Το ματς κάθε Σάββατο ήταν Μίλαν – Μπαρτσελόνα. Στην αλάνα του γυμνασίου της γειτονιάς Μονκοσέιγ, στην Εσόνη, μισή ώρα δρόμος από το Παρίσι. Προάστιο, γειτονιά, γυμνάσιο, αλάνα, μεταναστών, εμιγκρέδων.
Όσοι έπαιζαν, ξεκινώντας από πιτσιρίκια και πηγαίνοντας έτσι για χρόνια, μεγαλώνοντας και με τη σειρά τους αργότερα αυτοί στρατολογώντας και βρίσκοντας καινούργιους για να συμπληρωθούν οι 11άδες, φορούσαν κανονικά τις εμφανίσεις των ομάδων στις όποιες ανήκαν. Συνήθως μαϊμού.
Το έπαθλο επίσης φανέλες ήταν. Εμφανίσεις. Μια original. Και πήγαινε είτε στον αρχηγό είτε στον πολυτιμότερο, τον καλύτερο, της νικήτριας ομάδας. Ανταμοιβή απολύτως συμβολική, έτσι κι αλλιώς. Το παιχνίδι ήταν αυτό που ενδιέφερε, το πικάρισμα στους φίλους, στους γείτονες, μέσα από δαύτο. Γι’ αυτό και σπάνια κρατούσε 90 λεπτά. Πότε τρεις, άλλοτε τέσσερεις ώρες. Ποιος νοιαζόταν;
Ακόμα και οι γονείς του Ουαλίντ Ρεγκραγκί, οι οποίοι μπορούσαν από το δωμάτιο του Πύργου 25, μιας συνηθισμένης δηλαδή εργατικής κατοικίας μαζικών διαμερισμάτων, να δουν την αλάνα όπου έπαιζε ο γιος τους, τρίτο από τα έξι συνολικά παιδιά τους, δεν ενδιαφέρονταν. Όχι γιατί ο κανακάρης έδειχνε ή φαινόταν πως είχε κάτι ξεχωριστό, αλλά γιατί ήταν, έμενε εκεί. Παίζοντας.
Φορώντας τη «rossonero». Η εποχή που μεγάλωνε ήταν η εποχή των Ολλανδών. Γκούλιτ, Ράικαρντ, Βαν Μπάστεν. Τον τελευταίο υποδυόταν. Σε θέση και ρόλο στο γήπεδο. Ως εκεί όμως. Άντε και ως την επόμενη γειτονιά, την Ταρτερέτ, που απέναντι στην ομάδα της συνασπίζονταν «Μιλανέζοι» και «Καταλανοί», με τον «Βαν Μπάστεν» μπροστάρη και αρχηγό τους.
Σε γραφείο τον ήθελε ο πατέρας του, να βγάζει έτσι μεροκάματο. Ευυπόληπτος, σε ένα οποιοδήποτε γραφείο. Οκτάωρο, 9-5, έχοντας πίσω του κορνιζαρισμένα διπλώματα και πτυχία. Τον έσπρωξε όσο περισσότερο γινόταν. Ανταποκρίθηκε, με σπουδές (βασικές έστω, μα ενδεικτικές παιδείας και κουλτούρας που υπογραμμίζονται από τις τέσσερεις γλώσσες που μιλάει) πρώτα σε κοινωνικές και μετά σε οικονομικές επιστήμες, αλλά το σαράκι της μπάλας ήταν που τον έτρωγε. Θα είχε δική του, κανονική, φανέλα. Δεν θα έπαιζε στην αλάνα. Και ας μην ήταν «Βαν Μπάστεν».
Δεξιό μπακ τον “είδε” ο Ρούντι Γκαρσία, πριν την ενηλικίωση, του έδωσε την ευκαιρία και την επαγγελματική πια δυνατότητα, δεξιός μπακ και έγινε. Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το σπέσιαλ. Αξιοπρεπής, τίμιος, σταθερός και συνεπής. Γάλλος γέννημα θρέμμα, μα Άραβας σε γονίδια, λογική και… κατεύθυνση (παρότι τα αραβικά μέχρι και πρόσφατα τα φοβόταν για να τα μιλήσει, τουλάχιστον δημοσίως).
Μέχρι την ενηλικίωση, υποχρεωτικά ένα δίμηνο τα καλοκαίρια το πέρναγε με την οικογένεια στο Φνιντέγκ, τον τόπο του πατέρα του στο Μαρόκο.
Δεν χρειάστηκε ποτέ να διαλέξει ποδοσφαιρική εθνικότητα, αλλά τα «Λιοντάρια του Άτλαντα» θα διάλεγε, αν χρειαζόταν, χίλιες φορές. Κορυφαία του στιγμή η χειρότερη της Εθνικής του, όσο φορούσε το εθνόσημο. αναδείχτηκε κορυφαίος αμυντικός στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής του 2004, στον Τελικό όμως ηττήθηκε από την Τυνησία.
Η μετάβαση στους πάγκους φυσιολογική εξέλιξη. Όσοι κατά καιρούς συνεργάστηκαν μαζί του υπογράμμιζαν τη φιλομάθειά του για τακτικές, προπονητικούς κύκλους, σχήματα, φιλοσοφίες. Ξεκίνησε assistant στην Εθνική, η μεγάλη του επιτυχία ήρθε στην πρώτη solo δουλειά, στην Αλ Φατχ, την οποία και διαδοχικά οδήγησε στους παρθενικούς τίτλους της ιστορίας της (Κύπελλο και Πρωτάθλημα).
Αύξησε δημοτικότητα, αύξησε αναγνώριση, αύξησε κύρος. Μέχρι και από τον ίδιο τον Βασιλιά βραβεύτηκε. Αύξησε και λογαριασμούς, μετακομίζοντας στο Κατάρ, προτού επαναπατριστεί για να κερδίσει με την Αλ Γουιντάντ το Αφρικανικό Champions League.
Έτσι, όταν τέθηκε αρχές φθινοπώρου το ερώτημα ποιος θα καλούνταν στην αποστολή καμικάζι να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα του πρώην εκλέκτορα, Βαχίντ Χαλίλχοτζιτς, και να οδηγήσει το Μαρόκο στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ήταν η προφανής επιλογή. Το παράδοξο ήταν πως αυτή ήταν και για τον ίδιο.
Δεν φοβήθηκε από το διαχρονικά εκρηκτικό χαρμάνι των αποδυτηρίων των Bορειοαφρικανών. Διαχειριζόταν, πιτσιρικάς, συνομηλίκους του στο γκέτο. Τι είναι πιο δύσκολο;
Δεν κώλωσε από την παραδοσιακή απέχθειά τους στην τακτική, στην εξυπηρέτηση του συλλογικού σκοπού με τη θυσία της ατομικής προβολής. Το είχε πετύχει στις φορές που «Μίλαν» και «Μπαρτσελόνα» γίνονταν ένα για να κοντράρουν τους επίλεκτους της άλλης γειτονιάς.
«Απαγορεύεται να σταματήσεις, να πασάρεις σταματημένος, να δεχτείς την πάσα σταματημένος». Αυτό είχε, μέχρι και την έναρξη του Παγκόσμιου Κυπέλλου, ο τεχνικός ως μότο του σε φωτογραφία προφίλ στο γκρουπ που είχε φτιάξει με τους ποδοσφαιριστές του στο what’s app. Από τη σέντρα του τουρνουά και μετά δεν το χρειάστηκε. Η ομάδα του το επιδείκνυε στο γήπεδο.
Δεν έβαλε όριο στη φιλοδοξία του ούτε και φοβήθηκε να το μοιραστεί με τα αποδυτήρια. «Όσοι έρχονται περιμένοντας πως θα παίξουν τρία παιχνίδια, καλύτερα να μην έρθουν καθόλου». Και τελικά, το μάξιμουμ των επτά που θα μπορούσαν να δώσουν στο τουρνουά θα το παίξουν.
Το έβδομο όμως δεν θα είναι Κυριακή αλλά Σάββατο. Ο μικρός, ανούσιος, Τελικός. Επίτευγμα, έτσι κι αλλιώς, ιστορικό, ανεπανάληπτο, η τετράδα του κόσμου για το Μαρόκο, για ένα αφρικανικό αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, με την εικόνα του στον ημιτελικό κόντρα στη νυν Παγκόσμια Πρωταθλήτρια και επίδοξη νέα να δικαιολογεί απόλυτα την πορεία και -πλέον- τη θέση των «Λιονταριών» και να τον χρίζει, αυτοδίκαια, στην προπονητική αποκάλυψη της διοργάνωσης.
Ανεξαρτήτως αν καταλήξει τέταρτος, αν έφτανε στον Τελικό, ακόμα-ακόμα κι αν κέρδιζε τον τίτλο.
Για τον Ζορζ, τον αρχηγό μεγάλης παιδικής αντιπάλου του Μαροκινού Ομοσπονδιακού, της «Μπαρτσελόνα», ο οποίος μένει ακόμη στο Μονκοσέιγ, συντηρώντας πια μπαρμπέρικο και βλέποντας εκεί, στην ίδια αλάνα του γυμνασίου, στη βάση του Πύργου 25, κάθε Σάββατο λογιών-λογιών «μεγάλες ομάδες» με μαϊμού φανέλες να διεκδικούν ό,τι και ο ίδιος πιτσιρικάς διεκδικούσε, το Σάββατο – Κυριακή έχει διαφορά. Έστω και μόνο αυτό.
Όπως και για όλη τη γειτονιά, η οποία νέκρωνε, παρακολουθώντας την πορεία του πιο φημισμένου τέκνου της.
Γι’ αυτό και τούτο το Σάββατο ματς στην αλάνα δεν θα γίνει. Θα παίζει το Μαρόκο, του Ουαλίντ Ρεγκραγκί, “απλώς” έναν Τελικό. Μικρό, ναι…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: MUNDIAL 2022 | Faces: Ενέρ Βαλέντσια (Εκουαδόρ) / Κόντι Χάκπο (Ολλανδία) /
Ολιβιέ Ζιρού (Γαλλία) / Τακούμα Ασάνο (Ιαπωνία) / Ριτσάρλισον (Βραζιλία) /
Ρουζμπέχ Τσεσμί (Ιράν) / Λιονέλ Μέσι (Αργεντινή) / Τζαμάλ Μουσιάλα (Γερμανία) /
Κάρλος Κασεμίρο (Βραζιλία) / Καλιντού Κουλιμπαλί (Σενεγάλη) / Αλέξις Μακ Άλιστερ (Αργεντινή) /
Γιόσκο Γβάρντιολ (Κροατία) / Ρέμο Φρόιλερ (Ελβετία) / Ντένζελ Ντούμφρις (Ολλανδία) /
Τζουντ Μπέλινγκχαμ (Αγγλία) / Ντόμινικ Λιβάκοβιτς (Κροατία) / Κριστιάνο Ρονάλντο (Πορτογαλία) /
Ναουέλ Μολίνα (Αργεντινή) / Σοφιάν Άμραμπατ (Μαρόκο) / Χουλιάν Άλβαρεζ (Αργεντινή)