Ο τελευταίος των Μοϊκανών, ένας hipster πριν καν επινοηθεί ο όρος, η μοναδική διαχρονική φιγούρα που κατέχει το μυστικό της μηχανής του χρόνου και τον έχει παγώσει στα early ‘90ς.
Ο Γκάμπορ Κίραλι δεν θα μπορούσε να έχει γεννηθεί άλλη μέρα από την Πρωταπριλιά.
Έρχεται από άλλη εποχή, είναι το αρχέτυπο του ανθρώπου που τα έχει δει όλα στο χορτάρι, έχει μεγαλώσει τέσσερις γενιές, έχει πέσει από μικρός στη μαρμίτα του vintage και δεν λέει να βγει.
Δεν θα προξενούσε καμία έκπληξη ακόμη κι εάν τον έβλεπες να οδηγεί το πούλμαν της ομάδας και να κερνάει μπίρες την αποστολή. Το έχει κάνει ακόμη κι αυτό.
Είναι ο άνθρωπος που ξέρει πότε θα μιλήσει, γιατί θα μιλήσει και κυρίως τι θα πει. Και οι συμπαίκτες του, οι προπονητές του, ο κόσμος όλος θα τον ακούσει ευλαβικά.
Είναι βέβαιο ότι καθένας από τους συνοδοιπόρους του στην εθνική Ουγγαρίας, έχει να διηγηθεί και ένα περιστατικό, μια ιστορία, μια διδαχή του μοναδικού ανθρώπου που εν έτει 2019 αγωνίζόταν ακόμα στα γήπεδα με την αντιτουριστική γκρι φαρδιά και ξεφτισμένη φόρμα που οι περισσότεροι φορούν την Κυριακή και «χύνονται» στον καναπέ του σπιτιού.
Ο Γκάμπορ αντιστάθηκε σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο είναι γεμάτο μοντέρνα κουρέματα, τατουάζ «μανίκι», χτισμένα κορμιά, περιποιημένες φαβορίτες και trendy instastories.
Ο κόσμος και ειδικά οι Ούγγροι τον λατρεύουν, είναι ένας έρωτας κεραυνοβόλος που φούντωσε ανήμερα 25ης Μαρτίου του 1998 στο «Ernst Happel» της Βιέννης, ακριβώς στο έβδομο λεπτό.
Η Αυστρία έχει κερδίσει πέναλτι, ο καλός Γκάμπορ είναι ήδη 22 ετών, η μόνη διαφορά με το σήμερα στο σουλούπι του είναι πως έχει ακόμα τρίχες στο κεφάλι και κάποια (λίγα) κιλά λιγότερα. Ο θρυλικός Τόνι Πόλστερ πλησιάζει στη βούλα και κάνει νόημα στο ρεφ για τη μπάλα.
Γιατί την μπάλα την κρατάει ο Κίραλι, την έχει αρπάξει με εκείνα τα τεράστια γάντια και τη ζουλάει, «ελέγχει» τον αέρα, την περιστρέφει γύρω από τη μέση, καθαρίζει τη βαλβίδα, τη «μπιστάει» στο έδαφος. Η φόρμα γκρι, φαρδιά, με τις κάθετες ρίγες στο πλάι. «Εκείνη» η φόρμα. Το ύφος πάντα το ίδιο, cool και σοβαρό με ελάχιστα ψήγματα άγχους.
Δεν έχει σημασία τι έγινε, πως έγινε, γιατί έγινε. Φτάνει ότι έγινε και ο μεγάλος Γκάμπορ Κίραλι μπήκε στη φίλαθλη ζωή μας και ο χρόνος σταμάτησε.
Όταν οι διάφοροι Νόιερ, Ντε Χέα, Κουρτουά, Γιορίς, κατεβαίνουν απ’ τα υπερσύγχρονα πούλμαν με εκείνα τα τεράστια ακουστικά και τα fashion τσαντάκια, ο Κίραλι σταματάει στον πρώτο ρεπόρτερ και εξηγεί πως δεν έχει αλλάξει στην ουσία η προπόνηση του τερματοφύλακα από το 1995 και τη Χάλαντας του Σομπάτελι, την ομάδα της καρδιάς του από το 1982 (!) που εντάχθηκε στις ακαδημίες της.
Έπαιξε κι αλλού, η καριέρα του ειδικά για Ούγγρο ποδοσφαιριστή της νεότερης ιστορίας, είναι αξιοσημείωτη, πέρασε από τη Bundesliga, από την Premier, αλλά μην γελιόμαστε.
Ο Κίραλι είναι η προσωποποίηση του Μαγυάρου, το τοτέμ της Ουγγαρίας, τον βάζεις δίπλα στο gulas και έχεις το ίδιο αποτέλεσμα: μια διαχρονική ατραξιόν που ισορροπεί μεαστρικά μεταξύ μύθου και cult, μια φιγούρα που φέρνει στο νου νοσταλγία, χαμόγελο και λογής παραβολές.
Μίλησε κάποτε για εκείνες τις ακατανόητες φράσεις που ψιθυρίζει κάθε που του εκτελούν πέναλτι. Είπε πως αισθάνεται σαν ένας μοναχικός ινδιάνος που πρέπει να ξεφύγει από τους cowboys και σκύβει να μουρμουρίσει στ’ αυτί του αλόγου τον τρόπο διαφυγής.
Αυτό ακριβώς έκανε και το ’98 σ’ εκείνο το πέναλτι του Πόλστερ. Δίχως να έχει σημασία, το ματς δεν ήταν καν επίσημο, δεν υπήρχε διακύβευμα.
Ο Κίραλι, όμως, όπως όλοι οι μάγοι της φυλής, έχει τη δική του ιεροτελεστία, τα δικά του φίλτρα. Ολοκληρώνει την «προσευχή» και πετάει τη μπάλα ράθυμα στον εκτελεστή, υψώνει το βλέμμα και τον κοιτάζει με το ύφος του σκληρού τύπου που λέει «εγώ τελείωσα, βγάλτα πέρα εσύ, τώρα, μαζί μου».
Ο Πόλστερ τον κοίταξε απορημένος, πήρε τη μπάλα, την έστησε στη βούλα και πήρε την απαιτούμενη φόρα. Σε εκείνα τα δευτερόλεπτα της αναμονής, ο Κίραλι, αφού φτύνει στα γάντια, είναι στο κέντρο της εστίας, με το κορμί κορδωμένο, τα πόδια ευθεία, τα χέρια σταυρωμένα πίσω απ’ την πλάτη.
Η εικόνα είναι σαν να βλέπεις μελλοθάνατο που περιμένει την εκτέλεση, άγνωστο αν ο Τόνι Πόλστερ επηρεάστηκε ή όχι, γεγονός είναι όμως ότι η στάση για τερματοφύλακα είναι η πλέον ακατάλληλη, διδάσκεται από προπονητές τερματοφυλάκων ως η τελευταία που ενδείκνυται σε εκτέλεση πέναλτι, διότι ο τερματοφύλακας καλύπτει το μικρότερο δυνατό χώρο στην εστία και δεν υπάρχει χρόνος αντίδρασης.
Ο Κίραλι, όμως, το πέναλτι το έχει μετατρέψει σε κάτι αφηρημένο, σουρεάλ, θεωρεί ότι είναι κατ’ εξοχήν υπόθεση ψυχολογίας, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το ποδόσφαιρο, είναι πνευματική μάχη.
Δέκατα του δευτερολέπτου πριν ο Αυστριακός εκτελέσει, ο σουρεαλισμός φτάνει στο peak, ο Κίραλι παραμένει ακίνητος, κάνει ένα βηματάκι μπροστά και ξαπλώνει αριστερά.
Ο Πόλστερ δεν έχει προλάβει να αντιδράσει, η μπάλα έχει ήδη φύγει από το πόδι του και καταλήγει στη ζεστή αγκαλιά του Γκάμπορ. Την έχει γραπώσει, σηκώνεται αμέσως, διώχνει με νόημα τους συμπαίκτες του και κάνει το βολέ.
Cool, πολύ cool.
Στο τέλος του ματς κι ενώ η Ουγγαρία έχει κερδίσει εκείνο το ασήμαντο φιλικό με 2-3, εμφανίζεται στην αίθουσα Τύπου με δάκρυα στα μάτια. Έκπληκτοι οι ρεπόρτερ τον ρωτούν τι συνέβη, εκείνος απαντά πως συγκινήθηκε γιατί οι λιγοστοί συμπατριώτες του φώναζαν τ’ όνομά του με τη λήξη.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια, υπερασπίστηκε την εστία της θρυλικής Ουγγαρίας, αποφάσισε να σταματήσει στο Euro του 2016, όταν χάρισε ακόμα ένα έπος στους πιστούς του. Οι Ούγγροι ήταν τόσο χαμηλού επιπέδου ομάδα, που η ίδια η πρόκριση από τον όμιλο έμοιαζε με άθλο.
Λέγεται ότι μετά από εκείνο το συγκλονιστικό 3-3 με τους Πορτογάλους στη Λυών, τον πλησίασε ο Κριστιάνο Ρονάλντο με το γνωστό αυθάδες και ειρωνικό ύφος και του είπε «ωραίο ματς, μ’ αρέσει που φοράς αυτή τη φόρμα». Ο Γκάμπορ δεν μάσησε, δεν τον ενδιέφερε ποτέ να γίνει κολλητός με τους super stars, να βγάλει τη selfie για να την ανεβάσει στο λογαριασμό του στο instagram. «Τη φόρμα τη φοράω από το 1996, Κριστιάνο. Είμαι τερματοφύλακας και πρέπει να ντύνομαι άνετα, δεν είμαι top model» ήταν η αποστομωτική απάντηση του μεγάλου Γκάμπορ. Ο Ρονάλντο κοντοστάθηκε λίγο απορημένος, αμήχανα έδωσε το χέρι και χάθηκε στα αποδυτήρια, χωρίς να λύσει το μυστήριο της γκρι φόρμας.
Δεν του είπε ψέματα ο Γκάμπορ, παρόλο που επί της ουσίας δεν ήταν δική του επιλογή η θρυλική γκρι φόρμα. Η ιστορία είναι βγαλμένη από τις πιο χρυσές σελίδες του Ρόι της Ρόβερς στο «Μπλεκ»: σε ένα εκτός έδρας ματς της Χάλαντας υπό καταρρακτώδη βροχή, η μαύρη «επαγγελματική» φόρμα του Γκάμπορ είχε γεμίσει λάσπη, ζύγιζε δέκα κιλά. Ο φροντιστής της ομάδας δεν προλάβαινε να την καθαρίσει και δεν είχε δεύτερη μαζί του.
Βρέθηκε μόνο μια γκρι, φαρδιά και φορεμένη φόρμα έναν φοριαμό, άγνωστο σε ποιον ανήκε. Δεν είχε σημασία. Ο Κίραλι είπε στο φροντιστή ότι δεν έχει πρόβλημα να βγει μ’ αυτήν στο δεύτερο ημίχρονο, έδεσε γερά το λάστιχο στη μέση, βγήκε στο τερέν και μετά από μια συγκλονιστική εμφάνιση έδωσε τη νίκη στην ομάδα αποσοβώντας τουλάχιστον τρία βέβαια γκολ.
Κυλήθηκε στη λάσπη, σκούπιζε πάνω της τα λασπωμένα γάντια, την πατούσε με τις τάπες, έλιωσαν τα γόνατα, αλλά και πάλι δεν είχε σημασία, το μαγικό φίλτρο είχε βρεθεί.
Η Χάλαντας έκανε εννέα σερί νίκες μετά από εκείνο το παιχνίδι, πέτυχε το θαύμα και έμεινε στην κατηγορία απ’ εκεί που όλοι την είχαν χαμένη, δεν την υπολόγιζαν καν.
Φυσικό και επόμενο η γκρι φόρμα έκτοτε να μην ξαναβγεί από το σώμα του Κίραλι, να γίνει το γούρι του, συνώνυμο της τύχης, του καλού σερί, να μετατραπεί σε σημάδι της μοίρας. Η φόρμα έγινε cult, πολλοί φίλαθλοι της ομάδας πήγαιναν στο γήπεδο φορώντας ανάλογες φόρμες, ο Κίραλι έφτασε στο σημείο μετά από πάμπολλες παραινέσεις και αιτήματα, να φτιάξει ένα site και να την πουλάει με 8 χιλιάδες φιορίνια (κάτι λιγότερο από 25 ευρώ).
Γεννημένος Πρωταπριλιά του 1976, ο Κίραλι συνέχισε να ταλαιπωρεί τη φόρμα του στα γήπεδα της Ουγγαρίας μέχρι και το 2019. Με σκαμμένο και ρυτιδιασμένο πρόσωπο, συνέχισε να κάνει πολλά από τα «μαγικά» του.
Όταν είχε κέφι χόρευε το χορό της βροχής, έκανε εκείνες τις μαγικές διατάσεις που παραπέμπουν σε γερμανικό πορνό της δεκαετίας του ‘80, το θεϊκό κόλπο με το βλέμμα και το σώμα αλλού και τη μπάλα κάτω από τα πόδια στην αντίθετη κατεύθυνση, την «προθέρμανση wrestler» πριν μπει στο ρινγκ, το fake shot με το αντίθετο πόδι.
Η λίστα των ατραξιόν είναι ατέλειωτη. Έχει να κάνει πολλά χρόνια το καλύτερο, το πιο διάσημο μαγικό στο ρεπερτόριό του: το βολέ με δοκάρι. Διότι το έχει κάνει κι αυτό, έχει εκτελέσει βολέ με «σπόντα» στο δοκάρι της ίδιας του της ομάδας, ένα τρικ που όπως έχει εξηγήσει ο ίδιος «είναι προϊόν πολυετούς προπόνησης και ατέλειωτων ωρών δοκιμών στις προετοιμασίες».
Το ξεκίνησε στην Ουγγαρία με τη Χάλαντας, πήγε να το κάνει κάποτε και όταν πήρε μεταγραφή στην Χέρτα, αλλά τελευταία στιγμή σταμάτησε.
Διάλειμμα για ποίηση…
Ήταν ένα παιχνίδι κόντρα στο Αμβούργο, το κοινό τραγουδούσε «κάνε το κόλπο με το βολέ», ο θρύλος Γκάμπορ έσκαγε τη μπάλα στο χορτάρι και χαμογελούσε. Ο κόσμος τραγουδούσε και τον «προκαλούσε» να το κάνει κάθε φορά που επρόκειτο να εκτελέσει το βολέ.
Μέχρι που ο Κίραλι γύρισε φάτσα με το τέρμα και για κάποια δευτερόλεπτα έκανε πως υπολογίζει την τροχιά: «βολέ – οριζόντιο δοκάρι – σπόντα στο κέντρο». Ο κόσμος πάγωσε, η χάβρα μετατράπηκε σε νεκρική σιγή. Ο Γκάμπορ έβαλε τα γέλια, έκανε στροφή 180 μοιρών, πήρε λίγο φόρα και εκτέλεσε κανονικά. Ο κόσμος σαστισμένος έκανε μερικά δευτερόλεπτα να επανέλθει και να τον αποθεώσει. Εκείνος είχε γυρίσει στον πάγκο, ύψωσε το χέρι για να καθησυχάσει τον προπονητή που ήταν στα πρόθυρα εγκεφαλικού, το παιχνίδι ήταν ακόμα ισόπαλο.
Μιλάμε για θρύλο, για μοναδική περίπτωση ποδοσφαιριστή που ζει κάπου στο 1983 και επικοινωνεί με το σήμερα μέσω μιας γκρι φόρμας.
Στο Euro της Γαλλίας, ξεπέρασε τον Λόταρ Ματέους και έγινε ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών που συμμετείχε σε ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Την Εθνική την αποχαιρέτισε σε ένα φιλικό προς την τιμήν του εναντίον της Σουηδίας, Νοέμβριο του 2016, στη Βουδαπέστη.
Συνέχισε ως βασικός (το 2018 συμπλήρωσε 26 εμφανίσεις) στην ομάδα που τον ανέδειξε, την Χάλαντας στο Σομπάτελι, μια γραφική πόλη 80 χιλιάδων κατοίκων, δέκα χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Αυστρία.
Ήταν κάτι σαν δεύτερος προπονητής της ομάδας, καθότι συνομήλικος με τον Φέρεντς Χόρβατ, τον κανονικό προπονητή, και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο πατέρας του δεύτερου τερματοφύλακα, του Μάρτον Γκιούργιαν.
Έχει τιμηθεί πολλάκις με διάφορα βραβεία, προσωπικά και συλλογικά, ξεχωρίζει το βραβείο του κορυφαίου τερματοφύλακα της Premier League το 2004/05 και η βράβευσή του ως «τερματοφύλακας της δεκαετίας» στην Ουγγαρία για την περίοδο 2000-2010.
Το 2019, χρονιά απόσυρσής του από το ποδόσφαιρο, συμπλήρωσε περισσότερα από 850 (!) παιχνίδια στην καριέρα του.
Σε περισσότερα από 600 φορούσε τη γκρι φόρμα.
Γιατί δεν έχουν σημασία οι τίτλοι, οι ατομικές διακρίσεις, τα ρεκόρ, τα βραβεία.
Σημασία έχει η γκρι φόρμα.