Όλα ξεκίνησαν σε ένα χωριό των Τρικάλων, τη Φήκη.
Η ομάδα του έπαιζε στο ερασιτεχνικό.
Κάπου στα 16, χωρίς να έχω πάει καθόλου σε ακαδημία, μόνο από ποδόσφαιρο αλάνας ήξερα, σε πλατείες και σχολεία, και όντας ένα αδύνατο και ψηλό παιδί, με ρωτάει ο προπονητής αν θέλω να ξεκινήσω προπονήσεις κι έτσι ένα καλοκαίρι εντάχθηκα στην ομάδα.
Αυτός, επειδή ασχολούταν και με τα νέα παιδιά, μετά από έναν χρόνο εκεί θεωρούσε ότι θα μπορούσα να παίξω σε παραπάνω κατηγορία, προφανώς ο κύριος Μπέσσας διέκρινε από τότε το πάθος μου.
Στον δεύτερο χρόνο είχα την τύχη, ο ΑΟΤ να κάνει μια ριζική ανανέωση και να μαζέψει τους καλύτερους νεαρούς παίκτες από τον νομό, δημιουργώντας κατά κάποιον τρόπο μια ομάδα ερασιτεχνών, τη δεύτερη δηλαδή ερασιτεχνική ομάδα του ΑΟΤ.
Από ένα σύνολο 150 παιδιών πήγαμε στην προετοιμασία περίπου 25, μέσα σε αυτούς και εγώ.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον θείο μου, ο οποίος έπαιζε στην πρώτη ομάδα, να μου λέει «Ρε Γιώργο, δεν βλέπεις τι γίνεται εδώ; Υπάρχουν τέσσερα στόπερ στην Α’ ομάδα και άλλα τέσσερα στη Β’. Πού να παίξεις; Πάρε τον πατέρα σου να έρθει να σε πάρει».
Εγώ δεν έδωσα σημασία και έτσι αγωνίστηκα εκείνη τη χρονιά στην ερασιτεχνική ομάδα του ΑΟΤ.
Η πρώτη ομάδα εκείνη τη σεζόν έπεσε κατηγορία, αλλά λόγω μιας αναδιάρθρωσης παρέμεινε τελικά στη Γ’ Εθνική.
Τότε το συμβούλιο μάς ανέβασε όλους στην Α’ ομάδα, μόνο δυο-τρεις προσθήκες έμπειρων έγιναν, όλοι οι άλλοι ήταν πιτσιρικάδες, με προπονητή τον Σωτήρη Καλατζή, παλιό παίκτη των Τρικάλων, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που με έβαλε να παίξω επαγγελματικά.
Το πάθος και η θέληση ήταν τα όπλα μας για τη διάκριση, υπήρχε ένα ταλέντο, αλλά κυρίως μας χαρακτήριζε το τρέξιμο και η διάθεση.
Στο γήπεδό μας λοιπόν δεν χάσαμε από κανέναν και καταφέραμε να σωθούμε.
Την επόμενη χρονιά πήραμε δυο-τρεις καλύτερους παίκτες και έρχεται προπονητής ο Παναγιώτης Κερμανίδης.
Μαζί του κάναμε πρωταθλητισμό, μας βοήθησε αρκετά τόσο σε ομαδικό επίπεδο όσο και εμένα προσωπικά και έτσι καταφέραμε να βγούμε κατηγορία, μαζί με την φοβερή Νάουσα εκείνης της εποχής, με Τσιάρτα, Μάρκο, Κυζερίδη, Τρούπκο.
Την επόμενη χρονιά στη Β’ Εθνική ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα, μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο η καριέρα μου στιγματίστηκε από μια απ’ τις πιο μαύρες στιγμές της. αποβλήθηκα, γιατί χτύπησα έναν διαιτητή και δέχθηκα τιμωρία 15 αγωνιστικών.
Υπήρχε η φημολογία ότι στον συγκεκριμένο αγώνα ο διαιτητής είχε επηρεαστεί και δεν θα μας έπαιζε καλά.
Σε ένα πέναλτι που καταλόγισε εγώ θεώρησα ότι δεν υπήρχε παράβαση και συμπεριφέρθηκα με πολύ άσχημο τρόπο. με τα χρόνια καθόμουν και σκεφτόμουν τι πήγα και έκανα εκείνη την ημέρα, είναι κάτι που δεν θέλω να το θυμάμαι.
Θα μπορούσε να είχε σηματοδοτήσει το τέλος της καριέρας μου, γιατί, όταν επέστρεψα, ο ΑΟΤ είχε υποβιβαστεί και φοβόμουν ότι δεν θα με έπαιρνε κανείς σοβαρά, σου λέει αυτός είναι τρελός, πήγε και χτύπησε τον διαιτητή.
Συγκυριακά εκείνο το καλοκαίρι του 1992 ο Άρης έχει κάνει μια ριζική ανανέωση και έφερε στην ομάδα παιδιά που είχαν διακριθεί στις ομάδες του σε μικρότερες κατηγορίες .
Με πήρε τηλέφωνο ο Κούης και μου είπε ότι με ήθελε στην ομάδα, γιατί ήμουν ένα παιδί δυνατό, με πάθος.
Προφανώς θα είχε μιλήσει με τον κύριο Κερμανίδη και τον Τάκη Νικολούδη, ο οποίος είχε έρθει τη χρονιά της Β’ Εθνικής στον ΑΟΤ.
Υπήρχε μια φημολογία ότι με ήθελαν και οι ομάδες των Αθηνών, αλλά δεν με είχε ενοχλήσει κανείς.
Από τον Άρη λοιπόν έδειξαν ότι με ήθελαν πολύ (μίλησα και με τον Φοιρό) και αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο στην απόφασή μου.
Εκεί που ήμουν σε ένα τέλμα, κατευθείαν, με το που ήρθα στη Θεσσαλονίκη, έφυγε το μαύρο σύννεφο και βγήκε ένας μεγάλος ήλιος.
Ξεκίνησα πολύ καλά, έβαζα γκολ στην προετοιμασία, αλλά αποδείχθηκε ότι οι επίσημοι αγώνες είναι κάτι άλλο.
Κάναμε μια μέτρια χρονιά, βγήκαμε έβδομοι ή όγδοοι, αν θυμάμαι καλά, αλλά υπήρχε υπομονή από το τεχνικό τιμ και πίστη στη δουλειά.
Την επόμενη χρονιά, χωρίς πάλι να κάνουμε πολλές προσθήκες και με τους παίκτες που υπήρχαν από την προηγούμενη σεζόν, Λόντσαρ και Μιλόγεβιτς, κάνουμε το μπαμ.
Επειδή τότε παίζαμε με τρεις στόπερ, είχα παίξει αρκετά παιχνίδια.
Το πρόβλημά μου εμένα όμως πάντα ήταν οι κάρτες, έτσι ήταν όμως τότε το ποδόσφαιρο, έπρεπε να παίζουμε δυνατά, να μην ακουμπάει μπάλα ο επιθετικός, αν γινόταν, αντίστοιχα και οι δικοί μας επιθετικοί εκτός έδρας υπέφεραν.
Ακούω πολλές φορές να μου λένε για τον τρόπο παιχνιδιού μου και τους απαντώ ότι έτσι έπρεπε να ήμουν, αλλιώς δεν θα έπαιζα. δεν μετανιώνω για το στυλ μου, γιατί με βοήθησε να παίξω τόσα χρόνια μπάλα.
Αν δεν φέρναμε εκείνο το 2-2 με τον Εδεσσαϊκό εκτός έδρας, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, η ομάδα έφτασε να διεκδικεί Πρωτάθλημα κόντρα στην καλή ΑΕΚ του Μπάγεβιτς, με παίκτες που την προηγούμενη χρονιά βολόδερναν στη μέση της βαθμολογίας, αλλά μετά από εκείνο το αποτέλεσμα η ομάδα ξεφούσκωσε.
Κομβικό σημείο και ο ημιτελικός Κυπέλλου με την ΑΕΚ, από εκείνη την ημέρα θυμάμαι τον Φοιρό στα αποδυτήρια μαζί με τον Κούη να μας λένε ότι μπορεί στην καριέρα μας να μην μας ξανατύχει να παίξουμε σε ημιτελικό, να τα δώσουμε όλα να πάμε στον Τελικό, αλλά εν τέλει χάσαμε 2-1 και αποκλειστήκαμε.
Θεώρησα λοιπόν και εγώ τότε ότι δεν θα μου ξαναδινόταν η ευκαιρία, αλλά από εκείνο το ματς και μετά πήγα σε τρεις Τελικούς ως παίκτης και σε έναν ως στέλεχος της ομάδας!
Θα έρθει η ευκαιρία ξανά, το θέμα είναι να διορθώνεσαι και να γίνεσαι καλύτερος, δεν υπάρχει απογοήτευση, υπάρχει συνέχεια!
Το λέω και για τη σημερινή εποχή που τα βλέπουμε όλα μαύρα, με τους συνεχόμενους αποκλεισμούς, ακούω ότι δεν πρόκειται να πάρουμε ποτέ Κύπελλο, το οποίο παρεμπιπτόντως το έχω κι εγώ απωθημένο που δεν το κατέκτησα, το θέμα όμως είναι να είσαι έτοιμος, όταν θα παρουσιαστεί η ευκαιρία.
Την επόμενη σεζόν που θα παίζαμε και στο Κύπελλο UEFA κάναμε αρκετές μεταγραφές και υπήρχαν προσδοκίες ότι θα επαναλάβουμε την καλή πορεία.
Δυστυχώς δεν τερματίσαμε σε θέση που έδινε ευρωπαϊκό εισιτήριο και, όπως συμβαίνει συνήθως στον Άρη, μας έπιασε το “γνωστό”, να πρέπει να τα διαλύσουμε όλα, να φύγουν παίκτες, προπονητής, ένας κακός χαμός.
Θυμάμαι την τέταρτη χρονιά μου στην ομάδα (1995-1996) είχαμε αλλάξει τρεις προπονητές και στο τέλος της αποφασίστηκε να αλλάξει ριζικά το ρόστερ.
Εγώ έφυγα, γιατί θεώρησα ότι έπρεπε να μου κάνουν μια καλύτερη πρόταση, κατάλαβα ότι δεν καίγονταν να με κρατήσουν.
Να πω βέβαια ότι το να βγαίνεις εκείνα τα χρόνια τέταρτος και να παίζεις στην Ευρώπη ήταν δύσκολο, η ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός διεκδικούσαν τους τίτλους, ο Ολυμπιακός ήταν τρίτος και έμενε μια θέση για να την διεκδικήσουν εμείς, ο ΠΑΟΚ και μερικές φορές η ΑΕΛ και ο ΟΦΗ.
Όταν πήγα στη Β΄ Εθνική και τη Λάρισα, με προπονητή πάλι τον Φοιρό, ο οποίος ήταν και ο λόγος της επιλογής μου, πίστεψα ότι ήταν μια ευκαιρία να διακριθούμε, πετυχαίνοντας την άνοδο.
Στην αρχή ήμασταν ψηλά, γύρω στα Χριστούγεννα όμως τα ούτως ή άλλως τεράστια οικονομικά προβλήματα διογκώθηκαν, έφυγε και ο Φοιρός, αλλά εγώ έμεινα, αφού ήταν δίπλα τα Τρίκαλα και πηγαινοερχόμουν.
Εκείνη τη χρονιά έβαζα με το μυαλό μου τα χειρότερα σενάρια, δεν υπήρχε καμία προοπτική και έλεγα μέσα μου ότι θα πρέπει να ψάξω να κάνω κάτι άλλο.
Η τύχη και οι συγκυρίες όμως με έσωσαν, ο Άρης υποβιβάζεται, δεν υπάρχει ρόστερ, οικονομικά προβλήματα, με τον Γράντα να έχει φύγει τον Φοιρό να αναλαμβάνει πάλι.
Καταλαβαίνετε ότι πρόκειται για τον άνθρωπο που με στήριξε και στον οποίον οφείλω τα περισσότερα.
Με φωνάζει να γυρίσω λοιπόν και είναι η χρονιά που έχω πάει φαντάρος, ήμουν στην πτέρυγα μάχης, δίπλα στο προπονητικό κέντρο του Ρυσίου, όταν πήγα μάλιστα στην πρώτη συγκέντρωση, ζήτημα να ήταν δυο-τρία άτομα.
Οι φίλοι μου σε Λάρισα και Τρίκαλα μου έλεγαν «Γιώργο, πού πας εκεί; Αυτοί είναι διαλυμένοι».
Τους έλεγα ότι χειρότερα δεν μπορούν να γίνουν τα πράγματα, μόνο καλύτερα, υπήρχε ένα κλίμα συσπείρωσης από τον κόσμο και κάποιους παράγοντες, όπως ο συγχωρεμένος ο Σαμολαδάς.
Εγώ έβλεπα ότι ο Άρης μού έδινε ξανά το χέρι για να με τραβήξει και να ξανασηκωθώ, πίστευα ότι δεν θα επέστρεφα ποτέ, έγινε αυτό για να ξαναγυρίσω, γι’ αυτό πάντα η τύχη παίζει σημαντικό ρόλο.
Ξεκινάει μια χρονιά όπως όλες όσες έχω ζήσει στη Β’ Εθνική, δύσκολα, με αναταράξεις.
Στην πορεία δημιουργήθηκε ένα καλό ρόστερ, βοήθησαν αρκετοί επιχειρηματίες, το περίφημο 20χίλιαρο του Τροχανά, είχε έρθει κι ο Ναγκόλι, ο οποίος, όταν τον είδαμε στην αρχή, δεν μας γέμιζε το μάτι, μας βοήθησε πολύ όμως τελικά και πετύχαμε την άνοδο.
Και εκεί που λέγαμε πως θα αντεπεξέλθουμε στην Α’ Εθνική, γίνεται το μεγάλο μπαμ και έρχεται ο Δημήτρης Κοντομηνάς, αυξήθηκαν οι απαιτήσεις κι άρχισαν να έρχονται αξιόλογοι ποδοσφαιριστές που μας βοήθησαν.
Υπήρξε και ένα παιχνίδι που μνημονεύεται ακόμη και σήμερα, εκείνο το 1-4 στην Τούμπα, το οποίο μου έχει μείνει για τον εξής λόγο.
Εγώ έτυχε να είμαι στην ομάδα, όταν ηττήθηκε με 0-4 από τον ΠΑΟΚ στο Χαριλάου, δεν είχα παίξει βέβαια, ήμουν στον πάγκο, αλλά ήταν ένα παιχνίδι που μας πλήγωσε πολύ, γιατί είχαν γίνει και επεισόδια.
Όταν λοιπόν τέλειωσε το παιχνίδι στην Τούμπα, νιώσαμε μια δικαίωση, γιατί ήταν κάτι σαν υποχρέωση, ότι δηλαδή ξεπλύναμε μια ντροπιαστική ήττα.
Ήταν όμως όλο το κλίμα έτσι τότε, ο ερχομός του Κοντομηνά ξεσήκωσε τον κόσμο κι εγώ ένιωσα ένα έντονο συναίσθημα ευφορίας, επανήρθα στην ομάδα, έγινε αυτό που έγινε και ένιωσα βασιλιάς.
Το συναίσθημα της νίκης δεν μπορεί να πληρωθεί ούτε με όλα τα λεφτά του κόσμου. Αντίθετα, όταν χάνεις, είναι σαν να σε έχουν ρίξει σε έναν βάλτο με λάσπη, τουλάχιστον έτσι ένιωθα εγώ.
Τότε εμείς, όταν χάναμε, δεν κυκλοφορούσαμε, γιατί όπου και αν πηγαίναμε μας την έλεγαν, ντρεπόμασταν κι αυτό είχε περάσει μέσα στα αποδυτήρια. Σήμερα αυτά δεν υπάρχουν.
Την προηγουμένη εκείνου του αγώνα, παίξαμε το καθιερωμένο διπλό στην προπόνηση, οι βασικοί με τους αναπληρωματικούς.
Δεινοπαθήσαμε, χωρίς υπερβολή, δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε μια πάσα, αφού αναγκάστηκε ο Φοιρός να διακόψει την προπόνηση, ήταν τέτοια η πίεση που αισθανόμασταν.
Τέλειωσε η προπόνηση και έλεγα από μέσα μου πώς θα πάμε να παίξουμε αύριο.
Δεν έχει καμία σχέση το τι κάνεις στην προπόνηση, ό,τι πίεση νιώθεις πρέπει μέσα στον αγώνα να την μετατρέψεις σε δημιουργικό άγχος, να σπρώξεις τον εαυτό σου να δώσει το 100%, κάτι που δεν μπορούν να το κάνουν όλοι, καθώς σε καθηλώνει το βάρος και δεν μπορείς να δώσεις μια πάσα, το έχω ζήσει σε παιχνίδι.
Παρόλ’ αυτά, εκείνη ήταν μια καλή χρονιά, η ομάδα βγήκε στην Ευρώπη, είχαμε πάρει τον… αφρό σε παίκτες (Μάντζιος, Κυζερίδης, Αντριόλι, Αγαθοκλέους, Χριστοδούλου) και είχαμε φτιάξει μια καλή ομάδα που θα μπορούσε να είχε πάει και καλύτερα.
Από τη δεύτερη χρονιά του Κοντομηνά, η ομάδα μπήκε σε μια άλλη λογική, πιο επαγγελματική, με εκατομμύρια στα συμβόλαια.
Στα αποδυτήρια συζητούσαμε γιατί να πάρει αυτός τόσα κτλ. Οι ισορροπίες μέσα σε μια ομάδα είναι πάντα σημαντικός παράγοντας για να μπορέσει να ανταποκριθεί.
Για μένα, αυτός που παίρνει τα περισσότερα χρήματα σε μια ομάδα πρέπει να είναι αυτός που τραβάει και το καράβι. Αν όχι, δημιουργούνται προβλήματα μέσα στα αποδυτήρια.
Παρότι όμως είχαμε έναν μεγάλο επενδυτή, η ομάδα δεν μπόρεσε να κάνει βήματα προόδου στο αγωνιστικό.
Μέχρι που έφτασε μια μέρα που τη θυμάμαι σαν χθες, ήμασταν προετοιμασία στη Σλοβενία και εμφανίζεται ο Ζαχουδάνης, μια ψυχρολουσία, γιατί δεν τον ήξερε κανένας.
Και άρχισαν τα δύσκολα χρόνια για τον Άρη, μια χρονιά παρωδία.
Όλο έλεγε θα σας πληρώσω και όλο τίποτα, υπήρχαν μυθικά συμβόλαια, ήταν η χρονιά που πουλήθηκε ο Χαριστέας στη Βέρντερ και κανείς δεν ήξερε πού πήγαν τα λεφτά, προφανώς τα πήρε ο μεγαλομέτοχος.
Ήταν επόμενο ο Άρης να πάρει την κατιούσα, παίκτες δεν μπορούσαν να έρθουν, υπήρχαν οφειλές που δεν μπορούσαν να πληρωθούν, με αποτέλεσμα να αφήσει μια μεγάλη τρύπα που δεν ήταν διαχειρίσιμη.
Είχαν έρθει κάποιοι άνθρωποι τότε για να βρουν λύσεις, ενώ παράλληλα έπρεπε να υπάρχει και μια ομάδα να παίζει.
Ένα καλοκαίρι σώζεται η ομάδα και ξεκινάει μια κουβέντα σχετικά με το ότι, για να συνεχίσει να υπάρχει ο Άρης, θα πρέπει να μπει στο άρθρο 44. Για να πάρουν οι παίκτες τα χρήματά τους, θα πρέπει να παίζουν στην ουσία τσάμπα για δυο-τρία χρόνια, πρόταση που έγινε και σε εμένα.
Όλοι θεώρησαν ότι αυτό είναι κοροϊδία, δεν τους κακίζω, ήταν χρήματα που τους οφείλονταν και έπρεπε να τα πάρουν. εγώ έπραξα αλλιώς, γιατί θεώρησα ότι δεν θα τα παίρναμε ποτέ.
Σήμερα νιώθω δικαιωμένος από την επιλογή μου, θα μπορούσα να είχα κάνει και εγώ προσφυγή, αλλά από όλη την ιστορία βγήκα κερδισμένος.
Έμεινα στην ομάδα, πέρασα και άλλη μια δύσκολη χρονιά στη Β’ Εθνική, κάθε αγωνιστική παίζαμε κορώνα-γράμματα την ύπαρξή μας.
Αν κερδίζαμε στην έδρα μας Ηλυσιακό και Εθνικό Αστέρα, θα βγαίναμε. με τον αδιάφορο Αστέρα φέρνουμε 0-0 στο Χαριλάου, με τον Ηλυσιακό 2-2 και πρέπει πάση θυσία να κερδίσουμε στο αδιάφορο Χαϊδάρι, ώστε, με νίκη επί της Κέρκυρας την τελευταία αγωνιστική, να πάρουμε την άνοδο.
Εκείνο το ματς στο Χαϊδάρι αξέχαστο!
Παρότι οι αντίπαλοι δεν είχαν βαθμολογικό κίνητρο, έπαιζαν μαζί μας λες και πάλευαν με εμάς για το ποιος από τους δυο μας θα βγει.
Βάζουν γκολ, ισοφαρίζουμε, βάζει το γκολ ο Βελώνης και, ενώ είχε ακόμα επτά-οκτώ λεπτά, πάω στον διαιτητή και του λέω «Γιατί δεν σφυρίζεις;» και μου απαντάει «Αφού έχει καθυστερήσεις, δεν γίνεται». το λέω χαριτολογώντας, ήταν τέτοια η πίεση που έλεγα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να δεχθούμε γκολ.
Έβλεπα και τον Αναστόπουλο στον πάγκο να φωνάζει «ένα γκολ, ρε παιδιά, βάλτε ένα γκολ».
Για τον Αναστόπουλο θέλω να πω ότι ήταν ένας άνθρωπος που βοήθησε, ξεκινήσαμε ζαλισμένοι και, όταν ήρθε, μας συμμάζεψε, ίσως επειδή ήξερε και την κατηγορία.
Παρότι σπουδαίος επιθετικός στα νιάτα του, έδινε έμφαση στην άμυνα, μας έλεγε να προσέχουμε να μη δεχθούμε εύκολα γκολ.
Στα αποδυτήρια μετά το ματς νιώσαμε σαν να είχαμε μια αρρώστια που ξεκόλλησε από πάνω μας, τέτοια πίεση είχαμε, φάνηκε και την τελευταία αγωνιστική κόντρα στην Κέρκυρα. παρότι ήταν καλή ομάδα, στο γήπεδο σαν να μην υπήρχε, κερδίσαμε 3-1, ήταν σαν γιορτή!
Με την επιστροφή στη μεγάλη κατηγορία το 2006, άρχισε στον Άρη το λεγόμενο ισπανικό μοντέλο. υπήρχε μια ιδέα να φέρουμε παίκτες από Λατινική Αμερική, Ισπανία κτλ, νεαρούς σε ηλικία, αφού λεφτά δεν υπήρχαν και προπονητής ήταν ο Όγιος.
Αυτός είχε μια φιλοσοφία εξαντλητικής προπόνησης. Συμφωνούμε, αλλά σε ποιους απευθύνεσαι;
Να έχεις τους παίκτες 10 χρόνια και να τους έχει φτάσει στο σημείο να μπορούν να δεχθούν τέτοια προπόνηση, κανένα πρόβλημα.
Για μένα όμως που ήμουν τότε 36 και για τα άλλα παιδιά που ήταν μαθημένα σε ένα άλλο μοντέλο προπόνησης, δεν ήταν κάτι που μπορούσε να γίνει, γιατί θα… καιγόμασταν.
Πηγαίναμε στα βάρη και κάναμε υπερβολικά πράγματα, 10 φορές πιο πάνω σε όλα, ξεκινούσαμε οκτώ το πρωί και γυρίζαμε στα δωμάτια μετά το φαγητό, την άλλη μέρα δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε, αρκετοί έβγαλαν προβλήματα.
Έφερε και καινοτομίες βέβαια, κάναμε προπόνηση σε άμμο, κάναμε aqua aerobic, τεχνική με μπαλάκια του τένις, ασκήσεις δύσκολες αλλά ωραίες, κάποιοι μπορούσαν να ανταποκριθούν, κάποιοι όχι, δεν ήταν για όλους, σε έβαζε να σκέφτεσαι και να είσαι συνέχεια στην πίεση.
Όταν ξεκίνησε το Πρωτάθλημα και πήγαμε να παίξουμε στη Λάρισα, στο ξενοδοχείο μιλούσε για την ομάδα γενικά, αλλά δεν αναφερόταν πουθενά στον αντίπαλο.
Στα αποδυτήρια έβαζε έναν βιντεοπροβολέα και μας έδειχνε φάσεις από αγώνες της Μπαρτσελόνα με τραγούδια, κάποιοι χόρευαν.
Επειδή υπήρχαν αρκετοί Ισπανοί, ίσως να είχαν συνηθίσει σε κάτι τέτοιο, σήμερα πλέον έτσι είναι, όλοι με τα ακουστικά τους, να βάζουν τραγούδια στα αποδυτήρια κτλ.
Σε εμένα όμως, καθώς ήμουν παλιάς κοπής και ήθελα ηρεμία, όλο αυτό φαινόταν περίεργο.
Στο παιχνίδι ήμασταν πολύ καλοί και όλοι έλεγαν ότι ήμασταν για μεγάλα πράγματα. Έλα όμως που δεν ήταν έτσι.
Υπήρχαν ομάδες που στο Χαριλάου έπαιζαν κλειστά και δεν μας έδιναν τους χώρους, δεν είχαμε κι εμείς το εύκολο γκολ, εκτός μας έβγαινε καλύτερα, είχαμε πολλές ισοπαλίες και φτάσαμε πριν το ματς με τον Εργοτέλη.
Το κλίμα πολύ αρνητικό για τον Όγιος, γιατί δεν κερδίζαμε.
Εγώ δεν έπαιζα, θα σταματούσα, ξαφνικά προέκυψαν αρκετοί τραυματισμοί και στο παιχνίδι με τον Εργοτέλη στην Κρήτη είμαι στην αποστολή από ανάγκη.
Θα έπαιζε ο Γόγολος, αλλά παθαίνει κάτι στο ζέσταμα και δεν μπορεί να αγωνιστεί. Συζητούσαν να παίξει ο Πασσαλής στόπερ, εγώ δεν είχα παίξει καθόλου, είχαν αμφιβολίες για μένα, δίσταζαν.
Τους λέει ο Πασσαλής «Βάλτε τον Κολτσίδα, θα είναι μια χαρά». Παίζουμε, κερδίζουμε 0-1, χαρές και πανηγύρια.
Επόμενη αγωνιστική παίζουμε με τον Παναθηναϊκό στο Χαριλάου, παιχνίδι που έπρεπε επίσης να κερδίσουμε, και τα ξανακαταφέρνουμε.
Παίζοντας μετά στην Καλαμαριά, φέρνουμε μια ισοπαλία 2-2 και εκεί κατάλαβα ότι αρκετοί στην ομάδα, μαζί και ο προπονητής, θεωρούσαν ότι ό,τι είχα να προσφέρω το προσέφερα.
Ο προπονητής άρχισε να χάνει τον έλεγχο και αυτό φαινόταν από τις αντιδράσεις του.
Πριν το ματς με τον Ατρόμητο στην Αθήνα, αντί να συζητάμε πώς θα αγωνιστούμε, έκανε μια ομιλία για το πώς θα μοιράσουμε το πριμ που μας είχε τάξει η διοίκηση.
Έρχεται το ματς με τη Λάρισα εντός και, παρότι ο στόπερ δεν ήταν έτοιμος να παίξει, τον βάζει στον αγώνα κι έτσι εγώ έμεινα εκτός.
Στο ξενοδοχείο με φωνάζει και αρχίζει να μου λέει ότι δήθεν του λένε να μη με βάζει, ενώ εγώ του απαντάω ότι, επειδή με ενδιαφέρει η ομάδα, θα παίξω, αλλά δεν θα το αφήσω έτσι.
Τελειώνει το ματς και πάω κατευθείαν στη διοίκηση, είχα καταλάβει τι γινόταν και ποιος μπορεί να έβαζε λόγια στον προπονητή.
Μερικές μέρες μετά λύθηκε η συνεργασία με τον προπονητή και ήρθε ο Ερνάντεθ.
Νομίζω ότι ο κύριος Όγιος μάς άλλαξε τρόπο σκέψης, πώς να προσεγγίζουμε ένα παιχνίδι, αλλά ήταν κάπως υπερβολικός στην προπόνηση και τη διαχείριση του υλικού.
Ο Ερνάντεθ έδωσε έμφαση στην τακτική, αφού ήμασταν… υπερπροπονημένοι.
Η ομάδα άρχισε να πηγαίνει τρένο, όποιος ερχόταν Βικελίδης έτρωγε τριάρες, είχαμε βέβαια και καλή ομάδα, Κόκε στα ντουζένια του, Πάουλο Κόστα, Χαβίτο.
Ο Κίκε είχε θέσει βέτο στη διοίκηση για μένα, με ήθελε, και το καλοκαίρι ανανέωσα για έναν ακόμα χρόνο.
Η επόμενη χρονιά ξεκινάει με όνειρα, αλλά το ξεκίνημα ήταν μέτριο, με αποτέλεσμα να φύγει ο Ερνάντεθ και να έρθει στη θέση του ο κύριος Μπάγεβιτς.
Εκείνος σταμάτησε να με βάζει, αλλά ήταν λογικό, είχε έρθει ο Γκιάρο.
Η ομάδα βρήκε τον ρυθμό της, έκανε πολύ καλή πορεία και, κατά τη γνώμη μου, επί Ντούσαν είχαμε μια από τις καλύτερες ομάδες.
Πήραμε μια τεράστια πρόκριση επί της Σαραγόσα στην Ισπανία και για ένα λεπτό δεν προκριθήκαμε από τους ομίλους του UEFA, με ομάδες όπως ο Ερυθρός Αστέρας, η Μπράγκα, η Μπόλτον και η Μπάγερν.
Ο Τελικός του Καυταντζογλείου ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να πάρουμε το Κύπελλο, ένα γήπεδο δικό μας, αλλά εμείς πουθενά, χάσαμε με κατεβασμένα χέρια, μεγάλη κρυάδα για όλους.
Πιστεύω ότι, αν έμενε ο Μπάγεβιτς, θα κάναμε σπουδαία πράγματα, αλλά ήρθε σε σύγκρουση με κάποιους ανθρώπους που ήταν καθεστώς στην ομάδα.
Στο φινάλε αυτής της χρονιάς πήρα την απόφαση να σταματήσω, όλη τη χρονιά είχα και πρόβλημα στο γόνατο.
Σε πρώτη φάση, εντάχθηκα στις ακαδημίες με τον Στέφανο Γιώρη, αλλά, όταν επέστρεψε ο Ερνάντεθ, ζήτησε να πάω δίπλα του ως Γενικός Αρχηγός, άλλο κεφάλαιο αυτό.
Πόσο ωραίο είναι όταν είσαι στο γήπεδο και πόσο δύσκολο όταν ανέβεις στα γραφεία, τεράστια διαφορά, ό,τι ξέρεις μέσα στις τέσσερεις γραμμές στα γραφεία γκρεμίζεται, η διοίκηση είναι άλλο πράγμα. το αγωνιστικό, ως ποδοσφαιριστής δηλαδή, το ευχαριστήθηκα, το διοικητικό όχι, δεν είχα στο μυαλό μου ότι λειτουργεί έτσι.
Ποιο ήταν το πρόβλημα που είχα εγώ όλα αυτά τα χρόνια; Έπρεπε να έχω πιο έντονη παρουσία στις αποφάσεις που παίρνονταν και με μεγαλύτερο θράσος να προσπαθώ να επιβάλλω πράγματα, λάθος μου που δεν προσπάθησα περισσότερο.
Ο Κούπερ ήταν από τους πιο καθαρούς ανθρώπους, αλλά είχε περιβάλλον που τον… χαλούσε, ο μάνατζέρ του τον επηρέαζε αρκετά, τον έβαλε σε μια λογική ότι έπρεπε να παίρνουμε παίκτες εκατομμυρίων.
Είχε και κάποια κολλήματα, όπως όλοι οι προπονητές, το 4-4-2 για παράδειγμα.
Σε δύσκολα ματς όμως η ομάδα έβγαζε μια δική του ταυτότητα, γενικά είχε μια αγωνιστική φιλοσοφία που την εφάρμοζε σε όλα τα παιχνίδια, ξέραμε κάτι καλά και το κάναμε. Σε βάθος χρόνου κερδίζεις από αυτό, γιατί ο ποδοσφαιριστής ξέρει τι πρέπει να κάνει στο γήπεδο.
Σε αυτό το στυλ πρέπει να έχεις όμως και δημιουργικούς παίκτες. ο Ναφτί, για παράδειγμα, ήταν πολύ δύστροπος χαρακτήρας, αλλά μέσα στο γήπεδο τού έβγαζα το καπέλο, το έλεγε και ο Κούπερ.
Ατέλειωτες συζητήσεις μαζί του, τον άκουγες με τις ώρες.
Ήταν άτυχος γενικά στα παιχνίδια που κάναμε στο Ελληνικό Πρωτάθλημα, υπήρχε και η Ευρώπη στην οποία κάναμε μια φανταστική πορεία που την μνημονεύουμε μέχρι σήμερα. τα παιχνίδια με Ατλέτικο Μαδρίτης, Λεβερκούζεν, Ρόζενμποργκ ακόμα και με Γιαγκελόνια, φανταστικές βραδιές.
Πιστεύω ότι ο Κούπερ είχε αγαπήσει τον σύλλογο και το ευχαριστήθηκε, όσο ήταν στην Θεσσαλονίκη.
Ο Τσιώλης είναι ο αντικαταστάτης του Κούπερ.
Εκείνη η χρονιά έκλεισε με ένα σερί νικών που δεν έφτανε για να μας οδηγήσει στην Ευρώπη.
Η επόμενη χρονιά ξεκίνησε με Τσιώλη και ήταν η σεζόν που χρεωθήκαμε λεφτά που δεν υπήρχαν (υπήρχε ήδη πρόβλημα και η ομάδα φορτώθηκε με επιπλέον 3 εκατ.), ώστε να φέρουμε παίκτες, γιατί υπήρχε η αίσθηση ότι, αν δεν βγαίναμε Ευρώπη, το μαγαζί θα έκλεινε.
Και σκέφτομαι εγώ «Άντε και βγήκαμε Ευρώπη. Είναι τόσο σίγουρο ότι θα προκριθούμε στους ομίλους;». θυμάμαι, για παράδειγμα, τα ματς με την Αούστρια και το πώς περάσαμε, στο Βικελίδης γλυτώσαμε από του χάρου τα δόντια, έχασαν απίστευτες ευκαιρίες και στο τέλος κερδίσαμε 1-0.
Τη χρονιά που έπεσε η ομάδα, όσες διοικήσεις ήρθαν ήταν καταδικασμένες.
Ανεβάσαμε κάποια παιδιά από τη Β’ ομάδα, πήραμε κάποιους δανεικούς, αλλά δεν υπήρχαν χρήματα.
Έρχονταν προπονητές και καλούνταν να λύσουν γρίφους με παίκτες που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις.
Μετά ήρθε ο Καλαϊτζίδης και εγώ έφυγα, όπως και όλοι της… παλιάς ΠΑΕ.
Επέστρεψα το 2018, όταν η ομάδα είχε επιστρέψει στη μεγάλη κατηγορία, με πρωτοβουλία του τότε Τεχνικού Διευθυντή, Ντίνου Διαμαντόπουλου, ο οποίος έψαχνε κάποιον να είναι στα αποδυτήρια, χωρίς να έχω κάνει κάποια συζήτηση με τον Καρυπίδη, μεγάλο λάθος που δεν είχα επαφή άμεση.
Ήταν δύσκολη εκείνη η χρονιά, ο Άρης μόλις είχε επιστρέψει και προσπαθούσε να οργανωθεί.
Ο προπονητής της ομάδας, Ερέρα, προσπάθησε να φτιάξει μια ομάδα με πολλούς νέους παίκτες, κάτι που σίγουρα θα στοίχιζε στα αποτελέσματα, παρά τις δυσκολίες όμως η ομάδα ξεκίνησε αρκετά καλά, αν και, προχωρώντας, έχανε έδαφος.
Άλλαξε ο προπονητής και ήρθε ο κύριος Παντελίδης, χωρίς να υπάρξει μεγάλη διαφορά στα αποτελέσματα, υπήρχαν στιγμές που πραγματικά φαινόταν ότι η χρονιά είναι χαμένη.
Τον Ιανουάριο η ομάδα κάνει κάποιες μεταγραφές στοχευμένες, οι οποίες βοήθησαν πάρα πολύ στο να βγει η ομάδα ξανά Ευρώπη.
Το καλοκαίρι γίνονται κάποιες ακόμα προσθήκες και ετοιμαζόμαστε για την Ευρώπη.
Παίρνουμε την πρόκριση επί της ΑΕΚ Λάρνακας, αλλά αποκλειόμαστε από την Μόλντε σε ένα επικό βραδύ. ανατρέπουμε το 3-0 του πρώτου αγώνα, αλλά τρώμε γκολ στην παράταση.
Στη συνέχεια η ομάδα αρχίζει να παραπατάει στο Ελληνικό Πρωτάθλημα και μοιραία φεύγουν ο προπονητής και στη συνέχεια ο Τεχνικός Διευθυντής, ενώ εν τω μεταξύ είχε αναλάβει ο Χαριστέας.
Μετά από ένα παιχνίδι στην Τούμπα (2-2), πήγα στα γραφεία ένα πρωινό και μου ανακοινώθηκε ότι πάρθηκε απόφαση να φύγω κι εγώ από το πόστο του Γενικού Αρχηγού και να πάω υπεύθυνος στην Κ15,17,19.
Ζήτησα να γίνουν κάποια πράγματα για να πάω, δεν έγιναν, οπότε μοιραία πήγα σπίτι μου και πλέον βλέπω τα παιχνίδια από την κερκίδα.
Όταν μου έγινε η πρόταση από τον Κωνσταντίνο Ζέρβα να κατέβω υποψήφιος στις Δημοτικές Εκλογές, ήμουν διστακτικός, γιατί θεωρούσα ότι θα είχα πρόβλημα με τον κόσμο του Άρη, κάποιοι είπαν ότι κάνω λάθος με αυτή μου την κίνηση, το είπα και στον ίδιο, όταν συναντηθήκαμε.
Το μόνο που μου ζήτησε ο Δήμαρχος ήταν να ρωτήσω αν όλον αυτόν τον καιρό στάθηκε στο πλευρό όλων των ομάδων της πόλης και μετά να αποφασίσω, κάτι που έκανα και διαπίστωσα τη μεγάλη του συνεισφορά σε θέματα του Άρη.
Μπήκα σε αυτόν τον αγώνα λοιπόν, γιατί μπορώ να βοηθήσω σε θέματα Τοπικής Αυτοδιοίκησης που γνωρίζω, έχω διάθεση, θέληση, τρία παιδιά που μεγαλώνουν σε αυτήν την πόλη και μπορώ να κάνω ό,τι χρειάζεται για να βελτιώσουμε την ίδια αλλά και την καθημερινότητα των πολιτών.
Τα επόμενα χρόνια είναι σημαντικά για τον Άρη μας και θέλω να είμαι παρών στον αγώνα, παίζοντας σε ένα διαφορετικό από αυτά που με έχετε συνηθίσει γήπεδο, με τον Κολτσίδα όμως να είναι ο ίδιος παίκτης με αυτόν που γνωρίζετε.
Παθιασμένος με την ομάδα, με μόνη επιθυμία να φέρνει νίκες στον Άρη…
Ο Γιώργος Κολτσίδας είναι πρώην ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
Photo credits: Ραφαήλ Γεωργιάδης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φάνης Κατεργιαννάκης: Έμαθα να λέω «μη φοβάσαι»
Θανάσης Παπάζογλου: Καλά κρυμμένα μυστικά