To παιχνίδι στο Μάνχαϊμ, δεύτερη μέρα του περασμένου Απρίλη, είχε μόλις τελειώσει.
Και οι ρεπόρτερ του «ZDF» προετοιμάζονταν για τις καθιερωμένες επί τόπου συνεντεύξεις. Η επιλογή του πρώτου, του καλύτερου της αναμέτρησης της Χόφενχαϊμ με την Μπόχουμ, εύκολη. Ο Τακούμα Ασάνο είχε πετύχει τα δύο γκολ της νίκης των Βεστφαλών, οπότε δεν χρειάζονταν δεύτερη σκέψη.
Στήθηκε λοιπόν ο Ιάπωνας μπροστά στο μικρόφωνο και η πρώτη-πρώτη ερώτηση που του έγινε ήταν αν ήξερε πως στις εξέδρες του γηπέδου βρίσκονταν ο Χάνζι Φλικ.
«Hansi Flick, was ist das»;
Η απόκριση του Ασάνο αξιοσημείωτη. Για πολλούς λόγους. Ο προφανής είναι πως έγινε στα γερμανικά. Με τον ίδιο να τα μιλάει, όχι μέσω μεταφραστή. Μη νομίζετε, εξέλιξη αποτελούσε. Κοσμοϊστορική για την ακρίβεια, για το δικό του background τουλάχιστον.
Ο αμέσως προηγούμενος επαγγελματικός του σταθμός ήταν η Παρτιζάν. Πήγε, χωρίς να μιλάει γρι αγγλικά. Ούτε λέξη. Τι κι αν στα 22 του ο Αρσέν Βενγκέρ, στο πλαίσιο του ανοίγματος της Άρσεναλ -από τα τελευταία που έκανε στον πάγκο των «Κανονιέρηδων»– στην αγορά της Άπω Ανατολής, τον είχε αγοράσει από τη Sanfrecce Hiroshima; Χωρίς, κακά τα ψέματα, να δείχνει τίποτα το συγκλονιστικό για να γυαλίσει στον έτσι κι αλλιώς ψείρα αλλά και διορατικό ποδοσφαιρικά Αλσατό.
Τρία χρόνια μετρούσε ως τότε επαγγελματικά, με τα 2/3 των παιχνιδιών που αγωνίστηκε να έρχεται από τον πάγκο, πανηγυρίζοντας συνολικά μια ντουζίνα γκολ. Πασπαρτού μεσοεπιθετικός, έπαιζε όπου χρειαζόταν από τη μέση και μπροστά, έχοντας ως βασικό του προσόν την ταχύτητα.
Χρονομετρημένα -εσχάτως μάλιστα- τα 30 μέτρα τα κάνει σε 3.67. Σίγουρα βάσει των σχετικών συγκριτικών καταγραφών είναι μεταξύ των ταχύτερων του πλανήτη. Ο ίδιος πιστεύει, χωρίς να μπορεί να το τεκμηριώσει, πως είναι ο ταχύτερος ποδοσφαιριστής όχι μόνο της Ιαπωνίας αλλά της Ασίας ολάκερης.
Όπως και να ‘χει, το Λονδίνο δεν το έζησε. Ίσως, αν το κατάφερνε να μάθει τα εγγλέζικα έγκαιρα. Δεν μπόρεσε να βγάλει άδεια εργασίας και έτσι η Άρσεναλ επιδόθηκε σε ρεσιτάλ δανεισμών. Δύο χρόνια στην Στουτγάρδη, άλλος ένας στο Αννόβερο, μια χρονιά στην Zweite, δύο στην Bundesliga.
(Εννοείται πως) Ούτε γερμανικά έμαθε. Τα βασικά για να συνεννοείται στο γήπεδο. Μάλλον δεν πήγε και τόσο καλά, μιας και με έξι γκολ σε τρεις σεζόν δεν θα μπορούσε να παραμείνει σε αυτά της Γερμανίας. Κάπως έτσι λοιπόν ο δρόμος, καλοκαίρι του ’19, τον έφερε στα Βαλκάνια και την Παρτιζάν.
Εκεί ήταν, ύστερα από μια πρώτη προβληματική σεζόν στο Βελιγράδι, που αποφάσισε πως δεν πήγαινε άλλο. Το ξέσπασμα της πανδημίας τού έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο για να στρωθεί. Δεν πίνει, ένα ποτήρι κρασί στη χάση και στη φέξη συνιστά τη μεγαλύτερη κραιπάλη του (και αυτό, παρότι στην πατρίδα του έχει ανοίξει μπαρ, μια από τις δύο επιχειρήσεις του, η δεύτερη ένας φούρνος, όπου δουλεύουν οι δικοί του), όπου σταθεί και όπου βρεθεί κοκορεύεται πως δεν χάνει μέρα, ώρα χωρίς προπόνηση σε κάτι, σε οτιδήποτε.
Ε, πόση παραπάνω να κάνει, όταν σε συνθήκες εγκλεισμού είχε διαθέσιμη όλη μέρα; Το πήρε απόφαση λοιπόν και ακολούθησε διαδικτυακά μαθήματα και μέσα σε λίγους μήνες τα έμαθε τα ρημαδοαγγλικά.
Άλλαξε η ζωή του. Εντός και εκτός γηπέδου. Έκανε την παραγωγικότερη σεζόν της καριέρας του (2020-2021), κάτι που του έδωσε την ευκαιρία να μετατρέψει τη δυσκολία σε ευκαιρία. Τα οικονομικά προβλήματα της Παρτιζάν τεράστια. Δεν πληρώνονταν, έκανε προσφυγή, έμεινε ελεύθερος. Και ως τέτοιος επέστρεψε στη Γερμανία υπογράφοντας στην Μπόχουμ.
Το μάθημα (αποδείχτηκε πως του) έγινε μάθημα. Και με την ίδια διαδικασία, ταχύρρυθμα, έμαθε και δεύτερη γλώσσα. Δεν το έδειξε όμως με την απάντησή του μετά το παραγωγικότερο παιχνίδι της καριέρας του στη Γερμανία.
«Hansi Flick, was ist das»;
Γραμματικά, για τους γερμανομαθείς δεν είναι σωστή διατύπωση, μιας και απάντησε ρωτώντας «Χάνζι Φλικ, τι είναι αυτό»;
«Τι», όχι «ποιος».
Το λιγότερο ήταν αυτό όμως. Προφανώς, κανείς δεν στάθηκε στην γραμματική. Δεν ήξερε, επαγγελματίας ποδοσφαιριστής γερμανικής ομάδας, πως ο εκλέκτορας της «Nationalmannschaft» λέγεται, είναι ο Χάνζι Φλικ. Και γινόταν ακόμα χειρότερο, εφόσον Γερμανία και Ιαπωνία, η Εθνική του ομάδα δηλαδή, είχαν κληρωθεί στον ίδιο όμιλο του Παγκόσμιου Κυπέλλου, σεντράροντας μάλιστα στην πρώτη-πρώτη αγωνιστική του.
Τι στο καλό, θα (τον) έμαθε από τότε. Και όχι μόνο τον Γερμανό εκλέκτορα. Τον Ράουμ, για παράδειγμα, στην πλάτη του οποίου βγήκε, παίζοντας στη συγκεκριμένη στιγμή, στο 83′, στα δεξιά της επίθεσης των Ιαπώνων.
Τον Σλότερμπεκ επίσης, ο οποίος έτρεξε να καλύψει την αβλεψία του συμπαίκτη του. Τον πρόλαβε. Όχι για να τον κόψει -για σπρίντερ μιλάμε, με ή χωρίς την μπάλα- αλλά έστω για να τον τζαρτζάρει. Σίγουρα θα πίστεψε πως, οδηγώντας τον στα όρια του άουτ και με το… βουνό να καλύπτει τη γωνιά του τέρματος, ο κίνδυνος είχε περάσει.
Το… βουνό τελευταίο, τον Νόιερ, η θέα μόνο και μόνο του οποίου κάνει πόδια άλλων κι άλλων να τρέμουν, όχι ενός underachiever 28χρονου Ιάπωνα, πασπαρτού μεσοεπιθετικού, με το γκολ σπάνιο συμπλήρωμα του ρεπερτορίου του.
Και όμως. Καλύπτοντας αυτά τα 30 μέτρα με τρεις και μόνο επαφές, φτάνοντας εκεί, στα όρια του άουτ, και από εκεί, από την απίθανη γωνία, με ένα θεριό κολλημένο στην πλάτη του και ένα άλλο να του κλείνει τη θέα στο τέρμα, ο Ασάνο βρήκε τον τρόπο να περάσει την μπάλα και να την στείλει στον ουρανό των διχτυών.
Εκατό φορές να το επαναλάβει, με τις ίδιες συνθήκες, στις 99 δεν θα το πετύχει. Έκατσε. Του έκατσε η μία. Και έτσι, ερχόμενος από τον πάγκο μάλιστα, προσυπέγραψε μια ιστορική ανατροπή, μια ανεπανάληπτη νίκη της Ιαπωνίας επί της Γερμανίας.
Το παρατσούκλι που του κόλλησε ένας συμπατριώτης του δημοσιογράφος, από τις πρώτες στιγμές που συστήθηκε στο κοινό της πατρίδας του, «Τζάγκουαρ» είναι.
Δεν άρεσε στον πατέρα του. Είχε προσπαθήσει και αυτός να παίξει ποδόσφαιρο, οι οικογενειακές υποχρεώσεις όμως δεν τον άφησαν. Ζωή να ‘χει η φαμίλια του, επτά παιδιά έκανε. Τα έξι αρσενικά. Όλα επίσης αποπειράθηκαν να κάνουν επάγγελμα το τόπι.
Μόνο ο τρίτος, ο Τακούμα, το κατάφερε. Και δαύτου, του άρεσε και το «Τζάγκουαρ». Και φρόντισε, παρά τις πατρικές αντιρρήσεις, να το… κατοχυρώσει με μια κίνηση σήμα κατατεθέν του. Περισσότερο ακόμα και από τις αναρίθμητες αλλαγές χρώματος στα μαλλιά του, από γκρι σε πλατίνα, μπλε και πράσινο ως κόκκινο και πορτοκαλί. Το ουράνιο τόξο και οι ανάλογες, ποσοτικά, βαφές να είναι καλά.
Εμπνευσμένος λοιπόν από αυτό το παρατσούκλι του, κάθε φορά που σκοράρει, το πανηγυρίζει δείχνοντας τα νύχια του, κάνοντάς τα γαμψά, όπως όταν κάθε αρπακτικό -όπως ο ιαγουάρος- γραπώνει το θήραμά του.
Ήταν τέτοια η παράκρουση μετά το σημαντικότερο γκολ της καριέρας του που το ξέχασε, δεν το έκανε, βυθισμένος (και) στις αλλαγές των συμπαικτών του στα πανηγύρια. Επιστρέφοντας όμως για τη σέντρα, ξεφεύγοντας λίγο από τον αλαλάζοντα όχλο, το θυμήθηκε, γύρισε στην εξέδρα, επαναλαμβάνοντας έτσι το αγαπημένο του trademark τελετουργικό.
Μπροστά ακριβώς από τον Χάνζι Φλικ.
Was ist das?
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: MUNDIAL 2022 | Faces: Ενέρ Βαλέντσια (Εκουαδόρ) / Κόντι Χάκπο (Ολλανδία) / Ολιβιέ Ζιρού (Γαλλία)