Τέλη Νοεμβρίου του 1994 και το τηλέφωνο στο παλιό κτήριο της «Γκρέκα Φιλμς», στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Εμμανουήλ Μπενάκη στο κέντρο της Αθήνας, δεν πρόλαβε να χτυπήσει τρίτη φορά.
Απάντησε ο αείμνηστος Μιχάλης Λεφάκης, γεμάτος αγωνία: «έλα, τι έγινε; Ήρθε το φαξ από Αμερική;». Το φαξ είχε έρθει, ήταν υπογεγραμμένο και από τον Τζορτζ Άντριους (πολύ γνωστός ατζέντης τότε στις ΗΠΑ) και από τον παίκτη. «Βλάντο, τον πήραμε τον παικταρά, θα κάνουμε Χριστούγεννα!».
Ο Τζούροβιτς δεν το πίστευε, απάντησε με εκείνη τη βαριά σερβική προφορά κάτω από το παχύ μουστάκι του: «αν δεν τον δω μπροστά μου, εγώ δεν το πιστεύω, Πρόεδρε». Τελικά το πίστεψε, ένας θρύλος του ΝΒΑ, ο Ρολάντο Μπλάκμαν, είχε συμφωνήσει με την ΑΕΚ έναντι 450.000 δολαρίων και ερχόταν στην Ελλάδα να παίξει μπάσκετ.
Κανείς δεν αντιλήφθηκε τότε το μέγεθος εκείνης της υπογραφής, τη βόμβα που εξερράγη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το ελληνικό μπάσκετ ήταν χαμένο στο δίπολο Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού με ολίγη από ΠΑΟΚ και λιγότερο Άρη και Πανιώνιο, ίντερνετ για ευρεία διάδοση του ΝΒΑ δεν υπήρχε (για την ακρίβεια ήταν ακόμη σε βρεφικονηπιακό στάδιο) και μόνο οι επαΐοντες γνώριζαν.
Ο Ρολάντο Μπλάκμαν, ο θρύλος του Μπρούκλιν, ο ήρωας του Kansas State, ο τετράκις all star των Ντάλας Μάβερικς, ο άνθρωπος που -κατά δήλωση και ομολογία του ίδιου του Πατ Ράιλι– θα έκρινε τους τελικούς του ΝΒΑ τον Ιούνιο του 1994, γέρνοντας την πλάστιγγα υπέρ των Νιου Γιορκ Νικς στην τιτανομαχία με το Χιούστον, θα έπαιζε μπάσκετ στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στο «Γεώργιος Μόσχος».
Ο μεγάλος «Ρο» θα γινόταν ένας από μας.
Λίγο πριν ο Παύλος Γιαννακόπουλος (με τη βοήθεια του Γιάννη Τάρκα) φέρει στην Ευρώπη το μεγαλύτερο όνομα που πέρασε ποτέ τον Ατλαντικό, ο Ρολάντο Μπλάκμαν ανήκε στην κατηγορία «Μάκαντου». Ήτοι, μπασκετμπολίστες από το ΝΒΑ «που δεν υπήρχε περίπτωση να αγωνιστούν στην Ευρώπη».
Ο Μπομπ στο Μιλάνο για την Ολίμπια (τότε Simac και Tracer), ο Ρολάντο στην Αθήνα για την AEK.
Ακολούθησαν κι άλλα πρωτοκλασάτα ονόματα του ΝΒΑ εκτός του Ντόμινικ, ο Μπάιρον Σκοτ, ο Εξέιβιερ ΜακΝτάνιελ, ο Τζεφ Μαλόουν (στον ΒΑΟ!), ο Σκοτ Σκάιλς, ο Ρίκι Πιρς, ο Τζον Σάλεϊ.
Ο πρώτος όμως, διότι ο Ρόι ήρθε στην Ελλάδα σχεδόν κατεστραμμένος από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, ο “conquistador”, ήταν ο Ρολάντο Μπλάκμαν. Ο «Ρο».
“Conquistador”, όπως ο Πέδρο Άριας Νταβίλα, ο Ισπανός που κατέκτησε τον Παναμά, τη χώρα της Κεντρικής Αμερικής, στην πρωτεύουσα της οποίας ο Ρολάντο Μπλάκμαν είδε το πρώτο φως της ζωής του στις 26 Φεβρουαρίου του 1959, στο Πάναμα Σίτι.
Μέχρι τα 8 του χρόνια έζησε στη χώρα που ενώνει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό, έπαιζε μαζί με τα υπόλοιπα παιδάκια ποδόσφαιρο, μεγάλωσε γαλουχημένος με τις αξίες του Καθολικισμού, τον οποίον πρέσβευαν και υπηρετούσαν οι γονείς του.
Η ανεργία αλλά και η ιδιαιτέρως έκρυθμη κατάσταση στη χώρα, με τις ΗΠΑ να πιέζουν προκειμένου να ελέγξουν το στρατηγικής σημασίας κανάλι, τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν, λίγο πριν ξεσπάσει η βαθύτατη πολιτική κρίση και εν τέλει η Δικτατορία του Ομάρ Τορρίχος.
Ο προορισμός της οικογένειας ήταν το Μπρούκλιν, στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, σε μια χώρα που επίσης βίωνε ένα πρωτόγνωρο “Vietnamization” από το Νίξον, αλλά πρόσφερε πολύ περισσότερες (οικονομικές) ευκαιρίες στους κατοίκους της.
Η Νέα Υόρκη εκείνα τα χρόνια ήταν σκληρή, βρόμικη, επικίνδυνη. Ο Ρολάντο μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά με χρησιμοποιημένες βελόνες στον δρόμο και ιερόδουλες να τον φωνάζουν με το μικρό του όνομα.
Ήταν η ατραξιόν στο Φλάτμπους, τη συνοικία που είχαν συγκεντρωθεί οι εμιγκρέδες της Καραϊβικής, ήταν το ψηλόλιγνο πιτσιρίκι από τον Παναμά με τα πεταχτά δόντια και το στρογγυλό πρόσωπο, του οποίου το άφρο μαλλί το έκανε ακόμα πιο οβάλ.
Εντυπωσίαζε από πολύ μικρός στα playgrounds με τα φυσικά του προσόντα και το ταλέντο του στο μπάσκετ, πηδούσε ψηλά, σούταρε καλά, πάσαρε σωστά.
Εξακολούθησε να το κάνει και να βελτιώνεται και στο σχολείο, στο William Grady της θρυλικής Shore Parkway, κοντά στην Μπράιτον Μπιτς.
Ήταν αδύνατον και για τους γονείς του και για τον ίδιο να μείνουν μακριά από τη θάλασσα, το νερό τούς θύμιζε τον Παναμά που εκείνη την εποχή περνούσε δύσκολα, το λάτιν αίμα και ταμπεραμέντο δεν έφυγαν από πάνω τους ποτέ.
Ο Μπλάκμαν διέπρεψε και στο high school, απέκτησε σχεδόν άμεσα το nickname «Mr. Silk» για τον “μεταξένιο” τρόπο που σούταρε τη μπάλα, η φήμη του έφυγε πια από το Μπρούκλιν και έφτασε μέχρι το Μανχάταν.
Το μικρό κλειστό στο Grady άρχισε να υποδέχεται “κυνηγούς” από διάφορα κολέγια που έπρεπε να δουν το νεαρό Παναμέζο.
Ο Τζακ Χάρτμαν, θρυλικός προπονητής του Kansas State, μόλις είδε το «τέλειο σουτ», όπως το ονόμασε αργότερα, ήταν βέβαιος πως τον μικρό πρέπει να τον κλείσει.
Ακολούθησε το γνωστό story, επίσκεψη στους γονείς, υποσχέσεις, “δώρα” και δύο τουρ στο campus, σε ένα άλλο Μανχάταν, εκείνο του βορειοανατολικού Κάνσας.
Ανάμεσα στον ποταμό του Κάνσας και τον Μπιγκ Μπλου ο Μπλάκμαν βρήκε το ιδανικό περιβάλλον για να εξελιχθεί και να γίνει ένας μοντέρνος σούτινγκ γκαρντ, θέση στην οποία τον καθιέρωσε ο Χάρτμαν.
Στο σχολείο έπαιζε συχνά και στο “3”, στο πανεπιστήμιο όμως έγινε σαφές ότι είναι ο κλασσικός swingman της δεκαετίας του ’80 που ήταν προ των πυλών.
Ξεκίνησε και τελείωσε βασικός στους Γουάιλντκατς, αποφοιτώντας ήταν ένας από τους καλύτερους που εμφανίστηκαν ποτέ στην Big Eight.
Υπό τις οδηγίες του Τζακ, έμαθε και τη σημασία της άμυνας, την all around διάσταση του σύνθετου ρόλου ενός μοντέρνου σούτινγκ γκαρντ, κυρίως όμως τελειοποίησε το διάσημο τζαμπ σουτ του.
Πάνω σ’ αυτό το τζαμπ σουτ έχτισε την καριέρα του, παρόλο που ήταν άριστος και στις υπόλοιπες πτυχές του παιχνιδιού, αυτό που του αναγνώριζαν όλοι όμως στο Fred Bramlage ήταν ο αδαμάντινος χαρακτήρας του.
Ο «Silk» ήταν μονίμως χαμογελαστός, προσιτός, φιλικός και προσέδωσε το απαραίτητο λάτιν ταπεραμέντο του σε μια Πολιτεία που πιο “αμερικανική” δεν γίνεται.
Ήδη από sophomore ήταν ο σταρ της ομάδας, με μια απολαυστική σεζόν πίσω του, αφού στη freshman χρονιά του σκόραρε 18 πόντους μ.ο. και παγιώθηκε ως ο χρησιμότερος παίκτης των Γουάιλντκατς. Το 1980 το Kansas κάνει μαγική σεζόν, αποκλείει το Arkansas και χάνει στην παράταση από το Louisville την πρόκριση στα ημιτελικά της Big Eight.
Ο «Ρο» κάνει απίθανα πράγματα στο παρκέ, ψηφίζεται και καλύτερος επιθετικός και καλύτερος αμυντικός παίκτης της περιφέρειας, γίνεται all american, τα ποσοστά του εντός πεδιάς αντιστοιχούν σε ψηλό παίκτη και όχι σε μακρινό σουτέρ.
Καθόλου τυχαία, επιλέγεται στην Ολυμπιακή ομάδα των ΗΠΑ για τους αγώνες της Μόσχας, το μέλλον του πια είναι προδιαγεγραμμένο, ο «Mr. Silk» θα γίνει μέγας ΝΒΑer.
Η κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης δεν θα του επιτρέψουν να διεκδικήσει μετάλλιο (με πιθανότερο το Χρυσό), αφού η απόφαση του Πρόεδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζίμι Κάρτερ, να μποϊκοτάρει τους Αγώνες, όταν οι Σοβιετικοί αρνήθηκαν το τελεσίγραφο ανάκλησης των στρατευμάτων τους από το Αφγανιστάν, τον κράτησε στο Κάνσας.
Αφοσιώνεται έτσι στην τελευταία του σεζόν με τους Γουάιλντκατς και στο πτυχίο του.
Το 1981 είναι η χρονιά του. Συμπληρώνει 1.844 πόντους με τη φανέλα του K-State, δεύτερο καλύτερο ρεκόρ στην ιστορία του Πανεπιστημίου, κλείνει με 52% στα σουτ και παίρνει από το χέρι την ομάδα, οδηγώντας την στους Elite Eight.
Το κλάμα και οι πανηγυρισμοί του στην ιστορική νίκη-πρόκριση εναντίον του Arizona State έχει μείνει στην ιστορία, το ίδιο και το κλάμα του στην ήττα με 66-65 από το Wichita και πάλι στην κόψη του ξυραφιού, στο τελευταίο σουτ.
Το ιστορικό του καλάθι στο δεύτερο γύρο με το Νο.1 στο ranking Oregon State, το παίζουν ακόμη τα video walls στο Kansas, το ίδιο και τη συγκλονιστική του εμφάνιση στη νίκη με το Illinois στους Sweet Sixteen.
Η μάχη με το North Carolina στην Elite ήταν χωρίς αύριο, Τζέιμς Γουόρθι, Σαμ Πέρκινς, Ματ Ντόχερτι, Αλ Γουντ, Τζίμι Μπλακ, υπό τις οδηγίες του Ντιν Σμιθ, ήταν απροσπέλαστο εμπόδιο.
Δεν έζησε ποτέ το March Madness, παρόλο που το ήθελε πολύ, δεν έφυγε από το NCAA Πρωταθλητής, έστω με το παράσημο μιας συμμετοχής στο Final 4. Έφυγε όμως ως all american, ως ένα πολύ σοβαρό prospect που ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα διαπρέψει στο ΝΒΑ.
Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε στο ακέραιο στo draft. Επιλογή πρώτου γύρου, στο No.9, κάτω από θρύλους της πορτοκαλί μπάλας, όπως ο Αζάια Τόμας (Νο.2), ο Ορλάντο Γούλντριτζ (Νο.6), ο Τομ Τσάμπερς (Νο.8), ο Μπακ Ουίλιαμς (Νο.3) και ασφαλώς ο Νο.1 Μαρκ Αγκίρε από το De Paul.
Προορισμός το Ντάλας, οι Μάβερικς του Ντικ Μότα και η Reunion Arena που έμελλε να γίνει το σπίτι του.
Ονειρεμένη rookie season με 13 πόντους μ.ο., sophomore 18, την τρίτη 22. Ο Ρολάντο Μπλάκμαν έχει γίνει σημείο αναφοράς και των «Μαβς», το αγόρι από τον Παναμά που έμαθε μπάσκετ στο Μπρούκλιν έχει φύγει από την “απλή” αναφορά ως παίκτης του ΝΒΑ σε δυνάμει All Star.
Και, πραγματικά, εκείνη η ώρα δεν αργεί. Από πρώτος Παναμέζος στο ΝΒΑ πρώτος Παναμέζος και σε All Star Game. Και όχι μία, τέσσερεις φορές.
Οι πρώτες τρεις συνεχόμενες (1985, 1986, 1987), αργότερα (1990) ήρθε και η τέταρτη συμμετοχή στο club των κορυφαίων.
Στο Ντάλας βρήκε μια ομάδα που έσπαγε το ένα αρνητικό ρεκόρ πίσω από το άλλο, το 1988 έφτασε στους τελικούς της Δυτικής Περιφέρειας, να χάνει την πρόκριση στους τελικούς στο έβδομο παιχνίδι εναντίον των Λέικερς του Μάτζικ και του Καρίμ.
Είναι η χρονιά που ο Ρόι Τάρπλεϊ ψηφίζεται καλύτερος έκτος παίκτης του ΝΒΑ, η σεζόν που το Ντάλας γίνεται “μεγάλη ομάδα”, βρίσκοντας ένα τρομερό αμάλγαμα και μια χημεία μεταξύ του κόουτς ΜακΛέοντ και θρύλων όπως ο Ντόναλτσον, ο Πέρκινς, ο Αγκίρε, ο Στρεμπφ και ο Ντέρεκ Χάρπερ.
Ο Μάτζικ, μετά από εκείνο το 117-102 στο Forum, στάθηκε μπροστά στο μικρόφωνο και είπε ότι ο «Ρο» είναι ο καλύτερος σουτέρ που έχει δει, ο δυσκολότερος παίκτης που κλήθηκε ποτέ να μαρκάρει.
Ο Μπλάκμαν ήταν μια μηχανή παραγωγής πόντων, χρόνο με τον χρόνο γινόταν ολοένα και πιο έμπειρος, ακόμα πιο “δολοφονικός” και οι τοποθετήσεις του στρατηγικές στο παρκέ.
Απέκτησε έρεισμα και στο κοινωνικό γίγνεσθαι, επελέγη frontman στην προσπάθεια των Τεξανών να πείσουν όλο και περισσότερα παιδιά να επιστρέψουν στο σχολείο και να μορφωθούν. Ο Μπλάκμαν πλέον είχε γίνει εικόνα του ΝΒΑ, αφίσα σε παιδικά δωμάτια, ένας από τους ελάχιστους αρίστους. Σκοράρει ακατάπαυστα, γίνεται -πριν κλείσει τα 30 του χρόνια- ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία των «Μαβς», ο παίκτης με τα περισσότερα εύστοχα σουτ.
Μένει στο Ντάλας 11 χρόνια, ριζώνει, ωριμάζει μαζί με την πόλη, τους ανθρώπους της, την ομάδα που μεγάλωσε μαζί του και μεγαλούργησε μαζί της.
Όταν το καλοκαίρι του 1992 τον πλησιάζει ο Πατ Ράιλι, το δέλεαρ είναι τεράστιο. Ένα Πρωτάθλημα. Το είχε αγγίξει το όνειρό του στα 29 του, πλέον ήταν 33 και το όνειρο ξεθώριαζε.
Αποδέχτηκε το trade μετά το ασφυκτικό pressing του Ράιλι, σημαντικό ρόλο στην απόφασή του έπαιξε ο επί σειρά ετών συμπαίκτης του και φίλος του, Ντέρεκ Χάρπερ, ο οποίος επίσης πήγε στη Νέα Υόρκη έναν χρόνο αργότερα για να γευτεί το νέκταρ ενός τίτλου.
Κι αν, όσο υπήρχε Τζόρνταν, ο τίτλος φάνταζε σχεδόν αδύνατος, όταν ο Μάικλ αποφάσισε να κάνει το διάλειμμα του baseball, είχε έρθει η ώρα των Νικς.
Γιούιν, Ντοκ Ρίβερς, Σταρκς, Σμιθ, Όκλεϊ, Μέισον, Χάρπερ και ο Μπλάκμαν. Ο πιο έμπειρος, ένας από τους ελάχιστους με επιθετικό ταλέντο σε εκείνη την άκρως physical και “αντιτουριστική” ομάδα.
Ήταν ο στρατηγός με τα περισσότερα παράσημα, ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία των Μάβερικς (16.643 πόντοι, ρεκόρ όλων των εποχών, μέχρι να το σπάσει ο Νοβίτσκι το 2008), ο “σοφός” σε ένα περιβάλλον πάρα πολύ δύσκολο, με εντάσεις και με το πιο απαιτητικό κοινό σε ολόκληρες τις ΗΠΑ.
Οι Νικς σαρώνουν, ολοκληρώνουν τη σεζόν με 57 νίκες, “καθαρίζουν” τους Νετς στον πρώτο γύρο και μπροστά τους έχουν τη Νέμεσή τους. Αποκλείουν τελικά τους Μπουλς μετά από μια συγκλονιστική σειρά με 4-3, σε μια ακόμα πιο συγκλονιστική τους Ιντιάνα Πέισερς του Ρέτζι Μίλερ, επίσης στο έβδομο παιχνίδι.
Επιτέλους τελικοί, επιτέλους η δυνατότητα να διεκδικήσει ένα δαχτυλίδι, έστω και στα 34 του χρόνια.
Εκείνοι οι τελικοί ήταν ουσιαστικά Ολάζουον εναντίον Γιούιν, από τους πιο αμυντικογενείς όλων των εποχών και ουσιαστικά κρίθηκαν στην αλλοίωση του Χακίμ στο σουτ του Σταρκς στο έκτο παιχνίδι.
Εάν έμπαινε το καλάθι, ο τίτλος θα κατέληγε στη Νέα Υόρκη, τελικά κατέληξε στο Τέξας και το κόψιμο του Ολάζουον έμεινε στην ιστορία των τελικών ως «The Block».
Ο κυνικός Ράιλι μετά το τέλος του έβδομου παιχνιδιού, στο Summit 22 Ιουνίου, δεν φείδεται λόγων: «Έκανα το μεγαλύτερο λάθος στην καριέρα μου και δεν έδωσα περισσότερο χρόνο στον Ρολάντο Μπλάκμαν. Είμαι σίγουρος ότι, εάν έπαιρνε τον χρόνο του βασικού σούτινγκ γκαρντ, αυτή τη στιγμή οι Νικς θα ήταν Πρωταθλητές. Σε αυτά τα παιχνίδια πρέπει να παίζουν οι πιο “πεινασμένοι”, ανεξαρτήτως ηλικίας. Ο Ρολάντο ήθελε αυτό το δαχτυλίδι περισσότερο και από τον Πάτρικ. Συγγνώμη “Ρο”».
Ο Μπλάκμαν έφερε βαρέως εκείνη την ήττα, του στοίχισε σε τεράστιο βαθμό. Σκέφτηκε ακόμα και να κλείσει την καριέρα του, να επιστρέψει στο K-State και να πάρει το πτυχίο στις Πολιτικές Επιστήμες, το οποίο για δύο μαθήματα είχε παρατήσει.
Όταν ξεκίνησε η preseason. οι Νικς τον άφησαν ελεύθερο, εκείνος είχε δώσει εντολή στον μάνατζέρ του να του βρει μόνον ανταγωνιστική ομάδα. Μιλάμε για έναν παίκτη με τεράστια εμπειρία και στατιστικά που προκαλούν ίλιγγο: 19.823 πόντοι (18 μ.ο.), 3.278 ριμπάουντς, 2.981 ασίστς.
Ήταν ήδη 35 ετών, ήξερε ότι η ευκαιρία για ένα δαχτυλίδι δεν θα επανεμφανιζόταν, τουλάχιστον με εκείνον ως πρωταγωνιστή. Διότι παρά τα χρόνια του ήταν ακόμη καθοριστικός (δικό του το νικητήριο σουτ στη σειρά με τη Σάρλοτ πέντε δευτερόλεπτα πριν το τέλος) και οι προτάσεις από τους Νετς ή τους Νάγκετς δεν του έλεγαν απολύτως τίποτα.
Μέχρι που εκείνον τον Νοέμβριο ήρθε η πρόταση από την Ελλάδα, τη χώρα που θαυμάζει και αγαπούσε, πριν καν την επισκεφθεί.
Προσγειώθηκε στο Ελληνικό 30 Νοεμβρίου, παρά την κούραση από το ταξίδι έκανε εύχαρης δηλώσεις στους δημοσιογράφους που τον περίμεναν για να διαπιστώσουν αν είναι αληθές το γεγονός ότι ένας παίκτης του διαμετρήματός του έρχεται στην Ελλάδα.
Ο «Ρο» ήταν σαφής: ρώτησε τον Ρόι (Τάρπλεϊ) και τον Έντι (Τζόνσον), πήρε το αεροπλάνο και ήρθε.
Το είπε τόσο φυσικά, όσο και τη “βόμβα” που έριξε περί επικοινωνίας του με τον Μαρκ Ίτον για λογαριασμό της ΑΕΚ!
Πράγματι, ο Λεφάκης κοιτούσε και για ψηλό, αλλά ο Τζούροβιτς έθεσε βέτο στην παραμονή του Μίρκο Μιλίτσεβιτς, ενός αντιτουριστικού σέντερ, ο οποίος όμως, σύμφωνα με τον Βλάντο, είχε 20 πόντους σε κάθε ματς.
Αντίκρισε το «Μόσχος», αλλά τον είχε ενημερώσει ο Τζόνσον για την κατάσταση των ελληνικών κλειστών γυμναστηρίων (ο Έντι είχε πάθει πραγματικό σοκ στο κλειστό των Πατησίων) κι έτσι δεν του προξένησε καμία εντύπωση.
Το ίδιο και το κλειστό του Μετς, όταν κάθισε στον πάγκο και είδε την ΑΕΚ να χάνει από το Παγκράτι, αλλά άκουσε τον κόσμο να τον αποθεώνει.
Τίποτα δεν συγκρίνεται όμως με την αποθέωση που γνώρισε στο πρώτο επίσημο ματς στο «Γεώργιος Μόσχος» στις 11 Δεκέμβρη του ’94, εναντίον του Άρη. Με τον κόσμο να παραληρεί, η ΑΕΚ κερδίζει 80-76, ο «Ρο» έχει πετύχει 21, είναι αμέσως ο σταρ της ομάδας, εκείνος που ψάχνουν οι συμπαίκτες του, όταν η μπάλα καίει.
Αγωνίστηκε σε 18 αγώνες κανονικής περιόδου, ώστε να φτάσει ή και να ξεπεράσει τους 20 πόντους στους 11 από αυτούς. Κορυφαία επίδοσή του ήταν οι 27 πόντοι την 1η Μαρτίου 1995 στην ήττα της ΑΕΚ στη Νέα Σμύρνη.
Έκλεισε το ελληνικό παραμύθι με 352 πόντους (19.5 μ.ο.) με 84/96 βολές (87%), 92/196 δίποντα (46%), 28/90 τρίποντα (31%), 85 ριμπάουντ (4.7 μ.ο.) και 31 ασίστ (1.7 μ.ο.).
Η ΑΕΚ, από την ένατη αγωνιστική που ήρθε ο Μπλάκμαν, ξεκόλλησε από τον πυθμένα της βαθμολογίας, τελείωσε την κανονική περίοδο με ρεκόρ 10-16 κι έφτασε μέχρι την όγδοη θέση και τα play offs, όπου έχασε πάρα πολύ δύσκολα από τον Ολυμπιακό (79-73 και 78-69), σε μια σεζόν που σημαδεύτηκε από πάμπολλα ιστορικά γεγονότα, με κορυφαίο ασφαλώς το άδοξο τέλος του Νίκου Γκάλη στο κλειστό που πρωτοπάτησε το πόδι του και ο Ρολάντο Μπλάκμαν.
Σε πέντε μήνες πρόλαβε να λατρέψει την Ελλάδα, σε κάθε ευκαιρία το εξωτερικεύει: «Λατρεύω την Αθήνα, είναι η πόλη που αγάπησα όσο καμία άλλη στη ζωή μου. Αγαπώ πολύ το μέρος, τους ανθρώπους, τα πάντα. Είμαι πολύ τυχερός που έζησα, έστω και για λίγο, στην Ελλάδα. Στο δωμάτιό μας με τη γυναίκα μου έχω μια μεγάλη φωτογραφία της Αθήνας, είναι η πόλη που βλέπω, πριν κοιμηθώ και όταν ξυπνάω.
Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την παραμονή μου στην Αθήνα, γύρισα τα πάντα, πήγα παντού και ομολογώ ότι ήταν από τις καλύτερες εμπειρίες της ζωής μου. Θα έχω πάντα στην καρδιά μου την ΑΕΚ και τους οπαδούς της, την ελληνική κουλτούρα, το ελληνικό φαγητό, τα πάντα. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ το διάστημα που πέρασα στην Ελλάδα, ακόμη νοιάζομαι για κάποιους ανθρώπους εκεί, μου λείπουν οι βόλτες στη Γλυφάδα, τη Βουλιαγμένη, τη Βούλα, την Κηφισιά. Παρόλο που δεν πληρώθηκα ολόκληρο το συμβόλαιό μου, δεν με ενδιαφέρει πραγματικά. Ένα “ευχαριστώ” είναι λίγο».
Με τη λήξη του συμβολαίου του έδωσε εντολή στον ατζέντη του να βρει ένα ακόμα συμβόλαιο στη χώρα μας και πάλι καμία ομάδα δεν μπόρεσε να του προσφέρει ένα συμβόλαιο ανάλογο της αξίας του.
Την ευκαιρία άρπαξε ο πανούργος Τάνιεβιτς, ο οποίος μόλις είχε ακολουθήσει το project Στεφανέλ από την Τεργέστη στο Μιλάνο. Ο Μπλάκμαν έγινε ο δάσκαλος του Μποντιρόγκα, του Φούτσκα, του Νάντο Τζεντίλε, του Σάντρο Ντε Πολ, έγινε ο προπονητής μέσα στο γήπεδο, το alter ego του Μπόγκνταν Τάνιεβιτς και κατέκτησε επιτέλους ένα Πρωτάθλημα, έστω το Ιταλικό, στα 37 του χρόνια.
Και όχι μόνον αυτό, ακολούθησε το Κύπελλο, στο οποίο ανακηρύχθηκε και mvp, και έχασε στις λεπτομέρειες και το Κύπελλο Korać στον Τελικό με την Εφές.
Η σχέση του με τον Τάνιεβιτς εξελίχθηκε σε φιλία ζωής, ο Παναμέζος είναι ένας χαρακτήρας που δένεται με τους ανθρώπους και, όταν ο Μαυροβούνιος τού ζήτησε να τον ακολουθήσει στη Λιμόζ, εκείνος δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Στους λιμουζό έκλεισε την τεράστια καριέρα του το 1997, μετά από 20 ολόκληρα χρόνια γεμάτα μπάσκετ.
Στα 38 χρόνια και έχοντας κατακτήσει και τίτλους, επέστρεψε στην Αμερική, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο K-State και πήρε το πτυχίο του.
Τον πήρε μαζί του ο Ντον Νέλσον στο Ντάλας, ασίσταντ με καθήκοντα που άπτονταν στην αντίληψη και την προπόνηση της αμυντικής τακτικής, του υπεραπαραίτητου συστατικού για τους τίτλους.
Τότε γνώρισε τον Ντιρκ Νοβίτσκι, με τον οποίον επίσης έδεσε άμεσα, με τον Γερμανό να αισθάνεται δέος μπροστά στη σοφία του και να τον πείθει ακόμα και να κοουτσάρει ως ασίσταντ και την Εθνική Γερμανίας στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ινδιανάπολης το 2002, κατακτώντας το Χάλκινο μετάλλιο.
Νωρίτερα, 11 Μαρτίου του 2000, σε μια συγκινητική τελετή οι «Μαβς» απέσυραν τη φανέλα με το «22», με το Ντάλας άλλωστε η σχέση ήταν ανέκαθεν ξεχωριστή, πέρασε απ’ όλα τα πόστα, υπηρέτησε ως κόουτς, υπεύθυνος ακαδημιών, σκάουτ, διοικητικός παράγοντας, έκανε ατομικές προπονήσεις στα αστέρια, όπως ο Ντιρκ, έγινε πρεσβευτής της ομάδας απανταχού.
Λίγα χρόνια αργότερα τιμήθηκε και από το Πανεπιστήμιό του, όπου και εκεί η φανέλα του αποσύρθηκε, σε μια επίσης φορτισμένη τελετή.
Όταν το 2010 στο Μουντομπάσκετ της Τουρκίας εμφανίστηκε στο Abdi İpekçi στο πλευρό (και πάλι) του Μπόγκνταν Τάνιεβιτς, είχε γύρω του μόνο φίλους.
Ασίσταντ και στην Τουρκία (κατέκτησε το Αργυρό μετάλιο), μετά το Ντάλας και τη «Nationalmanschaft»!
Δεν μπορούσε να χαλάσει χατίρι στον Τάνιεβιτς, με τον οποίον ακόμη και σήμερα επικοινωνούν συχνά, τον θεωρεί έναν από τους καλύτερους προπονητές που συνεργάστηκε στην καριέρα του.
Έγινε ο πρώτος παίκτης του K-State που μπήκε στο NCCA Hall of Fame, ο δεύτερος από το Kansas μετά τον θρυλικό Τεξ Γουίντερ της «τριγωνικής επίθεσης».
Ανέβηκε τα σκαλιά του Arvest Bank Theatre στο Μίντλαντ του Κάνσας Σίτι παρέα με συν-τιμώμενους θρύλους, όπως ο Κουίν Μπάκνερ, ο Τζον Χάβλιτσεκ, ο Εντ Ράτλιφ, ο Τσάρλι Σκοτ.
Στις πρώτες θέσεις στην αίθουσα τα τέσσερα παιδιά του, Βάλερι, Μπρίτανι, Μπραϊάνα και Βερνέλ, «τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ζωής του», όπως ανέφερε από μικροφώνου συγκινημένος.
Σήμερα είναι μέλος του ΔΣ του Ιδρύματος Αρωγής Νέων, βοηθάει τα παιδιά που δεν έχουν τη δυνατότητα και τις ευκαιρίες για μια καλύτερη ζωή, εξακολουθεί να υπηρετεί τους Ντάλας Μάβερικς ως υπεύθυνος ταλέντων και κάθε 26 του Φεβρουαρίου σβήνει κεριά σε μια από τις πιο γλυκιές τούρτες μπασκετμπολίστα στην υφήλιο.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro