Το 2016 ο καναδικός τηλεοπτικός σταθμός, «CBC TV», πραγματοποίησε ένα ιδιαίτερο πείραμα.
Κάλεσε τον τότε Χάλκινο Ολυμπιονίκη στα 100μ., Άντρε Ντε Γκρας, με χρόνο στον Τελικό των Αγώνων του Ρίο στα 9.91, να τρέξει σε συνθήκες ανάλογες αυτών που είχε τρέξει στους Αγώνες του Βερολίνου 80 χρόνια νωρίτερα ο Τζέσε Όουενς.
Τι ήταν αυτές οι ανάλογες συνθήκες; Δεν υπήρχε ταρτάν αλλά πίστα από άργιλο, ενώ και τα παπούτσια που φορούσε ο Ντε Γκρας ήταν όσο πιο κοντινά γινόταν σε αυτά του μεσοπολέμου. Ο Καναδός σπρίντερ διένυσε την απόσταση σε κάτι περισσότερο από 11 δευτερόλεπτα, αυξημένη δηλαδή από ένα από την (τότε) καλύτερη ατομική του επίδοση.
Το 2010 o Ισπανός σπρίντερ, Άνχελ Δαβίδ Ροδρίγκεθ, προσκάλεσε τον 26χρονο Κριστιάνο Ρονάλντο σε μια κούρσα… έκρηξης. Μόλις 25 μέτρων. Ο «CR7» διένυσε αυτήν την απόσταση σε 3.61. Κρίνοντας από αυτήν την επίδοση, ο Ροδρίγκεθ ισχυρίστηκε πως ο Πορτογάλος θα μπορούσε, στην ακμή της αθλητικής και σωματικής του δραστηριότητας, να διανύσει τα 100μ. σε περίπου 11.6 δευτερόλεπτα.
Τρία χρόνια αργότερα έγινε viral η (έμμεση, ποτέ δεν κατατέθηκε προφανώς επισήμως) πρόκληση του Πιερ Εμερίκ Ομπαμεγιάνγκ στον Γιουσέιν Μπολτ. Αιτία; Η χρονομέτρηση του Αφρικανού επιθετικού σε σπριντ 30μ. στα 3.7 δευτερόλεπτα, 0.08 δηλαδή ταχύτερα από την αντίστοιχη του Τζαμαϊκανού κάτοχου των Παγκόσμιων ρεκόρ στα 100 και 200μ.
Σαράντα χρόνια νωρίτερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, σε τελείως διαφορετικές τεχνολογικές συνθήκες, ένας έφηβος, παίζοντας ποδόσφαιρο, χωρίς όμως κάποια ιδιαίτερη επαγγελματική φιλοδοξία και χωρίς την παραμικρή εξειδικευμένη αθλητική εκπαίδευση και σχετική προπόνηση, καταγεγραμμένα διένυε τα 30μ. σε 3.5 δευτερόλεπτα.
Λίγα χρόνια αργότερα, έχοντας καταφέρει να γίνει επαγγελματίας, είχε δώσει στις επιδόσεις του μια διαφορετική διάσταση, αυτήν που συνήθως έλειπε ακόμα και από τους ταχύτερους ποδοσφαιριστές της ιστορίας, προφανώς σε κατοπινή και τελείως διαφορετικά υποβοηθούμενη εποχή. τη διάρκεια στην έκρηξη, στο σπριντ, μιας και έκανε σε λιγότερο από 7 δευτερόλεπτα τα 60μ., όταν το τότε Παγκόσμιο ρεκόρ της απόστασης κινούνταν γύρω από τα 6.5 δευτερόλεπτα.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986, στο παιχνίδι κόντρα στο Βέλγιο, πήρε την μπάλα λίγο πιο μπροστά από την περιοχή της Εθνικής του ομάδας, της Σοβιετικής Ένωσης. Πάσαρε και άρχισε το σπριντ. Χωρίς την μπάλα. “Κατάπινε” τους πάντες, συμπαίκτες και αντιπάλους, διανύοντας τα 55μ. ως την αντίπαλη περιοχή σε (όπως χρονομετρήθηκαν αργότερα) 6 δευτερόλεπτα. Φορώντας “εξάταπα” και τρέχοντας σε χορτάρι.
Δεν άναψε… τσιγάρο (θα μπορούσε…), αλλά τα πλάνα τον δείχνουν να περιμένει στην περιοχή των «Κόκκινων Διαβόλων», να ψάχνει την ευθεία των αμυντικών και να πηγαίνει, οπισθοχωρώντας πλέον, στην ευθεία τους, προκειμένου και ν’ αποφύγει το οφσάιντ αλλά και να δώσει με την κίνησή του τον απαιτούμενο χώρο στους συμπαίκτες του, οι οποίοι -επιτέλους- τον έφταναν.
Απολύτως ταιριαστά -σε εποχή που τα παρατσούκλια δίνονταν πολύ πιο δύσκολα, ακόμα δυσκολότερο να καθιερωθούν και να επικρατήσουν και προφανώς ακόμα περισσότερο να περάσουν και στην πατρίδα του, στις ιδιαίτερες τότε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της Σοβιετικής Ένωσης- αποκλήθηκε «Шаровая Молния» και «Русская Ракета», δηλαδή «Αστραπή» και «Ρωσική Ρουκέτα».
Ο Ιγκόρ Μπελάνοβ.
Ο 21ος αιώνας ξεκίνησε στα 70’s
Ήταν λίγο πριν σαρανταρίσουν. Πρωτοπόροι. Από τη μία ο Βαλερί Λομπανόσβκι. Τίποτα ιδιαίτερο ως ποδοσφαιριστής, οραματιστής ως προπονητής, καριέρα που ξεκίνησε στις αρχές των 70’s, βρίσκοντας γρήγορα πεδίο έκφρασης στην Ντιναμό Κιέβου. Από την άλλη, ο Ανατόλι Ζελεντσόβ. Καθηγητής Φυσικής Αγωγής. Θεωρητικός. Οι δύο τους γνωρίστηκαν εκείνη την εποχή. Οι ιδέες τους ταίριαξαν.
Ποδόσφαιρο και επιστημονικά καταρτισμένη εκγύμναση. Λέξεις όπως προπονητικά μοντέλα, κύκλοι, λέξεις που δεν υπήρχαν εννοιολογικά στο ποδόσφαιρο της εποχής, αυτοί οι δύο τις εισήγαγαν πρακτικά στην καθημερινότητα της Ντιναμό, με τον Ζελεντσόβ να βρίσκει πρακτική εφαρμογή της μεθοδολογίας του στο εν λόγω project, όπου και χρίστηκε Διευθυντής του επιστημονικού κέντρου του ουκρανικού συλλόγου.
Χρησιμοποιήθηκαν υπολογιστές, καταγράφονταν τα πάντα, σε προπονήσεις, σε αγώνες, αναλυόταν εξειδικευμένα οτιδήποτε σχετιζόταν με τις επιδόσεις των ποδοσφαιριστών, με προσέγγιση, φιλοσοφία και τεχνογνωσία που μπορεί να ήταν πρώιμες μεν για την εποχή, αλλά προσομοιάζουν περισσότερο στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται προπονητικά το ποδόσφαιρο στις μέρες μας.
Στο Κίεβο ο 21ος αιώνας ξεκίνησε τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Συνοπτικά, η καρδιά της προπονητικής θεωρίας του διδύμου αφορούσε στο ότι η αύξηση των προπονητικών φορτίων δεν θα οδηγούσε απαραίτητα και σε αύξηση της αντοχής. Έτσι, εκπόνησαν, εφάρμοσαν και συνεχώς έκτοτε εξέλισσαν ένα μοναδικό πρόγραμμα, τεκμηριώνοντας μαθηματικά το βέλτιστο προπονητικό φορτίο για κάθε ποδοσφαιριστή, σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές (πριν και μετά τα παιχνίδια, ανάλογα με το εύρος των αγωνιστικών υποχρεώσεων κτλ), μοντελοποίησαν την κάθε προπόνηση και έτσι πέτυχαν τη μεγιστοποίηση των επιδόσεων των ποδοσφαιριστών της Ντιναμό.
Το πρώτο αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης ήταν ο κορυφαίος Όλεγκ Μπλαχίν, ο οποίος πέραν της απαράμιλλης ποδοσφαιρικής του κατάρτισης ήταν και ένα θαύμα της φύσης ως προς τις αθλητικές του επιδόσεις, προσωποποιώντας τον τύπο ποδοσφαιριστή που ο Λομπανόβσκι αναζητούσε ως πρώτη ύλη και μαζί μετά με τον Ζελεντσόβ φρόντιζαν να φτάσουν σε όρια που ξεπερνούσαν οτιδήποτε σχετικό με τις νόρμες του αθλήματος.
Την χρονιά που ο Μπλαχίν κέρδισε την Χρυσή Μπάλα (1975), ο κατά οκτώ χρόνια νεότερός του Μπελάνοβ έχασε τον πατέρα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ως τότε έπαιζε ποδόσφαιρο χωρίς να ξεχωρίζει, χωρίς να δείχνει κάποια ιδιαίτερη προοπτική, πέραν όντως των εντυπωσιακών αθλητικών του προσόντων. Πέραν της ταχύτητας και της έκρηξης, ήταν αλτικότατος, με επιτόπιο άλμα που ξεπερνούσε σε σχολικούς αγώνες ακόμα και εκκολαπτόμενους συνομήλικούς του αθλητές του στίβου.
Ενδεικτικό ότι ο ίδιος δεν φοιτούσε σε κάποιο εξειδικευμένο αθλητικό σχολείο στη γενέτειρά του, Οδησσό, κάτι απόλυτα συνηθισμένο για τους ταλαντούχους εφήβους στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Ούτε καν σε οργανωμένη ομάδα δεν έπαιζε. Σε αλάνες και τον δρόμο περιοριζόταν η όποια ποδοσφαιρική δράση του. Λίγο πριν τον θάνατο του πατέρα του, στα 15, πρωτοπήγε στα φυτώρια της Τσερνομόρετς, όταν δύο scouts του συλλόγου τον είχαν πετύχει να παίζει ποδόσφαιρο στη γειτονιά του και τον προσκάλεσαν στην ομάδα.
Βιοποριστικά όμως ο πατρικός χαμός άλλαξε τις προτεραιότητές του έφηβου Μπελάνοβ. Πήγε σε τεχνική σχολή για να ειδικευτεί σε κάτι, οτιδήποτε, που θα του επέτρεπε να συμβάλλει στο (πενιχρό) οικογενειακό εισόδημα και να βοηθήσει τη μητέρα του. Αυτό που έμαθε, αυτό που έγραφε πλέον ως επάγγελμα η ταυτότητά του, όταν αποφοίτησε, ήταν πλινθοκτίστης. Τουβλάς έγινε. 180 ρούβλια ήταν το πρώτο του μηνιάτικο σε μια οικοδομή. Η σημερινή αντιστοιχία; 23 ευρώ.
Η μπάλα, όσο και όπως γινόταν, παράλληλα. Η στρατιωτική θητεία, υποχρεωτική για τους 18χρονους στη Σοβιετική Ένωση, περισσότερο τον βοήθησε, αφού τον έφερε στην υπό την εποπτεία του Οντέσα, ομάδα που αγωνιζόταν στην Β’ κατηγορία. Έπαιξε. Επιθετικός. Το γκολ δεν ήταν το φόρτε του (ένα κάθε τέσσερα παιχνίδια κατά μέσο όρο), αλλά 475χλμ. μακριά, στο Κίεβο, άλλα ήταν τα ζητούμενα που εξετάζονταν και που κέντριζαν την προσοχή, σε αρχικό τουλάχιστον επίπεδο.
Ο Λομπανόβσκι, με το που απολύθηκε, του ζήτησε να περάσει δοκιμαστικό. Αρνήθηκε και υπέγραψε στην “μεγάλη” της Οδησσού, την ομάδα των εφηβικών του χρόνων, την Τσερνομόρετς. Η προαγωγή στο ανώτερο επίπεδο δεν άλλαξε και πολλά. Δεν δυσκολεύτηκε, διατηρώντας μάλιστα την ίδια συχνότητα σκοραρίσματος.
Ο Λομπανόβσκι όμως έβλεπε άλλα. Κίνηση στον χώρο, αέναη κίνηση, με ή χωρίς την μπάλα, ταχύτητα, αντοχή, φυσικά χαρίσματα που ταίριαζαν απόλυτα σε ό,τι αναζητούσε.
Το 1984, μετά την παραγωγικότερη -ως τότε- σεζόν του που έφερε τον ίδιο στην κορυφαία 11άδα του Πρωταθλήματος και την Τσερνομόρετς στην τέταρτη θέση του, ο Μπελάνοβ δέχτηκε και δεύτερη κλήση από το Κίεβο.
Αυτήν τη φορά όχι για να δοκιμαστεί αλλά για να ενταχθεί. Αρνήθηκε και πάλι, μιας και δεν ήθελε ν’ αφήσει τη μητέρα του. Τότε άλλωστε στη Σοβιετική Ένωση το «επαγγελματίας ποδοσφαιριστής» ήταν αφενός ευφημισμός, αφετέρου και ουσιαστικά δεν σήμαινε κατ’ ανάγκη και οικονομική εξασφάλιση. Όχι των συγγενών του αλλά καλά-καλά ούτε και του ίδιου.
Στην τρίτη όμως πρόταση, έναν χρόνο αργότερα, δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί. Βάσει σωματικών προσόντων και αθλητικών χαρακτηριστικών, δεν πτοούνταν από την προοπτική της «προπόνησης αστροναυτών», όπως αποκαλούνταν αυτή που εφάρμοζε ο Λομπανόβσκι στην Ντιναμό Κιέβου, μιας και μερικά κομμάτια της μεθοδολογίας της είχαν πλέον αντιγραφεί και από την εκπαίδευση των κοσμοναυτών του διαστημικού προγράμματος της ΕΣΣΔ.
Ήταν ένας αθλητής που ξεκινούσε… καθιστός στις σχετικές ασκήσεις ταχύτητας στις προπονήσεις της Τσερνομόρετς ή έτρεχε… ανάποδα, ώστε να υπάρχει κάποιος, έστω ελάχιστος, ανταγωνισμός με τους συμπαίκτες του. Και στην πρώτη του προπόνηση στην Ντιναμό θέλησε, ανθρώπινα, να κάνει επίδειξη του δικού του skill set.
Δεν ήταν όμως σπριντ αλλά ένα από τα παρανοϊκά του Λομπανόβσκι, σταθερά, ανά εβδομάδα ουσιαστικά, επαναλαμβανόμενο. 12χλμ. cross country (σε σύγχρονους όρους). O Μπλαχίν, ένας ακόμα υπεραθλητής, τεκμηριωμένα ακόμα πιο γρήγορος από τον Μπελάνοβ, είχε παραδεχτεί πως κουραζόταν τόσο, ειδικά στην αρχή, που ενίοτε δεν μπορούσε καν να αλλάξει ρούχα, μπαίνοντας στ’ αποδυτήρια, και από την εξάντληση τον έπαιρνε ο ύπνος με το που καθόταν.
Στο δικό του πρώτο λοιπόν καμικάζι, ο νιόφερτος στο Κίεβο ξεκίνησε φορτσάτος, προσπερνώντας τους συμπαίκτες του τον έναν μετά τον άλλον. Τον ρυθμό -εννοείται πως- δεν μπόρεσε να τον κρατήσει. Τερμάτισε, ναι, αλλά κατέληξε τελευταίος όλων και περίπου ένα 10λεπτο μετά τον αμέσως προηγούμενο. Ούτε κεφάλι δεν μπορούσε να σηκώσει. Και όχι μόνο από την εξάντληση αλλά και από την ντροπή.
«Όλα καλά, Ιγκόρ, δεν έγινε τίποτα. Περίμενα χειρότερα. Πολύ χειρότερα».
Το κατευόδιο από εκείνη την παρθενική προπόνηση του… τρελού επιστήμονα, Βαλερί Λομπανόβσκι, η μόνη παρηγοριά του 25χρονου, ο οποίος, παραπατώντας από τη ναυτία, έψαχνε κυρίως ανάσες αλλά και διαφυγή από την χλεύη των παλαιοτέρων. Παρηγοριά. Για τη μεθοδολογία του εμβληματικού Ουκρανού προπονητή τα «χειρότερα» ήταν κυριολεκτικά τρόπος του λέγειν…
Χρυσάφι στην μπάλα, κλειδιά στο χέρι
Απέδωσαν. Όλα τα χειρότερα απέδωσαν. Η πρώτη διετία του Μπελάνοβ στην Ντιναμό Κιέβου ήταν εκρηκτική. Τόσο για τον ίδιο όσο και για την ομάδα. Ένα γκρουπ από… cyborgs, με ανεξάντλητες δυνάμεις, απόρροια των περίφημων προπονητικών φορτίων, αλλά και με ποδοσφαιρική χάρη βγαλμένη θαρρείς από τα Μπολσόι.
Κυριολεκτικά. Δεν είναι μυστικό πως ο Λομπανόβσκι, σε μια από τις ασύγκριτες καινοτομίες του, είχε προσλάβει καθηγητή χοροδιδάσκαλο των περίφημων μπαλέτων, προκειμένου να δημιουργήσει, να συντονίσει και να διδάξει ανάλογες “χορογραφίες” -προφανώς προσαρμοσμένες σε ποδοσφαιρική τακτική- στους παίκτες της Ντιναμό, οι οποίοι έτσι, αρχικά κατά μόνας και εν συνεχεία εντασσόμενοι σε μια συνολική λειτουργία, προπονούνταν εντατικά σε συγκεκριμένες κινήσεις και αυτοματισμούς που προσομοίαζαν (λογική τουλάχιστον) σε μπαλέτο.
Και ειδικά το δίδυμο των Μπλαχίν, Μπελάνοβ ήταν ανεπανάληπτο. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον στο κάθε τι. Φόβος και τρόμος για κάθε, οποιαδήποτε, άμυνα. Συναισθήματα που προκαλούνταν είτε από τα σωματικά τους προσόντα και τις αθλητικές τους επιδόσεις είτε από την τακτική ευελιξία τους, την οξυδέρκεια και την αντίληψη. Στοιχεία πλασμένα και δομημένα από τις πνευματικές ονειρώξεις του Λομπανόσβκι, τόσο πρωτοποριακά μα και τόσο αρμονικά συλλειτουργώντας, ώστε σε επιθετικό ντουέτο δύσκολα απαντώνται ακόμα και στις μέρες μας.
Δύο διαδοχικά Πρωταθλήματα Σοβιετικής Ένωσης, αλλά κυρίως η εμφατική κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1986 στοιχειοθετούν την επιβλητική εικόνα της Ντιναμό Κιέβου εκείνη τη διετία, με τον Μπελάνοβ ξεχωριστό γρανάζι. Χωρίς όμως καν να έχει δικό του σπίτι για δύο χρόνια, τα δύο πρώτα του χρόνια στο Κίεβο, όπου έμενε σε ξενοδοχείο και κοιτώνες.
Ζητούσε, ανθρώπινα, ένα διαμέρισμα. Παραμονές του πρώτου προημιτελικού εκείνης της πορείας στο Κύπελλο Κυπελλούχων με την Ραπίντ Βιέννης στην Αυστρία, εμφανίστηκε στο αεροδρόμιο πρησμένος και άυπνος. Κατάλληλος αερισμός σε δωμάτιο ξενοδοχείου στα μέσα των 80’s στο σοβιετικό Κίεβο γαρ.
Ο Λομπανόβσκι, για να τον ηρεμήσει και να τον τσιγκλήσει, του υποσχέθηκε πως θα του έδινε ο ίδιος τα κλειδιά για ένα διαμέρισμα, αν πετύχαινε δύο γκολ. Το έκανε, ανοίγοντας με τα δικά του δύο πρώτα (είχε πέντε συνολικά στη διοργάνωση και μοιράστηκε την κορυφή των σκόρερ της με τους συμπαίκτες του, Μπλαχίν και Ολεκσάντρ Ζαβάροβ) τον δρόμο για την “τεσσάρα” (4-1) της Ντιναμό και την διαδικαστική της πρόκριση στα ημιτελικά.
Τα κλειδιά τα πήρε αλλά… έναν χρόνο αργότερα. Η γραφειοκρατία της εποχής δεν επέτρεπε εξαιρέσεις. Για κανέναν. Ούτε για τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή της Ευρώπης για εκείνη την χρονιά, μιας και την τελευταία ημέρα του Δεκεμβρίου του 1986 έγινε γνωστό πως αναδείχτηκε νικητής της Χρυσής Μπάλας (τότε περιλάμβανε μόνο Ευρωπαίους ποδοσφαιριστές, γι’ αυτό και ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν εκτός ψηφοφορίας, επιτρέποντας προφανώς τη νίκη του Ουκρανού…), αφήνοντας πίσω του τον Γκάρι Λίνεκερ και τον Εμίλιο Μπουτραγκένιο.
Το παράδοξο της ιστορίας; Δεν ήταν καν ο καλύτερος της χώρας του, μιας και στην αντίστοιχη ψηφοφορία για τον κορυφαίο της χρονιάς στην ΕΣΣΔ αυτός που είχε πρωτεύσει ήταν ο Ζαβάροβ.
Τα όσα όμως έκανε, σε κοινή ανά την υφήλιο θέα, στα γήπεδα του Μεξικού στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 ήταν αυτά που τον υπογράμμισαν το στάτους του, με τον ίδιον να βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση της καριέρας του.
«Όποιος θέλει να καταλάβει τι ποδοσφαιριστής ήταν ο Μπελάνοβ, ας δει τα παιχνίδια του στο Παγκόσμιο Κύπελλο», είπε χρόνια αργότερα ο σχεδόν πάντα φειδωλός σε προσωπικά σχόλια και τότε εκλέκτορας (και) των Σοβιετικών, Λομπανόβσκι.
Μια ομάδα, στην οποία βρίσκονταν 13 παίκτες της Ντιναμό Κιέβου, ολοκλήρωσε τη φάση των ομίλων με τόσο εντυπωσιακό τρόπο που άπαντες τη θεωρούσαν μεταξύ των φαβορί της διοργάνωσης.
Στη φάση των «16» όμως το Βέλγιο, οι αποφάσεις του του Σουηδού διαιτητή, Φρέντρικσον, οι κλιματολογικές συνθήκες, τελείως αντίθετες σε όσα είχαν συνηθίσει οι Σοβιετικοί, αλλά και το γεγονός ότι το παιχνίδι πήγε στην παράταση (αργότερα, ως βάσιμη δικαιολογία αναφέρθηκε ότι οι περίφημοι προπονητικοί κύκλοι του Λομπανόβσκι δεν είχαν στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο της διοργάνωσης προβλέψει πρόσθετη μισή ώρα παιχνιδιού, με αποτέλεσμα η κούραση να επηρεάσει καταλυτικά…) οδήγησαν στην ήττα με 4-3 και τον πρόωρο αποκλεισμό.
Χωρίς έτσι να αποκτήσει αντίκρισμα η μοναδική παράσταση του Μπελάνοβ, ο οποίος έκανε χατ τρικ στο συγκεκριμένο παιχνίδι, ολοκληρώνοντας τη διοργάνωση με τέσσερα γκολ και πέντε ασίστ και έτσι συμμετέχοντας άμεσα στα εννιά από τα 12 γκολ της ΕΣΣΔ στη διοργάνωση.
Έφταναν όμως και περίσσευαν για να του χαρίσουν τα απαιτούμενα ώστε να κερδίσει την Χρυσή Μπάλα. Του παραδόθηκε στις 18 Μαρτίου 1987, πριν τη σέντρα της αναμέτρησης με την Μπεσίκτας στα προημιτελικά του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών, από τον αρχισυντάκτη του «France Football», Ζακ Τιμπέρ, μπροστά σε 100.000 οπαδούς της Ντιναμό που είχαν κατακλύσει το Olimpiyskiy.
Ενδεικτική της πίεσης, της προσμονής, της ανυπομονησίας, της τιμής το γεγονός ότι για πρώτη φορά στην καριέρα του αστόχησε σε πέναλτι, στέλνοντας την μπάλα στο δοκάρι. Μέχρι το τέλος της, άλλη μία φορά δεν βρήκε στόχο από τη “βούλα”, στον Τελικό του Euro 1988 κόντρα στην Ολλανδία, με τον Ολλανδό Χανς Βαν Μπρόικελεν να αποκρούει και να μην επιτρέπει στους Σοβιετικούς να ξαναμπούν στη διεκδίκηση του τροπαίου, κρατώντας το (τελικό όπως έμελλε) 2-0 για τους «Oranje».
Πίεση που απόρρεε και από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του προβλεπόμενου αφιερώματος που έκανε το γαλλικό περιοδικό, ο κάθε νικητής αναλάμβανε χρέη ξεναγού, δείχνοντας την πόλη του, μοιραζόμενος μέρος της καθημερινότητάς του, επαγγελματικής και προσωπικής.
Πού θα τους πήγαινε; Τι θα τους έδειχνε; Ναι, είχε φύγει από το ξενοδοχείο, αλλά τα κλειδιά του δικού του διαμερίσματος ο Λομπανόβσκι δεν του τα είχε δώσει ακόμη. Απλώς είχε βρεθεί μια μεσοβέζικη λύση, μένοντας με την τότε σύζυγό του στους… κοιτώνες της ομάδας. Λύση όμως που δεν αναδείκνυε το προφίλ ενός νικητή της Χρυσής Μπάλας και φυσικά δεν συνέφερε κανέναν από τους κρατούντες της εποχής να περαστεί ως εικόνα στη Δύση.
Γι’ αυτό και στην ξενάγηση στο Κίεβο ο Μπελάνοβ παραπλάνησε το συνεργείο του «France Football», δείχνοντάς του την ακριβότερη γειτονιά της πρωτεύουσας της Ουκρανίας, με κατοικίες της νομενκλατούρας, μια εκ των οποίων παρουσίασε για δική του.
Το κέρδος του από την οπερέτα; Πως έτσι, συνεργώντας σε αυτήν, κατάφερε επιτέλους να πάρει το δικό του σπίτι…
Το τίμημα και η νομοτέλεια
Το μειονέκτημα, η ατέλεια, του προπονητικού συστήματος των Λομπανόβσκι-Ζελεντσόβ ήταν η ταχύτατη εξάντληση των ποδοσφαιριστών, ελάχιστοι εκ των οποίων που βίωσαν την εν λόγω μεθοδολογία μπόρεσαν να διατηρήσουν το ίδιο επίπεδο μετά τα 30 τους, είτε λόγω τραυματισμών που μετά από κάποιο διάστημα παρουσιάστηκαν είτε γιατί συνηθέστερα και απλώς “κάηκαν».
«Ήταν έτσι σχεδιασμένο το πρόγραμμα που οι τραυματισμοί εμφανίζονταν μετά από πέντε και έξι χρόνια. Όχι αμέσως. Αλλά, όταν ερχόταν ο πρώτος, καταλάβαινες πως πλέον το σώμα σου δεν θα μπορούσε ποτέ να ανακτήσει ό,τι έφθινε», το σχόλιο του Μπελάνοβ. «Ουσιαστικά, στα παιχνίδια ξεκουραζόμασταν», ένα άλλο από τον αμυντικό της Ντιναμό, Βίκτορ Ζβιαγκίντσεβ, ο οποίος μάλιστα άντεξε μόνο έναν χρόνο στο Κίεβο.
O Πέδρο Σλομπόντιαν, παίκτης της Ντιναμό την τετραετία 1975-1979, σταμάτησε το ποδόσφαιρο στα 27 του. Για 10 χρόνια, τα οκτώ εξ αυτών υπό την καθοδήγηση του Λομπανόβσκι, φόρεσε τη φανέλα της ο Βίκτορ Κολότοβ, ο οποίος πέθανε στα 50 του (το 2000), έχοντας αποκαλύψει νωρίτερα πως εξαιτίας αυτών των προπονήσεων είχε υποστεί και καρδιακά αλλά και εγκεφαλικά επεισόδια.
Ο Μπελάνοβ παρέμεινε στην Ντιναμό ως το 1989. Τo Σιδηρούν Παραπέτασμα σιγά-σιγά γκρεμιζόταν. Η για χρόνια επιδίωξη των κορυφαίων σοβιετικών ποδοσφαιριστών να αγωνιστούν σε ομάδες της Δύσης άρχισε να επιτρέπεται, προδιαγράφοντας άλλωστε και τις κοσμοϊστορικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που έπονταν.
Ο Μπλαχίν, στα ποδοσφαιρικά γεράματα, πήγε στην άσημη αυστριακή Φόρβερτς Στάιρ. Ο Ζαβάροβ πήγε στη Γιουβέντους, ο Μιχαϊλιτσιένκο στη Σαμπντόρια, ο Μπάλτατσα στην Ίπσουιτς, στο πρώτο κομμάτι της φυγής από το Κίεβο. Η δική του αποχώρηση, το καλοκαίρι του ’89, ήταν η γέφυρα του επόμενου κύματος, το οποίο έναν χρόνο αργότερα κορυφώθηκε με τον Λομπανόβσκι να αφήνει τα ηνία και τους νεότερους Προτάσοβ, Λιτόβτσενκο να έρχονται στον Ολυμπιακό.
Αυτός στα 29 του πήγε στην Γκλάντμπαχ, έχοντας συμπαίκτες τους νεαρούς τότε Στέφαν Έφενμπεργκ και Όλιβερ Μπίρχοφ. Ξεκίνησε φουριόζικα, πετυχαίνοντας τέσσερα γκολ στις έξι πρώτες αγωνιστικές. Εκεί έμεινε. Δεν προσαρμόστηκε ποτέ, δεν ταίριαξε ποτέ, δεν μπόρεσε ποτέ να βρει ταίρι, σε οποιοδήποτε επίπεδο, με όσα είχε ζήσει και είχαν “κουμπώσει” πάνω του στην Ντιναμό.
Ένα σκάνδαλο (με φίλους της τότε συζύγου του να την επισκέπτονται και να συλλαμβάνονται να κλέβουν -μικροπράγματα μεν, αλλά να κλέβουν– από ένα πολυκατάστημα της περιοχής) και η δημόσια κριτική του στον τότε προπονητή των «Πουλαριών» (ανέλαβε λίγους μήνες μετά τον δικό του ερχομό), Γκερντ Βομ Μπρουχ, ξεχείλισαν το ποτήρι της εκατέρωθεν ανοχής.
Από μεριάς του Ουκρανού, δικαιολογημένα. Η μετάβαση από τον Λομπανόβσκι και την ποδοσφαιρική του μεγαλοφυΐα σε έναν προπονητή που πριν την Γκλάντμπαχ στο βιογραφικό του είχε θητείες στις παγκοσμίως άγνωστες, Ζίγκεν, Λιντενσχάιντ, Ντίλενμπεργκ και Όλπε, ήταν τουλάχιστον δύσπεπτη. Μα και παράλληλα ιδανική -για τον ίδιο τον Μπελάνοβ τουλάχιστον- δικαιολογία για την δική του μετριότατη εικόνα.
Η μετακόμισή του μετά από δύο σεζόν στην Μπράουνσβαϊγκ επιβεβαίωσε πως τα καλά ποδοσφαιρικά του χρόνια είχαν περάσει. Δεν θύμιζε, δεν γινόταν να θυμίζει πια τη «Ρουκέτα» των 80’s. Στις έξι συνολικά σεζόν του στη Γερμανία αγωνιζόταν κατά μέσο όρο σε 15 παιχνίδια τον χρόνο, διατηρώντας πάντως την αναλογία σκοραρίσματος (ένα γκολ ανά τέσσερεις αγώνες) που τον συνόδευσε σε ολάκερη την καριέρα του.
Την ολοκλήρωσε επιστρέφοντας στο σπίτι του, την Οδησσό. Δεν έπαιξε ποτέ στην Εθνική Ουκρανίας (είχε έτσι κι αλλιώς αποσυρθεί από την αντίστοιχη της Σοβιετικής Ένωσης πριν ουσιαστικά τη διάλυσή της), δεν ακολούθησε το παράδειγμα αρκετών, μένοντας μακριά από την προπονητική και απλώς ιδρύοντας μια σχολή ποδοσφαίρου στη γενέτειρά του.
Δις παντρεμένος, έχει τρία παιδιά, μια κόρη από τον πρώτο γάμο και δύο γιους από τον επόμενο, με τον μεγαλύτερο να τον βαφτίζει «Βαλερί», χάρη στον δεύτερο πατέρα του, τον άνθρωπο στον οποίο εν πολλοίς οφείλει την ποδοσφαιρική του υστεροφημία.
Ψαρεύει, αυτό είναι το αγαπημένο του χόμπι. Δηλώνει φανατικός σινεφίλ, έχοντας ως αγαπημένη του ταινία το «Κάποτε στην Αμερική» (μεγάλος θαυμαστής του Ρόμπερτ Ντε Νίρο), παίζει χαρτιά, αλλά αποφεύγει τη ρουλέτα εξαιτίας της τραυματικής πρώτης του φοράς σε καζίνο, όταν σε μισή ώρα έχασε 5.000 δολάρια, αδυνατώντας να πετύχει ούτε καν το σωστό χρώμα.
Ακούει Beatles, “Smokey” Robinson και Chris Norman, ως καλύτερη 11άδα συμπαικτών κατά τη διάρκεια της καριέρας του θεωρεί αυτήν που απαρτίζεται από τους Ντασάεβ, Μπεσόνοβ, Χιντιατούλιν, Όλεγκ Κουζνέτσοβ, Ντεμιανένκο, Γιάρεμτσουκ, Ρατς, Γιακοβένκο, Ζαβάροβ, Μπλαχίν και Ραντιόνοβ.
Όλα τούτα ως τον Απρίλιο του 2022, όταν παράτησε τα πάντα. Ο πόλεμος χτύπησε την πόρτα του και έτσι κατατάχθηκε στον ουκρανικό στρατό για να πολεμήσει τη ρωσική εισβολή. Αυτός που κάποτε έγινε παγκοσμίως γνωστός με το προσωνύμιο «Ρωσική Ρουκέτα».
Τι στο καλό; Έχοντας αντέξει τα βασανιστήρια του Λομπανόβσκι, έστω πλέον για ευνόητους λόγους χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, δεν γίνεται να τον σκιάζει κάτι.
Για όσους κάποτε στέκονταν στο γήπεδο και όσους ακόμη τον βρίσκουν αντίκρυ τους, άγνωστο αν ισχύει το ίδιο…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Όλεγκ Μπλαχίν, ο Ουκρανός Κρόιφ
Ο Σιωπηλός Σεβασμός Στον Αντρέι Σεβτσένκο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη