Η Λινιέρς είναι μία από τις 48 μεγάλες γειτονιές που δημιουργούν το ευρύτερο Μπουένος Άιρες.
Το όνομά της το πήρε από έναν σπουδαίο άνδρα που κράτησε την περιοχή στο κουμάντο των Ισπανόφωνων. Ήταν στις αρχές του 1800, όταν ο Σαντιάγο Αντόνιο Μαρία Ντε Λινιέρς Μπρεμόντ, ως αντιπρόσωπος του Βασιλιά της Ισπανίας, απέκρουσε δύο φορές την αγγλική προσπάθεια να εισβάλουν στη Νότια Αμερική. Το αποτέλεσμα ήταν να του δοθεί η διοίκηση της αντιβασιλείας του Ρίο Ντε Λα Πλάτα (ο ποταμός που χωρίζει και ενώνει το Μπουένος Άιρες με το Μοντεβιδέο). Και οι ντόπιοι, για να τιμήσουν τη μνήμη του ήρωά τους, έδωσαν με τη σειρά τους το όνομά του σε ένα μεγάλο μέρος της μετέπειτα πρωτεύουσας της Αργεντινής. Εκεί δηλαδή όπου περίπου 100 χρόνια αργότερα θα έδρευε η Βέλες Σάρσφιλντ.
Οι εφημερίδες και ο Ταρζάν
Ο πατέρας Μάριο είχε εξασφαλίσει ένα καλό πόστο στο κέντρο της πόλης και ο πάγκος του ξεπουλούσε. Εκεί στα μέσα των 50s οι εφημερίδες και τα περιοδικά άδειαζαν, ενώ υπήρχαν και συνδρομές από τους πιο πλούσιους. Αυτές τις αναλάμβαναν τα παιδιά που φρόντιζαν να τις παραδώσουν στον προορισμό τους. Ο Κάρλος και η Μαρία Αλίσια ανέβαιναν στα ποδήλατα και ξεκινούσαν τις διαδρομές.
Ενδιάμεσα, πήγαιναν σε αυστηρά καθολικό σχολείο και το αγόρι έπαιζε μπάλα στα πεζοδρόμια. Ένα ψηλό, κοκκαλιάρικο παιδί που έβγαζε μία παράταιρη δύναμη σε σχέση με το ισχνό παρουσιαστικό του. Μία αποφασιστικότητα που θα τον συνόδευε σε όλες τις ομάδες και τις δουλειές που θα αναλάμβανε. Και σε όλες θα αποδεικνυόταν πέραν του δέοντος ξεχωριστός.
Η Βέλες των 50s και των 60s, η οποία βρισκόταν στη σκιά των γιγάντων της πρωτεύουσας, δεν είχε χρήματα. Αναζητούσε το ταλέντο στις γειτονιές. Κάπως έτσι ανακάλυψαν στη Σικλόν Ντε Χόντε τον 12χρονο Κάρλος και τον πήραν αμέσως στα τμήματά τους. Ο νεαρός ήταν ιδιαίτερος και έπαιζε πάντα μία ηλικιακή κατηγορία παραπάνω από τη δική του.
Έτσι βρέθηκε στα 18 του το 1967 βασικός και αναντικατάστατος με τους μεγάλους. Μόλις μία βδομάδα μετά το ντεμπούτο του σκόραρε κόντρα στη Ρίβερ Πλέιτ, η οποία έτρεχε τότε απαραβίαστο εστίας για 769 λεπτά. Εκείνο το πρώτο γκολ του το έβαλε απέναντι σε έναν σπουδαίο τερματοφύλακα, τον Ταρζάν του αργεντινικού ποδοσφαίρου, Αμαντέο Καρίτσο.
Η αρχή της Αντιβασιλείας
Την αμέσως επόμενη χρονιά με επτά δικά του γκολ σε 11 αγώνες η Βέλες στέφθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της Πρωταθλήτρια. Η καθιέρωση όμως ήρθε δύο χρόνια αργότερα με τα 18 γκολ στο Νασιονάλ του 1970 και η απογείωση στο Μετροπολιτάνο του 1971, όπου έκανε ιστορικό ρεκόρ με 36 τέρματα σε ισάριθμα παιχνίδια. Τότε ήταν που, έκθαμβος από τον αριστοκρατικό και αποφασιστικό τρόπο παιχνιδιού του, ο Βίκτορ Ούγο Μοράλες τον αποκάλεσε «El Virrey» («ο Αντιβασιλιάς») εξαιτίας της καταγωγής του από τη Λινιέρς. Και ο Μοράλες δεν ήταν ένας τυχαίος παρουσιαστής αγώνων, αλλά εκείνος που χρόνια αργότερα θα περιέγραφε με τον πιο μαγικό τρόπο το γκολ του αιώνα, το σλάλομ του Ντιέγο Μαραντόνα κόντρα στην Αγγλία στο Μουντιάλ του 1986.
Ήταν 24 ετών (1973), είχε σκοράρει 121 φορές σε 165 ματς με τη Βέλες και πλέον η χώρα δεν τον χωρούσε. Σε μία όχι τόσο συνηθισμένη για την εποχή κίνηση, μπήκε στο αεροπλάνο και μετακόμισε στην Ευρώπη. Η Ρεμς τον καλούσε στη Γαλλία και αποφάσισε να το ζήσει. Ακόμα και εάν για εκείνον θα σήμαινε το βραχύβιο τέλος του με την «Albiceleste». Από τη στιγμή που διέσχισε τον Ατλαντικό, ακόμα και εάν οι επιδόσεις του άγγιζαν το άριστο, κανείς εκλέκτορας δεν θα τον καλούσε ξανά στην Εθνική, αφήνοντάς τον με μόλις επτά γκολ σε 14 συμμετοχές, νούμερο αδιανόητα δυσανάλογο της αποτελεσματικότητάς του στην απέναντι εστία.
Ένστικτο, στα… τυφλά
Η τεχνική ποιότητά του, η αποφασιστικότητα, οι κινήσεις, το θάρρος και το θράσος του, αλλά κυρίως το δολοφονικό ένστικτο που έβγαζε ήταν πράγματα που δεν είχαν ξαναδεί στη Ligue 1. Αν και η σωματοδομή του αρχικά παρέπεμπε σε κάποιον ατσούμπαλο, αδέξιο και άφηνε μία αίσθηση έλλειψης χάρης και συντονισμού, ο Κάρλος είχε έναν χορευτικό τρόπο να συγχρονίζει όλα τα μέλη του σώματός του και να γίνεται μία κινούμενη καταστροφή της αντίπαλης άμυνας.
Ωστόσο, το ένστικτό του ήταν κάτι τρομακτικό. Είχε αναγνωρίσει τη δυναμική του και το εμπιστευόταν με κλειστά μάτια. Ήταν λες και όσα έκανε στο γήπεδο να βασίζονται σε δεδομένα που ήταν αρχειοθετημένα λίγο κάτω από το επίπεδο της συνείδησης. Και, όπως συμβαίνει στην τέχνη και τον έρωτα, έτσι και στο να βάζεις πολλά γκολ το ένστικτο ήταν εφόδιο αρκετό.
«Κοιτάζοντας πίσω σε εκείνη την εποχή, σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να βάζω τα γκολ μου ακόμα και με τα μάτια κλειστά. Με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, πάντοτε ήξερα πού βρίσκεται η μπάλα και πού θα κατευθυνθεί. Πού ήταν οι αμυντικοί, οι συμπαίκτες, ο τερματοφύλακας. Ήταν λες και υπήρχε μία μυρωδιά στον αέρα. Οσμιζόμουν τα πάντα. Τα άκουγα, τα ένιωθα μέσα μου. Μία ορμή ακατέργαστη. Μία πίστη χωρίς εξερεύνηση», θα επιβεβαιώσει μεγαλώνοντας.
Αυτή η πίστη στον εαυτό του θα κινούσε τα πάντα. Την είχε αποκτήσει στο καθολικό σχολείο. Τη γαλούχησε στα ματωμένα γόνατα της αλάνας και στο χορτάρι. Ο Κάρλος κατανοούσε από μικρός ότι αυτοί που έχουν θάρρος και πίστη δεν θα πάνε ποτέ χαμένοι. Ένστικτο και πίστη. Μία διαρχία που δεν μπορούσε ούτε να ερμηνευθεί ούτε να αγνοηθεί. Που όμως τον όρισε, τον καθόρισε.
Θρύλος στο Championnat
Η Ρεμς δεν ήταν το μεγαθήριο των Τελικών του Πρωταθλητριών των 50s. Όταν πήγε εκεί ο Μπιάνκι, την βρήκε όγδοη. Την ανέβασε έκτη, όταν με 30 γκολ στην πρώτη κιόλας χρονιά του εκεί αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στη Γαλλία. Η ομάδα όμως δεν ήταν καλή. Ο τραυματισμός της επόμενης σεζόν τον άφησε με 15 γκολ σε 16 ματς και στις δύο επόμενες περιόδους επέστρεψε στην κορυφή των σκόρερ με 34 και 28 τέρματα αντίστοιχα. Ήταν ασταμάτητος. Το club ωστόσο δεν πληρούσε τις προδιαγραφές για κάτι καλύτερο. Επίσης, για κάποιον ανεξήγητο, παράδοξο λόγο δεν τον πλησίασε κανένας μεγάλος ευρωπαϊκός σύλλογος.
Το καλοκαίρι του 1977 έφυγε για διακοπές στο Σαν Τροπέ. Εκεί τον επισκέφθηκε ο Ντανιέλ Εκτέρ. Ο ιδιοκτήτης μία καινούργιας ομάδας που όμως είχε τεράστια σχέδια. Ο Μπιάνκι απάντησε θετικά και έφυγε για το Παρίσι. Οι οπαδοί στο Parc des Princes τον θυμούνταν. Τους είχε βάλει κάποτε στο Κύπελλο πέντε γκολ, σε ένα τρελό 7-2 της Ρεμς επί της Παρί. Και αμέσως τον λάτρεψαν. Και πώς θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά; Εκείνος ο -αντιτουριστικός στην όψη- σέντερ φορ με την καράφλα και τη χαίτη τούς χάρισε μία υπέροχη διετία με 37 και 27 γκολ αντίστοιχα. Τι σήμαινε αυτό για εκείνον;
Ότι στα έξι χρόνια του στη Γαλλία είχε αναδειχτεί αρχικανονιέρης του Πρωταθλήματος τα πέντε εξ αυτών. Και ας μην βρισκόταν σε ομάδες που πρωταγωνιστούσαν.
Το καλοκαίρι του 1978 ήταν ο πιο παραγωγικός Αργεντινός επιθετικός. Ωστόσο, το τηλέφωνό του δεν χτύπησε ποτέ. Ο Σέσαρ Μενότι έστησε εξ ολοκλήρου την Εθνική με παίκτες από το Πρωτάθλημα της χώρας. Και έτσι ο Μπιάνκι απουσίασε αδίκως τη μεγάλη στιγμή, την κατάκτηση του Μουντιάλ μέσα στην πατρίδα. «Όταν με ρωτούν ακόμη και τώρα γιατί δεν με κάλεσε ο Μενότι, η απάντηση είναι πάντα ξεκάθαρη. Μάλλον επειδή σκόραρα ασταμάτητα και δεν θα ήξερε πώς να με χειριστεί», απαντάει με μία δόση αστεϊσμού που όμως μετατρέπεται άμεσα σε γλυκόπικρη θύμηση.
Το 1979 η τελευταία αγωνιστική θα τον βρει σε μία σχεδόν ποιητική αποχώρηση. Κάπως μοιραία η Παρί αντιμετωπίζει τη Ρεμς και εκείνος θα σημειώσει χατ τρικ. Θα μαλώσει με τον Πρόεδρο και θα φύγει, αφήνοντας όμως μία υπέροχη παρακαταθήκη. Στη γαλλική πρωτεύουσα εξακολουθούν να τον θυμούνται ως τον κορυφαίο ξένο παίκτη που είχαν ποτέ, έως ότου τους επισκεφθεί Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, αφήνοντάς τον πλέον στην τιμητική δεύτερη θέση των αγαπημένων.
Μονοετές πέρασμα από τη Στρασμπούρ, η επιστροφή στη Βέλες το 1980 έως το 1984 και ένα τιμητικό φινάλε το 1984-1985 από τη Ρεμς στη Β΄ Γαλλίας και το τέλος. Ένα φινάλε με το βιογραφικό να περιλαμβάνει 427 εύστοχα τελειώματα. Μέχρι να τον ξεπεράσει ο Λιονέλ Μέσι, παρέμεινε ο πιο γκολτζής Αργεντινός όλων των εποχών. Παράξενο. Θα έβαζες το χέρι σου στη φωτιά πως αυτό δεν το γνώριζε σχεδόν κανείς.
Ήδη ψήνεται με την προπονητική. Παράλληλα βγάζει τη σχολή στη Γαλλία και είναι άμεσα έτοιμος. Πανέτοιμος να αποδομήσει όσους θεωρούν ότι οι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές δεν μπορούν απαραίτητα να κοουτσάρουν καλά. Μία δεύτερη καριέρα, μία επόμενη ζωή ανοίγεται μπροστά του. Και αυτή είναι που θα του προσφέρει όσα τρόπαια δεν κατέκτησε με την μπάλα στα πόδια. Θα τα σηκώσει όλα με το μυαλό του. Και με την αγάπη για τους παίκτες του…
Η απόλυση και ο Σάκι
Το ξεκίνημα θα είναι απογοητευτικό. Ίσως, σχεδόν, καταστροφικό. Η Ρεμς τού δίνει αμέσως τη δουλειά το καλοκαίρι του 1985. Τρία χρόνια στη Β’ Γαλλίας με καλύτερη θέση την πέμπτη δεν δημιουργούν την ιδανική βάση. Ακόμα και έτσι όμως η Νις θα τον προσλάβει στην πρώτη κατηγορία. Θα τον διώξουν έπειτα από δύο αγωνιστικές, με την ομάδα να υποβιβάζεται στο φινάλε της σεζόν. Αυτή είναι η πρώτη και τελευταία απόλυσή του και θα τον καταρρακώσει. «Σκέφτηκα ότι, όσο και αν θέλω, μάλλον δεν κάνω για τη δουλειά. Πως καλό θα ήταν να ασχοληθώ με κάτι άλλο».
Η προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα blend αργεντινικού πάθους και γαλλικής φινέτσας δεν είχε ευδοκιμήσει. Χρειαζόταν άλλες, πιο ξεκάθαρες προσλαμβάνουσες. Είχε ανάγκη επιρροές και γι’ αυτό θα έπρεπε να ταξιδέψει, να κλέψει ιδέες, να μάθει, να δημιουργήσει τη δική του φιλοσοφία.
Αρχικά πέρασε το πρώτο διάστημα της τριετίας 1990-1993, παρακολουθώντας Αργεντινούς προπονητές από κοντά. Έκανε άπειρες συζητήσεις και αναλύσεις με τον Πρωταθλητή Κόσμου του 1984, Κάρλος Μπιλάρδο, αλλά εκείνο που τον επηρέασε περισσότερο ήταν ένα τρίμηνο στο Μιλάνο. Εκεί κράτησε σημειώσεις απ’ όσα του επέτρεψε ο Αρίγκο Σάκι να ξετινάξει από τις προπονήσεις και τις τακτικές της φανταστικής δικής του Μίλαν.
Όλα τα παραπάνω τα πήρε, τα ανακάτεψε όπως ταίριαζαν σε εκείνον και τα έκανε ένα μείγμα που θα αναστάτωνε αρχικά την πατρίδα του, μετέπειτα τη Νότια Αμερική και θα κατακτούσε εν τέλει τον ποδοσφαιρικό πλανήτη.
Το θαύμα της Βέλες
Το 1993 αισθανόταν έτοιμος. Η αγαπημένη του Βέλες τού έδωσε τη δουλειά. Και τι έκανε εκείνος; Στην πρώτη του Clausura την οδήγησε στον δεύτερο τίτλο της ιστορίας της. Πάλι αυτός. Που κάποτε της έδωσε τον πρώτο με τα γκολ του, τώρα της τον έδωσε με τη μπαγκέτα του. Έστησε μία ομάδα που στις μέρες μας θα μπορούσε περισσότερο να παραλληλιστεί με την Ατλέτικο Μαδρίτης του Ντιέγο Σιμεόνε. Στιβαρή αμυντικά, με πολύ δομημένους αυστηρούς ρόλους, αλλά με πιο μεγάλη ελευθερία στην επίθεση. Έναν χρόνο αργότερα θα άρχιζαν τα θαύματα.
Στον Τελικό του Copa Libertadores και με τον Χοσέ Λουίς Τσιλαβέρτ να πιάνει πέναλτι θα νικήσουν τη Σάο Πάολο. Για τη Βέλες είχε συμβεί το ακατόρθωτο. Και η Λινιέρς μπορούσε να απολαύσει τη δική του βασιλεία. Το δικό της παιδί την είχε τοποθετήσει στην κορυφή. Και μπροστά της υπήρχε κάτι ακόμα πιο μαγικό να κατακτήσει, ο παγκόσμιος θρόνος.
Στον Τελικό του Διηπειρωτικού στο Τόκιο οι τότε άσημοι παίκτες του, όπως οι Ομάρ Άσαντ, Μαουρίσιο Πελεγκρίνο, Χοσέ Μπασουάλδο, Όσκαρ Φλόρες και ο τρελός Παραγουανός πορτιέρο, Τσιλαβέρτ, έκαναν πλάκα απέναντι στα αστέρια της Μίλαν του Φάμπιο Καπέλο. Μπόμπαν, Μπαρέζι, Μαλντίνι, Ντοναντόνι και Σαβίσεβιτς απλώς παρακολουθούσαν αυτό το άγνωστο παρεάκι να τους καθαρίζει 2-0.
Η στιγμή της καταξίωσης είχε φτάσει. Μαζί και η πρώτη φορά από τις πέντε συνολικά που ψηφίστηκε καλύτερος προπονητής στη Λατινική Αμερική. Απλώς εκείνος μπορούσε να το απολαύσει. Οι κατηγορίες των νεανικών χρόνων του για τον εγωιστή ποδοσφαιριστή που αναζητούσε μόνο το χρήμα και δεν αγαπούσε τη χώρα του είχαν μετατραπεί σε αποθέωση και αποδοχή. Ένα σύμβολο καινοτομίας και ενότητας που είχε νικήσει τους καλύτερους της Ευρώπης.
Το παραμύθι της Μπόκα
Ακολούθησαν ακόμα δύο εγχώριες πρωτιές και η ώρα για ένα ακόμα μεγάλο βήμα είχε έρθει. Η Ιταλία τον καλούσε και δεν γινόταν να αντισταθεί. Μόνο που το πέρασμα από τη Ρόμα είχε άσχημη εξέλιξη. Η 12η θέση και η παραίτηση τον οδήγησαν πίσω στην πατρίδα ξανά. Η Γηραιά Ήπειρος δεν του ταίριαζε και δεν θα δοκίμαζε ποτέ ξανά.
Πλέον είχε μπροστά του μία άλλη μεγάλη πρόκληση. Και αυτό που θα έστηνε με την Μπόκα Τζούνιορς, θα ήταν το πιο υπέροχο παραμύθι της τεράστιας ιστορίας της. Εκεί συνάντησε όλα τα ιδανικά εργαλεία για όσα ονειρευόταν. Και τα ανακάτεψε με μαεστρία. Οι πιτσιρικάδες Ρικέλμε, Παλέρμο, Σάμουελ, Κολοτσίνι, Μπατάλια έδεσαν αρμονικά με τους έμπειρους Σκελότο, Αρουαμπαρένα, Καρδόσο, Κάνια και δημιούργησαν την τέλεια μηχανή παραγωγής ασημικών. Τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε να τους σταματήσει.
Κάπου εκεί και ο ίδιος άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόταν το παιχνίδι. Μέχρι εκείνη την εποχή το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να νικάει, να νικάει, να νικάει. Από εκείνη την εποχή και μετά θέλησε να απολαύσει το δημιούργημά του. Και, απελευθερωμένος από τους ψυχαναγκασμούς, τα έκανε τελικά και τα δύο, κατακτούσε με στυλ.
Πέραν από κάθε τακτική εφεύρεση, η μεγαλύτερη κίνησή του ήταν να… λύσει τον Ρικέλμε, να του δώσει το «10» και να τον αφήσει εντελώς ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Και αυτά που ο μάγος ήθελε αποδείχτηκαν καταπληκτικά.
Εκεί στις αρχές του νέου αιώνα οι βραζιλιάνικες ομάδες ήταν πολύ δυνατές και γεμάτες ατόφιο ταλέντο. Ήταν η ώρα να αναδειχθεί η προπονητική ιδιοφυΐα του. Μέσα από τρομερά δύσκολες μάχες κυρίως με την Παλμέιρας και τη Σάντος. Και στις δύο περιπτώσεις σήκωσε το Copa Libertadores μέσα στη Βραζιλία. Κόντρα στην πρώτη (2000) στα πέναλτι και κόντρα στη δεύτερη (2003) με δύο νίκες και το εμφατικό 1-3 στη ρεβάνς του Maracanã. Ακόμα και χωρίς τον Παλέρμο που είχε μετακομίσει στη Βιγιαρεάλ, αλλά με έναν τρελό σημαδεμένο νεαρό στη θέση του, τον Κάρλος Τέβες. Ενδιάμεσα (2001) είχε σηκώσει την κούπα κόντρα στην Κρους Ασούλ και πάλι στα πέναλτι, αλλά κυρίως φρόντισε να είναι συνεπής στο ραντεβού με την ιστορία.
Στο Διηπειρωτικό του 2000 την περίμενε στο Τόκιο η Ρεάλ Μαδρίτης. Φίγκο, Ραούλ, Ιέρο, ΜακΜάναμαν, Γκούτι και Μακελελέ κοιτούσαν αφ΄ υψηλού, μα η προσγείωση ήρθε με τον τρελό Παλέρμο να τους βάζει δύο γκολ μέχρι το 6’ (2-1). Εκείνη η κούπα τον ανέδειξε κορυφαίο στη δουλειά του στον κόσμο. Το επανέλαβε το 2003. Τότε που στη δεύτερη θητεία του στους «Xeneizes» ξαναβρήκε στο Τόκιο τη Μίλαν. Με ήρωα τον Πάτο Αμποταντσιέρι στα πέναλτι, κάθισε για τρίτη του φορά στον μεγάλο θρόνο.
Το 2004 αποφάσισε να ηρεμήσει λίγο. Αφού κατέκτησε το τέταρτο Πρωτάθλημά του με την Μπόκα, αποχώρησε. Ήταν μόλις 55 ετών, αλλά κάπως είχε αδειάσει. Τι άλλο θα μπορούσε άλλωστε να κάνει; Όλες τις προκλήσεις τις είχε πραγματοποιήσει. Είπε να κάνει και μία ακόμα προσπάθεια στην Ευρώπη. Έτσι για το γαμώτο. Μισή μέτριά σεζόν με την Ατλέτικο Μαδρίτης (2005), χωρίς να τη θυμάται κανείς. Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ ήσυχα χρόνια, ώστε να επιστρέψει στον πάγκο της Μπόκα. Την πήρε 19η, την άφησε δεύτερη και έφυγε μία και καλή το 2014. Αυτό ήταν. Δεν θα είχε άλλο.
Ενώ οι περισσότεροι προπονητές παλεύουν να αναπτύξουν ένα σύστημα και μία συγκεκριμένη τακτική που θα τους επιφέρει την αναγνώριση, ο Μπιάνκι είχε την ικανότητα να εναλλάσσεται, να ελίσσεται και να προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις. Έχτισε κάτι φανταστικό, αποφασιστικό και το έκανε σε διαφορετικές περιόδους, με διαφορετικά εργαλεία. Βασίστηκε στην απόλυτη εμπιστοσύνη που έδειχνε στους παίκτες του και στις διαπροσωπικές σχέσεις μαζί τους. Ήταν ένας μορφωμένος, έξυπνος και ευέλικτος, καλός πατερούλης. Τους έπειθε να τον ακολουθήσουν με κλειστά μάτια και αυτό τους πήγαινε όλους μαζί προς τη δόξα.
Παράλληλα, η ικανότητά του να υπερνικά και να αδιαφορεί σε κάθε είδους κριτική και να ανταποκρίνεται με ηρεμία σε κάθε συνθήκη υψηλής πίεσης του επέτρεψε να δημιουργήσει μία ξεχωριστή κληρονομιά. Κατέρριψε ρεκόρ, πήρε τους περισσότερους διεθνείς τίτλους από κάθε άλλον στη Λατινική Αμερική και μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι ο πιο επιτυχημένος προπονητής που είδε ποτέ η ήπειρος σε συλλογικό επίπεδο.
Το ήξερε εκείνος, το έμαθαν έπειτα οι παίκτες του, μετέπειτα και οι αντίπαλοι, πως οι ομάδες του έμπαιναν πάντα στο γήπεδο με την αυτοπεποίθηση και την αυτογνωσία ότι θα είναι οι νικητές.
Και κάποια στιγμή η Μπόκα τού έστησε το άγαλμα έξω από το Bombonera. Σε μία συγκινητική τελετή η φιγούρα του βρέθηκε δίπλα σε εκείνες των Ντιέγο Μαραντόνα, Σίλβιο Ματσορλίνι, Αντόνιο Ρατίν. Και έστεκε ως η πιο πολύτιμη προτομή για το club.
Ο Κάρλος Μπιάνκι υπήρξε ένας από εκείνους τους πιο σπουδαίους στην ιστορία του αθλήματος. Ένας από εκείνους τους μεγάλους που διέθεταν διαίσθηση. Που ήξεραν, χωρίς πολλές αναλύσεις και εξηγήσεις, αυτό που έπρεπε να ξέρουν.
Αυτή την αρετή που διαθέτουν και οι βασιλιάδες. Ή έστω οι Αντιβασιλείς. Ακόμα και αν προέρχονται από τα πεζοδρόμια μίας φτωχογειτονιάς του Μπουένος Άιρες…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντιέγκο Σιμεόνε, κάτι παραπάνω από ένας προπονητής
Οσβάλντο Αρντίλες: Η ψυχή ξαναβρίσκει τη θέση της