Τα πάντα ξεκινούν με κίνηση. Eίναι ένα ένστικτο που -λιγότερο ή περισσότερο- διαθέτουμε όλοι.
Όπως ο χορός είναι μία κίνηση εκλεπτυσμένη που επικοινωνεί. Όσο σημαντική και εντυπωσιακή και να είναι η αψεγάδιαστη τεχνική, η ουσία εν τέλει είναι αυτό που εκφράζει ο χορευτής μέσα στην κίνηση. Ως χορευτές, κινούμαστε διαρκώς, φιλοδοξώντας να δημιουργήσουμε αυτές τις αλησμόνητες στιγμές. Ανεξάρτητα από το είδος του χορού, αυτό είναι που αγωνίζεται να πετύχει ο καθένας. Αυτό που τόσο αβίαστα κατάφερε να κάνει ως χορογράφος ο Φάμπιο Κουαλιαρέλα, δημιουργώντας μία τέχνη, για την οποία άπαντες θα ήθελαν να κόψουν εισιτήριο.
«Εκεί που λάμπει η θάλασσα
και ο άνεμος φυσάει δυνατά.
Σε μια παλιά βεράντα,
μπροστά στον κόλπο του Σουριέντο.
Ένιωσε τον πόνο της μουσικής.
Σηκώθηκε από το πιάνο.
Όταν όμως είδε το φεγγάρι να βγαίνει από ένα σύννεφο,
ακόμa και ο θάνατος τού φαινόταν πιο γλυκός».
Κάθε φορά που επιστρέφει σε εκείνη την παραλία, σηκώνει το βλέμμα στον ορίζοντα και δακρύζει. Οι στίχοι από το αγαπημένο του «Caruso» του Λούτσιο Ντάλα δεν θα πάψουν ποτέ να του φέρνουν τις ίδιες γλυκές και πικρές αναμνήσεις. Τότε που καθισμένοι με τις ώρες στην παραλία του Καστελαμάρε Ντι Στάμπια, με τον κολλητό της νεότητάς του, Νικολό Γκάλι, κοιτούσαν πίσω τους και αγρίευαν από την επιβλητικότητα του Βεζούβιου. Και που την ίδια στιγμή έστρεφαν μπροστά το βλέμμα, γαλήνευαν και, ατενίζοντας τον κόλπο της Νάπολι, ονειρεύονταν ότι θα κατακτούσαν τον κόσμο.
Τα δυο τους ξεκίνησαν από μωρά να κλωτσάνε το τόπι και ξεχώρισαν ταυτόχρονα, στον βαθμό που τους εντόπισαν από τον ιταλικό Βορρά και έσπευσαν να τους πάρουν κοντά τους.
Ήταν μόλις 16 ετών, όταν η Τορίνο έπεισε τις δύο οικογένειες ότι τα παιδιά είχαν το μέλλον μπροστά τους. Μόνο που την αμέσως επόμενη χρονιά ο Νικολό έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήταν η μέρα που ο Φάμπιο ορκίστηκε πως για όλη του τη ζωή θα φορούσε το «27» που λάτρευε το φιλαράκι του. Και φρόντισε να το κάνει διάσημο.
«Ναπολιτισμό»
Η Νάπολι δεν είναι μία απλή μεγαλούπολη. Πρόκειται για κάτι σαν ένα ιδιαίτερο “πανεπιστήμιο ζωής”, όπου άπαντες ζουν την κάθε μέρα σαν να μην υπάρχει αύριο. Λες και ταυτόχρονα είναι ερμηνευτές ή ηθοποιοί-διασκεδαστές, δίχως να το συνειδητοποιούν καν. Η μοναδικότητα που σηματοδοτεί το «napolitism» (να το ονομάσουμε σε ελεύθερη μετάφραση «ναπολιτισμό») ακροβατεί στα εύθραυστα σύνορα που χωρίζουν το γεγονός και τη φαντασία, τη διασκέδαση και την αξιοπρέπεια. Μερικές φορές αυτά τα σύνορα επικαλύπτονται, καθιστώντας δύσκολη την αναγνώριση και τον διαχωρισμό μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας.
Κάπως έτσι υπήρξε και το ποδόσφαιρο που βάλθηκε να παίξει ο Κουλιαρέλα. Ήταν λες και σε όλη την καριέρα του ακολούθησε τους νόμους της «macchietta» («μακιέτα»).
Αυτήν τη ντόπια αρχαία θεατρική παράδοση με σκίτσα που λατρεύουν στην επαρχία της Καμπανίας. Εκεί όπου η στιβαρή και πολύχρωμη διάλεκτος γίνεται χιουμοριστική, μέσα από το παιχνίδι των σκιών και των αισθήσεων. Αυτό δηλαδή που κι εκείνος υπηρέτησε στο χορτάρι.
Στη Νάπολι όλα γίνονται δύσκολα, αλλά ταυτόχρονα τα πάντα είναι πιθανά. Ο Φάμπιο ήταν επτά ετών, όταν ο πατέρας τον πήγαινε στο τότε San Paolo για να δουν τον Ντιέγκο Μαραντόνα να σηκώνει το δεύτερο και τελευταίο Scudetto για τους «Partenopei». Οπότε ο γιόκας του, όπως και κάθε παιδάκι της εποχής, ένα όνειρο είχε μόνο, να μοιάσει στον «Ντιεγκίτο».
Σε αντίθεση όμως με όλα τα παιδιά της πόλης, ο Φάμπιο κατάφερε κάποια στιγμή να ακούσει το όνομά του να γίνεται τραγούδι στα χείλη των οπαδών του club, κάτι που είχαν κάνει μέχρι την άφιξή του μόνο για τον «Θεό».
«BUM BUM Quagliarella BUM BUM Quagliarella BUM BUM
shoot that ball in that goal
BUM BUM Quagliarella BUM BUM Quagliarella BUM BUM
what a champion’s hit
With him they know there’s no escape, he shot from the midfield and with no problem he scores a goal
He is not able to score a normal goal, but we like him this wayyyyy
BUM BUM Quagliarella BUM BUM Quagliarella BUM BUM
he makes the whole city dream»…
Νομάς
Μόνο που, για να φτάσει σε αυτό το σημείο, έπρεπε πρώτα να ταξιδέψει αγωνιστικά στη μισή Ιταλία. Η Τορίνο, η οποία έκανε το παιδομάζωμα, τον έριξε τον Μάιο του 2000 στη Serie A μόλις στα 17 του. Μόνο που την επόμενη διετία δεν μπόρεσε να καθιερωθεί και, καθώς η ομάδα ανεβοκατέβηκε τις κατηγορίες, ξεκίνησαν οι δικοί του δανεισμοί.
Βρέθηκε με τη χρεοκοπημένη Φιορεντίνα να παλεύει για μισή σεζόν (2002-2003) στους αγρούς της Serie C2 (Δ’ κατηγορία). Την υπόλοιπη μισή την πέρασε στην Κιέτι (Serie C1), με την οποία όμως άρχισε να δείχνει τις ικανότητές του.
Τα 17 γκολ του την επόμενη περίοδο έπεισαν την Τορίνο να τον πάρει πίσω. Κι εκείνη άλλωστε το 2004-2005 μαράζωνε στη Serie B. Με τη συνέπειά του στο σκοράρισμα την οδήγησε στα σαλόνια, αλλά η «Granata» χρεοκόπησε και έπρεπε να πουλήσει κάθε τι καλό από το ρόστερ της. Και πάλι νομάς και πάλι ταξιδιώτης.
Τον αγόρασε φθηνά η Ουντινέζε, αλλά ήταν η εποχή με τους ακραίους αριθμούς συνιδιοκτησιών. Τον μοιράστηκε με την Άσκολι και πήγε εκεί να παίξει. Συνέβη μόλις για μία σεζόν. Η Ουντινέζε τον αγόρασε εξ ολοκλήρου, για να τον μοιραστεί αυτή τη φορά με τη Σαμπντόρια.
Για τον Κουαλιαρέλα όλο αυτό ήταν μία παράνοια. «Δεν μπορούσα να στεριώσω. Να παίξω, να αγαπηθώ, να συνδεθώ με την ομάδα, τους οπαδούς, να δείξω τι μπορούσα να κάνω. Απλώς ακολουθούσα όσα συνέβαιναν και έβλεπα τα χρόνια και τα clubs να προσπερνούν. Δεν ήμουν χαρούμενος».
Το 2006 βρέθηκε στη Γένοβα και εκείνη η χρονιά θεωρείται η επίσημη αφετηρία της μεγαλειότητάς του. Ήταν 23 ετών και είχε αρκετές παραστάσεις από τα αλώνια. Καιρός ήταν η ξεχωριστής μορφής τέχνη του να αποκαλυφθεί και στα θέατρα του Campionato. Τα περισσότερα από τα 13 γκολ του με τη Σαμπντόρια ήταν μαγικά. Λόμπες εκτός περιοχής, τακουνάκια, γυρίσματα και μονοκόμματα βολ πλανέ με πλάτη στην εστία.
Αυτό που ακολούθησε ήταν η Εθνική Ιταλίας, αλλά και η διαμάχη των δύο ομάδων του. Η Σαμπντόρια θέλησε να τον κάνει ολοδικό της. Η Ουντινέζε το ίδιο. Η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο με μορφή πλειστηριασμού. Η «Ντόρια» έδωσε 6.5 εκατ. ευρώ, μα η Ουντινέζε πλειοδότησε με 7.15 εκατ. Για ακόμα μία φορά της ανήκε.
Εκεί ξεκίνησε αρνητικά, μα σταδιακά βρήκε ρυθμό στο πλευρό του Αντόνιο Ντι Νατάλε. Τα 12 γκολ της πρώτης σεζόν, τα οποία του άνοιξαν την πόρτα για το Euro 2008, διπλασιάστηκαν για το 2008-2009. Τα οκτώ από τα 21 του τα πέτυχε στο Κύπελλο UEFA, φτάνοντας στα προημιτελικά. Είχε φτάσει η ώρα για το μεγάλο όνειρο.
Όνειρο και εφιάλτης
Ο Αουρέλιο Ντε Λαουρέντις τον θέλησε σαν τρελός και πλήρωσε 18 εκατ. ευρώ, κάνοντάς τον παίκτη του για πέντε χρόνια. «Τα δικά μας παιδιά που αξίζουν πρέπει να βρίσκονται κοντά μας. Ο Φάμπιο είναι η προσωποποίηση όσων ονειρεύονται τα μικρά παιδιά στη Νάπολι», θα δηλώσει, αλλά δεν θα αργήσει να το μετανιώσει.
Ο Βάλτερ Ματσάρι θα πάρει από εκείνον 11 γκολ, σε μία πολύ ωραία τριπλέτα με τους Εσεκίελ Λαβέτσι, Μάρεκ Χάμσικ. Κάθε τέρμα του συνοδεύεται από ένα φιλί στο σηματάκι της φανέλας και το τραγούδι για πάρτη του. Είναι ο αγαπημένος της εξέδρας. Είναι ένας από εκείνους. Τον αγαπούν όσο κανέναν άλλον, κι ας είναι νεοφερμένος.
Ωστόσο, ο Κουλιαρέλα δεν είναι καλά. Αργεί στις προπονήσεις, έχει πεσμένη ψυχολογία, θυμώνει, μαλώνει, έχει ένταση, νεύρα. Στην προσωπική ζωή του βιώνει σιωπηλά ένα δράμα. Μία τρελή ιστορία που του ρημάζει την ψυχή.
Για καιρό λαμβάνει απειλητικά μηνύματα στο κινητό του. Σταδιακά αυτά θα αυξηθούν. Θα γίνουν γράμματα στο πατρικό του. Γράμματα που ενημερώνουν τη μητέρα του ότι είναι παιδόφιλος, ότι συνεργάζεται με την Κομόρα (η μαφία της Νάπολι) και ότι εμπλέκεται σε εκβιασμούς και σεξουαλικά σκάνδαλα.
Του έχει έρθει ουρανοκατέβατο. Ένας φίλος θα του συστήσει έναν αστυνομικό της δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος. Πρόκειται για κάποιον Ραφαέλε Πίκολο. Εκείνος θα απαιτήσει άκρα μυστικότητα και θα του υποσχεθεί πως θα το λύσει.
Ο Ντε Λαουρέντις ανησυχεί. Ρωτάει, προσπαθεί να πλησιάσει τον παίκτη του. Η εντολή όμως του Πίκολο είναι απαράβατη, «Δεν θα μιλήσεις ούτε στον Πρόεδρο». Δεν του δίνει εξήγηση και ο Ντε Λαουρέντις θυμώνει. Η πρόταση της Γιουβέντους έρχεται λυτρωτικά και για τις δύο πλευρές. «Δεν σε θέλω άλλο εδώ», θα του πει θυμωμένα και ο Φάμπιο σκέφτεται ότι καλύτερα να πάει κάπου μακριά. Στη Νάπολι θα τον μισήσουν. Θα τον μισούν για πέντε χρόνια, έως ότου δηλαδή λυθεί η ιστορία με το απειλητικά ραβασάκια, την οποία κρατούσε κρυφή και υπέφερε μόνος του.
Το τέλος της θα είναι απίστευτο. Ο ίδιος ο αστυνομικός που τον βοηθούσε ήταν εκείνος που του έστελνε τα μηνύματα μίσους. Ένας ψυχοπαθής που καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση.
Στη «Γηραιά Κυρία»
Το καλοκαίρι του 2010 θα ταξιδέψει με την Ιταλία στο Μουντιάλ του 2010 στη Νότια Αφρική, όπου σε μία καταστροφική ιστορία για τη «Squadra Azzurra» το μόνο που θα ξεχωρίσει είναι η δική του γκολάρα με τη Σλοβακία.
Ο δανεισμός για 4.5 εκατ. ευρώ θα γίνει άμεση αγορά τον Γενάρη. Ο Κουλιαρέλα κάπως έχει ξεφύγει από τους μπελάδες και απογειώνεται. Στα μισά της σεζόν έχει βάλει το τόπι στο πλεκτό εννέα φορές και είναι πρώτος σκόρερ της ομάδας. Ωστόσο, θα τον βρει το μεγάλο κακό. Ρήξη χιαστών τον Γενάρη και το υπόλοιπο της χρονιάς εκτός δράσης. Όταν θα επιστρέψει, δεν θα είναι ο ίδιος.
Την επόμενη τριετία θα γίνει ρεζέρβα πολυτελείας και θα βάλει συνολικά 14 γκολ στο Πρωτάθλημα, σκοράροντας πάντα φανταστικά γκολ. Έχει φτάσει άλλωστε 34 ετών και στη «Γιούβε» θεωρείται τελειωμένος για τόσο υψηλό επίπεδο. Θα πουληθεί στη γειτόνισσα.
Στα μισά της σεζόν θα αρχίσει να σκοτώνει τις παλιές αγάπες του. Ένα χατ τρικ στο 5-1 επί της Σαμπντόρια και ένα σημαντικό τέρμα κόντρα στη Γιουβέντους.
Το δικό του 2-1 τον Απρίλιο του 2015 θα χαρίσει στη «Granata» την πρώτη νίκη σε ντέρμπι έπειτα από 20 ολάκερα χρόνια. Παρολ’ αυτά, θα δημιουργηθεί πρόβλημα. Δεν θα το πανηγυρίσει και οι οπαδοί της ομάδας θα τον κράξουν, τόσο στο γήπεδο όσο και τα οπαδικά φόρα.
Την επόμενη σεζόν θα σκοράρει και κόντρα στη Νάπολι και επίσης δεν θα πανηγυρίσει. Οι οπαδοί θα τον κράξουν ακόμα περισσότερο. Είναι η ώρα να φύγει και θα το κάνει στη μεταγραφική του Γενάρη.
Αναγέννηση…
Η Σαμπντόρια τον περιμένει για να ζήσουν μαζί τη δεύτερη νιότη του, η οποία θα εξελιχτεί σε κάτι πιο υπέροχο ακόμα και από την πρώτη του.
Σε μισή περίοδο θα βάλει μόλις τρία γκολ. Οδεύει προς τα 36 και κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί όσα θα ακολουθήσουν. Ότι θα συνεχίσει να παίζει ως πρωταγωνιστής έως και τα δεύτερα… άντα. Οι γκολάρες διαδέχονται η μία την άλλη και, καθώς περνούν τα χρόνια, εκείνος βελτιώνεται διαρκώς, υπογράφοντας τη μία επέκταση συμβολαίου μετά την άλλη.
Το 2018-2019 θα ζήσει την κορύφωσή του, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Γερμανού φιλόσοφου, Άρθουρ Σοπενάουερ: «Ό,τι είναι εξαιρετικό ωριμάζει αργά και όμορφα»!
Τον Σεπτέμβριο του 2018 θα φτάσει και στο απόγειο της δόξας του. Το αδιανόητο τακουνάκι του σε ένα 3-0 επί της Νάπολι θα βρεθεί συνυποψήφιο για γκολ της χρονιάς στο βραβεία Puskas της FIFA.
Τον Γενάρη θα φτάσει τα 11 διαδοχικά ματς με γκολ και θα ισοφαρίσει το θρυλικό ρεκόρ του Γκάμπριελ Μπατιστούτα (1994-1995 με Φιορεντίνα) για το Campionato.
Στο φινάλε της σεζόν θα μετρήσει 26 τέρματα ως πρώτος σκόρερ της χώρας και ο «Guardian» θα τον συμπεριλάβει στη λίστα των 100 καλύτερων παικτών του έτους.
Οι συμπατριώτες του θα τον ψηφίσουν κορυφαίο Ιταλό επιθετικό, κάτι που δεν έχει καταφέρει κανείς άλλος στην ηλικία του, ενώ την ίδια στιγμή θα γίνει ο γηραιότερος σκόρερ της Εθνικής (36 ετών, 54 ημερών).
«Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι μπορώ να είμαι ο καλύτερος Ιταλός φορ. Δεν είμαι ούτε γρήγορος ούτε καλός ντριμπλέρ», θα πει με αυτοσαρκασμό, καθώς παραλαμβάνει το βραβείο. Όταν όμως τον ρωτάνε τι τον κάνει ξεχωριστό, θα ξεδιπλώσει το ξεχωριστό σκεπτικό του: «Εάν ήμουν κάποιος με απλό τρόπο σκέψης, θα είχα βάλει ακόμα 40-50 γκολ στην καριέρα μου. Ποτέ μου όμως δεν αναζήτησα τα πολλά. Ήθελα πάντοτε να είμαι διαφορετικός. Πάντοτε να βάλω τα δύσκολα. Να κάνω τα εύκολα δύσκολα. Μόνο έτσι το απολαμβάνω. Με ένα τακουνάκι ή μία λόμπα που δεν περιμένει κανείς».
Η ποδοσφαιρική εκδοχή της τέχνης έχει το αποτύπωμά του. Στη λογική πως ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή και το παιχνίδι ένα διακριτό σχήμα. Ακόμα και κάθε βαρετό πράγμα ο Κουλιαρέλα προσπάθησε να το κάνει με στιλ.
Αυτό όμως δεν ήταν πάντοτε αποδεκτό. Για κάποιον λόγο στην καριέρα του μοιάζει να είναι συνέχεια ο “πρώην”. Αυτός που σκόραρε κόντρα στις πρώην ομάδες του. Αυτός ο πρώην αγαπημένος των οπαδών σε κάθε club. Εκείνος που πρόδωσε και προδόθηκε και που μόνο στο φινάλε, το οποίο κράτησε στο διηνεκές, δέχτηκε την αποδοχή και έλαβε την αγάπη που του άξιζε.
Η ιστορία με τη Νάπολι πάντοτε θα τον πληγώνει. Εκεί ήθελε να μείνει για πάντα. Τουλάχιστον οι οπαδοί, οι οποίοι έμαθαν τι είχε συμβεί, έπαψαν να τον αποκαλούν «προδότη» και τη μητέρα του «π@@τ@ν@». Τον δέχτηκαν ξανά ως φίλο και συντοπίτη τους. Όλα στο τέλος αγαλλίασαν με κάποιον τρόπο.
Το παιχνίδι που υπηρέτησε ο Φάμπιο Κουαλιαρέλα δεν είχε σκοπό το κέρδος με βάση τα χρήματα. Ήταν λες και προσπαθούσε μέσα από αυτό να σώσει την ψυχή του. Ο τρόπος του δεν είχε την βραζιλιάνικη μορφή αλεγκρίας μα μία υψηλή μορφή εκλεπτυσμού.
Θα μπορούσε να συγκριθεί αντίστοιχα με την κομψότητα του ριγωτού στενόμεσου κοστουμιού του Armani, θυμίζοντας καλοραμμένες δημιουργίες για τον Αλ Καπόνε και τον Λάκι Λουτσιάνο.
Κάθε μαγική κίνησή του έχει την ίδια γλύκα του «Caruso» από τα χείλη του Λούτσιο Ντάλα και την ήρεμη δύναμη της μελωδίας που αναδύει το «Chi Mai» του Ένιο Μορικόνε.
Και την στιγμή που απογειωνόταν για κάτι που δεν το χωράει η φαντασία, κοιτώντας αντίθετα, θα κέρδιζε τον σεβασμό απ’ όλα τα κορίτσια του Αμεντέο Μοντιλιάνι, τα οποία θα έμεναν να τον κοιτούν με αυτό το ψυχρό γαλάζιο βλέμμα τους. Αυτά τα μάτια που πλέον αγναντεύουν αδιάφορα το άδειο από επιθετική ευρηματικότητα ιταλικό ποδόσφαιρο…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αντόνιο Κασάνο, o Πίτερ Παν που χάθηκε στον λαβύρινθο της Bari Vecchia
Φαμπρίτσιο Ραβανέλι, Ο «Λευκός Ιππότης»