Η καταγωγή μου είναι από τον Αχέροντα Θεσπρωτίας, εκεί είναι το πατρικό μου.
Εκεί έμεινα μέχρι τα 17 μου και εν συνεχεία μετακόμισα λόγω της πρότασης που είχα από την ομάδα του Βόλου, τον ΑΣ 2004.
Η επαφή μου με το ποδόσφαιρο ήταν… από την αρχή. Όπως όλα τα παιδιά που παίζουν με μια μπάλα, έτσι ξεκίνησα κι εγώ να την κλωτσάω και από πολύ μικρή ηλικία μάλιστα.
Ο μπαμπάς μου έπαιζε ποδόσφαιρο, οπότε μέσα από το οικογενειακό μου περιβάλλον είχα την πρώτη μου επιρροή, πήγαινα από πολύ μικρή να τον βλέπω στους αγώνες, είχε αγωνιστεί τότε μέχρι και Δ΄ Εθνική, στον Αχέροντα.
Αλλά και όλοι οι φίλοι μου έπαιζαν ποδόσφαιρο, ξεκίνησα να παίζω στα διαλείμματα μαζί τους, στη γειτονιά, πέντε-έξι ετών.
Μου άρεσε το ποδόσφαιρο, υπήρχε η σύνδεση και η αγάπη.
Στα 10 μου, ο μπαμπάς μου, καθώς είχε δει ότι το αγαπούσα πάρα πολύ και ξεχώριζα μάλιστα από κάποια αγόρια στις γειτονιές, είχε προτείνει σε έναν φίλο του, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα γυμναστής και προπονητής σε μια ακαδημία, να κάνω κάποιες προπονήσεις εκεί.
Ξεκίνησα κανονικά με τα αγόρια, ενσωματώθηκα στο γκρουπ και άρχισα και τους αγώνες μαζί τους, μέχρι τα 16 μου.
Η ποδοσφαιρική παρέα μου για έξι χρόνια ήταν σχεδόν η ίδια. Τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε άλλο κορίτσι, μόνο τον τελευταίο χρόνο είχε ξεκινήσει ένα κοριτσάκι στην ακαδημία.
Ήμουν Β’ Λυκείου και, επειδή ο μπαμπάς μου έβλεπε πόση αγάπη και πάθος είχα, μέσω επαφών με κάποιους ανθρώπους εξασφάλισε τη μετάβασή μου στον Βόλο.
Είχα κάνει δοκιμαστικά με την Εθνική ομάδα σε κάποιες προπονήσεις και εκεί μας είχαν παροτρύνει και μας είχαν προτείνει την ομάδα του Βόλου.
Έτσι ήρθαμε σε επαφή με τους ανθρώπους της ομάδας και ξεκίνησα τον δρόμο μου.
Μετακόμισα μόνη μου εκεί, τέλειωσα εκεί την Γ’ Λυκείου, έμεινα από επιλογή μια ακόμα χρονιά και έπειτα πέρασα μέσω των Πανελληνίων στο ΤΕΦΑΑ της Θεσσαλονίκης.
Τότε πήρα μεταγραφή για την ομάδα του ΠΑΟΚ και τα περισσότερα ποδοσφαιρικά μου χρόνια ήμουν εκεί, από το 2009 έως το 2016, ενώ για τα επόμενα τρία έπαιξα στη Γερμανία, σε δύο ομάδες μάλιστα, το Ζίντελφίνγκεν και το Κλόπενπουργκ.
Κατά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, πήγα και πάλι στον ΠΑΟΚ, εν συνεχεία μεταγράφηκα στον Αγροτικό Αστέρα Ευόσμου Θεσσαλονίκης και ο τελευταίος μου μεγάλος σταθμός είναι ο Παναθηναϊκός.
Γενικότερα ο κόσμος, πόσο μάλλον μια κοινωνία όπως η δική μας, ένα μικρό χωριό στην επαρχία, δεν είναι πολύ εξοικειωμένος με όλο αυτό.
Αναγνώριζαν ότι μπορούσα να παίξω καλό ποδόσφαιρο, αλλά δεν ήξεραν καν ότι υπάρχει ομάδα ποδοσφαίρου γυναικών.
Από αυτή και μόνο την άποψη, τους φαινόταν περίεργο, γιατί δεν είχαν ξαναδεί, ούτε στην τηλεόραση ίσως, γυναίκα να παίζει ποδόσφαιρο.
Παρόλα αυτά, εγώ είχα πάντα την υποστήριξη τόσο από το δικό μου, το οικογενειακό, περιβάλλον όσο και από τους φίλους μου που αναγνώριζαν ότι παίζω καλό ποδόσφαιρο.
Ποτέ κανείς δεν είχε αναφέρει κάτι αρνητικό, ώστε να με απωθήσει από το να ενταχθώ σε ποδοσφαιρική ομάδα.
Η μητέρα μου και οι αδερφές μου με στήριζαν. Ειδικά η μαμά μου ήταν υποστηρικτική σε ό,τι κι αν έκανα, γιατί έβλεπε πόσο αφοσιωμένη ήμουν.
Το μόνο για το οποίο ανησυχούσε ήταν μήπως… στραβώσουν τα πόδια μου! Το είχα ακούσει πάρα πολλές φορές κι όχι μόνο από τη μαμά μου, επικρατούσε μια τέτοια άποψη, δεν γνώριζαν βέβαια επιστημονικά αν ισχύει κάτι τέτοιο. Μπορεί εμένα, ίσως και κληρονομικά, τα πόδια μου να μην είναι ολόισια, αλλά έχω δει κορίτσια που παίζουν ποδόσφαιρο και έχουν πόδια “λαμπάδα”.
Ξεκίνησα λοιπόν να πληρώνομαι από την ομάδα του Βόλου, έπαιρνα το χαρτζιλίκι μου και μου πλήρωναν και το σπίτι.
Αυτό συνέβαινε και στον ΠΑΟΚ, επειδή δεν ήμουν από τη Θεσσαλονίκη.
Πάντα η ομάδα μού πλήρωνε το σπίτι και μου έδιναν και κάποια χρήματα, αναλόγως όπως κανόνιζα με την κάθε ομάδα.
Στη Γερμανία, καθώς είχα πάρει το πτυχίο μου στη Γυμναστική Ακαδημία, βρέθηκα σε σκέψεις σχετικά με το τι θα ακολουθήσω μετά.
Επέλεξα λοιπόν να κάνω κάτι για εμένα και να ολοκληρώσω το όνειρό μου ποδοσφαιρικά, να αγωνιστώ εκτός Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Bundesliga, αλλά και να διευρύνω ταυτόχρονα τις γνώσεις μου, να αναπτύξω το μορφωτικό μου επίπεδο.
Κι έτσι, συνδύασα σπουδές και ποδόσφαιρο, στη Γερμανία τελείωσα μια τεχνική σχολή office manager και παράλληλα έπαιζα μπάλα.
Οι μισθοί μιας γυναίκας ποδοσφαιρίστριας δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που μπορεί να φανταστεί κάποιος κατ’ αντιστοιχία με το ποδόσφαιρο αντρών.
Παρόλα αυτά, στη Γερμανία βίωσα και αντιλήφθηκα από την πρώτη στιγμή ότι τα κορίτσια εκεί έχουν καλύτερες παροχές.
Είχαμε το δικό μας γήπεδο, με φυσικό χόρτο που ήταν περιποιημένο.
Είχαμε τα δικά μας αποδυτήρια, μπορούσαμε να αφήνουμε εκεί τα αντικείμενά μας, τα ποδοσφαιρικά, για παράδειγμα, τα οποία δεν υπήρχε λόγος να τα παίρνουμε μαζί στο σπίτι.
Υπήρχαν χορηγοί που στήριζαν την ομάδα και έκαναν χορηγίες διαφόρων ειδών, όπως για παράδειγμα τα μέσα μεταφοράς μας, είχαν δώσει στην ομάδα οχτώ αυτοκίνητα και η ομάδα αναλόγως τα μοίραζε σε παίκτριες προς διευκόλυνση της μετακίνησής τους.
Τα οικονομικά δεν μπορώ να πω ότι και στη Γερμανία ήταν πολλά περισσότερα απ΄ ό,τι στην Ελλάδα, αλλά οι παροχές και η οργάνωση εκεί ξεχώριζαν από την αρχή.
Θυμάμαι υπήρχαν καταστήματα απ΄ όπου μπορούσαμε να αγοράσουμε τα ποδοσφαιρικά μας παπούτσια με έκπτωση 50%, εκτός από τα παπούτσια που μας έδινε η ομάδα, δύο ζευγάρια τον χρόνο. Δυστυχώς, δεν υπάρχει τίποτα αντίστοιχο στη χώρα μας.
Στις κομβικές στιγμές της καριέρας μου ανήκει η έναρξη, η αρχή, το ήμισυ του παντός. Τα αγόρια με βοήθησαν πάρα πολύ στην ακαδημία του Αχέροντα, δεν αισθανόμουν διαφορετική, ότι εγώ δηλαδή είμαι κοπέλα και εκείνοι αγόρια, ήμασταν όλοι μαζί μια παρέα, στις μικρές ηλικίες δεν υπάρχει αυτό το συναίσθημα τις διάκρισης, παίζουμε όλοι μαζί.
Βαθιά χαραγμένη μέσα μου, ως μια απ’ τις εντονότερες στιγμές μου, έχει μείνει και η συμμετοχή μου στην Εθνική ομάδα, κάτι που ισχύει για κάθε Έλληνα και Ελληνίδα που αγωνίζονται εκεί, είναι το υψηλότερο σημείο που μπορεί να φτάσει κανείς.
Το ότι είμαι διεθνής από το 2008 είναι μεγάλη τιμή και χαρά.
Θυμάμαι, ήμουν παρούσα σε ένα παιχνίδι εναντίον της Γαλλίας στη Γαλλία με 25.000 κόσμο στις εξέδρες. Μαγικό το συναίσθημα, τη στιγμή που αγωνίζομαι να με βλέπει τόσο πολύς κόσμος ζωντανά, φίλαθλοι να χειροκροτούν για εμάς και να φωνάζουν τα συνθήματά τους, εμπειρία ανεπανάληπτη για όλα τα κορίτσια που το βιώσαμε.
Ταυτόχρονα, βρέθηκα -από επιλογή- στην ομάδα της καρδιάς μου, τον Παναθηναϊκό. από μικρό παιδί υποστηρίζω την ομάδα, Παναθηναϊκός ο πατέρας μου.
Όταν έφτασε στα αφτιά μου ότι ο Παναθηναϊκός θα ιδρύσει τμήμα που θα ξεκινήσει από την Γ΄ κατηγορία, για εμένα αποτέλεσε ένα μεγάλο δίλημμα. Εκείνην την στιγμή αγωνιζόμουν στην Εθνική ομάδα και ήξερα ότι θα μου φέρει δυσκολία το γεγονός ότι θα επέλεγα μια ομάδα που θα αγωνιζόταν στην Γ΄ Εθνική, και μόνο λόγω της χαμηλής κατηγορίας. Παρόλα αυτά, επέλεξα να αγωνιστώ στην ομάδα της καρδιάς μου, περίμενα τόσα χρόνια να ιδρύσει τμήμα ποδοσφαίρου γυναικών ο Παναθηναϊκός.
Έκανα την επιλογή μου και νιώθω πολύ όμορφα που τη σεζόν 2021-2022 ήμασταν στην Γ’ κατηγορία κι έβαλα κι εγώ το λιθαράκι μου ώστε τη σεζόν 2022-20223 να είμαστε στη Β’, με μόνο στόχο την άνοδο στην Α’.
Στο παρελθόν έζησα σπουδαίες στιγμές με τον Παναθηναϊκό, με τον Βαζέχα, με τον Μιχάλη Κωνσταντίνου, τους ποδοσφαιριστές που ουσιαστικά θαύμαζα από παλιά.
Και στη σύγχρονη εποχή φυσικά υπάρχουν πολλοί εξαίρετοι παίκτες, όπως ο Αιτόρ ή ο Παλάσιος, και μάλιστα πολλοί Έλληνες και χαίρομαι για εκείνους, τους εύχομαι τίτλους.
Στο δικό μας αγώνα – φιέστα για το Πρωτάθλημα στη Λεωφόρο είχαν βρεθεί 1.000 φίλαθλοι του Παναθηναϊκού. Από τη φωνή, το πάθος και τις κραυγές που έβγαζαν έμοιαζαν πολύ περισσότεροι από 1.000, μας ενθάρρυναν σε κάθε φάση, σε κάθε στιγμή του αγώνα, ουσιαστικά υπενθύμιζαν ποιος είναι ο Παναθηναϊκός.
Στα προηγούμενα ο κόσμος ήταν πολύ λιγότερος, είχαμε κι εμείς ανάγκη από αυτήν την υποστήριξη, την αποθέωση σε εκείνο το ματς στο οποίο στεφόμασταν Πρωταθλητές. Είχαμε ήδη εξασφαλίσει το Πρωτάθλημα, απλώς ο κόσμος ήρθε για να πανηγυρίσει την άνοδο.
Δυστυχώς, στο ποδόσφαιρο γυναικών υπάρχει σεξισμός, προσωπικά δεν το έχω βιώσει, αλλά έχω ακούσει και έχω δει σχόλια που κάνουν σε συναθλήτριές μου, τύπου «δεν κάνεις για ποδόσφαιρο, πήγαινε να πλύνεις πιάτα», τα κλασικά σχόλια που κάνει ένας οπαδός που -είμαι σίγουρη ότι- δεν έχει ποτέ παρακολουθήσει ποδόσφαιρο γυναικών. Αν είχε παρακολουθήσει, θα είχε διαφορετική άποψη.
Από παλιά όλα τα κορίτσια που παίζαμε ποδόσφαιρο μας αποκαλούσαν «αγοροκόριτσα», αλλά δεν έχω και δεν είχα ποτέ αυτό το κάτι σαν… αντράκι. Αυτό που έχω αναπτύξει μέσα μου είναι να μπορώ να αντεπεξέρχομαι σε συνθήκες αντίξοες.
Το ότι παίζω ποδόσφαιρο, για παράδειγμα, τόσα χρόνια σε μια χώρα στην οποία το άθλημα δεν είναι τόσο ανεπτυγμένο κι ο κόσμος δεν το έχει αγκαλιάσει, αυτό από μόνο του θεωρώ ότι δημιουργεί σε εμένα νέες δεξιότητες ώστε να μπορώ να αντιμετωπίσω κάποιες καταστάσεις.
Επιπλέον, ως ερασιτέχνης αθλήτρια, έχω αναπτύξει και άλλες δεξιότητες, να μπορώ ταυτόχρονα να εργάζομαι, να είμαι προπονήτρια, να έχω σπουδάσει, να πηγαίνω στην προπόνησή μου το απόγευμα κτλ.
Όλα αυτά έχουν πλάσει έναν χαρακτήρα ανθεκτικό. Τώρα, αν είναι γυναικείος ή αντρικός; Νομίζω ότι ξεκάθαρα μια γυναίκα όλα τα μπορεί, οπότε θα παραλείψω τον όρο «αντράκι» και θα πω ότι συμπεριφέρομαι 100% ως γυναίκα!
Κάθε κοπέλα στην Ελλάδα ακολουθεί την ίδια πορεία, γιατί καμία δεν είναι επαγγελματίας ποδοσφαιρίστρια, ανεξάρτητα απ’ το ότι αγωνιζόμαστε σαν επαγγελματίες, είμαστε πολύ τυπικές και εστιασμένες σε όλο το κομμάτι, κάνουμε τις προπονήσεις αλλά και το κάτι παραπάνω (με έξτρα ατομικές).
Και το παρατηρώ κι εγώ ως προπονήτρια, καθώς προπονώ σε ακαδημία μια ομάδα αγοριών που έχει και κοριτσάκια. Τα κορίτσια έχουν διαφορετική προσέγγιση από πολύ μικρή ηλικία, πραγματικά είναι αφοσιωμένα σε αυτό που κάνουν, θέλουν να είναι συγκεντρωμένα και να τα καταφέρουν.
Η Χαρούλα Δημητρίου είναι διεθνής παίκτρια ποδοσφαίρου και Γενική Γραμματέας του ΠΣΑΠΠ.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τατιάνα Γεωργίου: Γιατί να μην παίζουμε μπάλα;
Δανάη-Ελένη Σιδηρά: Γεννημένη για την Μπάλα!
Ελένη Μάρκου: My way: Καστοριά – Έσσεν
Ιωάννα Χαμαλίδου: Μόνη στην Πόλη
Βεατρίκη Σαρρή: Τόλμα Να Ονειρευτείς
Ανθούλα Αρβανιτάκη: Σχεδιάζοντας στο τετράδιο / Μυρτώ Νούλα: Ταγμένη στην μπάλα
Γιώργος Κυριαζής: Ταξίδια Στο Άγνωστο / Μιχάλης Ξημεράκης: Η ώρα των Γυναικών
Γιώργος Μπαντης: Εμπνευσμένες μειοψηφίες