Δεν θα αποφύγω το κλισέ. Είμαι η κλασική περίπτωση του πιτσιρικά που είχε μονίμως μια μπάλα στα πόδια.
Χωρίς υπερβολή, με την μπάλα αισθανόμουν ευτυχισμένος.
Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι το αγαπούσα ακόμα περισσότερο και προσπάθησα να κυνηγήσω το όνειρό μου να γίνω επαγγελματίας.
Νομίζω ότι σε ένα μεγάλο βαθμό το έχω καταφέρει.
Από ένα μικρό χωριό στη Χαλκιδική, το Νεοχώρι, ήρθε η μεγάλη πρόκληση του Άρη, η οποία ξεκίνησε και με ένα αστείο περιστατικό.
Όταν πήγα να με δουν στην πρώτη προπόνηση, κατά λάθος μπήκα στο γήπεδο που έκανε προπόνηση η δεύτερη ομάδα του Άρη. Ήμουν 13 και οι διαφορές σε αυτές τις ηλικίες είναι τεράστιες.
Δεν μπορούσα κυριολεκτικά ούτε μπάλα να ακουμπήσω, μέχρι που ο αείμνηστος Στέφανος Γιώρης μού φωνάζει ξαφνικά «Ε, μικρέ, πόσο χρόνων είσαι;». Όταν του λέω «13», μου απαντάει «Πήγαινε στο διπλανό γήπεδο, εδώ είμαστε οι μεγάλοι».
Καθοριστικό ρόλο στην καριέρα μου έπαιξε ο Στέφανος Γιώρης, έφορος τότε στα τμήματα υποδομής του Άρη.
Από την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε, κατάλαβα ότι δεν είχα άλλη επιλογή από το να έρθω στον Άρη. Είχε τον τρόπο του να σε πείθει και να μην σου αφήνει περιθώριο.
Μου είπε ότι θα τα κανόνιζε αυτός με την ομάδα μου. Πώς πήρε το δελτίο μου; Πηγαίνοντας μπάλες, φανέλες και εξοπλισμό. Χωρίς λεφτά.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία μου στον Άρη, η οποία σκαλί-σκαλί έφτασε ως την πρώτη ομάδα.
Ένα ωραίο ταξίδι για το οποίο δεν μετανιώνω.
Αν ο Στέφανος Γιώρης με βοήθησε να έρθω στον Άρη, ο πατέρας μου είναι αυτός που το έκανε πραγματικότητα.
Χωρίς αυτόν, θα είχα μείνει στο χωριό μου και θα ήμουν η κλασική περίπτωση ενός ακόμα ταλέντου που χάθηκε.
Επί έξι χρόνια με πήγαινε και με έφερνε στη Θεσσαλονίκη για προπόνηση.
Φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι αυτό για έναν άνθρωπο που σηκωνόταν καθημερινά στις 05:00 για δουλειά, με πήγαινε μετά προπόνηση και επιστρέφαμε στις 19:00 στο χωριό.
Μαζί και η μάνα μου σε αυτό το… λούκι.
Δεν ήταν όμως μόνο αυτή η θυσία. Ήταν και η υποστήριξη που έλαβα. Που με βοήθησαν να καταλάβω ότι μπορούσα να κάνω κάτι μεγάλο για τον εαυτό μου.
Θυμάμαι ότι, μετά από μια προπόνηση με την μεικτή της ΕΠΣ Μακεδονίας, μου είπαν μέσες άκρες ότι δεν ήμουν για παραπάνω. Δώσ’ του κλάμα και απογοήτευση εγώ.
Τότε ο πατέρας μου μου είπε κάτι που το κρατάω μέχρι σήμερα, «Αν πιστεύεις καθετί που λένε για σένα, δεν θα προχωρήσεις. Κλείσε τα αφτιά σου και κάνε αυτό που ξέρεις και αγαπάς».
Μέσα σε δυο χρόνια έγινα επαγγελματίας, έπαιξα στην πρώτη ομάδα, πήρα μεταγραφή στη Γερμανία. Παραλίγο όμως η αλήθεια κάποιου να γίνει πραγματικότητά μου.
Είχα πει μάλιστα τότε χαριτολογώντας στον πατέρα μου ότι, αν κάποια στιγμή κάνω λεφτά από το ποδόσφαιρο, θα του έπαιρνα ένα γρήγορο αγωνιστικό αυτοκίνητο. Τήρησα την υπόσχεσή μου, με τη διαφορά ότι ήταν ένα 4Χ4, αφού αυτό ήθελε.
Ήταν ωραία χρόνια και, αν γύριζα τον χρόνο πίσω, θα το ξαναέκανα. Ίσως θα απέφευγα κάποια λάθη που έχω κάνει, αλλά, αν μπορούσα να γίνω αύριο το πρωί ξανά 13 ετών και να ζήσω την πρώτη μέρα που πήγα στους μικρούς του Άρη, θα το έκανα.
Ήμασταν μια πολύ καλή φουρνιά νεαρών ποδοσφαιριστών, με τους οποίους δέθηκα πολύ και ακόμη και σήμερα διατηρώ επαφή. Εγώ, ο Διούδης, ο Κατίδης, ο Μπουγαΐδης και τόσοι άλλοι, για να μην τους αδικήσω.
Παίρναμε αέρα τα Πρωταθλήματα. Το ίδιο κάναμε και στην Β’ ομάδα, με συνέπεια εκείνο το καλοκαίρι να κληθούμε από τον κ. Τσιώλη στην προετοιμασία της πρώτης ομάδας. Δεν πήραμε κάποια ουσιαστική ευκαιρία.
Το ότι έπαιξα στην πρώτη ομάδα το οφείλω στον Μίχαλ Πρόμπιερζ, ο οποίος ήρθε και μας είδε σε μια προπόνηση της Β’ ομάδας πριν από ματς με τον Ολυμπιακό και μετά το τέλος κατέβηκε στα αποδυτήρια και είπε σε μένα και τον Κατίδη «Δεν με ενδιαφέρει καν πόσο χρόνων είστε, θα έρθετε στην Α’ ομάδα και θα παίξετε, γιατί μου αρέσει αυτό που βλέπω».
Με έβαλε μάλιστα βασικό με τον Ολυμπιακό.
Θυμάμαι τότε γελούσα, γιατί ο κόσμος δεν με ήξερε και ρωτούσε ποιος είναι αυτός. Άσε τα μηνύματα που πήρα πριν και μετά.
Τότε ήταν που έγινε η πρώτη ουσιαστικά επαφή με το club. Από το άγχος που είχα, είχα βγάλει μόνος μου την μπάλα αράουτ δυο φορές.
Το χειροκρότημα του κόσμου είναι το πρώτο πράγμα που κρατάω. Αν είχα γιούχα, ίσως να μην μπορούσα ξανά. Η ώθηση αυτή μού έδωσε φτερά στα πόδια.
Την πρώτη μου χρονιά λοιπόν είχαμε καλούς παίκτες. Η επόμενη ήταν πολύ δύσκολη, γιατί είχαν αρχίσει τα οικονομικά προβλήματα. Ήταν σαν να πετάς κάποιον στον ωκεανό, δίνοντάς του ένα σωσίβιο.
Ο κόσμος δεν μπορούσε να καταλάβει ότι η ομάδα ξαφνικά είχε 18άρηδες που προσπαθούσαν να σηκώσουν μια βαριά φανέλα με απαιτήσεις. Μεγάλη ευθύνη.
Σκέψου τον Σωκράτη, με τον οποίον ήμασταν δωμάτιο και τα συζητούσαμε, 18 ετών και να υπερασπίζεται την εστία του Άρη.
Μπήκαμε απότομα σε μια δύσκολη εποχή. Αν μπαίναμε τώρα, στη φάση που είναι ο Άρης σήμερα, θα βοηθούσαμε περισσότερο και εμάς και την ομάδα.
Μέσα από τις δυσκολίες όμως γίνεσαι καλύτερος, ανακαλύπτεις τον εαυτό σου και πράγματα που δεν πίστευες ότι μπορείς να κάνεις.
Προτάσεις είχα από την πρώτη μου επαγγελματική χρονιά. Το σκεφτόμουν να φύγω στο εξωτερικό, αλλά προτίμησα να καθίσω και μια δεύτερη σεζόν.
Με βοήθησε αρκετά και μια -ποδοσφαιρική και ανθρώπινη- κουβέντα που είχα κάνει τότε με τον Αλέκο Κατσιαούνη και τον Σταύρο Λαμπριάκο που είχαν αναλάβει την ομάδα.
Είχα πολύ χαμηλό buy out και δεν το θεώρησα σωστό, να φύγω δηλαδή τσάμπα από μια ομάδα που με ανέδειξε. Ήθελα να φέρω κάτι πίσω και το έκανα σε μια εποχή που δεν έφερνε κανείς χρήματα στον Άρη.
Χρήματα που θα μπορούσα, φεύγοντας ως ελεύθερος, να τα πάρω εγώ, προτίμησα να τα πάρει ο Άρης, ο οποίος μου έδωσε το εισιτήριο για το όνειρο. Δεν γινόταν να του γυρίσω την πλάτη.
Σε κάποιους λειτουργεί ακόμη το συναίσθημα κι ίσως αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και σήμερα ο κόσμος του Άρη με θεωρεί δικό του παιδί. Έχει μείνει μια καλή εικόνα εκατέρωθεν και είμαι πολύ χαρούμενος για αυτό.
Πηγαίνοντας στη Φορτούνα, οι ρυθμοί ήταν άλλοι από αυτούς που είχα συνηθίσει. Έπαθα τρεις ή τέσσερεις θλάσεις σε μια σεζόν.
Εγώ δεν είχα συνηθίσει γυμναστήριο και μετά έξω προπόνηση. Διπλές προπονήσεις, δυο-τρεις φορές την εβδομάδα.
Μου ήρθε απότομο και δεν μπορούσα να ακολουθήσω. Αν είχα καλύτερες υποδομές από πιτσιρικάς, θα είχα διαφορετική εξέλιξη στη Γερμανία.
Οι τραυματισμοί με έριξαν ψυχολογικά. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι έφυγα από μια χώρα με ήλιο και χαρούμενο κόσμο και πήγα κάπου εντελώς μόνος μου με έριχναν πολύ.
Γύριζα σπίτι και αναρωτιόμουν πού ήρθα. Πάλι καλά που ήταν στην ομάδα και ο Στέλιος Μαλεζάς, ο οποίος μαζί με την γυναίκα του με είχαν σαν οικογένεια. Αν δεν ήταν αυτοί, ίσως να γύριζα πίσω και στα μέσα της σεζόν.
Βιάστηκα, δεν είχα υπομονή, γιατί τα έβλεπα όλα μαύρα, δεν ήμουν ευτυχισμένος, στον Άρη από το πρωί ως το βράδυ ήμουν με τους συμπαίκτες μου και ήμουν χαρούμενος. Ίσως για αυτό έβγαζα και τους τραυματισμούς.
Ευτυχώς, τελευταία μέρα των μεταγραφών ήρθε ο δανεισμός μου στον Αστέρα Τρίπολης.
Φοβερή σεζόν. Βγήκαμε Europa League πρώτη φορά στην ιστορία, ήρθε η πρώτη κλήση στην Εθνική ομάδα. Από το μαύρο έγιναν πάλι όλα άσπρα.
Ο Αστέρας είναι μια ομάδα που δεν έχει πολύ κόσμο, έχει όμως μεγάλη οργάνωση. Παίκτης που πήγε ή που έφυγε από τον Αστέρα δεν έχει να πει άσχημη κουβέντα.
Είναι ένα υπέροχο μοντέλο για το πώς πρέπει να λειτουργούν οι επαρχιακές ομάδες.
Στο τέλος εκείνης της σεζόν, η Φορτούνα ήθελε να ανανεώσω, αλλά φοβόμουν ότι θα περάσω τα ίδια.
Έτσι ήρθε η μεταγραφή μου στον Ολυμπιακό, κίνηση που δεν μου βγήκε στην πορεία, γιατί με άλλον προπονητή πήγα (Περέιρα) κι άλλος ήρθε (Σίλβα).
Εξαιρετικός προπονητής σε όλα και το λέω εγώ που δεν έπαιξα. Ήθελε να φτιάξει την δική του ομάδα και παίκτες όπως εγώ, ο Κολοβός, ο Γούτας βρεθήκαμε εκτός, πριν καλά-καλά πάμε.
Δεν μετανιώνω, ίσως κάποια πράγματα να τα έκανα διαφορετικά, να είχα χειριστεί αλλιώς κάποιες καταστάσεις.
Όσον αφορά στο ΑΠΟΕΛ, με που έφτασα στην Κύπρο και είδα το πρώτο ματς του, κατάλαβα πόσο μεγάλη ομάδα είναι. Μαγεύτηκα.
Στο ΑΠΟΕΛ ήταν η περίοδος που γούσταρα και να παίζω μπάλα και να είμαι εκεί. Φοβερό κλίμα. Ξυπνούσα και δεν έβλεπα την ώρα να πάω προπόνηση.
Όταν πήγα τον Γενάρη, ήμασταν 10-11 βαθμούς πίσω και κάναμε την μεγάλη ανατροπή, κατακτώντας το Πρωτάθλημα.
Η επόμενη σεζόν ήταν ακόμα καλύτερη. Ξαναπήραμε το Πρωτάθλημα και φτάσαμε ως τους «16» του Europa League, κάτι που έκανε πρώτη φορά κυπριακή ομάδα, αποκλείοντας την Μπιλμπάο του Βαλβέρδε.
Ήμουν ευτυχισμένος τον ενάμιση χρόνο μου εκεί.
Μετά πήγα στη Βαγιαδολίδ, μια ιστορική ομάδα στην Ισπανία, σε μια μεταβατική περίοδο. Συζητούσε να την πάρει ο Ρονάλντο, κάτι που τελικά έγινε αργότερα.
Και μόνο που πετύχαμε την άνοδο στη La Liga τα λέει όλα.
Το επίπεδο των παικτών στο Πρωτάθλημα ήταν απίστευτο, δεν πίστευα ότι τέτοιοι παίκτες αγωνίζονται στη Β’ κατηγορία.
Στην ομάδα θυμάμαι είχαμε δυο φορ, τον Χάιμε Μάτα και τον Τόνι Μαρτίνεθ. Απίστευτοι παίκτες. Ο πρώτος έβαλε 35 γκολ, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ, και ο δεύτερος έγινε βασικός στην Πόρτο.
Η Βαγιαδολίδ ήταν κάτι το ξεχωριστό για μένα. Ανεβήκαμε και ζήσαμε απίστευτα συναισθήματα. Επί τρεις μέρες όλη η πόλη ήταν στους δρόμους, σε ένα ατελείωτο πάρτι και εμείς πάνω σε ένα ανοικτό λεωφορείο. Ήθελα να βγάλω εισιτήρια να γυρίσω Ελλάδα και δεν με άφηναν.
Δεν έχω καταλάβει ακόμη γιατί δεν έμεινα και την επόμενη χρονιά.
Θυμάμαι, με έπαιρνε τηλέφωνο ο αρχηγός της ομάδας και μου έλεγε να βρω τρόπο να γυρίσω, γιατί ήμουν δανεικός από τον Ολυμπιακό, ώστε να ζήσω την εμπειρία της La Liga. Μου έστειλε το πρόγραμμα και τρελάθηκα γιατί 1η αγωνιστική ήταν με την Μπαρτσελόνα.
Η στεναχώρια που είχα εκείνην την χρονιά δεν περιγράφεται. Καθόμουν και έβλεπα όλα τα παιχνίδια της και έλεγα γιατί να μην είμαι και εγώ εκεί.
Μετά από χρόνια ο κορμός της Βαγιαδολίδ έμεινε ο ίδιος, έπεσαν και ξανανέβηκαν με τον ίδιο κορμό.
Μας λέει πολλά για τον τρόπο που λειτουργούν, δεν ξηλώνουν όλην την ομάδα σε μια στραβή, όπως στην Ελλάδα.
Και μιλάμε για κορμό ως επί το πλείστον Ισπανών. Εγώ ήμουν ο μόνος ξένος. Έμαθα την γλώσσα μέσα σε τρεις μήνες και με υποδέχτηκαν σαν να ήμουν φίλος τους χρόνια.
Είναι από τις καλύτερες αναμνήσεις που έχω. Θα ξαναπάω σίγουρα.
Στην ΑΕΚ πήγα την χρονιά που είχε μόλις κατακτήσει το Πρωτάθλημα.
Η ομάδα είχε κάνει μια φανταστική σεζόν και η αμέσως επόμενη ήταν κακή, με αποτέλεσμα να μας πάρει όλους η μπάλα.
Είχα δυο χρόνια συμβόλαιο ακόμα, αλλά εγώ είμαι της άποψης ότι, αν δεν μπορώ να ανταποδώσω αυτό που μου δίνει η ομάδα, φεύγω, δεν κάθομαι στο συμβόλαιο.
Κι είπα ότι θέλω να πάω να παίξω μπάλα, να βρω τον εαυτό μου.
Η επιστροφή μου στην Κύπρο, αυτήν τη φορά για τον Απόλλωνα Λεμεσού, συνέπεσε με την έναρξη της πανδημίας και ήταν δύσκολα.
Συνέβη και ένα περιστατικό στην πρώτη μου προπόνηση.
Επειδή, όταν είχα σκοράρει με το ΑΠΟΕΛ κόντρα στον Απόλλωνα, τους είχα κάνει με το δάχτυλο να σιωπήσουν, με περίμεναν απ’ έξω οι οπαδοί και απαίτησαν να ζητήσω συγγνώμη. Τους είπα ότι δεν ήθελα να τους θίξω και τη συγγνώμη μου θα την εκφράσω στο γήπεδο.
Ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή, αλλά εγώ, και με τον πατέρα μου να παίζω, θέλω να τον κερδίζω. Και μετά θα τον πειράξω.
Από την περίοδο αυτή θα μου μείνει η καραντίνα, αφού ήμουν από τους πρώτους που κόλλησαν, με αποτέλεσμα να μείνω έναν μήνα μέσα, όταν ακόμη τα κρούσματα ήταν ελάχιστα. Ένιωσα να πνίγομαι από τον εγκλεισμό, ήθελα να φύγω.
Κατά τα άλλα, την Κύπρο την έχω δεύτερο σπίτι μου, έζησα τέσσερα υπέροχα χρόνια. Η γυναίκα μου έκλαιγε, όταν πήγαμε, και, όταν φύγαμε, έκλαιγε, γιατί δεν ήθελε να φύγουμε.
Και το Πρωτάθλημα βέβαια είναι πολύ ανταγωνιστικό. Και εγώ, όταν πήγα αρχικά στο ΑΠΟΕΛ, δεν είχα την καλύτερη εικόνα. Μόλις όμως είδα το επίπεδο και την οργάνωση, η γνώμη μου άλλαξε.
Πριν την απόφασή μου να πάω στον Απόλλωνα Σμύρνης, είχαν έρθει κάποιες προτάσεις από Τουρκία, οι οποίες αποδείχθηκαν αναξιόπιστες δυο φορές, λίγο πριν μπω στο αεροπλάνο.
Πλέον, μόνο όταν πέφτουν οι υπογραφές, το λέω στην οικογένειά μου. Η ζωή είναι απρόβλεπτη.
Το βράδυ κοιμήθηκα θεωρώντας ότι θα είμαι στην Τουρκία και το πρωί ξύπνησα στην Αθήνα και τον Απόλλωνα.
Το ίδιο συνέβη τρεις φορές και με τον Άρη. Υπήρξαν επαφές, συζητήσεις, αλλά δεν έπεσαν ποτέ οι υπογραφές. Το ίδιο και το 2021.
Οι άνθρωποι του Άρη ξέρουν και τι υποχωρήσεις έκανα.
Δεν ξέρω τι συνέβη. Όλα για κάποιον λόγο γίνονται, βέβαια. Το ίδιο ισχύει και με τη μεταγραφή μου στον Λεβαδειακό.
Εμένα με χαροποιεί ότι, αν και έχω φύγει πολλά χρόνια από τον Άρη, λένε ότι ο Γιάννης μπορεί να μην είναι ο Ρονάλντο, αλλά έδινε κάθε Κυριακή το 100%. Δεν θα πει καμία ομάδα ότι κορόιδεψα. Αν κάτι δεν μου άρεσε, έφευγα. Μου το έχουν αναγνωρίσει και παράγοντες αυτό. Δεν υπάρχει ομάδα που, όταν έφυγα, είπε «ωχ, τον ξεφορτωθήκαμε».
Δεν μιλάω για αυτούς που δεν με συμπαθούν, γιατί υποστηρίζουν άλλη ομάδα.
Θυμάμαι πάντα μια φράση του κ. Στέφανου, μετά από έναν αγώνα που κερδίσαμε 6-0, «έπρεπε να τους βάλετε 10, αφού μπορούσατε, γιατί θα το κάνουν αυτοί, όταν θα έχουν την ευκαιρία».
Από την ημέρα που ξεκίνησε η καριέρα μου, είμαι σε ένα διαρκές ταξίδι και αυτό σκοπεύω να το συνεχίσω για κάποια χρόνια ακόμα, ώστε να πω ότι τα έζησα όλα.
Έκανα τα λάθη μου, αλλά είμαι χαρούμενος γι’ αυτά, γιατί, αν δεν τα έκανα, θα σήμαινε ότι δεν έχω προσπαθήσει. Ποιος δεν κάνει λάθη;
Αν γύριζα τον χρόνο πίσω, κάποια από αυτά ίσως δεν θα τα έκανα, βέβαια. Και στο γήπεδο, και με συμπαίκτες, και με προπονητές.
Επίσης, δεν κοιτάω πλέον το οικονομικό κομμάτι.
Όταν είσαι πιο μικρός, σε τραβάει. Όποιος πει το αντίθετο είναι ψεύτης. Γιατί πρέπει να εξασφαλίσεις την οικογένειά σου.
Πλέον όμως πρωτίστως θέλω να το ευχαριστηθώ, γιατί μόνο έτσι θα βγάλω αυτό που μπορώ.
Ήμουν ball boy στον Άρη και, όταν έβλεπα κάποιους παίκτες να μην θέλουν να παίξουν για κάποιον λόγο, αναρωτιόμουν γιατί δεν έφευγαν.
Αυτό λοιπόν που έλεγα ως πιτσιρικάς το κάνω ως ποδοσφαιριστής. Και θα συνεχίσω να το κάνω μέχρι το τέλος…
Ο Γιάννης Γιαννιώτας είναι διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέλιος Ηλιάδης: Γιατί σταμάτησα στα 28 μου
Δημήτρης Πέλκας: Ροντέο / Ολική Επαναφορά
Φάνης Γκέκας: Εθνική Υπόθεση / Τα Γκολ Της Ζωής Μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’ το Τέρμα
Στέλιος Μαλεζάς: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
Σωτήρης Μπαλάφας: Κόκκινη Στα Πέναλτι
Πέτρος Κανακούδης: Εδώ (δεν) είναι Βαλκάνια!
Γιώργος Κυριαζής: Ταξίδια Στο Άγνωστο
Δημήτρης Κωνσταντινίδης: Αν πας στον Άρη, δεν ξαναμιλάμε!
Αλέξανδρος Μανιάτογλου: Κερδισμένοι στη μετάφραση
Σωτήρης Νίνης: Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 1ο / Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 2ο