Στον τάφο του Τζίμ Μόρισον στο Παρίσι υπάρχει η ελληνική επιγραφή «ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ».
Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν είναι αυτό που σκέφτεται ο καθένας σε πρώτη ερμηνεία. Η λέξη «δαίμων» δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ξέρουμε εμείς σήμερα, καθώς οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν Διάβολο. Ως «δαίμων» οριζόταν αρχικά η θεότητα που μοίραζε, κατένειμε τη μοίρα (δαίομαι = μοιράζω) και μετέπειτα ονομαζόταν έτσι οποιαδήποτε θεότητα στην οποία αποδίδονταν τιμές.
«Δαίμων εαυτού» ονομαζόταν η θεότητα-προστάτης που ζούσε μέσα σε κάθε άνθρωπο από τη γέννηση έως τον θάνατό του και φρόντιζε για την προσωπική εξέλιξη κι ευημερία. Ήταν κάτι σαν το αντίστοιχο σημερινό χριστιανικό «Φύλακας Άγγελος», αποτελώντας κατά κάποιον τρόπο έναν δίαυλο μεταξύ του κόσμου των θνητών και του κόσμου των θεών.
«Πράττω κατά τον δαίμονα εαυτού» ουσιαστικά σημαίνει «πράττω σύμφωνα με αυτό που η συνείδησή μου θεωρεί σωστό», αδιαφορώντας ίσως για το τι θα πουν οι άλλοι και αφορά σε μία στάση ζωής που υιοθέτησαν και επιδοκίμασαν οι Στωικοί φιλόσοφοι.
«Ξέρω, όλοι λένε πως τα έκανα όλα λάθος. Μετανιώνω για πράγματα θλιβερά που συνέβησαν, μα στην πραγματικότητα αυτή είναι η δική μου πορεία και δεν αλλάζει». Τα λόγια του Εντμούντο, όταν ανακοίνωνε το φινάλε της καριέρας του, δεν είχαν κάποια αντίστοιχη νοηματική κρυμμένη στωικότητα. Μήτε ίχνη μεταμέλειας. Περισσότερο ένα πείσμα αρχέγονο που ανέκαθεν πήγαζε από μέσα του. Μία φωτιά εγωισμού και αδιαφορίας για όλους και όλα. Αυτή που τον συντρόφευσε στα πάντα του. Που, όπως και ο μοναδικός τραγουδιστής των Doors, έπραττε μοναχά σύμφωνα με ό,τι υπαγόρευε η συνείδησή του, ο «προσωπικός του θεός», κι όχι σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας (της μουσικής ή του ποδοσφαίρου αντίστοιχα).
Μόνο που, όπως αποδείχτηκε, ο Βραζιλιάνος επιβεβαίωσε σε όλη την πορεία του πως εχθρός του ανθρώπου είναι ο ίδιος εαυτός του.
Πως όλα συντελέστηκαν βάσει μίας ζωώδους ενέργειας που έβγαινε αδάμαστη, ασυγκράτητη. Που βάδισε ακόμα και ενάντια στις σκέψεις του Κάρολου Δαρβίνου για τα ζωώδη ένστικτα στη «Θεωρία της Εξέλιξης». Τα δικά του αφιλτράριστα ένστικτα τον οδήγησαν να βιώσει τα πάντα μέσα από το πρίσμα μίας αυτοκαταστροφικής υπερδιέγερσης. Μίας νομοτέλειας που υπέβαλε τα πάντα στην υπαγωγή ενός απαράβατου φαινομένου, αυτού που η ιστορία του τον θέλει να ξεκινά από την κορυφή και σε όλη του την πορεία να δουλεύει προς τα κάτω…
Το μπαρμπέρικο και η θεία Μαρία
Ο Ρεϊνάλντο Ντε Σόουζα ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής. Ο πατέρας του όμως τον έβαλε από μικρό στην οικογενειακή επιχείρηση. Έπρεπε να κάνει ό,τι ο προπάππους, ο παππούς αλλά και τα αδέρφια του. Το μπαρμπέρικο κοντά στο Maracanã είχε θρέψει κοντά έναν αιώνα το σόι. Αυτό έμοιαζε να είναι το μέλλον και για τον μικρό Εντμούντο. Κάπου στις αρχές των 90s μαζί με τον αδερφό του, Λουιζίνιο, είχαν ήδη μάθει να ξυρίζουν και να πιάνουν ψαλίδι.
Κάπου-κάπου βέβαια ο μπαμπάς τούς έψαχνε. Έστελνε τη θεία Μαρία, η οποία γνώριζε πού θα τους έβρισκε. Στην παραλία Γκουναμπάρα συνέβαινε ό,τι και στις υπόλοιπες που βρέχουν το Ρίο Ντε Τζανέιρο. Χιλιάδες παιδιά πάλευαν να επιδείξουν ποιο ξέρει καλύτερα ζογκλερικά.
Η θεία όμως όχι απλώς είχε έμπειρο μάτι αλλά έκανε και τρία μαγικά που θα άλλαζαν για πάντα τη μοίρα του Εντμούντο. Αφού πρώτα έβαζε πλάτη στα ανίψια, αναγνώρισε το ταλέντο του μικρού. Τον έπαιρνε μάλιστα μαζί της να δουν από κοντά την αγαπημένη τους Βάσκο Ντα Γκάμα και εκείνη ήταν που τον πήρε από το χέρι σε ηλικία 13 ετών και τον έβαλε για δοκιμή στην ακαδημία του club.
Ο πιτσιρικάς αποδείχτηκε άμεσα τρομερός ντιμπλέρ, ένα πλάσμα χωρίς φόβο, με σωματική δύναμη και μία αίσθηση αλαζονικής υπεροχής που από τότε έβγαζε ανερυθρίαστα στους συνομίλικούς του. Μόνο που τα παραπάνω συνοδεύονταν από μία εριστική συμπεριφορά απέναντι σε όλους. Ακόμα και στους προπονητές. Τους έβγαζε γλώσσα, τους αγνοούσε και στα 15 του τον έδιωξαν. Ήταν το πρώτο συμβάν από τα άπειρα που θα τον συντρόφευαν σε όλη τη διαδρομή του στην πράσινη τσόχα.
Ντρίμπλες, τρέλες, τίτλοι
Η Μποταφόγκο τού έδωσε την ευκαιρία. Το ταλέντο του δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο έναν από τους κορυφαίους προπονητές μικρών κλιμακίων που ανέδειξε ποτέ η χώρα. Ο Τινόκο έδωσε εντολή να τον ρίξουν στα βαθιά και τον κράτησαν εσώκλειστο. Τα μαγικά του έκαναν την εμφάνισή τους και ακριβώς την ίδια στιγμή βγήκε και η τρέλα που κουβαλούσε στο κεφάλι του. Αρχικά έδειρε έναν συμπαίκτη του και έπειτα κυκλοφορούσε γυμνός στις εγκαταστάσεις για μία ολόκληρη μέρα. Τον έδιωξαν και από εκεί με συνοπτικές διαδικασίες.
Η Βάσκο θα του έδινε μία δεύτερη ευκαιρία. Δεν γινόταν να κάνουν αλλιώς, αφού λίγες μέρες νωρίτερα τον είχαν δει με τη φανέλα της «Μπότα» να περνάει όλη τη δική τους ομάδα και να σκοράρει. Μία πρώτη επιστροφή στη μεγάλη αγάπη του. Ο πρώτος από τους πέντε συνολικά γυρισμούς που θα μετρούσε μέχρι το φινάλε. Αν και για Βραζιλιάνος της εποχής άργησε να μπει στην πρώτη ομάδα, στα 20 του έκανε ντεμπούτο στο πλευρό του Μπεμπέτο, στην κατάκτηση του περιφερειακού Πρωταθλήματος Carioca.
Στην Παλμέιρας, στην οποία έχτιζαν κάτι σημαντικό, αποφάσισαν να πληρώσουν ποσό ρεκόρ στη μεταγραφική ιστορία τους (2 εκατ. ευρώ) για να τον αποκτήσουν. Για 17 χρόνια άτιτλη, η «Verdão» έβλεπε τις Σάο Πάολο, Κορίνθιανς να σηκώνουν εγχώρια και διεθνή τρόπαια. Τη δουλειά για την επαναφορά ανέλαβε ένας ανερχόμενος προπονητής. Ο Βαντερλέι Λουσεμπούργο έχτισε πάνω στους νεαρούς Ρομπέρτο Κάρλος, Σέζαρ Σαμπάιο και Ριβάλντο, αλλά ήταν ο Εντμούντο που θα έκλεβε την παράσταση και τις καρδιές των οπαδών.
Σκοράροντας 34 γκολ σε 89 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις σε μία διετία, πήρε την Παλμέιρας από το χέρι και την οδήγησε σε διαδοχικά Πρωταθλήματα (1993, 1994). Ήταν οδοστρωτήρας. Λόμπες έξω από το κουτί, επελάσεις από τη μία περιοχή στην άλλη. Έπαιξε παντού. Επιθετικός μέσος, δεύτερος επιθετικός, σέντερ φορ, εξτρέμ. Και παντού ήταν φανταστικός.
Η Πάρμα τον ζήτησε δανεικό ενδιάμεσα. Ήταν 23 ετών, μόλις είχε ψηφιστεί δεύτερος καλύτερος ποδοσφαιριστής στη Νότια Αμερική, αλλά δεν είχε τέτοιες φιλοδοξίες για το εξωτερικό. Παραδόξως, δεν τον ενδιέφεραν αυτά. Η Ιταλία τού έπεφτε μακριά. Το πρώτο δείγμα ότι απλώς ήθελε να κάνει το κέφι του και να γλεντάει τα βράδια φάνηκε τότε. Πήγε, δεν έπαιξε λεπτό, γύρισε πίσω και οι «Gialloblù» τον έψαχναν. Δεν τον βρήκαν ποτέ.
Το… Ζώο
Ούτε όμως στην Παλμέιρας θα είχε μέλλον αυτή η ιστορία.
Ο Εντμούντο, εκτός από το να κάνει απίθανα πράγματα στους αγώνες, προκαλούσε και αδιανόητους καβγάδες. Και αυτοί ήταν σε ακραίο βαθμό. Ήταν λες και η δική του ζωή ακολουθούσε μία διαρκή δημιουργία πανέμορφων κάστρων στην άμμο και έπειτα ένα άλμα καταστροφής τους και με τα δύο πόδια. Ήταν η πλήρης επιβεβαίωση του χάους που μπορεί να προκαλέσει ένας άνθρωπος στον ίδιο του τον εαυτό. Μία έμφυτη ψυχική διαταραχή που οδηγεί στην αυτοκαταστροφή.
Από εκεί λοιπόν όπου λατρεύτηκε τον έδιωξαν κακήν κακώς. Και μάλιστα με έναν προσδιορισμό που θα του έμενε για πάντα. Από την ηλικία των 24 ετών και για πάντα θα ήταν πλέον το «Ζώο».
Τα πάντα ξεκίνησαν τον Οκτώβρη του 1994. Σε ένα ντέρμπι με τη Σάο Πάουλο. Βρέθηκε σε ανύποπτη στιγμή αφηνιασμένος. Αφού δέχτηκε ένα σκληρό τάκλιν, σηκώθηκε και τον πρώτο που είδε μπροστά του τον έπιασε από τον λαιμό. Αυτός ήταν ο αντίπαλος προπονητής, ο θρυλικός Τέλε Σαντάνα, και αμέσως μετά έριξε μπουνιά στον Έουλερ και σφαλιάρες στους Αντρέ Λουίζ, Ζουνίνιο Παουλίστα. Έως ότου ο συμπαίκτης του, Αντόνιο Κάρλος, καταφέρει να τον πάρει σηκωτό στα αποδυτήρια, είχαν αποβληθεί έξι παίκτες στη σύρραξη. Σε εκείνο το ντέρμπι ο Εντμούντο είχε πετύχει και τα δύο γκολ της ομάδας του, αλλά κανείς δεν το θυμάται.
Την αναμέτρηση μετέδιδε ο πιο διάσημος σπίκερ της χώρας. Ο Οσμάρ Σάντος είχε μία περίεργη συνήθεια. Στο τέλος κάθε αγώνα ανέφερε τον MVP και του έδινε την ονομασία «Ζώο». Μόλις όμως συνέβη το περιστατικό με τον Εντμούντο, αναφώνησε: «Κανείς δεν θα είναι ποτέ ξανά τόσο ζώο όσο αυτός. Ο Εντμούντο είναι το πραγματικό κτήνος. Απ’ όσους έχω δει, αυτός τα έχει όλα. Είναι φανταστικός και απαράδεκτος μαζί. Δεν θα υπάρξει άλλο ζώο ξανά»! Και πράγματι έτσι συνέβη. Το προσωνύμιο ταξίδεψε σε κάθε ομάδα μαζί του.
Μόνο που στα χρόνια του στην Παλμέιρας, όπου συνολικά μέτρησε πέντε αποβολές, έκανε και άλλες, πολλές… ομορφιές. Την προηγούμενη χρονιά είχε δεχτεί αποκλεισμό 40 ημερών, επειδή έσπρωξε διαιτητή στο πρόσωπο, ενώ έβρισε ακόμα και τον προπονητή του, Λουσεμπούργο, με την ομάδα όμως να του δίνει άφεση αμαρτιών.
Ωστόσο, η υπομονή του συλλόγου εξαντλήθηκε σε ένα ματς του 1995 για το Copa Libertadores στο Εκουαδόρ. Αφού έχασε ένα πέναλτι, δεν μπόρεσε να ηρεμήσει με τίποτα τα νεύρα του. Με τη λήξη, κλώτσησε έναν καμεραμάν και του έσπασε την κάμερα. Η αστυνομία τον συνέλαβε και χρειάστηκε διακρατική παρέμβαση, ώστε να του επιτραπεί να επιστρέψει στη χώρα.
Θανατικό…
Η Φλαμένγκο δεν θα άφηνε την ευκαιρία. Η Παλμέιρας τον έδωσε πανεύκολα και στη «Φλα» έκαναν τρελά όνειρα, έχοντας ως επιθετική τριάδα τους Εντμούντο, Σάβιο και Ρομάριο. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι εκείνη η ομάδα δεν ήξερε πώς να αμυνθεί και έτσι η χρονιά κατέληξε μία καταστροφή.
Και τότε ήταν που η ζωώδης τρέλα τον κατέβαλε ξανά. Στο Supercopa Sudamericana του 1995 κόντρα στη Βέλες Σάρσφιλντ έριξε μπουνιά σε αντίπαλο και αποβλήθηκε. Το χειρότερο θα ακολουθούσε λίγες μέρες αργότερα.
Έχοντας παρτάρει ως το ξημέρωμα σε περίοδο καρναβαλιού, οδήγησε μεθυσμένος το τζιπ του πάνω σε ένα μικρό φιατάκι. Αυτό με τη σειρά του έπεσε σε κολώνα, με τραγικό απολογισμό τον θάνατο και των τριών επιβατών. Η Φλαμένγκο έλυσε αυτόματα το συμβόλαιό του και εκείνος βρέθηκε προφυλακισμένος.
Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πώς τελικά οι δικηγόροι του κατάφεραν να τον βγάλουν. Ήταν πλέον τόσο ολοφάνερο για τη ζωή του. Πως, όταν ένας άνθρωπος τρέχει οικειοθελώς προς την καταστροφή του, ο Θεός τον βοηθάει να καταστραφεί πιο γρήγορα.
Βέβαια, ο ίδιος αποδείχτηκε εφτάψυχος. Η Κορίνθιανς τού έδωσε προσωρινή διέξοδο, μα εκεί έπαιξε μόλις ένα ματς. Και τότε συνέβη το απρόσμενο. Η αγαπημένη του Βάσκο τον κάλεσε ξανά (για δεύτερη φορά) κοντά της. Εκεί ήταν που έφτασε στο απόγειό του. Σε 16 αγώνες για το 1996 έβαλε εννέα γκολ και το 1997 σε φουλ σεζόν σταμάτησε στα 29. Μόλις είχε καταρρίψει το ρεκόρ σκοραρίσματος του Brasileirão, το οποίο κρατούσε 12 χρόνια, οδηγώντας τη Βάσκο στον τίτλο (συνολικά η ομάδα έβαλε 69 γκολ).
Το τέλος της χρονιάς τον βρήκε κατακτητή και του Copa America με τη «Seleção», αν και εκείνος ήταν αναπληρωματικός. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε να καταφθάσουν σημαντικές προτάσεις από την Ευρώπη. Αυτή τη φορά θα δεχόταν. Όχι όμως με την ψυχή του και αυτό θα φαινόταν άμεσα.
Ποιο Scudetto; Το καρναβάλι
Η Φιορεντίνα πλήρωσε 13 εκατ. ευρώ και ο Τζοβάνι Τραπατόνι θα είχε στη διάθεση του ένα δίδυμο φωτιά μαζί με τον Γκάμπριελ Μπατιστούτα και πίσω τους τον Ρούι Κόστα. Όλα ξεκίνησαν ιδανικά με τέσσερα γκολ στις πρώτες αγωνιστικές. Οι «Viola» τον Φεβρουάριο βρίσκονταν στην κορυφή, παίζοντας υπέροχο ποδόσφαιρο. Πήγαιναν για το Scudetto κι αυτό έμοιαζε εξαιρετικά ρεαλιστικό σενάριο.
Στην κρίσιμη στιγμή όμως τραυματίστηκε ο «Μπατιγκόλ» και έμεινε έξω για μήνες. Άπαντες στράφηκαν στον Εντμούντο. Αυτός ήταν που έπρεπε να σηκώσει την ομάδα στις πλάτες του. Κάθε άλλος θα ονειρευόταν να της χαρίσει τον τίτλο έπειτα από 30 χρόνια. Όχι όμως εκείνος. Τι έκανε; Αντί να βάζει γκολ, πάτησε σε έναν όρο στο συμβόλαιό του και έφυγε για το καρναβάλι του Ρίο. Απουσίασε σχεδόν έναν μήνα και έκανε τρελές δηλώσεις από την πατρίδα του: «Δεν νομίζω ότι θα γυρίσω στην Ιταλία. Η καρδιά και το μυαλό μου βρίσκονται εδώ και όχι στη Φιορεντίνα».
Οι «Viola» τερμάτισαν τελικά τρίτοι και, αντί να τον διώξουν, τον κράτησαν για ακόμα μία χρονιά.
Παρά τις τρέλες του, η Εθνική τού άνοιξε τις πόρτες της για το Μουντιάλ του 1998. Έπαιξε λίγα λεπτά ως αλλαγή και δημιουργούσε διαρκώς προβλήματα με τη γκρίνια του. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να παίζει ο Ρονάλντο και όχι εγώ», είπε καταμεσής του τουρνουά και στο φινάλε, μετά και το θέμα με την επιληψία του «Φαινομένου» πριν τον Τελικό, ξεστόμισε το αδιανόητο «Είδατε που τα έλεγα εγώ; Εάν έπαιζα εγώ, θα το είχαμε σηκώσει!». Η διεθνής καριέρα του θα ολοκληρωνόταν λίγο αργότερα με 10 γκολ σε 37 παρουσίες.
Το καλοκαίρι του 1999 και, αφού δεν μπορούσε άλλο στη Serie A, γύρισε οριστικά στο Ρίο.
Τα κακά παιδιά
Για τρίτη φορά η Βάσκο ήταν έτοιμη να τον υποδεχτεί. Πόσο μάλιστα από τη στιγμή που έβαλε και μία απίθανη ρήτρα στο συμβόλαιό του, ότι δεν θα υπήρχε έλεγχος στην προσωπική ζωή του και στο τι έκανε τα βράδια.
Μόνο που εκεί βρισκόταν ήδη ο παλιόφιλος και πλέον εχθρός, Ρομάριο. Οι δυο τους ήταν κολλητοί στη Φλαμένγκο, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησαν να μιλάνε. Τα κακά παιδιά της χώρας έστηναν μία πλοκή που ούτε ο Σέξπιρ δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Κάποτε περνούσαν ώρες μαζί, παίζοντας ποδοβόλεϊ την ημέρα και το βράδυ κάνοντας τρέλες με γυναίκες. «Έχουμε πολλά κοινά. Μας αρέσει το σεξ και το ποδόσφαιρο. Τι άλλο να υπάρχει;», έλεγε τότε ο Ρομάριο.
Ωστόσο, η αιτία της διάστασής τους ήρθε, όταν ο Ρομάριο άνοιξε beach bar στην παραλία της Ιπανέμα και σε μία πόρτα στις τουαλέτες υπήρχε ζωγραφισμένη καρικατούρα του Εντμούντο. Εκείνος ενοχλήθηκε και ζήτησε να αφαιρεθεί. Ο Ρομάριο αρνήθηκε και διέκοψαν κάθε επαφή.
Δύο τεράστια “Εγώ” που έπρεπε να συνεργαστούν. Ένα τσίρκο με τα media στήθηκε σε καθημερινή βάση. Επιστρατεύτηκε ακόμα και ένας θρησκευτικός ηγέτης της περιοχής, αλλά δεν κατάφερε να διαμεσολαβήσει.
Υπό αυτές τις συνθήκες η ομάδα πήγε να παίξει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Συλλόγων του 2000. Ο Εντμούντο πάντως είχε ξαναβρεί τη διάθεσή του.
Κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ οι δύο παικταράδες παραμέρισαν τις διαφορές τους, κάτι που διαπίστωσε με τρόμο ο Άλεξ Φέργκιουσον. Αφού κέρασε στον Ρομάριο το πρώτο και τον είδε να βάζει το δεύτερο, άφησε το δικό του ως παρακαταθήκη στην ιστορία του θεσμού. Ήταν μία στιγμή εξιλέωσης. Για τις τρέλες, για την επιθυμία να παίζει για τη Βάσκο, για τους θυμούς και τις μπουνιές του παρελθόντος.
Μόνο που, εκεί που όλα έδειχναν τέλεια, η χαρά κράτησε ελάχιστα. Στον Τελικό τους περίμενε η Κορίνθιανς και τους πήρε το τρόπαιο εξαιτίας ενός δικού του χαμένου πέναλτι. «Είναι ό,τι χειρότερο μού έχει συμβεί ποτέ στο ποδόσφαιρο», θα δηλώσει και αυτή θα είναι η τελευταία πραγματικά μεγάλη στιγμή του στο άθλημα. Όλα έκτοτε θα κυλήσουν προς τα κάτω.
Σαν πλανόδιο τσίρκο
Η αρχή θα γίνει από μία καταγγελία από οργάνωση δικαιωμάτων για τα ζώα. Θα κατηγορηθεί ότι για τα γενέθλια του παιδιού του έκλεισε ένα ολόκληρο τσίρκο με άγρια ζώα. Και όχι μόνο αυτό αλλά έδωσε αλκοόλ και μέθυσε έναν χιμπατζή, τον οποίο χτύπησε κιόλας. Μία συμπεριφορά που ξεπερνούσε όλες τις υπόλοιπες και δεν επιβεβαίωνε τον χαρακτηρισμό του «Ζώου», αλλά τον έκανε χειρότερο από κάθε άλλο τετράποδο ή δίποδο του πλανήτη.
Η Βάσκο τον έδιωξε. Δανεισμοί στη Σάντος, όπου κάπως τα πήγε καλά, και στη Νάπολι (2001), όπου τραυματίστηκε νωρίς, αποτέλεσαν μάλλον τις τελευταίες αναλαμπές του. Ακολούθησαν έξι ακόμα διαφορετικές ομάδες. Μεταξύ αυτών δύο στην Ιαπωνία και η Φλουμινένσε, την οποία βοήθησε να σωθεί το 2004. Το φοβερό ήταν ότι πέρασε ακόμα δύο φορές από τη Βάσκο, στην οποία το 2008, στα 37 του, έκρινε ότι ήταν ιδανικά για να το πάρει απόφαση.
Δυστυχώς, σε αυτό το διάστημα (2002) ο αδερφός του βρέθηκε δολοφονημένος σε ένα σοκάκι του Ρίο. «Δύο πράγματα δεν θα ξεπεράσω ποτέ στη ζωή μου. Τον τρόπο που πέθανε ο αδερφός μου και τις τρεις ψυχές που έφυγαν τότε σε εκείνο το δυστύχημα», θα δηλώσει σε συνέντευξή του το 2011. Είναι η χρονιά που, έχοντας παρέλθει το αδίκημά του για εκείνο το αυτοκινητιστικό που προκάλεσε, θα γλυτώσει οριστικά κάθε υπόνοια φυλακής.
Βέβαια, όσον αφορά στην καριέρα του, δεν θα άλλαζε τίποτα. «Τα έκανα όλα όπως ήθελα. Ίσως σε εσάς να φαίνεται παράξενο και να λέτε ότι αδίκησα τον εαυτό μου, αλλά κάνετε λάθος. Έπαιξα καλά όσο λίγοι. Το ξέρω εγώ και αυτό αρκεί»!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πορεία του ήταν μία παράλληλη διαδρομή. Δύο ράγες που δεν γινόταν να τέμνονται ποτέ. Η μία στα όρια του μαγικού παιχνιδιού και η άλλη μία διαρκής λιτανεία βίαιων ξεσπασμάτων, αδιακρισίας, θανάτου, αρνητικών πρωτοσέλιδων και πολλών ασχημιών.
Ο Εντμούντο περισσότερο από ένας εξαιρετικός παίκτης υπήρξε ένας άνθρωπος με ελαττωματική συμπεριφορά. Κάποιος που πάλευε να συμφιλιώσει ένα ευλογημένο δώρο με ένα καταραμένο ταμπεραμέντο.
Είναι από την πάστα των ανθρώπων που παραείναι ανθεκτικοί και αυτό είναι το πρόβλημα. Που είναι σε θέση να κάνουν υπερβολικά πολλά εις βάρος του εαυτού τους. Που αντέχουν υπερβολικά πολύ σε αυτό.
Τουλάχιστον στο γήπεδο ήταν ακαταμάχητος. Αν τελικά αυτό είναι που έχει σημασία…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μπεμπέτο: Στο λίκνο της αιωνιότητας