Γράφοντας εδώ κοντά από τις αρχές του 2021, ελπίζω πως μπορεί να μου επιτραπεί και να συγχωρεθεί η πρωτοβουλία, η προτροπή ή ακόμα-ακόμα και η αυθάδεια.
Όσοι λοιπόν δεν έχετε δει το «Breaking Bad» και το (κάτι σαν, όπως τελικά αποδείχτηκε να είναι) spin off του, το «Better Call Saul», μην χρονοτριβείτε άλλο και δείτε τα. Αφήστε το διάβασμα των αράδων που ακολουθούν για όταν τελειώσετε -γρήγορα, το υπόσχομαι…- τις δύο αυτές σειρές.
Για εκείνους που τις έχουν παρακολουθήσει, εννοείται πως η συμμετοχή στον φόρο τιμής, στην ωδή, στο… όπως θέλετε πείτε το, για έναν εκ των πλέον ξεχωριστών κακών της παγκόσμιας τηλεοπτικής ιστορίας είναι από καλοδεχούμενη ως και επιβεβλημένη.
Φυσιογνωμικά, ο Τόρστεν Φρινγκς δεν κολλάει αυτόματα, με την πρώτη ματιά, στο cast αυτών των δύο σειρών.
Μακρυμάλλης αλλά πάντα με προσεγμένη, ποτέ ατημέλητη και όχι και τόσο μεγάλη κώμη, clean cut όταν ήταν ξυρισμένος, πολύ πιο άγριος όταν ήταν αξύριστος, αλλά τέτοιος κυρίως εξαιτίας της εικόνας του, της παρουσίας του στο γήπεδο, του εκεί αντικατοπτρισμού του.
Δεν είναι μακριά, μόλις μια γενιά πίσω που κλωτσούσε το τόπι. Μα η εξέλιξη του αθλήματος και της θέσης του αυτά τα χρόνια τον κάνουν να μοιάζει, ήδη, προϊστορικός. Το brutal, χωρίς γωνίες, εκπτώσεις και φρένα, στα όρια πάντα του νόμιμου και του επιτρεπτού, παιχνίδι του, η δυναμική παρουσία του, το τελείως γοτθικό στιλ του τον έμοιαζαν ως περισσότερο ταιριαστό στο «Sons of Anarchy», δίπλα στον Τζαξ Τέλερ και τη συμμορία του.
Προβολές και τσουλήθρα στο χορτάρι, πάλη και μονομαχίες, η μούρη συχνά πυκνά να τρώει γρασίδι (και αν όχι η δική του, κάποιου αντιπάλου), μέρος απερίσπαστο του επαγγελματικού ρεπερτορίου του. Είτε ως “εξάρι”, όπως καθιερώθηκε στα μέσα της καριέρας του, είτε ως δεξιός μπακ (ως τέτοιος έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 με τη «Nationalmannschaft» και ως και τέτοιος πήρε, το ίδιο καλοκαίρι, μεταγραφή 10 εκατ. ευρώ από την αγαπημένη του Βέρντερ στην Ντόρτμουντ), είτε ως… οτιδήποτε.
Όσο πιο γρήγορο γινόταν (γι’ αυτόν) το παιχνίδι τόσο πιο συχνά τα χαρακτηριστικά του ψαλίδια έβρισκαν πόδια αντί για μπάλα.
«Θα σκοτώσω τη γυναίκα σου, θα σκοτώσω τον γιο σου, θα σκοτώσω και την κόρη σου στην κούνια».
Εικόνα, physique, μενταλιτέ που φρόντισε και ο ίδιος να ενισχύει και με την εκτός γηπέδου στάση του. Τουλάχιστον στα μάτια της κοινής γνώμης. Κλασικός μηχανόβιος, μανιώδης και συνειδητοποιημένος χαρλεάς, καβαλώντας θορυβώδη δίτροχα, τεράστια και μακριά πιρούνια στο τιμόνι, ανάλογο look και στιλιστικές επιλογές. Απόμακρος, αντικοινωνικός, αντιεπικοινωνιακός.
Όταν πέρασε τον Ατλαντικό, στα ποδοσφαιρικά του ύστερα, για να παίξει δύο χρόνια, τα τελευταία της καριέρας του, στο Τορόντο και το MLS, τα ήθη και έθιμα των γιάνκηδων, με τα μικρόφωνα και τις κάμερες, απαρέγκλιτο κομμάτι του σόου του επαγγελματικού αθλητισμού και του (όποιου) αθλήματος, οπουδήποτε, οποτεδήποτε, απανταχού, οι πατριώτες του έμειναν έκθαμβοι με την προσαρμοστικότητά του στις τελείως κόντρα ρόλο (του) απαιτήσεις. Και ο ίδιος επίσης.
«Κρύβομαι σε κοινή θέα. Όπως κι εσύ».
Εκεί, στο Τορόντο, τον είδε να παίζει από κοντά ο Γιώργος Μαστράς. «George», όπως τον αποκαλούν από γεννησιμιού του στο Αμέρικα. Born and raised, γέννημα θρέμμα, της Μασαχουσέτης, απόσταση από το Τορόντο πάνω-κάτω Αθήνα-Θεσσαλονίκη, παιδί μεταναστών δεύτερης γενιάς, με αρκετά ελληνικά να ξεχωρίζουν στην ανατροφή του, ένα εξ αυτών -φυσικά- το ποδόσφαιρο, το «soccer».
Πως έβλεπε Toronto FC, αν ήταν οπαδός της, άγνωστο. Έγινε όμως, βλέποντάς την, οπαδός του Φρινγκς. Ακόμα περισσότερο για την ακρίβεια, μιας και τον Γερμανό τον ήξερε από τα χρόνια του, τα ακμαία χρόνια του, στην Bundesliga και -κυρίως- στη θητεία του στα «Panzer». Είπαμε, ελληνικά τα γονίδια, δεν γινόταν να μην περιλαμβάνουν μπάλα.
Και πόσο μάλλον μεγάλες διοργανώσεις. Σε τρεις είχε συμμετάσχει με το εθνόσημο ο Γερμανός. Δύο Τελικούς έπαιξε και οι δύο χαμένοι. Πρώτα από την Βραζιλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 και μετά από την Ισπανία στο Euro 2008. Δίκαια. Δεν ήταν στην καλύτερη ομάδα. Δεν έπεσε σε φουρνιά γερμανική που να είναι όντως η καλύτερη είτε της ηπείρου είτε του πλανήτη. Από τις συγκεκριμένες αποτυχίες, τις οποίες ο ίδιος γεύτηκε, χτίστηκε η αλλαγή του προφίλ, της κατεύθυνσης και της φιλοσοφίας του γερμανικού ποδοσφαίρου.
Δεν τον περιλάμβανε. Και βιολογικά και αγωνιστικά. Είχε, σε όλα, ξεπεραστεί.
Στην τρίτη μεγάλη διοργάνωση που συμμετείχε, στο Παγκόσμιο Κύπελλο που έγινε στην πατρίδα του το 2006, μέσες άκρες χρεώθηκε ότι η Γερμανία δεν έφτασε στον Τελικό. Μετά το παιχνίδι με την Αργεντινή στα προημιτελικά, στη σύρραξη που ακολούθησε του τέλους της αναμέτρησης με τους Λατίνους, τηλεοπτικά πλάνα τον έδειχναν να την πέφτει -ω, τι περίεργο- στον Χούλιο Κρους.
Το χέρι του στο πρόσωπο του Αργεντινού ξεχώρισε σε συγκεκριμένα καρέ και τον έφερε να ερευνάται από την αρμόδια επιτροπή της FIFA. Ο Κρους ποτέ δεν είπε -και δημοσίως και στο πλαίσιο της έρευνας- πως χτυπήθηκε από τον Φρινγκς (μπορεί και για λόγους εγωισμού, ποιος ξέρει), οι Αργεντινοί ποτέ δεν τον κατήγγειλαν, ωστόσο τα ιταλικά media ήταν αυτά που σήκωσαν τον πλανήτη στον πόδι.
Ακολουθούσε ημιτελικός Ιταλία-Γερμανία και δεν ήθελαν τον πλέον… Ιταλό των Γερμανών στο γήπεδο. Και το πέτυχαν, μιας και παρά την εμφανή έλλειψη κατηγόρων και αποδεικτικών στοιχείων ο Φρινγκς τιμωρήθηκε με δύο αγωνιστικές ποινής, η οποία μάλιστα -ενδεικτικό του σκεπτικού που την επέβαλε- μετατράπηκε σε 1+1 κατόπιν της έφεσης που ασκήθηκε, με τη δεύτερη να επιβάλλεται, απλώς, υπό αναστολή.
Το σημαντικό ήταν πως δεν αγωνίστηκε στον ημιτελικό. Η Γερμανία ηττήθηκε στην παράταση, η Ιταλία έπαιξε Τελικό, στον Τελικό της κουτουλιάς του Ζιντάν στον Ματεράτσι, και στα πέναλτι στέφθηκε Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, την ώρα που ο Φρινγκς και η «Nationalmannschaft» κατέληγαν, αποτυχημένοι, τρίτοι.
Τρία Κύπελλα, τα δύο στην Βρέμη, όπου ουσιαστικά ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία, το τρίτο στην Μπάγερν, όπου και πανηγύρισε το μόνο Πρωτάθλημα της καριέρας του, αποτελούν το ασήμι που κέρδισε σε δαύτην. Λίγο, πολύ λίγο. Ακόμα και με το δεδομένο ότι έπαιξε μόλις δύο σεζόν στην Ντόρτμουντ και από εκεί άλλη μία -δεν άντεξε και δεν τον άντεξε ο Μάγκατ που ήταν τότε στον πάγκο- στους Βαυαρούς.
Αντίβαρο η οικονομική εξασφάλιση. Δεν ήταν πάντα δεδομένη στην οκταμελή φαμίλια του (έξι αδέρφια), έγινε όμως για τις δικές του. Πρώτα σε αυτήν που έφτιαξε με την επί 15 χρόνια σύντροφό του, Πέτρα, η οποία τού χάρισε δύο κόρες, από το 2009 και έπειτα με την Ιβόν, με την οποία απέκτησε έναν γιο.
«Είσαι πλούσιος τώρα. Και πρέπει να μάθεις πώς να είσαι πλούσιος. Το να είσαι φτωχός ο καθένας μπορεί να το διαχειριστεί».
Το γιν στο γιανγκ
Χαμένος ή όχι, χωρίς πολλούς τίτλους ή όχι, ο Μαστράς τον γνώριζε, τον ήξερε. Και όχι μόνο τον ήξερε αλλά τον λάτρεψε κιόλας. Τόσο που σημάδεψε τη δική του μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του. Σεναριογράφος δήλωνε. Για την ακρίβεια, λίγο απ’ όλα στη χαοτική αμερικανική show business. Λίγο ηθοποιός, λίγο σκηνοθέτης, μα η ευκαιρία του -που τον έκανε διάσημο και τον εξέλιξε πια σε φημισμένο παραγωγό- γράφοντας τού δόθηκε.
Είχε μπει στο επιτελείο των συγγραφέων του «Breaking Bad». Σειρά με ιδιαίτερη γραφή, παρανοϊκή παρουσίαση, αδιανόητη φαντασία, αποτύπωση μιας πραγματικότητας που όντως τελικά βγαίνει, ξεχειλίζει, από τη ζωή. Όχι μόνο των καθ’ έξιν παράνομων ηρώων αλλά και δαύτων της διπλανής πόρτας. Ταίριαξε, προσαρμόστηκε, βρίσκοντας χώρο για συν-συγγραφή μερικών επεισοδίων, προτού ξεκινήσει να παρουσιάζει, σόλο, δικά του.
Στο φινάλε του δεύτερου κύκλου της σειράς προέκυψε η ανάγκη να αντικατασταθεί ο ως τότε “κακός”. Ή, καλύτερα, χωρίς εισαγωγικά. Κακός. Σ’ έναν κόσμο γεμάτο τέτοιους (και για διάφορους λόγους ο καθένας), δεν υπάρχει λόγος ούτε μεταφοράς ούτε και διάκρισης. Ήθελαν λοιπόν οι συγγραφείς να δημιουργήσουν έναν χαρακτήρα ακριβώς αντίθετο της ψυχοσύνθεσης του διαταραγμένου ψυχοπαθή, Τούκο Σαλαμάνκα.
Έτσι, σκαρφίστηκαν έναν τύπο της διπλανής πόρτας. Έναν κουμπωμένο, μαζεμένο στην όψη ανθρωπάκο, ψυχρό, απόμακρο και παγωμένο στη δεύτερη, πιο ενδελεχή, ματιά, με χαρακτηριστικά ήρεμη εκφορά λόγου και συμπεριφορά, καθώς πρέπει τοπικό επιχειρηματία.
Οι δύο επιχειρήσεις του, το εστιατόριο Los Pollos Hermanos και το (προφανώς τρολάρισμα…) καθαριστήριο Lavandería Brillante (το Φωτεινό Πλυντήριο δηλαδή), ενίσχυαν το νόμιμο προφίλ του, όπως άλλωστε και οι αναρίθμητες, απαραίτητες για τη διατήρηση της σύννομης κοινωνικής βιτρίνας του, συνακόλουθες πράξεις και συμπεριφορές, και προφανώς λειτουργούσαν ως “πλυντήριο” από τα εκατομμύρια που εισέπραττε ως μεγαλέμπορος ναρκωτικών.
Ο ρόλος προσφέρθηκε στον Τζιανκάρλο Εσπόζιτο, χωρίς οι υπεύθυνοι να του αποκαλύπτουν τη διαδρομή που θα ακολουθούσε στη σειρά. Για την ακρίβεια, αρχικά δεν προβλεπόταν να μακροημερεύει. Μερικές guest εμφανίσεις, συμπληρωματικές και βοηθητικές της πλοκής και αυτό ήταν όλο.
Ο γεννημένος στη Δανία Αμερικανός ηθοποιός ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη δυναμική του χαρακτήρα που υποδυόταν. Και αρνήθηκε σωρηδόν επαγγελματικές προτάσεις, περιμένοντας την επέκταση και την εξέλιξη του συγκεκριμένου ρόλου. Διπολικός, σκοτεινός, ευγενικός σε όρια παρεξήγησης, αγνώστου παρελθόντος, καταβολών, ξεκάθαρων όμως κινήτρων, προσωπικών, σεξουαλικών και αυστηρά επαγγελματικών, υπομονετικός, ακριβέστατος, ενδελεχής, αποτελεσματικός, αδίστακτος.
«Πάντα ερευνώ διεξοδικά κάθε έναν με τον οποίον συνεργάζομαι. Ποιος προσεκτικός άνθρωπος δεν θα το έκανε;».
Ήταν τέτοια η απήχηση του χαρακτήρα -ακόμα και τα άσχημα για native speaker ισπανικά, όποτε χρησιμοποιούνταν, συγχωρέθηκαν ή, καλύτερα, έδωσαν επιπλέον τόνο στην περαιτέρω σκιαγράφηση του προφίλ του ήρωα- που ο σχεδιασμός των υπευθύνων της σειράς άλλαξε. Και από δευτερεύοντα μετατράπηκε σε παράλληλο πρωταγωνιστή.
Το γιν στο γιανγκ. Το απαραίτητο, καλά κρυμμένο, αποκλειστικό, χωρίς προφάσεις και δικαιολογίες κακό, καλά μασκαρεμένο, αρτιότερα μακιγιαρισμένο, κυρίως χάρη στο άπλετο, περισσότερο, φανερό που κυκλοφορούσε εκεί έξω.
Αυτού λοιπόν του χαρακτήρα ο Μαστράς μπορεί να μην πιστώθηκε τη σύλληψη, ήταν όμως αυτός που τον βάφτισε. Και όταν ήρθε η ώρα της επιλογής ενός από τα δεκάδες ονόματα που προτάθηκαν, για να δώσουν στίγμα σε έναν γεννημένο και μεγαλωμένο στη Χιλή, μετανάστη στις ΗΠΑ και πλέον ευυπόληπτο Αμερικανό πολίτη και επιχειρηματία αλλά πάνω απ’ όλα ναρκέμπορα, το ονοματεπώνυμο που προκρίθηκε ήταν απόλυτα γερμανικό, απλώς και μόνο στο άκουσμα του επιθέτου (γιατί, εντάξει, το όνομα ήταν όντως λατινικό).
Γκουστάβο Φρινγκ.
Ο Μαστράς με κάποιον τρόπο είχε στο μυαλό του, στη φαντασία του μπορέσει να συνδέσει τον αγαπημένο του ποδοσφαιριστή με τον πιο εμβληματικό εγκληματία της πιθανώς καλύτερης τηλεοπτικής σειράς όλων των εποχών. Θα το κρατούσε ατόφιο, «Φρινγκς», αλλά το γεγονός ότι στην αγγλική γραφή, κάθε φορά που το έκλινε ή έδινε οτιδήποτε κτητικό (συχνά δηλαδή) δίπλα του, η γραμματική επέβαλλε την πρόσθεση μιας αποστρόφου, τον ενοχλούσε, δεν τον βόλευε στη συγγραφή, οπότε το τελικό «-ς» απλώς απαλείφθηκε.
Την αποκάλυψη της πηγής της έμπνευσης την έκανε ο ίδιος ο δημιουργός, πολλά χρόνια μετά το τέλος του «Breaking Bad» -αλλά ενόσω παίζοντας το «Better Call Saul»– επί γερμανικού μάλιστα εδάφους. Ο Φρινγκς τότε είχε στραφεί στην προπονητική. Χωρίς κάποια ιδιαίτερη επιτυχία και περγαμηνή (ούτε και έκτοτε). Άγνωστο αν ο Μαστράς γνώριζε το παρατσούκλι του. «Lutscher». «Γλειφιτζούρι» δηλαδή. Στον κολλητό του, τον Μίχαελ Μπάλακ, αποδίδεται. Αβέβαιο αν, γνωρίζοντάς το, θα επέλεγε και πάλι να βαφτίσει έτσι τον νονό του Αλμπουκέρκι.
Από την άλλη, καλό στον Γερμανό έκανε, ο οποίος, ειδικά μετά το πέρασμά του στους πάγκους, συνεχώς έψαχνε τρόπους -όποτε όρθωνε δημόσιο λόγο τουλάχιστον- να σταματήσει η χρήση του συγκεκριμένου, κάθε άλλο παρά ταιριαστού στο μάτσο προφίλ του, προσωνυμίου. Και μια τέτοια, έστω από σπόντα, έμπνευση αν μη τι άλλο βοήθησε.
Τι κοινό είχαν, έχουν ή βρήκαν ο Τόρστεν Φρινγκς με τον Γκουστάβο Φρινγκ; Επιφανειακά, δεν φαίνονται πολλά. Ψάχνοντας βέβαια, πάντα κάτι βρίσκεται, κάτι ανακαλύπτεται, κάτι συνδέεται. Ειδικά κατόπιν εορτής και πόσο μάλλον όταν υπάρχει η γνώση και η καλή διάθεση.
Ο Φρινγκς διέπρεψε, σταδιοδρόμησε επαγγελματικά σε μια εποχή που τα χαρακτηριστικά του, ο τύπος του στο γήπεδο, ήταν πολύτιμα. Τότε ο αμυντικός χαφ, το “εξάρι”, ήταν ο χτίστης μιας ομάδας. Γάντι τού πήγαινε. Πρόλαβε την αρχή της μετατροπής του σε αυτό που είναι σήμερα, στον αρχιτέκτονα. Πάλι καλά. Ποτέ δεν ήταν, ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει. Τέτοιος -και τέτοιος, για την ακρίβεια- αρχιτέκτονας ήταν ο Φρινγκ.
Το οικοδόμημα που σκαρφίστηκε, που δημιούργησε, που υπομονετικά για χρόνια κατασκεύαζε, αποδείχτηκε τερατώδες. Και η αλήθεια είναι πως ακριβώς αυτό το οικοδόμημα, πέραν των όποιων προσωπικών εμμονών του, ήταν και αυτό που αποτέλεσε την ταφόπλακά του, αυτό που στο τέλος και τον ίδιο τον καταπλάκωσε, τον ξεπέρασε.
Να και ένα κοινό του χτίστη με τον αρχιτέκτονα, του Φρινγκς με τον Φρινγκ…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μίροσλαβ Κλόζε: Ο θόρυβος δεν αποδεικνύει τίποτα
Μπάστιαν Σβαϊνστάιγκερ: Mia San Mia
Ο επιλεκτικός ιδεαλισμός του Μεζούτ Οζίλ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη