Το λευκό φόντο της χοντρής ακουαρέλας “καταστρέφουν” οι πράσινες ακανόνιστες γραμμές, άλλες αραιές και άλλες πυκνές.
Και ανάμεσά τους ιπτάμενες μορφές, κενές χαρακτηριστικών, μόνο με τα χέρια τους και τα πόδια τους σηκωμένα στον αέρα. Όλες να κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, αυτή στην οποία τις τραβά εκείνη. Ισορροπεί εκεί, στο κέντρο του πίνακα, περιμένοντας υπομονετικά τον πρώτο που θα φτάσει σε αυτήν, αυτόν που θα κερδίσει τη διεκδίκησή της.
Ένας κύκλος είναι, μια μικρή κίτρινη μπάλα που πρωταγωνιστεί, γύρω της ξεδιπλώνεται όλη η δράση του έργου και με τον δικό της διακριτικό τρόπο μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Οι “δυνάμεις” της την κάνουν ακαταμάχητη στα σώματα που την κυνηγούν, τα μαγεύει. Όπως έχει κάνει με εκατομμύρια ακόμα πιτσιρίκια σε κάθε εποχή, σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Το εξπρεσιονιστικό έργο του Πάμπλο Πικάσο, «Ποδόσφαιρο, 1961», αδιαφορεί για την πιστή, αντικειμενική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Κι όμως, κάπως καταφέρνει να την αποδώσει ακριβέστατα, τόσο απλά, σαν το χρωματιστό μολύβι να το κρατούσε ένα χέρι παιδικό.
«Κάθε παιδί είναι καλλιτέχνης. Το πρόβλημα είναι το πώς να παραμείνει τέτοιος, όταν μεγαλώσει», θα πει κάποτε ο μεγάλος ζωγράφος. Και σαν οι ψίθυροι αυτής της φράσης να ταξίδεψαν στον χρόνο και τον χώρο, οι άνεμοι να τους πήραν από την Ευρώπη και να τους τρύπωσαν στο αφτί ενός παιδιού στο Ρίο Κούαρτο της Κόρδοβα στην Αργεντινή.
Εκεί, τη δεκαετία του 80’ ένας άλλος Πάμπλο, ο Αϊμάρ, μεγάλωνε μαγεμένος από την μπάλα. Οι ψίθυροι εισέβαλαν στο κεφάλι του, πήραν τον έλεγχο του μυαλού του και τον καθόρισαν. Σαν να τον ανάγκασαν να χτίσει μια ολόκληρη ποδοσφαιρική καριέρα πάνω στην πρόκληση του Πικάσο.
Το «όχι» του Ρικάρντο και το «ναι» της Ρίβερ
Η πόρτα του δωματίου του χτύπησε δυνατά. Ο Παμπλίτο είχε μόλις γυρίσει σπίτι από ακόμα μια προπόνηση της Εστουδιάντες Ρίο Κουάρτο και θέλησε να κρυφτεί κάπου, να εξαφανιστεί από τον κόσμο, αμέσως μετά τις γνωστές φωνές του πατέρα του.
Ο μπαμπάς του, Ρικάρντο, λάτρευε το ποδόσφαιρο, έπαιζε και ο ίδιος παλιότερα, αλλά, επειδή λάτρευε και τον γιο του, προτιμούσε να τον δει να ακολουθεί κάποιον άλλο δρόμο στη ζωή του. Ήξερε ότι, αν έριχνε το βάρος στο σχολείο και αργότερα στις σπουδές του, οι πιθανότητες να πετύχει ήταν πολύ περισσότερες. Και η λογική αυτή υπερίσχυε ακόμα και της πατρικής περηφάνιας που ένιωθε σε κάθε ενέργεια του γιου του με την μπάλα.
Ίσως μέσα του να μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που έδινε στον γιο του το μεσαίο όνομα «Σέζαρ», επιλογή καθόλου τυχαία. Λάτρης του Σέζαρ Λουίς Μενότι, του μεγάλου Αργεντινού κόουτς, “καταδίκασε” και το παιδί του στον εθισμό του ποδοσφαίρου, του καλού ποδοσφαίρου, του θεάματος.
Θέαμα που, όπως πολλοί άλλοι, ο Αϊμάρ πρωτοέμαθε να προσφέρει στα σοκάκια της γειτονιάς του. Εκεί, στους στενούς δρόμους του Ρίο Κουάρτο, χάζεψε για πρώτη φορά τους αντιπάλους του.
Ένα απόγευμα, λίγο πριν η δύση του ηλίου σφυρίξει τη λήξη ενός ακόμα νοητού ματς, τράβηξε την προσοχή του Άλφι Μερκάδο, προπονητή της ομάδας της πόλης.
Πώς να μην εντυπωσιαστεί κανείς άλλωστε από ένα πιτσιρίκι που έπαιρνε μια μπάλα πιο μεγάλη από κεφάλι του και την έκανε ό,τι ήθελε, χωρίς να φαίνεται καν ότι προσπαθεί;
Με συνοπτικές διαδικασίες ο μικρός έγινε μέλος της Εστουδιάντες Ρίο Κουάρτο.
Το ταλέντο του όμως ξεχείλιζε σε τέτοιο βαθμό που γέμισε τα 600 χιλιόμετρα που χώριζαν τη γενέτειρά του με το Μπουένος Άιρες, εκεί όπου η Ρίβερ Πλέιτ είχε ακούσει για έναν ξεχωριστό πιτσιρικά και θέλησε να τον κάνει δικό της. Ο Πάμπλο δεν θα μπορούσε να αφήσει την ευκαιρία να φύγει. Παρά τη διαφωνία του πατέρα του, πήγε για δοκιμαστικά στους «Millonarios».
Στη Ρίβερ πείστηκαν σχεδόν άμεσα πως αξίζει να επενδύσουν στον μικρό. Υπήρχε κάποιος ακόμα πάντως που θα χρειαζόταν να πειστεί, ο Ρικάρντο. «Είσαι πολύ μικρός για να ασχολείσαι τόσο πολύ με το ποδόσφαιρο, το σχολείο είναι πιο σημαντικό», του είχε πει. Ο 13χρονος τότε Αϊμάρ έπρεπε να σκεφτεί κάτι, δεν θα άφηνε την ξεροκεφαλιά του μπαμπά του να του στερήσει το όνειρο.
Μόλις δύο προπονήσεις είχε κάνει στο Μπουένος Άιρες κι όμως μάζεψε όλο το θάρρος του κόσμου και πήγε να μιλήσει στον θρύλο της Αργεντινής και προπονητή της πρώτης ομάδας της Ρίβερ, Ντανιέλ Πασαρέλα. Εκείνος γέλασε με το κουράγιο του μικρού, παράλληλα όμως είχε προλάβει να εντυπωσιαστεί και με το ταλέντο του.
Αυτές οι δύο προπονήσεις του Πάμπλο ήταν αρκετές. Η Ρίβερ έστειλε εκπροσώπους της στο σπίτι του, με σκοπό να πείσουν τον Ρικάρντο να επιτρέψει στον γιο του να μετακομίσει στην πρωτεύουσα, του μετέφεραν κιόλας ένα προσωπικό μήνυμα από τον ίδιο τον Πασαρέλα.
Περίπου τρία χρόνια αργότερα, στην όψη του γιου του να κάνει το ντεμπούτο του με την ανδρική ομάδα της Ρίβερ Πλέιτ, όλα θα φάνταζαν γραφτά να συμβούν. Ο Αϊμάρ δεν είχε σταματήσει να μελετάει και να προσπαθεί στο σχολείο, ήταν καλός, θα μπορούσε να επιλέξει να σπουδάσει ιατρική. Δεν είχε μείνει ωστόσο κανένας “άπιστος” μπροστά στα όσα έκανε με την μπάλα, κανένας που να πίστευε πως δεν θα καταφέρει να γίνει ποδοσφαιριστής.
Η πρώτη λάμψη
Η μαγεία άρχισε να ξεδιπλώνεται. Τα εξάταπα έγιναν πινέλα και πάνω στον δικό του πράσινο καμβά ο Αϊμάρ άρχισε να ζωγραφίζει με τα πόδια του οτιδήποτε μπορούσε να σκαρφιστεί το μυαλό του. Παράλληλα όμως, βοηθούσε και σε ουσία την ομάδα του, με τρομερές πάσες, γκολ και ασίστ.
Φαινόταν σχεδόν μικροσκοπικός. Το παιδικό του πρόσωπο εξείχε από την τεράστια λευκή φανέλα με την κόκκινη διαγώνια ρίγα. Εντάξει, δεν ήταν και ο πιο ψηλός, αλλά η εμφάνιση χυνόταν πάνω του λες και ήταν δύο-τρία νούμερα μεγαλύτερη.
Μικρή σημασία είχε αυτό. Τα πρώτα χρόνια του στο υψηλότερο επίπεδο της Αργεντινής ο Παμπλίτο άρχισε να παίζει σαν να είχε γεννηθεί για αυτό. Να παίζει και να μαγεύει, να αφήνει υποσχέσεις. Σε κάθε του ενέργεια οι κουβέντες της κερκίδας του Monumental αντανακλούσαν τη λάμψη του. Οι φίλοι της Ρίβερ έβλεπαν ένα δικό τους αστέρι να αρχίζει να φέγγει τολμηρά για πρώτη φορά στον ποδοσφαιρικό ουρανό και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να τον παρακολουθούν αποσβολωμένοι.
Άλλωστε, το να παρακολουθείς τον Πάμπλο με μια μπάλα στα πόδια πάντοτε έκανε τον χρόνο να κυλά πιο όμορφα, ίσως και λίγο πιο αργά. Πολλοί ήταν αυτοί που πίστεψαν πως ο βραχύσωμος μεσοεπιθετικός θα γινόταν ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της ομάδας τους. Ήταν δύσκολο να συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό τους, βλέποντας όλα όσα έκανε στο χορτάρι.
Την περίοδο στην οποία ο 18χρονος εξελισσόταν σε σημείο αναφοράς στη Ρίβερ, το ίδιο έκανε και στην Εθνική Αργεντινής, στην ομάδα των κάτω των 20. Από το 1997 έως το 1999 πανηγύρισε με το εθνόσημο δύο Κύπελλα Λατινικής Αμερικής και ένα Παγκόσμιο, στο οποίο υπήρξε απόλυτος πρωταγωνιστής. Στα τέσσερα χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της Ρίβερ Πλέιτ, μπορεί να άφησε μισό το όνειρο του Libertadores, σήκωσε όμως τρία Πρωταθλήματα και ένα Sudamericana.
Το όνομα του μικρού μάγου είχε ήδη διασχίσει γρήγορα τον Ατλαντικό. Η συνέπεια των εξαιρετικών εμφανίσεων εκείνου του πιτσιρικά σε συνδυασμό με το ξεχωριστό του ταλέντο έκαναν τις ευρωπαϊκές ομάδες να παλέψουν για να εξασφαλίσουν την υπογραφή του.
Οι ευρωπαϊκές περιπέτειες
Η Βαλένθια του Κούπερ ήταν αυτή που κατάφερε να τον εντάξει στο δυναμικό της το 2001, σπάζοντας το ταμεία της και προσφέροντας το πόσο των 24 εκατ. ευρώ.
«Είναι εμφανές ότι θα γίνει κορυφαίος παίκτης. Έχει τα πάντα. Τέλειο έλεγχο της μπάλας, τρομερή αίσθηση του χώρου. Ξέρει ακριβώς πού είναι οι συμπαίκτες του και το άγγιγμά του είναι μαγικό». Αυτό είχε να πει ο Γιόχαν Κρόιφ για τον Αϊμάρ λίγες στιγμές μετά το ντεμπούτο του Αργεντινού στην Ευρώπη, απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για το Champions League.
Ο Πάμπλο άλλαζε ήπειρο, κουβαλώντας ένα περίεργο φορτίο. Ο ίδιος ο Μαραντόνα, το μεγάλο είδωλό του, τον είχε χρίσει διάδοχό του και, όταν επισημοποιήθηκε η μεταγραφή του στις «Νυχτερίδες», είπε χαρακτηριστικά πως η Βαλένθια είχε πάρει τον καλύτερο παίκτη της Αργεντινής.
Οι προσδοκίες ήταν πολλές, τόσο στη χώρα του όσο και την Ισπανία, και βάραιναν τους αδύναμους ώμους του. Πράγματι πάντως, στο Mestalla ο Αϊμάρ θα έκανε όλη την Ευρώπη να τον θαυμάσει.
Στην πρώτη του χρονιά έγινε μέλος της Βαλένθια που έφτασε μέχρι τον Τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, αλλά είδε το «Κύπελλο με τα μεγάλα αφτιά» να καταλήγει, μετά τη διαδικασία των πέναλτι, στα χέρια της Μπάγερν Μονάχου. Την επόμενη σεζόν, με τον Ράφα Μπενίτεθ ως κόουτς, θα πρωταγωνιστούσε στην πορεία πρωταθλητισμού της ομάδας του, η οποία εν τέλει κατέκτησε τη La Liga.
Ο Αϊμάρ δικαίωνε τους ανθρώπους της ομάδας και γέμιζε με τη μοναδική του ποδοσφαιρική κλάση κάθε στάδιο στο οποίο αγωνιζόταν. Ήταν αυτός που μπορούσε να γυρίσει αρκετά πίσω στο γήπεδο, για να πάρει την μπάλα και να συνδέσει τις γραμμές της ομάδας, αλλά και αυτός που θα περνούσε την πάσα από τη μύτη της βελόνας, δημιουργώντας για τους συμπαίκτες του. Ένα ενθουσιαστικό κράμα “regista” και “δεκαριού”. Με τα λευκά της Βαλένθια θα πανηγύριζε ένα ακόμα Πρωτάθλημα, ένα Κύπελλο UEFA κι ένα Ευρωπαϊκό Super Cup.
Μετά από περίπου έξι χρόνια στην ομάδα, ο Αργεντινός χρειαζόταν μια αλλαγή. Οι τραυματισμοί ήδη είχαν αρχίσει να καταπονούν το κορμί του και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάσει λίγη από τη σπίθα του, την αυτοπεποίθησή του στο γήπεδο.
Εκτός των άλλων, η διαχείρισή του από τον Κλαούντιο Ρανιέρι, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Ράφα, δεν του ταίριαζε και ο χρόνος συμμετοχής του είχε μειωθεί αισθητά.
Έτσι, το 2006 ο Αϊμάρ απρόσμενα υπέγραψε στη Ρεάλ Σαραγόσα, ενώ οι φήμες έλεγαν πως βάδιζε προς το Anfield. Το κυριότερο ζήτημα για τον Πάμπλο ήταν να νιώσει ξανά σημαντικός, να παίζει. Στο Romareda έζησε δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες σεζόν. Την πρώτη, είχε την ελευθερία που του άρεσε και η απόδοσή του ανέβηκε κατακόρυφα, παρά το ότι οι τραυματισμοί δεν τον είχαν αφήσει ήσυχο. Η Σαραγόσα ήταν η ομάδα έκπληξη της La Liga και τερμάτισε έκτη. Την επόμενη σεζόν όμως, το κορμί του Αϊμάρ που τον απογοήτευε συνεχώς, η κακή του φόρμα και τα προβλήματα στα οικονομικά του συλλόγου που έχασε πολύ σημαντικούς παίκτες συνετέλεσαν στον υποβιβασμό της Σαραγόσα.
Η Μπενφίκα μυρίστηκε την ευκαιρία και τον έκανε δικό της, υποσχόμενη να του χαρίσει το καλύτερο περιβάλλον για να κάνει αυτό που αγαπά. Πράγματι, η αντιμετώπιση και η διαχείριση των «Αετών» της Λισαβόνας ήταν εξαιρετική.
Η ομάδα γνώριζε πως το σώμα του ήταν εύθραυστο, ευαίσθητο και η οποιαδήποτε αχρείαστη πίεση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για την καριέρα του. Ο Πάμπλο σπάνια έπαιζε ολόκληρα παιχνίδια στην Πορτογαλία. Με τον τρόπο αυτό όμως μπόρεσε να παραμείνει σχετικά υγιής και να χαρίσει και πάλι θέαμα στον ποδοσφαιρικό κόσμο.
Μερικές στιγμές έδειχνε πως ήταν και πάλι αυτό το τόσο ξεχωριστά ταλαντούχο παιδί που μπορούσε να πρωταγωνιστήσει σε οποιοδήποτε σύνολο. Σε πέντε χρόνια στο Da Luz πανηγύρισε ένα Πρωτάθλημα και τέσσερα Κύπελλα, ενώ είχε και συνεπή παρουσία στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι απόλαυσε και πάλι το παιχνίδι, μπορούσε να παίζει και να είναι κομβικός για την ομάδα του.
Αυτή θα ήταν και η τελευταία φορά που θα βρισκόταν στο υψηλότερο επίπεδο. Πριν κλείσει την καριέρα του, μέτρησε από μια ακόμα επίσημη συμμετοχή στις ομάδες που αγάπησε στην πατρίδα του. Μία στη Ρίβερ Πλέιτ και μία στην Εστουδιάντες Ρίο Κουάρτο.
Η τέχνη της ποδοσφαιρικής εξαπάτησης
«Η μπάλα τον αποζητά, τον αναγνωρίζει. Πάνω στο πόδι του αναπαύεται, νιώθει άνετα. Εκείνος της δίνει λάμψη, της μιλάει και μέσα από τη συνομιλία τους επικοινωνούν εκατομμύρια χωρίς φωνή», γράφει ο Εδουάρδο Γκαλεάνο για το «Είδωλο» στο βιβλίο του «Το ποδόσφαιρο στην σκιά και στο φως». Ο Ουρουγουανός περιγράφει με τα λόγια του κάθε αρτίστα του ποδοσφαίρου, κάθε άτομο που μαγεύει την μπάλα. Με τον γλαφυρό του τρόπο περιγράφει τον Αϊμάρ.
Ανέκαθεν ένας τέτοιος ήταν. Από τα δρομάκια του Ρίο Κουάρτο μέχρι τα αστέρια του Champions League.
Μπορεί τα γκολ να δίνουν νίκες, οι σωτήριες επεμβάσεις του τερματοφύλακα και των αμυντικών τίτλους. Δεν θα υπάρξει ποτέ όμως στο ποδόσφαιρο τίποτα πιο γοητευτικό, τίποτα πιο ερωτεύσιμο, από αυτόν που τρέχει και κουβαλά την μπάλα. Και ο Πάμπλο αυτό το έκανε με μοναδικό τρόπο.
Λες και τα κορδόνια των παπουτσιών του επιμηκύνονταν, δημιουργώντας ένα αόρατο σκοινί συνδεδεμένο με την μπάλα. Και με αυτό μπορούσε να την αμολάει στο γήπεδο, τόσο όσο, μέχρι εκεί όπου πρέπει, για να κοροϊδέψει τον αμυντικό, να τον κάνει να πιστέψει πως μπορεί να τον κόψει. Με το που έκανε το βήμα μπροστά ο καημένος, είχε ήδη χάσει.
Ο Αϊμάρ μάζευε ξανά το σκοινί του και κολλούσε την μπάλα στα πόδια του, πλέον είχε γίνει καπνός στον κενό χώρο. Όσο κι αν την άνοιγε, δεν σου έδινε ποτέ την εντύπωση πως μπορεί να την χάσει. Όσο κι αν κλεινόταν με αυτή, πάντα δημιουργούσε στο μάτι την ελπίδα πως πάλι θα βρει κάποια σπιθαμή, πάλι θα την εξαφανίσει και ένα δευτερόλεπτο μετά θα την εμφανίσει στην πλάτη του αμυντικού ή στα πόδια του συμπαίκτη του.
Ένας αφέντης της τέχνης της ποδοσφαιρικής εξαπάτησης, κάθε του κίνηση, κάθε άγγιγμα ένα δόλωμα στη φάκα του αμυνόμενου που μπερδεμένος δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν καλύτερο να συνεχίσει να κάνει πίσω βήματα ή να βγει μπροστά και στη συνέχεια να τον πάρει στο κυνήγι.
Ένα σωρό ντρίμπλες, εντυπωσιακά κόλπα, κάθετες πάσες που δεν θα έβλεπε ούτε γεράκι, αριστοτεχνικά φαλτσαριστά τελειώματα. Όλα από τα δικά του πόδια, από τον δικό του ποδοσφαιρικά αισθησιακό νου.
Αλήθεια, τι πιο όμορφο, πιο μαγευτικό από το τρέξιμο του Πάμπλο Αϊμάρ με την μπάλα στα πόδια; Αυτό που στην όψη του δεν μπορείς να παρατηρήσεις τίποτα άλλο στο γήπεδο. Μόνο εκείνον να παραβλέπει τα μαρκαρίσματα, να περνάει ανάμεσα από τα τάκλιν, όπως η Αργώ ανάμεσα στις Συμπληγάδες, αλλά τόσο ελεγχόμενα, τόσο απλά. Να σαγηνεύει με τις ενέργειές του την ίδια την μπάλα και ακόμα κι αυτή γοητευμένη να τον υπακούει πιστά.
Το παιχνίδι του Αϊμάρ περικλείει όλα όσα κάθε παιδί θα ήθελε να γίνει. Έχει αυτή την αθωότητα, την άγρια ομορφιά της ντρίμπλας και του σόλο, τα οποία αν κατάφερνε κάποιος να φέρει εις πέρας σε ένα σχολικό διάλειμμα ή σε ένα πλατειακό ματσάκι, η περηφάνια του δεν θα τον άφηνε να κοιμηθεί.
Η καριέρα του δεν πήρε ποτέ τις διαστάσεις που όλοι περίμεναν. Δεν αγωνίστηκε στους κορυφαίους συλλόγους της Ευρώπης, στην Εθνική έμεινε στη σκιά άλλων παικτών. Νίκησε, αλλά δεν έγινε ποτέ ο νικητής.
Ίσως να έφταιγαν οι τραυματισμοί που σταδιακά κατέστρεφαν το κορμί του, ίσως όμως και να το επέλεξε. «Λατρεύω το όμορφο ποδόσφαιρο. Βασικά ζω για αυτό. Εδώ και καιρό όμως είμαι πεπεισμένος πως αυτό που ενδιαφέρει τον κόσμο πραγματικά είναι η νίκη. To “νικήσαμε ή χάσαμε” δεν είναι απαραίτητα η δική μου ματιά, ο τρόπος που βλέπω το παιχνίδι», θα ομολογήσει.
Μια σπουδαία καριέρα χωρίς τις απόλυτες κορυφές. Βασισμένη σε στιγμιαία επιφωνήματα θαυμασμού, σε στιγμές αιώνιες για την έννοια του όμορφου παιχνιδιού.
Κάθε παιδί, σαν αυτά τα λίγα που θα ονειρεύονταν να γίνουν ο Αϊμάρ, είναι καλλιτέχνης. Ο Πικάσο το τόνισε αυτό. Μαζί με τη δυσκολία τού να διατηρηθεί η καλλιτεχνικότητά του, όταν μεγαλώσει.
Ε λοιπόν, αν κάτι πραγματικά κατάφερε στην ποδοσφαιρική του καριέρα ο Πάμπλο Αϊμάρ, αυτό είναι. Ό,τι κι αν έκανε, έμεινε ένας καλλιτέχνης του ποδοσφαίρου, έμεινε απαράλλαχτος μπροστά στην πρόκληση του Πικάσο, έμεινε σπουδαίος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: