«Μην πασάρεις. Μην πασάρεις. Συνέχισε να σουτάρεις τη γ….. μπάλα!».
Τα λόγια του Ζέλικο είναι ακόμη μέσα στο κεφάλι μου.
Είναι σαν να τον έχω πάλι δίπλα μου στα αποδυτήρια της Μπολόνια, όταν σκέφτομαι εκείνο το ματς που σκόραρα 63 πόντους, πριν ακριβώς 23 χρόνια.
Προτιμώ να θυμάμαι ότι στις 15 Φεβρουαρίου 1996 η Ρεάλ Μαδρίτης, η ομάδα μου, νίκησε την Βίρτους. Νικήσαμε με σκορ 115-96, όμως είναι δύσκολο να ξεχάσει κάποιος ότι ένας παίκτης πέτυχε 63 πόντους.
Εκείνη η μέρα ήταν κάτι το ξεχωριστό.
Ποτέ μου δεν είχα αυτό το συναίσθημα ότι ένα ματς «μου ανήκει». Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι «είναι η βραδιά μου». Για να είμαι ειλικρινής, όταν έμπαινα στο γήπεδο, έλεγα στον εαυτό μου ότι πρόκειται για ένα ακόμη παιχνίδι. Μία ακόμη μέρα στο «γραφείο».
Αυτό που συνήθως είχα στο μυαλό μου ήταν ότι πάντα υπάρχει πίεση στον καλό σκόρερ μίας ομάδας. Η ομάδα και οι συμπαίκτες μου στηρίζονταν σε μένα. «Έπρεπε» να σκοράρω 25 ή περισσότερους πόντους για να βοηθήσω την ομάδα να κερδίσει.
Για όλους εσάς τους λάτρεις των στατιστικών εκεί έξω, επιτρέψτε μου να σας θυμίσω ότι στην Μπολόνια πέτυχα 63 πόντους. Είχα 24/28 σουτ και 15/18 ελεύθερες βολές. Η αποδοτικότητα ήταν πάντοτε εκείνο που με ενδιέφερε. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να νικήσω έχοντας υψηλό ποσοστό ευστοχίας. Δεν με απασχολούσε αν θα σκοράρω δέκα ή 30 πόντους. Ήθελα να το πετύχω με όσο το δυνατόν λιγότερα σουτ.
Αυτό ήταν κάτι που μου συνέβαινε συχνά. Είχα πετύχει σε πολλά παιχνίδια στην καριέρα μου 30 ή και περισσότερους πόντους. Αλλά αυτό ήταν ένα φυσιολογικό νούμερό μου για ένα ολόκληρο παιχνίδι.
Εκείνο το ματς των 63 πόντων ήταν κάτι ξεχωριστό και διαφορετικό, αλλά πάντα επιθυμούσα να σκοράρω με υψηλό ποσοστό, κάτι σαν 14/17 σουτ για 30-35 πόντους.
Δεν μπορώ να κρύψω πως είμαι περήφανος για ό,τι πέτυχα εναντίον της Βίρτους. Όμως σαν αθλητής κυρίως θυμάμαι τις ήττες περισσότερο από τις νίκες. Αυτό είναι που σου διδάσκουν οι προπονητές σου.
Υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα που ανακαλώ στη μνήμη μου από το ματς στη Μπολόνια.
Το πρώτο είναι ότι επρόκειτο για έναν ιδιαιτέρως σημαντικό αγώνα για εμάς και θέλαμε να τον κερδίσουμε, ώστε να τερματίσουμε πρώτοι στον όμιλό μας πριν από τον επόμενο γύρο και τα πλέι οφς. Δύσκολο ματς εκτός έδρας, η Μπολόνια ήταν μία σπουδαία ομάδα, ειδικά στο σπίτι της.
Δεν σκόραρα στα πρώτα τρία ή τέσσερα λεπτά της αναμέτρησης. Και, τότε, τελείως ξαφνικά, κάτι συνέβη και την επόμενη στιγμή κάποιος μου έλεγε στα αποδυτήρια, στο ημίχρονο, ότι έχω πετύχει 31 ή 32 πόντους.
Θυμάμαι πως ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο τότε προπονητής μου στη Ρεάλ, είχε μία διαφωνία με τον ασίσταντ κόουτς, τον Άνχελ. Ο Άνχελ μού είπε στο ημίχρονο πως «πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις διπλά και τριπλά μαρκαρίσματα. Τότε είναι που πρέπει να πασάρεις τη μπάλα, Τζο».
Ο Ζέλικο, από την άλλη, πήρε αυτό το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα στο πρόσωπό του και είπε «μην τον ακούς (σ.σ.: τον Άνχελ). Μην πασάρεις τη γ….. τη μπάλα! Συνέχισε να σουτάρεις! Βγάλε τον σκασμό, Άνχελ, ο Τζο ξέρει τι κάνει». Ήταν κάτι σπάνιο για έναν πολύ ομαδικό κόουτς σαν τον Ομπράντοβιτς και το κατάφερα χάρη στην απόφασή του να με αφήσει στο παρκέ για 39 λεπτά.
Ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια στο ματς των 63 πόντων ήταν ότι είχα 24/28 σουτ. Δεν χρειάστηκε να σουτάρω 40 ή περισσότερες φορές για να φτάσω σ’ αυτή την επίδοση. Αυτό ήταν το σημαντικότερο για μένα, πέρα από τη νίκη.
Σχεδόν όλη η ομάδα των αντιπάλων με αντιμετώπισε. Ξεκίνησαν με τον Ορλάντο Γούλριτζ πάνω μου. Στη συνέχεια έριξαν τον Αουγκούστο Μπινέλι. Έφεραν όλους τους ψηλούς και νεαρούς παίκτες απέναντί μου, για να προσπαθήσουν να μου ρίξουν λίγο ξύλο! Αλλά δεν τα κατάφεραν.
Ο Άντονι Μπόνερ ήταν στον πάγκο τους, διότι τη σεζόν 1995-96 αγωνιζόταν με την Βίρτους μόνο στην ιταλική λίγκα. Τον συνάντησα μετά το ματς, πήγαμε για ένα ποτό και μου είπε: «Εγώ θα σε είχα ρίξει στα γόνατά σου πριν από το ημίχρονο!».
Όλα είχαν να κάνουν με τον ρυθμό του αγώνα. Μονάχα στα δύο τελευταία λεπτά σκόραρα δύο εύκολα λέι-απ ή καρφώματα. Νόμιζα ότι είχα περίπου 50 πόντους. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως είχα 60. Αν δεν έχεις πετύχει τέσσερις πόντους, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πόσους πόντους έχεις, έτσι δεν είναι;
Δεν ήθελα ποτέ να ξέρω πόσους πόντους έχω, ποτέ δεν «έπαιξα» με τον πίνακα του σκορ.
Ένα από τα πιο ξεχωριστά και αξιομνημόνευτα πράγματα της βραδιάς στην Μπολόνια ήταν οι αντιδράσεις του κοινού. Η Βίρτους έχει φανταστικούς οπαδούς. Αρχικά, ήταν εξαγριωμένοι εναντίον μου, όμως στο τέλος του ματς με χειροκρότησαν. Δεν ξέρω αν ήταν καθολική η αποθέωση, όμως οι φίλοι της ένωσαν τα χέρια τους για μένα και αυτό ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους τους.
Υποθέτω ότι κάτι τέτοιο αποκλείεται να συμβεί στο ΟΑΚΑ κόντρα στον Παναθηναϊκό ή στο ΣΕΦ εναντίον του Ολυμπιακού. Αποθέωση μού επιφύλαξαν μόνο στο Τελ Αβίβ και στη Μπολόνια.
Στις μέρες μας είναι δύσκολο ακόμη για μία ομάδα να πετύχει 63 πόντους σε έναν αγώνα. Είναι ενδιαφέρον και περίεργο, γιατί το παιχνίδι είναι πλέον πολύ πιο γρήγορο. Έμοιαζε απίθανο για έναν παίκτη να πετύχει 60 ή περισσότερους με χρονόμετρο επίθεσης στα 30 δευτερόλεπτα, στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Στη Ρεάλ, επί Ομπράντοβιτς, ήμασταν συνήθως υπομονετικοί στην επίθεση. Πάντως, είχαμε και μερικά συστήματα βασισμένα στην ταχύτητα και το τέμπο των αγώνων στην Ισπανία είναι πολύ υψηλό. Καταφέρναμε να βγάζουμε πολλούς αιφνιδιασμούς χάρη στους Χοσέ Μιγκέλ Αντούνεθ, Πάμπλο Λάσο και Ισμαέλ Σάντος.
Όπως ανέφερα, είναι όλα θέμα ρυθμού. Μερικούς μήνες νωρίτερα, είχαμε κατακτήσει την Ευρωλίγκα νικώντας τον Ολυμπιακό και σκοράροντας μόλις 73 πόντους στον τελικό.
Θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό γιατί, πρώτον, είχα τη δυνατότητα να πετύχω ένα τέτοιο ρεκόρ. Δεύτερον, οι συμπαίκτες μου με βοήθησαν να το καταφέρω. Έκαναν τα σωστά σκριν και μου έδιναν τη μπάλα εκεί που τη χρειαζόμουν. Και τρίτον, είχα έναν προπονητή που με άφησε να αγωνιστώ πολύ. Ο Ζέλικο ήξερε και ο ίδιος τι συνέβαινε και μου έδωσε την ευκαιρία να το πετύχω.
Στο σημερινό μπάσκετμπολ υπάρχουν αρκετοί ικανοί σκόρερ. Όμως δεν μπορείς να τους κατονομάσεις διότι δεν παίζουν 40 λεπτά και δεν έχουν την ευκαιρία να σκοράρουν πολύ. Σήμερα παρακολουθείς έναν παίκτη να πετυχαίνει 30 πόντους και όλοι τρελαίνονται!
Στην πρώτη χρονιά μου από τότε που επέστρεψα να ζήσω στην Ευρώπη, το 2011, ήμουν στη Βαρκελώνη για το φάιναλ φορ και οι διοργανωτές μού ζήτησαν να παρουσιάσω και να δώσω το βραβείο «Αλφόνσο Φορντ» για τον κορυφαίο σκόρερ της σεζόν. Νομίζω ότι ήταν ο Ιγκόρ Ρακότσεβιτς, δεν θυμάμαι ακριβώς. Αυτό που σίγουρα δεν ξεχνώ είναι ότι ανακοίνωσαν πως «ο νικητής του βραβείου Αλφόνσο Φορντ, με μ.ό. 17 πόντων είναι ο…» και σκέφτηκα: «Τι;». Νομίζω ότι και ο μακαρίτης ο Αλφόνσο θα ήταν αηδιασμένος!
Το παιχνίδι, ωστόσο, έχει αλλάξει. Είναι διαφορετικό μπάσκετμπολ, πια. Είναι εξαιρετική η ερώτηση αν το παιχνίδι έχει εξελιχθεί. Εννοώ πως η εξέλιξη προϋποθέτει πάντα και αλλαγή. Αλλά εξαρτάται από την οπτική που κοιτάς την κατάσταση.
Είχα ένα podcast με τον προπονητή της Ρεάλ Μαδρίτης, Πάμπλο Λάσο, την περασμένη εβδομάδα και εκείνος ανέφερε ότι, για παράδειγμα, οι Αμερικανοί είναι πλέον ρολίστες και όχι πρωταγωνιστές στην Ευρώπη. Ένας κόουτς χρειάζεται από αυτούς έξι πόντους ή τρία ριμπάουντ από εκείνους. Δεν χρειάζεται 25 πόντους.
Από την εξέλιξη και την αλλαγή, προτιμώ τη λέξη «αλλαγή» γιατί το παιχνίδι άλλαξε. Η εξέλιξη έχει να κάνει κυρίως με την ανάλυση των στατιστικών. Τώρα, ακόμη και οι ψηλοί σουτάρουν περισσότερα τρίποντα από ποτέ.
Ακόμη και στο ΝΒΑ βλέπεις ότι κάποιοι παίκτες αγωνίζονται 40 λεπτά, όπως οι Στεφ Κάρι, ΛεΜπρον Τζέιμς και Τζέιμς Χάρντεν και έχουν υψηλά νούμερα. Δεν παίζουν μόνο 16-17 λεπτά.
Τα κορμιά έχουν εξελιχθεί. Είναι μεγαλύτερα, δυνατότερα, γρηγορότερα και ο ρυθμός είναι επίσης πιο ταχύς. Αν παρακολουθήσει κάποιος το ματς που σκόραρα 63 πόντους, θα δει ότι οι περισσότεροι παίκτες κινούνται σε αργή κίνηση!
Όταν ήμουν νέος πέθαινα να βλέπω τον αντίπαλο να υποφέρει! Όχι στ’ αλήθεια, αλλά απλώς να τον νικάω στο παρκέ. Ήθελα ο αντίπαλος να «με νιώθει». Δεν συναντάς πολλούς παίκτες μ’ αυτή τη νοοτροπία σήμερα.
Ήταν σχεδόν αδύνατο να με σταματήσει κάποιος εκείνη τη νύχτα στη Μπολόνια. Όπως λένε, όλα τα άστρα εναρμονίστηκαν τέλεια εκείνο το βράδυ. Όλα λειτούργησαν στην εντέλεια. Αστόχησα σε τέσσερα σουτ, αλλά στην πραγματικότητα έχασα μόνο δύο, γιατί σε δύο χαμένα η μπάλα ήρθε πάλι σε μένα και σκόραρα με το επιθετικό ριμπάουντ.
Αστόχησα σε τρεις βολές και στις δύο από αυτές η μπάλα κατέληξε πάλι στα χέρια μου και πέτυχα το καλάθι. Ξέρω ότι αυτό δεν θα ξανασυμβεί. Όμως, στο τέλος της κάθε μέρας, όλα έχουν σχέση με τη νίκη.
Μετά τη Μπολόνια, αντιμετωπίσαμε εντός έδρας τη Μπαρτσελόνα, ηττηθήκαμε κι εγώ πέτυχα μόνο 15 πόντους. Όπως λένε οι προπονητές, άλλωστε, «είσαι τόσο καλός όσο το τελευταίο ματς σου».
Πιστεύω ότι ένας σπουδαίος σκόρερ μπορεί να αναγνωρίσει μία καλή βραδιά και να αισθανθεί ένα μεγάλο παιχνίδι. Εγώ ήμουν περισσότερο της ψυχολογικής προετοιμασίας. Κυρίως ένας τύπος που δεν του άρεσε να σουτάρει πολύ στην προθέρμανση. Μου έφταναν μερικά σουτ και λέι-απ, για να νιώσω και να προετοιμάσω τον καρπό μου. Ήμουν ένας σκόρερ που δεν ντρίμπλαρα πολύ. Μου άρεσε να πιάνω τη μπάλα και να σουτάρω, να παίρνω τη μπάλα στη ρακέτα ή να κάνω απλώς 2-3 ντρίμπλες για να σουτάρω.
Δεν μπορούσα να αισθανθώ μία καλή βραδιά από πριν, όμως το χειρότερο κομμάτι ήταν η άσχημη νύχτα. Το ευκολότερο πράγμα είναι να προσθέσεις πίεση στον εαυτό σου, ειδικά αν αρχίσεις τον αγώνα άσχημα. Η νοοτροπία μου ήταν πάντα, ακόμη κι αν άρχιζα με 1/7 σουτ, ότι θέλω να μου δώσεις τη μπάλα γιατί αργά ή γρήγορα θα βρω τον ρυθμό μου. Πάντα έλεγα πως τα ποσοστά και τα στατιστικά δεν λένε ψέματα. Επικεντρωνόμουν στο να μην βάζω επιπλέον πίεση στον εαυτό μου.
Το παιχνίδι είναι ομαδικό. Αν παίζεις τένις, μπορείς να επιστρέψεις στο σπίτι σου, να κοιτάξεις στον καθρέφτη σου και να τα βάλεις με τον εαυτό σου.
Αλλά στο μπάσκετμπολ υπάρχει ένας προπονητής και άλλοι 11 παίκτες από πίσω σου. Και δεν θέλεις να τους απογοητεύσεις, όταν υποτίθεται ότι είσαι ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας.
Μου λείπουν εκείνες οι μέρες…
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
THE ENGLISH VERSION: “Give Me The Ball” / Joe Arlauckas
CHECK IT OUT: Τζο Αρλάουκας: «Το Διήμερο Της Δόξας»