Αμέτρητες μορφές κενές χαρακτηριστικών. Λυγισμένες ή γονατισμένες, νικημένες από αυτό το τέρας. Υποταγμένες στα όσα εκείνο προστάζει.
Σβέρκος χαμηλωμένος, με τρόπο που το βλέμμα, και να ήθελε, δεν θα μπορούσε ποτέ να δει μπροστά ή ψηλά. Μάτια συνήθως κρυμμένα από τα λεπτά χέρια, χωμένα ανάμεσα σε δυο παλάμες που πασχίζουν να τα προστατέψουν. Κι αν φανούν, μαζί τους, στις λίμνες των κορών, βυθισμένος φαίνεται τόσος πόνος, τόσο σκοτάδι. Ένα μάτσο μαύρες ασύμμετρες γραμμές να διαμορφώνουν τα σκελετωμένα κορμιά και στρογγυλά σκιασμένα κεφάλια, που καλούνται από σπίτι των δαιμόνων, να γίνουν το καθαρτήριό τους.
Άπειρες οι φορές που το θηρίο της κατάθλιψης γοήτευσε με τον δικό του τρόπο τον χώρο της τέχνης, άπειροι όσοι επιχείρησαν να το απεικονίσουν. Ή να πουν κάτι για αυτό.
Ο Κρις Κορνέλ στο «Fell on Black Days» των Soundgarden μιλά για τις ξεθωριασμένες κηλίδες ήλιου μιας ζωής που κατέληξε να είναι όλα όσα φοβόταν. Οι Nine Inch Nails, και ο Τζόνι Κας στη συνέχεια, πασχίζουν μέσω του «Hurt» να πονέσουν για να δουν αν ακόμη νιώθουν κάτι, ενώ ακόμα και ο Μαρκ των Blink-182 στο «Adam’s Song» για λίγο κλείνει στο μπαούλο τα χαζοχαρούμενα pop-punk κομμάτια, παραθέτοντας σε αντιδιαστολή τις μέρες που ένιωθε ακόμη ζωντανός με αυτές που το μόνο που θέλει είναι να βρεθεί μόνος σε ένα άδειο δωμάτιο. Και ανάμεσα στις βαριές κιθάρες και τα χορευτικά synths του «Teardrops» των Bring Me the Horizon, ο Όλι ουρλιάζει πως η κενότητα είναι πολύ πιο βαριά από ό,τι νομίζει κανείς.
Ωστόσο, κανένας καλλιτέχνης που θέλησε να κάνει μούσα του την κατάθλιψη δεν τραγούδησε ποτέ για έναν παχουλό ποδοσφαιριστή. Κανείς δεν ζωγράφισε έναν τύπο με παραπανίσια κιλά, ανοιχτά χέρια που απορροφούν τη δόξα της κερκίδας κι ένα τεράστιο χαμόγελο χαραγμένο από άκρη σ’άκρη στα στρουμπουλά μάγουλά του.
Γιατί έστω και για λίγο, έστω και για αυτή τη στιγμή μονάχα, ο Γιόσιπ Ίλισιτς τα είχε καταφέρει, είχε νικήσει.
Josip Iličić came off the bench for Maribor yesterday and scored a penalty after missing almost the whole year through depression.
Things you love to see 😍 pic.twitter.com/LbjxM1k9Xq
— 433 (@433) November 7, 2022
Το τηλεφώνημα
Μια μπάλα που έκανε σπόντες στα τειχάκια κάθε πιθανού δρόμου του Κράν της Σλοβενίας και το σχεδόν ασταμάτητο παιχνίδι με τον μεγάλο του αδερφό, Ίγκορ, όρισαν τις πρώτες αναμνήσεις του Γιόσιπ. Η γαλήνη των πρώτων αναμνήσεων όμως δεν είχε καμία σχέση με τον πρώτο χρόνο ζωής του. Κι αυτό, διότι, προτού καλά-καλά η Άνα φέρει στη ζωή τον δεύτερό της γιο στη Βοσνία, είδε τον άντρα της να σκοτώνεται και ένα καλύτερο μέλλον να μπορεί να ανατείλει μονάχα μακριά από τη γη που μέχρι τότε αποκαλούσαν πατρίδα, μακριά από τον πόλεμο. Κάπως έτσι, η μπαλίτσα που ξεκίνησε στον δρόμο αλλά γρήγορα έκανε την είσοδό της στις σάλες του futsal ανέκαθεν είχε για αυτόν και τον αδερφό του μια λυτρωτική αίσθηση επιβίωσης.
Ο Ίγκορ δεν τα κατάφερε, εκείνος ναι. Μια σεζόν στην Μπονίφικα της δεύτερης κατηγορίας στα 19 του και από εκεί κατευθείαν στην Ίντερμπλοκ της πρώτης. Δύο χρόνια αργότερα η ομάδα θα υποβιβαζόταν, με τον ίδιο να μην παίρνει καν πολύ χρόνο συμμετοχής. Στα 21 το είχε αποφασίσει, δεν έβλεπε μέλλον στη σχέση του με το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Εκείνα τα αποτυχημένα δοκιμαστικά στη Μολδαβία δεν βοήθησαν και ιδιαίτερα. Αν δεν μπορούσε να πετύχει εκεί, πού θα μπορούσε;
Στο χείλος του γκρεμού της απόφασης για πρόωρη απόσυρση ωστόσο, το τηλέφωνό του χτύπησε. Μαζί του δονήθηκε ολόκληρο το τραπέζι, πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά, λες και διαισθάνθηκε πως αυτή δεν ήταν μια απλή κλήση. Εκείνον τον αριθμό δεν τον είχε στις επαφές του.
Τη φωνή την είχε ξανακούσει, μα δεν μπορούσε να το πιστέψει, δεν ήταν δυνατόν. Κι όμως, από την άλλη άκρη της γραμμής, ο Ζλάτκο Ζάχοβιτς, ένα από τα είδωλά του μεγαλώνοντας, του πρότεινε να υπογράψει στη Μάριμπορ. Σχεδόν ψέμα, εκκωφαντικό «ναι», οριακά αντανακλαστικό, δίχως σκέψη, ενστικτώδης αποδοχή του κυνηγιού του ονείρου κάθε πιτσιρικά.
Τα 80.000 ευρώ ήταν κάτι παραπάνω από ικανά να πείσουν την Ίντερμπλοκ και ο Γιόσιπ έγινε με συνοπτικές διαδικασίες κάτοικος Μάριμπορ. Ένα απλό τηλεφώνημα, μια πρόταση σαν απλωμένο χέρι, σωτήριο για έναν παίκτη κι έναν άνθρωπο που, όπως αποδείχθηκε, σε διαφορετική περίπτωση θα έλειπε πολύ από το ποδόσφαιρο.
Τα 80.000 που έγιναν 2.300.000 και η ληστεία
Ένα πράγμα τριγυρνούσε στο μυαλό του Ντάριο σε εκείνη την πτήση επιστροφής. Το νούμερο «22» της Μάριμπορ. Ο πατέρας του, Ντέλιο Ρόσι, τότε προπονητής της Παλέρμο, τον είχε στείλει στη Σλοβενία για να κατασκοπεύσει την αντίπαλό της στα προκριματικά του Europa League. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του πάνω από αυτόν τον υψηλόσωμο ποδοσφαιριστή, ο οποίος σκόραρε δύο γκολ απέναντι στη Χιμπέρνιαν. Το μήνυμα εστάλη. Κι όσοι δεν το έλαβαν άμεσα στον σικελικό σύλλογο, πείστηκαν πλήρως, όταν τον είδαν να αποκλείει την ομάδα τους. Αυτό ήταν το πέμπτο και τελευταίο του παιχνίδι με τη Μάριμπορ.
Πέντε ματς έπαιξε όλα κι όλα αλήθεια. Αλλά όχι επειδή δεν πήγε καλά. Περισσότερο επειδή πήγε υπερβολικά καλά. Πέντε ματς ικανά να μετατρέψουν τα 80.000 ευρώ σε 2.300.000, χάρη στα οποία οι «Αετοί» έκαναν δικό τους εκείνο το πολλά υποσχόμενο παιδί, το οποίο πριν λίγο καιρό φαινόταν έτοιμο να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο. Στη Σικελία θα ξεκινήσει φοβερά και θα γίνει ένα από τα σημεία αναφοράς της ομάδας που θα φτάσει μετά από πολλές δεκαετίες στον Τελικό του Κυπέλλου.
Η Φιορεντίνα θα πειστεί από τις εμφανίσεις του και τρία χρόνια αργότερα θα τον προσγειώσει στο Artemio Franchi.
Η ποδοσφαιρική του εκτόξευση βέβαια δεν ήρθε σε κανένα σημείο πριν τη μετακόμισή του στο Μπέργκαμο.
Με τους «Viola» να μην επιθυμούν την ανανέωση της συνεργασίας τους με τον Σλοβένο, η Σαμπντόρια ήταν έτοιμη να τον πάει στη Γένοβα. Ο Τζανπέρο Γκασπερίνι όμως έκανε τα πάντα για να τον φέρει στην Αταλάντα. Είχαν συνεργαστεί και στο Παλέρμο για ένα διάστημα, ήξερε πόσο ξεχωριστός ήταν και τελικά κατάφερε να τον “κλέψει” από τη «Σαμπ». Κι αυτή η ληστεία χάρισε στους φίλους της «La Dea» έναν πραγματικό θησαυρό.
Τα μαγικά ξυλοπόδαρα
Δυο μακριά πόδια ήταν. Με την πρώτη ματιά έμοιαζαν τόσο άκομψα, τόσο άχαρα όσο ένα ζευγάρι ξυλοπόδαρα, μα ανάμεσα στις τέσσερεις γραμμές δούλευαν σαν μαγικά ραβδιά. Υπέτασσαν τις άμυνες, έκαναν τους αντιπάλους να φαντάζουν έρμαια των διαθέσεών τους, του επόμενου ξορκιού που θα εξαπέλυαν. Και με τρόπο μη φυσικό γίνονταν το κέντρο της βαρύτητας του γηπέδου, το σημείο γύρω από το οποίο συμβαίνουν τα πάντα.
Τα πάντα μπορούσε να κάνει και ο Ίλισιτς. Δεν είναι υπερβολή. Για ορισμένες περιόδους στην Αταλάντα, prime σεζόν τις λένε πολλοί, ήταν πραγματικά ασταμάτητος, ακριβώς γιατί δεν υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να κάνει. Αρκεί να είχε την μπάλα.
Είχε τη δυνατότητα να τη στείλει στη σπιθαμή των διχτυών όπου κανείς τερματοφύλακας δεν μπορούσε να φτάσει με το πιο ντελικάτο φαλτσαριστό και λίγες στιγμές μετά να τα σκίσει με κάποια ασύλληπτη οβίδα. Και ταυτόχρονα να ξεθάψει από το ιδιοφυές μυαλό του κάποιο μαραντονικό σόλο, εκφρασμένο πάνω στην κατά βούληση επιτάχυνση και επιβράδυνση, τρελαίνοντας και τον πιο συγκεντρωμένο ακραίο οπισθοφύλακα. Πάντα εκεί για τους συμπαίκτες του, να γίνει στήριγμα, να οδηγήσει την επίθεση, κουβαλώντας στους ώμους του τη δημιουργία της ομάδας, ανακαλύπτοντας νέες συντεταγμένες στο χορτάρι, μέσα από τις οποίες τροφοδοτούσε τους υπερτυχερούς επιθετικούς του.
Απλώς λάθος. Λάθος εικόνα ένας σχεδόν δίμετρος τύπος με αυτήν την τεχνική, αυτήν την επαφή με το τόπι. Τεχνική που σε συνδυασμό με τον τρομακτικό διασκελισμό και την οξύνοιά του δημιουργούσαν ένα πακέτο που οριακά δεν αντιμετωπιζόταν.
Ανέκαθεν το αριστερό ξυλοπόδαρο ήταν πιο μαγευτικό από το δεξί και στο Μπέργκαμο, όποτε ήθελε, το μετέτρεπε σε πινέλο, με αυτό ζωγράφιζε. Έβαζε γκολ από όπου και όπως ήθελε. Από κοντά, από μακριά, από το κέντρο. Με ατομική ενέργεια, με σουτ, με πλασέ, μετά από άψογη συνεργασία με κάποιον συμπαίκτη του.
Το Μπέργκαμο, η Αταλάντα και οι οπαδοί της τον λάτρεψαν, τον συνέδεσαν με την εποχή που η ταπεινή τους αγαπημένη ομάδα μπήκε στο ρουθούνι των γιγάντων της Ιταλίας, που κατάφερε να τρυπήσει το ταβάνι της. Άλλωστε, ένα ιστορικό επίτευγμα του Ίλισιτς, το καρέ τερμάτων στο Mestalla απέναντι στη Βαλένθια, ήταν αυτό που υπέγραψε την πρόκριση των Μπεργκαμάσκι στους «8» του Champions League. Ασύλληπτο επίτευγμα για τη συγκεκριμένη ομάδα. Και μαζί σαν θλιβερός επίλογος σε όλα όσα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν.
Στη δίνη ξανά
Είχε νυχτοπερπατήσει τους ίδιους διαδρόμους, είχε νοσηλευτεί στις ίδιες αίθουσες και είχε ξαπλώσει στα ίδια κρεβάτια. Δυστυχώς, το είχε μάθει το νοσοκομείο Papa Giovanni XXIII. Ίσως εκεί μέσα για πρώτη φορά εκείνο το μαύρο πέπλο να θέλησε να σκεπάσει το κεφάλι του, ίσως εκεί μέσα για πρώτη φορά οι δικοί του δαίμονες να αναδύθηκαν στην επιφάνεια του ταλαιπωρημένου του νου. Ίσως και όχι, κανείς δεν ξέρει. Τώρα πάντως, έβλεπε αμέτρητα άτομα να περνούν έναν άλλον εφιάλτη στο ίδιο μέρος. Παραγεμισμένες κλίνες, στοιβαγμένοι ασθενείς που ασφυκτιούν, που δεν μπορούν να αναπνεύσουν, όσο ψήνονται από τον πυρετό. Ανήσυχοι γιατροί και νοσηλευτές να προσπαθούν να αναχαιτίσουν τον πρωτόγνωρο εχθρό. Η πανδημία είχε μόλις κάνει την εμφάνισή της και στην Ευρώπη, χτυπώντας το Μπέργκαμο όσο κανένα άλλο μέρος.
Δυο χρόνια νωρίτερα ο Ίλισιτς στο Papa Giovanni XXIII είχε βιώσει μια εξίσου δύσκολη στιγμή. Μια βακτηριδιακή λοίμωξη των λεμφαδένων τον ανάγκασε να νοσηλευτεί, μα κυρίως “έπαιξε” με την ψυχική του υγεία. Τον γέμισε άγχος και φόβο, τον γέμισε με την αίσθηση του κενού. Αυτή που παραλύει το μυαλό, που θολώνει τη ματιά του. Αυτή που έκανε χίλια κομμάτια την ήδη εύθραυστη ψυχολογία του.
«Για εβδομάδες δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έφτανε το βράδυ, μα φοβόμουν να κλείσω τα μάτια μου. Σκεφτόμουν “κι αν συμβεί και σε μένα;”. Πώς γίνεται να μην έβλεπα την κόρη μου ξανά; Δεν ήθελα να πεθάνω, σαν τον Νταβίντε», θα ομολογήσει αργότερα. Τον Νταβίντε Αστόρι, φίλο και συμπαίκτη του στη Φιορεντίνα, ο οποίος έχασε τόσο ξαφνικά, τόσο τραγικά τη ζωή του εξαιτίας της καρδιακής ταχυαρρυθμίας.
Τα πάντα εκτός από το ποδόσφαιρο περνούσαν από το μυαλό του. Έμεινε εκτός Αταλάντα για λίγο καιρό. Πέρασε χρόνο με την οικογένειά του και σταδιακά απέκτησε ξανά τη σωματική και ψυχική του υγεία. Τα είχε καταφέρει, μπόρεσε να επιστρέψει στη δράση, να είναι και πάλι η καλύτερη έκδοση του εαυτού του.
Τώρα όμως όλες αυτές οι εικόνες πόνου, οι σπαραγμένες οικογένειες, ο θάνατος στριφογύριζαν στο μυαλό του, δημιουργώντας μια δίνη, η ορμή της οποίας τον ρούφηξε ξανά. Πάνω που ετοιμαζόταν να οδηγήσει τους Μπεργκαμάσκι ακόμα πιο ψηλά, πάνω που ακόμα και στα 32 του στο χορτάρι φαινόταν καλύτερος από ποτέ. Δεν υπάρχει timing σε αυτό, δεν κλείνει κανείς ραντεβού. Σκάει απροσδόκητα και καταστροφικά, καταπίνει τη ζωή, την ελπίδα, το οποιοδήποτε κίνητρο. Δεν είναι θλίψη, δεν είναι στεναχώρια. Είναι κενό. Είναι μούδιασμα μπροστά στο οποιοδήποτε συναίσθημα.
Η Αταλάντα το καλοκαίρι του 2020 περιμένει την πιο κομβική μονάδα της να προλάβει τα προημιτελικά του Champions League. Δεν θα τα καταφέρει. Θα επιστρέψει αργότερα, μα στην πραγματικότητα δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος.
Φθαρμένος από τον διαρκή εμφύλιο πόλεμο που ταλαιπωρούσε κορμί και μυαλό, δείχνει μια σκιά όλων όσων υπήρξε. Και το 2022 οι γαμψές δαγκάνες της κατάθλιψης θα τον τραβήξουν ξανά, θα στοιχειώσουν για ακόμα μια φορά τη ζωή και την ποδοσφαιρική του καριέρα, έννοιες που σταδιακά φάνταζαν όλο και πιο εύθραυστες για τον Γιόσιπ, πράγματα που το τέρας μέσα του, και όχι ίδιος, όριζε.
«Δεν είναι εύκολο για μένα να μιλάω για αυτήν την κατάσταση. Θα είμαστε πάντα κοντά στον Γιόσιπ, τέτοιες καταστάσεις ξεπερνούν το ποδόσφαιρο και πάντα είχαμε μια σταθερή σχέση μαζί του. Το κεφάλι μας είναι ζούγκλα, δεν είναι εύκολο να μας καταλάβουν οι ψυχολόγοι. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι, αν επιστρέψει στην ομάδα, θα μπορέσει να βρει ξανά τη χαρά. Δεν έχει προσπαθήσει ποτέ τόσο σκληρά όσο τώρα. Θα τον περιμένουμε όλη μας τη ζωή να επιστρέψει. Οι γιατροί δεν μπορούν να μας δώσουν απάντηση, ούτε εγώ μπορώ», θα πει ο Γκασπερίνι, γνωρίζοντας βαθιά μέσα του όμως πως στην πραγματικότητα είναι απίθανο η Αταλάντα να καταφέρει να δοξάσει τον “Θεό” της ξανά σε όλο του το μεγαλείο.
Το καλοκαίρι του 2022 το συμβόλαιο του με την «La Dea» θα λυθεί. Μια σχέση ομάδας-παίκτη χαλυβδωμένη υπό τις πιο δύσκολες, τις πιο ιδιαίτερες συνθήκες, με ένα τέλος σίγουρα όχι ιδανικό μα ίσως πιο όμορφο, πιο ξεχωριστό.
No caption needed.
🖤💙🥹
— Atalanta B.C. (@Atalanta_BC) September 1, 2022
Η στιγμιαία νίκη
Δύο ξεφυσήματα με την μπάλα στημένη στην άσπρη βούλα. Δυο ανάσες σε καμία περίπτωση ικανές να αποβάλουν την πίεση όλων όσα μεσολάβησαν πριν από αυτή την εκτέλεση πέναλτι. Σε μια καριέρα που η τροπή της ανάγκασε τον Ίλισιτς να μην ψάξει τίποτα περισσότερο από την αγνή χαρά, από το μοναδικό συναίσθημα που χαρίζει το παιχνίδι, ο Σλοβένος επέστρεψε στην πατρίδα του και τη Μάριμπορ. Σχεδόν αγνώριστος. Το ψηλόλιγνο παιδί με τα μαγικά ξυλοπόδαρα είχε αρκετά κιλά παραπάνω από όσα μας είχε συνηθίσει, μα και πάλι έκανε πλάκα στην αντίπαλη άμυνα, πριν κερδίσει το πέναλτι.
Το εκτέλεσε. Σιγά μην το έχανε. Έπαιξε και σκόραρε για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό κι έκανε ένα βήμα προς την κερκίδα. Άνοιξε τα χέρια του, “φώναξε” πως είναι εδώ, απόλαυσε το χειροκρότημα και τις αγκαλιές των συμπαικτών του όσο ποτέ. Χαμογέλασε γεμάτος. Ή αλλιώς νίκησε.
Κανείς δεν ξέρει αν το ίδιο βράδυ από το μαξιλάρι του κρεμάστηκαν οι γνωστοί δαίμονες, αν βρήκε ύπνο. Κανείς δεν ξέρει αν, ακόμα και μετά από αυτό το χαμόγελο, ένιωσε άδειος. Ούτε αν στο μέλλον θα κληθεί να παλέψει ξανά με όλα όσα συμβαίνουν μέσα του.
Για μια στιγμή όμως, σε αυτό το γκολ, σε αυτόν τον πανηγυρισμό, κατάφερε να τα δαμάσει, να τα βάλει στη θέση τους, βαθιά χωμένα στο υποσυνείδητό του. Μια στιγμή ζωής που ξεπρόβαλε δειλά σαν απαστράπτουσα αχτίδα στην σκιά της κενότητας που για καιρό τον καταλάμβανε.
Ένα χαμόγελο πολύτιμο. Το χαμόγελο της στιγμιαίας νίκης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ντάβιντε Αστόρι: Το λίγο του κόσμου