επαγγελματίας όπου και αν βρισκόμουν.
Το 2004, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν η ώρα μου να φύγω για το εξωτερικό και να αγωνιστώ στο Γερμανικό Πρωτάθλημα.
Ήταν ένα φυσικό επακόλουθο για εμένα, δεν ήταν κάτι ξαφνικό.
Παίζοντας ευρωπαϊκά παιχνίδια με την ομάδα του Πανελληνίου το 1999, η οποία με υποστήριξε πολύ και στην οποία ουσιαστικά ανδρώθηκα, και με τη βοήθεια του Κρανάκη, του προπονητή μου, είχα βάλει στόχο να παίξω στο εξωτερικό, να δοκιμαστώ και εκεί.
Πάντα ήθελα να φτάνω όσο πιο ψηλά γίνεται, από τη ΧΑΝΘ πήγα στην τότε καλύτερη ομάδα, τον Πανελλήνιο, με τον οποίον κατακτήσαμε τρία Πρωταθλήματα και τρία Κύπελλα μέσα σε πέντε χρόνια.
Έτσι, στην πορεία έθεσα ως στόχο το επόμενό μου βήμα να είναι στο εξωτερικό, οπότε, πριν καν ολοκληρωθούν οι Ολυμπιακοί, είχα υπογράψει σε μια ξένη ομάδα.
Οι αγώνες με τον Πανελλήνιο σε επίπεδο ευρωπαϊκό και αυτοί της Εθνικής ομάδας με ανέδειξαν στον ευρωπαϊκό χώρο, υπήρξαν κάποιες προτάσεις και τις… εκμεταλλεύτηκα.
Το να έχεις την οικογένειά σου και τα παιδιά σου δίπλα σου σε όλο αυτό το ταξίδι είναι πάρα πολύ σημαντικό! Και η δική μου οικογένεια ήταν πολύ υποστηρικτική!
Μπορώ να πω, με πλήρη γνώση λόγου, ότι το να ακολουθείς αθλητή, πόσο μάλλον με τη δική μου τρέλα, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα για τη σύζυγο! Και η υποστήριξη της δικής μου ήταν πολύ μεγάλη!
Αναμφισβήτητα, δεν είναι όλα ρόδινα στην πορεία σου, την αθλητική σου καριέρα, τις ομάδες όπου αγωνίζεσαι, πόσο μάλλον στο εξωτερικό, όπου εκεί χρειάζεσαι περισσότερο τους δικούς σου ανθρώπους δίπλα σου.
Μάλιστα, και τα δύο μας παιδιά τα αποκτήσαμε στη Γερμανία. Η κόρη μου τα πέντε πρώτα χρόνια έζησε εκεί, ο γιος μου πρόλαβε τα δύο, οπότε η Χριστίνα έχει και “γερμανικές” παραστάσεις από αγώνες μου.
Οφείλω λοιπόν πολλά στη γυναίκα και τα παιδιά μου, οι οποίοι ακόμη και τώρα στηρίζουν αυτό που κάνω, ως προπονητής πλέον, θέση στην οποία τα πράγματα δεν είναι πιο εύκολα.
Από την αρχή της καριέρας, από μικρή ηλικία, πρέπει να κάνεις πάρα πολλές θυσίες τόσο στην κοινωνική όσο και την αθλητική σου ζωή.
Είτε αυτό λέγεται πενθήμερη εκδρομή, είτε εκδηλώσεις, είτε…, όλα αυτά εγώ δεν τα έκανα, επειδή είχα στόχο από πολύ μικρός να φτάσω ψηλά.
Δεν μπορείς να έχεις μια ζωή φυσιολογική και να πεις «θέλω να βγω, θέλω να διασκεδάσω», πρέπει να προσέχεις πάρα πολύ τη ζωή σου, το σώμα σου, τον ύπνο σου, τη διατροφή σου.
Η σταθερότητα που είχα ως παίκτης, η μαχητικότητα σε κάθε παιχνίδι, το γεγονός ότι ήμουν ένας αθλητής που δούλευε πάρα πολύ και με σεμνότητα, αυτά ήταν στοιχεία που μου εξασφάλισαν υψηλά συμβόλαια στο Γερμανικό Πρωτάθλημα, χωρίς βέβαια να φτάνουν σε ύψος εκείνα των σταρ του αθλήματος.
Πάντως, το όνειρό μου, όταν μπήκα σε αυτήν τη διαδρομή, δεν αφορούσε στο οικονομικό, δεν το έκανα ποτέ για τα χρήματα.
Ήταν η αγάπη μου για το άθλημα και αυτή με οδήγησε, νομίζω, στο να έχω καλά συμβόλαια και μια πολύ καλή πορεία στο εξωτερικό, να συνεχίζω να αγωνίζομαι σε υψηλό επίπεδο, ακόμα και όταν επέστρεψα στην Ελλάδα.
Τα χρήματα και τα συμβόλαια δεν ήταν ο σκοπός.
Για παράδειγμα, όταν είχα πάει σε μια από τις κορυφαίες ομάδες της Γερμανίας, τη Ράιν Νέκαρ Λόβεν, επέλεξα από μόνος μου στα μέσα της χρονιάς να φύγω, διότι δεν μετείχα όσο θα ήθελα στην ομάδα, δεν είχα πρωταγωνιστικό ρόλο.
Δεν θα με κρατούσε το συμβόλαιο, ήταν από πάνω η αγάπη μου για το άθλημα, πάντα σκεφτόμουν πώς θα γίνει να παίξω σε μια ομάδα όσο καλύτερα γίνεται.
Όταν ξεκίνησα και έβλεπα ευρωπαϊκό χάντμπολ, 20 χρόνων, θαύμαζα τον Ολαφούρ Στέφανσον.
Είχαμε παίξει μάλιστα αντίπαλοι, όταν ο Πανελλήνιος αντιμετώπισε το Μαγδεμβούργο. Ήταν η πρώτη μας ευρωπαϊκή συμμετοχή σε Champions League, είχαμε μπει σε ομίλους και παίζαμε με το Μαγδεμβούργο, την Πρωταθλήτρια Champions League του προηγούμενου έτους. Μετά το παιχνίδι, πήγα και ζήτησα από τον Στέφανσον την μπλούζα του και του είπα ότι είναι το ίνδαλμά μου!
Αργότερα, γίναμε συμπαίκτες στη Ράιν Νεκάρ Λόβεν, έτυχε κιόλας να μένουμε στο ίδιο δωμάτιο και να του λέω «κοίτα να δεις πώς τα φέρνει η ζωή!».
Ζωή στην οποία κατέκτησα σχεδόν τα πάντα με τους συλλόγους μου, τόσο σε Ελλάδα όσο και Γερμανία. Ωστόσο, με την Εθνική ομάδα δεν μπόρεσα να χαρώ ένα μετάλλιο.
Έχω τη στενοχώρια, γιατί φτάσαμε ένα βήμα πριν το μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. είχαμε χάσει το τελευταίο παιχνίδι από την Τσεχία και δεν μπήκαμε στην τετράδα. Φτάσαμε τόσο πολύ κοντά και δεν ήπιαμε νερό. Ωστόσο, δεν θα έλεγα ότι ένιωσα πικρία, γιατί ο ανταγωνισμός των ομάδων που υπήρχαν στον ευρωπαϊκό χώρο, σε σχέση με το τι ήμασταν εμείς ως Ελλάδα, βρισκόταν σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Μετά τις επιτυχίες της κατάκτησης της έκτης θέσης τόσο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας όσο και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα έναν χρόνο μετά, δεν μπορέσαμε να βρεθούμε σε μεγάλη διοργάνωση, αλλά ήταν πολλές οι συγκυρίες.
Κάποιες κληρώσεις με πολύ δυνατές ομάδες μάς στέρησαν τη δυνατότητα να ξαναβρεθούμε σε μεγάλη διοργάνωση. Αποκλειστήκαμε από την Πολωνία, όταν βγήκε δευτεραθλήτρια κόσμου, πέσαμε με Ισπανία, γενικά με μεγαθήρια και στην πραγματικότητα, αντικειμενικά, δεν ήμασταν εμείς καλύτεροι, οπότε έπρεπε να γίνει η υπέρβαση.
Βέβαια, ευελπιστούμε ότι το ελληνικό χάντπμολ θα καταφέρει ξανά να βρεθεί σε μεγάλη διοργάνωση.
Ήδη έγινε μια πολύ μεγάλη προσπάθεια, όταν αποκλειστήκαμε από την ομάδα του Μαυροβουνίου. Φτάσαμε και πάλι στην πηγή, αλλά δυστυχώς δεν ήπιαμε νερό.
Εύχομαι κάποια στιγμή να… το πιούμε το νερό αυτό!
Ξεκίνησα τη νέα πρόκληση, αυτή της προπονητικής, ωστόσο δεν μπορώ να ξέρω πώς θα τελειώσει η καριέρα μου στο άθλημα που αγαπάω.
Το να είσαι προπονητής από το να είσαι παίκτης είναι τελείως διαφορετικό, έχεις περισσότερες ευθύνες, μεγαλύτερο άγχος και περισσότερα άτομα να διαχειριστείς .
Είναι κάτι που με ευχαριστεί, με ικανοποιεί, θέλω να το κάνω, να το ζήσω στο 100%, όπως έκανα και στην αθλητική μου καριέρα, θέλω να δώσω όλον μου τον εαυτό, να μπορέσω να είμαι αυθεντικός και να προσπαθήσω να μεταδώσω τα πράγματα έτσι όπως πιστεύω εγώ.
Από κει και πέρα, το θέμα του προπονητή είναι πάντα ένα ερωτηματικό, γιατί δεν ξέρεις πότε και πού θα βρίσκεσαι.
Οι συγκυρίες και τα αποτελέσματα ρίχνουν πολύ μεγάλο βάρος στον προπονητή, οπότε δεν μπορώ να πω ότι θα ξεκινήσω και θα τελειώσω από αυτήν τη θέση.
Για όσο νιώθω καλά με τον εαυτό μου, ότι δηλαδή είμαι αξιοσέβαστος, ότι δεν έχω χάσει κάτι από την προσωπικότητά μου ή τον τρόπο που θέλω να λειτουργώ, ότι κάνω τη δουλειά μου με σεβασμό και σεμνότητα, θα παραμένω και στο άθλημα.
Το να είμαι ο προπονητής της ΑΕΚ είναι ιδιαίτερο ως συναίσθημα, καθώς βρίσκομαι στο τιμόνι της ομάδας που ουσιαστικά αγαπώ και υποστηρίζω, πράγμα που κάνει την ευθύνη ακόμα μεγαλύτερη.
Κι είμαι παντού ΑΕΚτσής. Με την πρώτη ευκαιρία μάλιστα θα πάω στην «Αγιά Σοφιά», περιμένω πώς και πώς να βρεθώ εκεί και να πάρω και τα παιδιά μου μαζί. Είναι μεγάλη τιμή για κάθε άνθρωπο –είτε φίλαθλο, είτε οπαδό, είτε όποιον έχει “πάρει” έστω και κάτι λίγο από την ομάδα- να γυρίζει και πάλι στο σπίτι του.
Ωστόσο, μπαίνοντας και σε άλλα μονοπάτια, δεν είναι μόνο η αγάπη και το συναίσθημα, γιατί θα πρέπει να αποδεικνύεις σε κάθε αγωνιστική, σε κάθε παιχνίδι, ότι είσαι άξιος για τη θέση που καταλαμβάνεις.
Ο Αλέξης Αλβανός είναι προπονητής χάντμπολ.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Παναγιώτης Νικολαΐδης: Σαν Οικογένεια
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νίκος Κοκκώνης: Τα έδωσα όλα για το Χάντμπολ
Βάσω Σκάρα: Χάντμπολ, έρωτας με την πρώτη ματιά