Ο φόβος δημιουργείται συνήθως ως προσπάθεια του νου να ελέγξει το μέλλον, το άγνωστο.
Δεν είναι θεωρίες ούτε μεταψυχολογικές υποθέσεις οι ενορμήσεις, οι παρορμήσεις και η ροπή προς την αυτοκαταστροφή και την ετεροκαταστροφή. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να πολεμάμε την πίεση, αναζητώντας καταφύγιο σε εμμονές, ψέματα, δικαιολογίες, εθισμούς. Η αποφυγή επεξεργασίας των προβλημάτων, τα συγκρουσιακά διλήμματα, οι αναπαραστάσεις βιωματικών κενών, τα ναρκισσιστικά bunkers διατήρησης του πλούτου, της φήμης, του έρωτα, της ψευδαίσθησης.
Δεν έχει απαντήσει σε κανένα από αυτά τα ερωτήματα της ζωής του ο Μαρκ Μπόσνιτς, πιθανόν δεν μπήκε ποτέ στη διαδικασία να αντικρύσει γυμνό τον ψυχισμό του και να παλέψει με τους σκελετούς του παρελθόντος του. Όλα τα είχε. Χρήματα, φήμη, δόξα, ιδανικές συνθήκες εργασίας, είχε αγγίξει “τα πολλά”, όταν είχε σύμμαχο τη νιότη και μπορούσε να τα χαρεί. Και τελικά τα κατέστρεψε.
Δεν είναι μια ενδεικτική ιστορία ποδοσφαιριστή η δική του, δεν εντάσσεται στο σωρό των αφανών ηρώων, δεν ανήκει στον κλασσικό δεκάλογο του τερματοφύλακα. Γεννημένος και μεγαλωμένος Down Under, «εκεί κάτω», στο Λίβερπουλ του Σύδνεϋ, η ειρωνεία της ζωής τον έφερε στην Αγγλία μαζί με την οικογένεια, στο Μάντσεστερ.
Η αλλαγή για ένα αγόρι που μόλις βγήκε από την εφηβεία έμοιαζε σαν μετωπική με φορτηγό στην εθνική οδό. Απότομη, βίαιη, δυσβάσταχτη. Άλλη ήπειρος, άλλες συνήθειες, άλλες παραστάσεις, διαφορετική κουλτούρα. Παντού. Έπρεπε να επιβιώσει, να βρει μια διέξοδο, να φανεί για να μην τον πνίξει το σκοτάδι του πολιτισμικού σοκ.
Πήγε να δοκιμαστεί στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ναι, εκείνα τα χρόνια στο ποδόσφαιρο της πρώτης γραμμής γινόταν ένα παιδί να ενταχθεί σε ομάδα της ελίτ μετά από μια δοκιμή, δίχως να έχει χρειαστεί η αθλητική και ψυχική του διάπλαση στο δίκτυο των ακαδημιών της. Ήταν όλα αλλιώς το 1989 στον κόσμο. Κοινωνικά, οικονομικά, γεωπολιτικά, τεχνολογικά, αθλητικά, προσθέστε όποιον τομέα θέλετε. Όλα διαφορετικά.
Ο Σερ Άλεξ είδε “κάτι” επάνω του. Δεν εξήγησε ποτέ τι ήταν αυτό, πέραν της αδιανόητης ατάκας περί «επαγγελματία» που ανέφερε, όταν τον πήρε ξανά στη Γιουνάιτεντ.
Κι όμως, ναι, ο Μαρκ Μπόσνιτς είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που ο Φέργκιουσον σε 26 χρόνια θητείας στο Μάντσεστερ ζήτησε να υπογράψει δυο φορές.
Απίθανο ρεκόρ, απίθανη σύμπτωση, ιδανική για τα πιο σκληρά trivial του παρόντος και του μέλλοντος.
Δεν ήταν κάτι το εξαιρετικό ο Μαρκ. Όλοι έμοιαζαν να γοητεύονται πιο πολύ από το εκκεντρικό της ιστορίας του, την αυστραλιανή προφορά, τα διαρκή προβλήματα πότε με την άδεια παραμονής, πότε με τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Εγγράφηκε στο πάλαι ποτέ σπουδαίο Polytechnic του Μάντσεστερ, προσποιήθηκε το φοιτητή, ενόσω αγωνιζόταν στη Γιουνάιτεντ. Οξύμωρο στις μέρες μας που όλα (νομίζουμε ότι) εξασφαλίζονται με ένα τηλέφωνο.
Αν ήταν όλα εύκολα για τον Μαρκ, δεν θα χρειαζόταν να επιστρέψει στην Αυστραλία, προκειμένου να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία. Σαν μωρό παιδί που ουρλιάζει και οδύρεται, σύρθηκε στην απόφαση να δεχτεί μετάθεση στην έκρυθμη Γιουγκοσλαβία, προκειμένου να επιστρέψει σε ευρωπαϊκό έδαφος. Μην φανταστείτε δύσκολες θητείες, μέτωπο και τα συναφή. Όλα εντάσσονται στην ψυχολογική διατήρηση, στις έξοδο από το comfort zone, στην εξατομίκευση μιας φαντασιακής “καταστροφής”.
Η λύση που βρήκε για τον εαυτό του ήταν ένας “λευκός” γάμος με Βρετανίδα. Η πόρτα της Γιουνάιτεντ είχε κλείσει, παρότι την χτύπησε δυνατά παραπάνω από μια φορές. Ο άβολος γάμος πρόσφερε την πολυπόθητη δυνατότητα επιστροφής, όχι όμως εκεί που ήθελε. Υπέγραψε στην Άστον Βίλα, όπου κλήθηκε να κάνει το δεύτερο.
Είχαν περάσει ήδη τρία χρόνια από την πρώτη του επαφή με την αγγλική πραγματικότητα, περπατούσε τα 20, ήταν ήδη έγγαμος και είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Αν απομονωθεί ως context, είναι συγκλονιστικό, όπως συγκλονιστική ήταν και η μαθητεία πλάι στον μυθικό Νάιτζελ Σπινκ, θεματοφύλακα του Villa Park για μια 20ετία.
Η ομάδα έκανε τρομερή πορεία, κατετάγη δεύτερη πίσω από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ήταν η αποκάλυψη ολόκληρης της Premier League. Από την επόμενη σεζόν ξεκίνησε να παίρνει και παιχνίδια, να αισθάνεται σημαντικός, να γίνεται ποδοσφαιριστής με όλη τη σημασία του όρου. Πίεση για το αποτέλεσμα, ψυχολογικές μεταπτώσεις, ταξίδια, χαρές, απογοητεύσεις.
Μαζί με τη Βίλα που κατέκτησε το League Cup, άνθιζε και ο «Aussie», ο αγαπημένος Αυστραλός των οπαδών. Ο Μαρκ απέκρουσε τα τρία πέναλτι στον ημιτελικό με την Τρανμίρ, ο Μαρκ σταμάτησε την παλιά του ομάδα στον μεγάλο Τελικό του Wembley. Πελάγη ευτυχίας, αναγνωρισιμότητα, γυναίκες, λεφτά.
Ο Μαρκ έγινε ένας μικρός ήρωας στο Μπέρμιγχαμ, συνώνυμο του ανθρώπου «που έκοψε το Τρεμπλ από τη Μάντσεστερ του “Φέργκι”». Δικαίως πήρε τη φανέλα σπίτι, λιγότερο δίκαια διατήρησε τη θέση του επί επτά συναπτά έτη, μιας και η απόδοσή του ξαφνικά απέκτησε αντίποδες. Μια Κυριακή αξιέπαινος, την επόμενη αξιοθρήνητος. Οι μεταπτώσεις στη συμπεριφορά του, τα νεύρα, οι ακατανόητες αντιδράσεις, όπως εκείνη στο White Hart Lane το ’96, όταν διέσχισε την περιοχή, στάθηκε μπροστά στο πέταλο των οπαδών της Τότεναμ και έτεινε το χέρι του για έναν αδίστακτο ναζιστικό χαιρετισμό άνευ λόγου και αιτίας.
«Απάντησα στις ύβρεις με μια χειρονομία που προσβάλλει», ψέλλισε στην απολογία του, επί της ουσίας δικαιολογήθηκε με παιδικό τρόπο, όπως είχε κάνει και στα μέρη μας ο Γιώργος Κατίδης, ακόμα ένα παιδί με πλήρη έλλειψη ενσυναίσθησης των πράξεών του. Ο εβραϊκής καταγωγής Μπόσνιτς δεν σεβάστηκε ούτε το αίμα των προγόνων του, δεν υπολόγισε τη βεβήλωση της κληρονομιάς του. Ήταν απλώς “αλλού”.
Στην απολογία του κατά την ακρόαση στο Πειθαρχικό της Ομοσπονδίας έκανε λόγο για πίεση εξ αιτίας του υπό λήξη συμβολαίου του, για ψυχολογικό πόλεμο, επειδή είχε αποφασίσει να αφήσει τη Βίλα, είπε χίλια-δυο εκτός από εκείνο που έπρεπε. Ότι έκανε λάθος. Είχε ήδη μιλήσει με τον Φέργκιουσον για την επιστροφή στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, θεώρησε σωστό ότι, εξωθώντας την κατάσταση στα άκρα, θα λυνόταν και ο ψυχολογικός δεσμός με το κοινό του Μπέρμιγχαμ που τον αγάπησε.
Υπέγραψε σε μια Γιουνάιτεντ για πρώτη φορά χωρίς το «Μεγάλο Δανό» στο ρόστερ, αυτό το κενό κλήθηκε να αναπληρώσει. Ένα κενό επί της ουσίας όχι απλώς δυσαναπλήρωτο αλλά αβάστακτο. Η ομάδα σε “αποσυμπίεση” μετά το ιστορικό Τρεμπλ του 1999, στον κολοφώνα της δόξας της, αλλά με μοναδική πορεία εκείνη προς τα κάτω. Επειδή ψηλότερα δεν υπήρχε να φτάσει.
Ανακοινώθηκε την ημέρα που υπέγραψε και ο Σμάιχελ στην Σπόρτινγκ, η ομάδα κατέκτησε το Διηπειρωτικό στον Τελικό με την Παλμέιρας και έψαχνε απεγνωσμένα να ξεφορτωθεί το flop του Ιταλού Ταίμπι, μιας από τις πιο περίεργες και αποτυχημένες μεταγραφές τερματοφυλάκων στην ιστορία του Αγγλικού Πρωταθλήματος.
Όταν βρέθηκε η λύση με τον Μπαρτέζ, ο Μπόσνιτς έπαψε να είναι χρήσιμος στον Φέργκιουσον, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια λύση ανάγκης στον καιρό της τρικυμίας. Ο Μπόσνιτς δεν κατόρθωσε ποτέ να κατανοήσει τον εμπαιγμό. Επί της ουσίας, από την ημέρα που ο Γάλλος πάτησε το χορτάρι του Old Trafford, ο Αυστραλός πήρε ολοκληρωτικά την κατιούσα.
Μια τελευταία ευκαιρία στην Τσέλσι στη χειμερινή μεταγραφική περίοδο του 2001, μια χούφτα εμφανίσεις και οι σκιές μες στο σκοτάδι να πληθαίνουν. Η είδηση εντυπωσίασε μονάχα τους ανυποψίαστους: ο Μαρκ Μπόσνιτς βρέθηκε σε αντιντόπινγκ κοντρόλ θετικός στην κοκαΐνη και τιμωρήθηκε με εννέα μήνες αποκλεισμό από κάθε ποδοσφαιρική δραστηριότητα.
Στην απολογία του ισχυρίστηκε την παιδικότερη από τις δικαιολογίες: «Μου έριξαν κάτι στο ποτό». Έστησε ένα σενάριο λουκούμι για τα tabloids, είπε ότι λογομάχησε με την τότε φίλη του, το μοντέλο Σόφι Άντερτον, βγήκε σε ένα club και ήπιε ένα ποτήρι ουίσκι με τη σκόνη μέσα. Τον πήρε η δίνη, χάθηκε στα συντρίμμια της καριέρας του και της ψυχολογικής του αστάθειας.
Χάθηκε πέντε χρόνια, προσπάθησε να επιστρέψει με μηνιαία συμβόλαια στην πατρίδα του σε διάφορες ομάδες χαμηλού επιπέδου και στα 37 μάλλον το πήρε απόφαση ότι δεν γίνεται άλλο να κυνηγάει την επιστροφή στο παρελθόν. Ψυχικά διλήμματα, βουβές αποεπενδύσεις, a posteriori διαπίστωση της αυτοκαταστροφής.
Ήταν πολύ αργά όταν επιτέλους μίλησε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Χρειαζόμουν τουλάχιστον 10 γραμμάρια κοκαΐνης την ημέρα, αυτό σήμαινε μίνιμουμ 5.000 δολάρια την εβδομάδα. Καταστράφηκα και κατέστρεψα και όλους εκείνους που με αγαπούσαν».
Η πιο λυπηρή περίοδος της ζωής του ήταν εκείνη κατά τη διάρκεια του φωτός των προβολέων. Όταν τα φώτα έσβησαν εκτός από λυπηρή έγινε και επικίνδυνη. Απείλησε τον πατέρα του με μια καραμπίνα, πυροβόλησε στον αέρα, επειδή τον πέρασε για διαρρήκτη. Περίφοβες προσδοκίες, κρίσεις πανικού, νευρώσεις, παράνοια.
Δεν του έλειπε το ποδόσφαιρο. Πίστευε ότι αντιδρούσε ενάντια στον τρόπο που τον είχε αντιμετωπίσει ο κόσμος του ποδοσφαίρου και άργησε να συνειδητοποιήσει ότι απλώς δεν ήταν το ποδόσφαιρο το πρόβλημα. Δεν το χρειαζόταν, δεν του χρωστούσε τίποτα, όπως κι εκείνος δεν χρωστούσε τίποτα σε αυτό.
Το άφησε να γλιστρήσει μέσα από τα γάντια του, διχοτόμησε τον εαυτό του διαψεύδοντας και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ίδια πραγματικότητα που εν τέλει ήταν ο φόβος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σερ Άλεξ Φέργκιουσον: Μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις
Πίτερ Σμάιχελ, O Μεγάλος Δανός
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro