Την πατρίδα των γονιών του ο Καλιντού Κουλιμπαλί την ήξερε κυρίως από τις περιγραφές τους. Την είχε επισκεφθεί μόνο, ακόμα πιο μικρός.
Παρότι μεγάλωνε σε χωριουδάκι που ζούσαν όλες οι φυλές του Ισραήλ, στο Σεν Ντιέ, εκεί όπου γεννήθηκε και εκεί όπου είχε καταφύγει ο ξυλοκόπος πατέρας του (δούλευε πέντε χρόνια, χωρίς ρεπό, σε κλωστοϋφαντουργείο, για να μπορέσει να φέρει εκεί και τη σύζυγό του), εν τούτοις ήταν… γαλλάκι κανονικό και δεν γινόταν παρά να μην προσέξει τις τεράστιες διαφορές που είχε με τους συνομηλίκους του στη Σενεγάλη.
«Πάμε να πάρουμε παπούτσια στα παιδιά», ζητούσε από τη μητέρα του, βλέποντας να είναι ο μόνος που φορούσε, παίζοντας μαζί τους στον δρόμο. «Βγάλ’ τα κι εσύ και παίξε ξυπόλητος», η μητρική απόκριση.
Καλοκαίρι του 2002 ήταν 11 χρόνων. Πήγαινε σχολείο, όταν το πατρογονεϊκό αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα θα συμμετείχε για πρώτη φορά στην ιστορία του σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Και με τι πρεμιέρα. Κόντρα στην κάτοχο του τίτλου Γαλλία. Τα γονίδιά του, όλο το είναι των προγόνων του, κόντρα σε αυτό που στη σύντομη ζωή του μάθαινε να αποκαλεί πατρίδα, σπίτι. Την επιλογή όμως την είχε κάνει. Σενεγάλη υποστήριζε.
Το παιχνίδι ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσει σε ώρα που είχε μάθημα στο σχολείο. Δεν υπήρχε τρόπος μέσα στην αίθουσα κανείς να πληροφορείται τα όσα γίνονταν στο εναρκτήριο παιχνίδι της διοργάνωσης στη Σεούλ.
Την ώρα της σέντρας, ο δάσκαλος τούς ζήτησε να ανοίξουν τα βιβλία. Η κατήφεια ξεχείλιζε, αλλά κανείς από τους μαθητές δεν παράκουσε. Κανείς δεν διάβαζε. Κοίταζαν τα βιβλία, αλλά εικόνες έβλεπαν, πλάθοντας σενάρια στο μυαλό τους. Δύο-τρία μόλις λεπτά μετά, ο δάσκαλος, αντιλαμβανόμενος το κλίμα, τους ζήτησε κάτι νέο, διαφορετικό, παράξενο. Να κλείσουν τα βιβλία.
«Τι γίνεται; Τι μας λέει»;
«Θα παρακολουθήσουμε μια εκπαιδευτική ταινία, την οποία είμαι σίγουρος πως θα βρείτε βαρετή».
Φέρνει λοιπόν στο κέντρο της αίθουσας τη μικρή τηλεόραση που υπήρχε εκεί, την ανοίγει και αμέσως ό,τι οι μικροί φαντάζονταν, voilà, ολοζώντανο, απτό μπροστά τους. Έτσι παρακολούθησε τα «Λιοντάρια της Τεράνγκα» να σοκάρουν τον πλανήτη, κερδίζοντας τους «Tricolore». Όποια αμφιβολία μπορεί να υπήρχε μέσα του για το τι ήταν, τι ένιωθε και κυρίως ό,τι αργότερα θα καλούνταν να διαλέξει, τότε του ξεκαθαρίστηκε οριστικά.
Βλέποντας τη Σενεγάλη να επικρατεί και να συνεχίζει στα νοκ άουτ, στέλνοντας από τους ομίλους κιόλας πίσω στη Γαλλία τους «Tricolore».
Βλέποντας τον Πάπα Μπούμπα Ντιοπ να πετυχαίνει το νικητήριο γκολ, με τον πανηγυρισμό του να είναι ακόμα πιο μνημειώδης, αλησμόνητος. Βγάζοντας τη φανέλα του, αφήνοντάς την στο κόρνερ και παρακινώντας τους συμπαίκτες του να χορέψουν μαζί του, γύρω της, πάνω της.
Τη φανέλα με το «19» στην πλάτη.
Είκοσι χρόνια (και κάτι μήνες) αργότερα, αυτό το «19» ο Κουλιμπαλί το φόραγε στο μπράτσο του. Αρχηγός πλέον της Σενεγάλης, το είχε γραμμένο στο περιβραχιόνιό του. Φόρος τιμής σε εκείνον τον σκόρερ του παρθενικού γκολ της Εθνικής του ομάδας σε τελικά Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Φόρος τιμής για τον άδοξο χαμό του, τέτοια μέρα ακριβώς πριν δύο χρόνια. Μόλις στα 42 του.
Άλλο γκολ στην καριέρα του με το εθνόσημο ο κεντρικός αμυντικός δεν είχε πετύχει. Το ριζικό, τα πνεύματα, το σύμπαν τον έφεραν να πανηγυρίσει το παρθενικό του, χαρίζοντας με δαύτο νίκη επί του Εκουαδόρ και πρόκριση στην τελική 16άδα για τη Σενεγάλη.
Με το «19» στο μπράτσο. Και μετά το τέλος του παιχνιδιού, πάλι αφημένο στο χορτάρι, με άλλους Σενεγαλέζους, μια γενιά μετά, να στήνουν χορούς γύρω του.
Ο κύκλος του Καλιντού Κουλιμπαλί, αυτός που είχε ανοίξει πριν δύο δεκαετίες μπροστά από μια τηλεόραση σε μια σχολική αίθουσα, έκλεισε. Ταιριαστά, ιδανικά, απόλυτα συμμετρικά.
Και ακριβώς επειδή έτσι έκλεισε, τεκμαίρεται και μαθηματικά, με εξισώσεις και συναρτήσεις, αλλά και πιο ανθρώπινα, απλά, συναισθηματικά, ακόμα και μεταφυσικά, πως ο επόμενος, αυτός που θα καταλήξει στον διάδοχο που κανείς ακόμη δεν ξέρει, έχει ήδη ξεκινήσει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: