Δεν είναι πλέον 25. Δεν είναι 30. Δεν πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον τοίχο, γνωρίζοντας πως όχι μόνο θα περάσει από μέσα του αλλά θα τον διαλύσει απλώς και μόνο που θα τον αγγίξει.
Πλέον νιώθει. Αισθάνεται. Επηρεάζεται. Από το τζαρτζάρισμα. Από τους πιο δυναμικούς, εύσωμους, σκληρούς, βίαιους αντιπάλους. Που ποτέ δεν είναι ένας. Αυτό, πια, προσμετράται. Κάποτε δεν έβλεπε, ακόμα και αν είχε μπροστά του μισή, ή και παραπάνω, 11άδα.
Όπου και αν την/τους έβρισκε. Στο κέντρο, κάτω από το κέντρο, στην περιοχή. Μπορούσε, το είχε, με την μπάλα στα πόδια να επιταχύνει και να αφήσει πίσω του όσους κυνηγούσαν. Είτε την μπάλα είτε τα πόδια του. Δεν τον ένοιαζε. Έδινε την εντύπωση, τη σιγουριά, πως μπορούσε, αν ήθελε, να γύριζε πίσω και να τους… γύριζε όλους. Ξανά, βόλτα, για να τους περάσει από την αρχή.
Δεν είναι όμως πια 25. Δεν είναι πια 30. Τα πόδια δεν πάνε όπως πήγαιναν. Το κορμί δεν αντέχει όσο άντεχε. Λογικό. Στα 36 περπατάει πια. Ακόμα και δαύτος, ο καλύτερος που έχει κλωτσήσει ποτέ το τόπι, βαραίνει. Πατάει πιο βαριά, βυθίζεται περισσότερο στο χορτάρι, δυσκολεύεται πια να τσουλήσει, αέρινα, πάνω του.
Πόσο μάλλον όταν το βάρος δεν είναι μόνο στα πόδια, στο κορμί, αλλά και στους ώμους. Πόσο μάλλον όταν δεν κουβαλάει μόνο τον δικό του μύθο μα και την προσμονή της διαιώνισής του για χάρη ενός ολόκληρου έθνους. Πόσο μάλλον όταν δεν (συγ)κρίνεται από τους πατριώτες του, από τον κόσμο όλον, με μέτρα ανθρώπινα, συμβατικά, βιολογικά, αλλά μόνο με εκείνα που όρισε το θείο.
Σε όλο το πρώτο ημίχρονο κόντρα στο Μεξικό ψαχνόταν και έψαχνε. Τη φάση, την στιγμή, την ευκαιρία. Παίζοντας εκεί, μπροστά, πιο κοντά με τους παραστάτες της επίθεσης. Δεν λειτουργούσε. Δεν γινόταν. Δεν βοηθούσε, δεν τον βοηθούσαν.
Στο δεύτερο γύρισε πίσω. Κόλλησε ακόμα και στους κεντρικούς αμυντικούς. Για να πάρει μπάλα. Να την νιώσει στα πόδια του. Δεν είχε μήτε τη φιλοδοξία ούτε και τα κουράγια να περάσει τους πάντες, να κάνει αυτό που χρειαζόταν η ομάδα του, πλέον όμως άλλο ζητούσε.
Δύο επαφές. Συνεχόμενες. Σε χώρο ικανό είτε να γίνει άμεσα επικίνδυνος ή να του επιτρέψει να κάνει άλλους επικίνδυνους. Την πρώτη φορά που τις βρήκε, κέρδισε φάουλ. Η εκτέλεση απογοητευτική. Στη δεύτερη είδε μια πάσα, μια “τρύπα” στην κίνηση του επιθετικού, που μόνο αυτός θα μπορούσε να δει, να φανταστεί, να κάνει, για να τον βγάλει φάτσα με τον τερματοφύλακα. Δεν πέρασε.
Η τρίτη όμως του έφτανε. Διάολε, και πολύ ήταν. Κρύφτηκε από αντιπάλους στόπερ και χαφ, σεργιανίζοντας, χωρίς την μπάλα, στα όρια του ημικυκλίου, ολομόναχος. Για να μην το χαλάσει, ούτε καν χέρια δεν σήκωσε ζητώντας πάσα. Την πήρε. Χρόνο είχε ίσα-ίσα γι’ αυτές ακριβώς τις δύο επαφές.
Ένα κοντρόλ με το ζερβό για να φέρει την μπάλα μπροστά του, μετρώντας απόσταση, χώρο, χρόνο, αντιδράσεις, πού και πώς να την περάσει. Όλα τούτα, ναι, δεν επηρεάζονται από τα χρόνια. Αυτά μεστώνουν, ωριμάζουν, επιλέγουν το πότε θα κυριαρχήσουν, θα κάνουν τη διαφορά, θα υποκαταστήσουν όσα και ό,τι το κορμί δεν μπορεί πλέον να δώσει.
Η δεύτερη επαφή αυτή ακριβώς που έπρεπε. Μετρημένη σε χρόνο και χώρο, ζυγισμένη σε γωνία και χρονισμό. Πριν προλάβουν να ζυγώσουν οι τρεις που έπεφταν πάνω του, αντιλαμβανόμενοι το λάθος που έκαναν να του αφήσουν αυτό ακριβώς το περιθώριο της δεύτερης επαφής, εκεί που του την έδωσαν. Πριν προλάβει να δει ο τερματοφύλακας καλύτερα και να κινηθεί γρηγορότερα.
Η μπάλα έφυγε, πάντα, από το ζερβό, πέρασε ανάμεσα στα κορμιά, χωρίς να σηκωθεί παρά ελάχιστα από το χορτάρι και κατέληξε ακριβώς στο πλαϊνό δίχτυ.
Γκολ. Το.
Όχι γιατί ήταν όμορφο. Έχει πετύχει (πολύ) πιο όμορφα. Όχι γιατί ήταν εντυπωσιακό. Έχει πετύχει άλλα, δεκάδες άλλα, περισσότερα.
Είναι το γκολ, γιατί αναδεικνύει την προσαρμοστικότητά του. Το μεγαλείο, την ιδιοφυΐα, τη μοναδικότητά του, την πνευματική του ανωτερότητα, με την οποία όχι απλώς αναπληρώνει τα όσα το κορμί πια δεν δίνει όπως και όσο έδινε αλλά διατηρείται σε επίπεδο που πάλι, ακόμη, δεν προσεγγίζεται.
Από κανέναν. Παρά από τον Θεό, του οποίου από την στιγμή που εμφανίστηκε θεωρήθηκε γιος και ο μόνος που μπορεί, κάποια στιγμή, να γίνει και ομοούσιος του.
Άλλη ευκαιρία πέραν αυτού του Παγκόσμιου Κυπέλλου δεν θα έχει για να το πλησιάσει. Ναι, ικανός είναι να παίζει και στα 40 του, να παίξει και στο επόμενο, ξεχωρίζοντας ακόμη και τότε, αλλά, κατά τα ψέματα, ο πανδαμάτορας -γνωστό- δεν νικιέται.
Και σύμμαχος ο χρόνος δεν ήταν ούτε για την Αργεντινή απόψε. Αν δεν κατέβαλε το Μεξικό, το φινάλε θα ήταν άδοξο. Για όλους. Η νίκη, η οποία “ξεκλείδωσε” με αυτό το γκολ, δεν εξασφάλισε ακόμη πως δεν θα είναι, μιας και η «Albiceleste» πάλι αποτέλεσμα θα ψάξει στο τέλος των ομίλων.
Πλέον όμως είναι αλλιώς. Αλλιώς είναι όλα. Γιατί τα έκανε αλλιώς, τα κάνει αλλιώς, ο Λιονέλ Μέσι.
Αλλά το αποτέλεσμα ίδιο είναι. Αρκεί να βρει αυτές τις δύο επαφές…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: