Ποια ποδοσφαιρική διοργάνωση θυμάται περισσότερο ένας δημοσιογράφος;
Αυτή που παρακολούθησε επαγγελματικά, “καλύπτοντάς” την για ένα Μέσο, ή αυτή που έζησε από το ίδιο σημείο που τη βιώνει ένας απλός φίλαθλος, ένα παιδί, ένας έφηβος ή ένας λάτρης του αθλήματος;
Κατηγορηματικά, η απάντηση είναι ότι η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή που θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου και στην ψυχή μου, με πιο αυθεντικό και πιο βιωματικό τρόπο. Ακόμα κι εμείς που κάναμε το χόμπι μας επάγγελμα, παραμένουμε περισσότερο μεγάλα παιδιά από ψυχροί επαγγελματίες. σας διαβεβαιώνω γι’ αυτό.
Ναι, ήμουν ο παρουσιαστής της εκπομπής του τελευταίου Μουντιάλ από τα στούντιο της «ΕΡΤ», ναι, είχα την τιμή, σε σημείο ίσως ανατριχίλας, να σχολιάζω τον Τελικό της διοργάνωσης από το Λουζνίκι της Μόσχας, να βλέπω από πολύ κοντά την έκρηξη του Εμπαπέ που άφησε την σφραγίδα του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018, ακόμα-ακόμα να βλέπω στα δύο μέτρα από τη θέση μου ως σχολιαστές τους Ζίκο και Ρονάλντο, να κάνω “πηγαδάκι” με τον Ρομπέρτο Κάρλος, αλλά τα Μουντιάλ που με έχουν σημαδέψει είναι άλλα. Ούτε το 2010 που βρέθηκα στη Νότια Αφρική ούτε το 2014 που νοερά είχα ταξιδέψει σε ολόκληρη την Βραζιλία για να δω την προετοιμασία της χώρας έναν χρόνο πριν.
Τα Μουντιάλ της ζωής μου ήταν αυτό της Αργεντινής το 1978 και αυτό της Ισπανίας το 1982. Στο πρώτο ήμουν 11 χρόνων και στο δεύτερο 15.
Τα αισθητήρια της σχέσης μου με την μπάλα, σαν ένας μανιακός λάτρης του αθλήματος που έπαιζε ώρες στις πλατείες και τις γειτονιές, για να γίνει κάποτε ποδοσφαιριστής, και ξεχώριζε τους μπαλαδόρους από τους άσχετους, τους τεχνίτες από τους “ξυλοκόπους” και τους κράταγε στο μυαλό του για την ενηλικίωση ως εν δυνάμει καλλιτέχνες. δεν είναι τυχαίο ότι οι συμπαίκτες μου από το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο παραμένουν πολύ καλύτεροι φίλοι από τους συναδέλφους μου δημοσιογράφους.
Ο Μάριο Κέμπες, ο Φιγιόλ, ο Αρντίλες από τη μία, ο Άρι Χααν, ο Νέεσκενς, ο Κρολ, ο Ρέζενμπρίκ, τα αδέλφια Βαν Ντε Κέρκοφ, οι φανέλες και τα χρώματα (θαλασσί ριγέ εναντίον πορτοκαλί), η ασύλληπτης ομορφιάς φανέλα του Περού με τη διαγώνια κόκκινη ρίγα, όλα αυτά έπαιρναν αξία στα μάτια μου το 1978, γιατί ήταν η πρώτη χρονιά της έγχρωμης τηλεόρασης στην Ελλάδα.
Εμείς στο σπίτι δεν είχαμε, κοιτούσα τα μοντέλα στις βιτρίνες, αναλωνόμουν στη συζήτηση για το σύστημα PAL και το σύστημα SECAM, κυνηγούσα τα χαρτάκια PANINI, αγνοούσα ποιος είναι ο δικτάτορας Βιντέλα που αιματοκύλιζε την Αργεντινή και γιατί το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 δεν το βλέπαμε στην τηλεόραση, αν το είχα δει, θα το θυμόμουν, ήμουν τότε επτά χρόνων.
Το Μουντιάλ του 1978 όμως μπορούσα να το δω έγχρωμο, γιατί στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας μας ένας ναυτικός, ο οποίος ως προνομιούχος έφερνε συσκευές από το εξωτερικό, είχε έγχρωμη τηλεόραση. Με τη συναίνεση των οικογενειών, είχαμε κάνει κατάληψη σπίτι του για να βλέπουμε τα πιο σημαντικά ματς.
Η Ολλανδία είχε τους αέρινους εξτρέμ, αγνοούσα σε τέτοια ηλικία ότι δεν είχε τον μεγάλο Κρόιφ για εσωτερικές σκληρές κόντρες που είχαν προηγηθεί από τον Ολλανδό σταρ. και μου τις αποκάλυψε ως ενήλικα πλέον ο Γιάννης Διακογιάννης. Μου αρκούσε που έβλεπα τον Κέμπες και αγνοούσα ότι προπονητής των Ολλανδών ήταν ο Χάπελ. μεγάλος το έμαθα, από… δημοσιογραφική έρευνα. Αυτή η αθωότητα της σχέσης με την μπάλα σε κέρδιζε ως θεατή, φίλαθλο, τηλεθεατή, ως πρωτογενή τέλος πάντων μύστη της μπάλας, μακριά από βαθυστόχαστες αναλύσεις, και τελικά το ένστικτό σου ήταν πάντα σωστό. Ναι, ήταν ασύλληπτης ομορφιάς ο Κέμπες με το μακρύ μαλλί ως 70s γκρούπι, τον μεγάλο διασκελισμό και τη ροκ εμφάνιση. Ναι, ήταν απίθανο να βλέπεις τους Ολλανδούς με τις πορτοκαλί φανέλες. μέχρι εκεί ήθελα, μέχρι εκεί μου αρκούσε.
Και γιατί παρέμεινε αθώο και το Μουντιάλ του 1982; Γιατί και πάλι οι φιγούρες ήταν που με κέρδισαν. Η vintage εμφάνιση της Εθνικής Βραζιλίας και οι μορφές του Σόκρατες, του Φαλκάο, του Ζίκο και του Έντερ χτυπούσαν κόκκινο στα “μηλίγγια” μου, μια ατελείωτη γεύση ηδονής απλωνόταν στον εγκέφαλό μου, καθώς από την Ισπανία ερχόταν η εικόνα των γηπέδων της χώρας -ούτε που ήξερα τότε ποιο ήταν ποιο σε κάθε πόλη- και οι γεμάτες κερκίδες μ’ αυτή την ομορφιά της πολυκοσμίας και πολυχρωμίας που έχει κάθε Μουντιάλ μού αρκούσαν. Η κομψότητα των Ιταλών και το ντελίριο του Μάρκο Ταρντέλι στο δεύτερο γκολ της Ιταλίας στον Τελικό μαζί με την έκρηξη του Διακογιάννη, μαζί με τις χωρίς γραμμές, μονόχρωμες μπλε φανέλες της «Squadra Azzurra» στο ιστορικό 3-1, μαζί με τους ζεν πρεμιέ Σιρέα, Καμπρίνι, Τζεντίλε και όλους τους σταρ της ιταλικής ομάδας που τους ψάχναμε στα “χαρτάκια”, ήταν η ματιά μου πάνω στη διοργάνωση.
Τι παραπάνω θα μου έδινε η “δημοσιογραφική κάλυψη” που θα μπορούσα να κάνω αργότερα; Τίποτα.
Ποτέ δεν ευχαριστήθηκα το Μουντιάλ του 2010, όπου βρέθηκα στη Νότια Αφρική ως δημοσιογράφος, ακόμα και με τη συμμετοχή της Εθνικής ομάδας, ακόμα και με τον «θεό» Μαραντόνα με υπερμεγέθες κοστούμι και μούσι να τσακώνεται με τον Καραγκούνη, ακόμα και με το ότι ήξερα προσωπικά τους παίκτες της Εθνικής μας, έναν-έναν, με τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα.
Τα έχω ξεχάσει όλα, του δημοσιογράφου. Θυμάμαι τα πάντα, του μικρού παιδιού.