Η Pobla de Segur στη Lleida της Καταλονίας είναι ένα γραφικό χωριό στα Πυρηναία, πιο κοντά στην Ανδόρρα απ’ ό,τι στη Βαρκελώνη.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μετρά κάτι περισσότερο από 3.000 ψυχές, στην πλειοψηφία τους αγρότες. Στις 13 Απριλίου του 1978 σ’ αυτόν τον παρθένο τόπο γεννήθηκε η μεγαλύτερη ψυχή απ’ όλες. Ο Κάρλες Πουγιόλ Σαφορκάδα.
Εμβληματικός αρχηγός της Μπαρσελόνα, μοναδική περίπτωση, βιονικός, «σκληροτράχηλος», όπως έλεγαν οι παλιοί. Κεντρικός αμυντικός παλαιάς κοπής, με αίσθημα αυτοθυσίας, παντελή έλλειψη εγωπάθειας, με τεράστια άγνοια κινδύνου, όπως μαρτυρούν τα 37 συνολικά κατάγματα στην καριέρα του.
Συνάμα όμως ταγός και υπηρέτης του fair play, ενός ευ αγωνίζεσθαι που σπανίως συναντά κανείς στις μέρες μας που το ποδόσφαιρο έχει εξελιχθεί σε βιομηχανία.
Δεν προσποιήθηκε ποτέ το ατόφιο ταλέντο, δεν υπήρξε ποτέ μπαλαδόρος, δεν υποδύθηκε το φινετσάτο, τον φαντεζί ποδοσφαιριστή, δεν επιζήτησε ποτέ να γίνει το πρώτο όνομα στη μαρκίζα των γηπέδων.
Κανένα πιτσιρίκι δεν φορούσε τη φανέλα με τ’ όνομά του στις αλάνες, το κοινό στο γήπεδο μόνο προς το τέλος της καριέρας του φώναξε τ’ όνομά του, αντιλήφθηκε το μέγεθός του. Η προσφορά του δεν είναι μετρήσιμη, δεν αποτιμώνται σε μέγεθος τα ψυχικά αποθέματα, η αυταπάρνηση, η αφοσίωση.
Κι όμως ο μόχθος, η επιμονή, το καθαρό βλέμμα και πάνω απ’ όλα η ψυχή στο τέλος πάντοτε αναγνωρίζονται και κεφαλαιοποιούνται.
Σε ένα αθλητικό ένθετο των «Times» δημοσιεύθηκε μια λίστα με τους καλύτερους ανά δεκαετίες. Στη δεκαετία του 2000, πλάι στα ονόματα του Καφού, του Φάμπιο Καναβάρο και του Πάολο Μαλντίνι, μπήκε το δικό του.
Κι ήταν ο λιγότερο ταλαντούχος απ’ όλους, ο λιγότερο διαφημισμένος απ’ όλους. Ανήκε και ανήκει όμως στην πιο επιτυχημένη ομάδα του millennium, ήταν ο αφανής leader αυτής της ομάδας μαζί με τον Τσάβι, τον Ινιέστα, τον ίδιο τον Μέσι.
Την ιστορία του ίσως θα μπορούσε να τη συνοψίσει κανείς σαν ένα έμβλημα της εργατικής τάξης που φτάνει στην απόλυτη καταξίωση, στο απόλυτο παράδειγμα της σωστής νοοτροπίας, η οποία σε συνδυασμό με την εφαρμογή και την αφοσίωση είναι ικανές να οδηγήσουν τον οποιοδήποτε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο.
Το έχει περιγράψει καλύτερα ο συγγραφέας Έρμαν Έσσε: «όταν ένας άνθρωπος στρέφει όλη του τη θέληση προς ένα συγκεκριμένο στόχο, καταλήγει να τον κατακτά».
Μια μερική εξήγηση για τον ισχυρό χαρακτήρα που έχτισε ανάγεται και στον τρόπο ζωής, στους σταθερούς αλλά σκληρούς ρυθμούς του τόπου καταγωγής του.
Η Pobla οφείλει το ευ ζην της στο εργοστάσιο εμφιάλωσης νερού που ρέει από τις φυσικές πηγές των Πυρηναίων, η ζωή των κατοίκων της διαμορφώνεται και οφείλεται στους έντονους ρυθμούς παραγωγής, οι οποίοι εξαρτώνται άμεσα από τα αντανακλαστικά των ανθρώπων στο φυσικό περιβάλλον, στην ορμή του νερού από τα βουνά.
Περισσότερο από το 80% των κατοίκων εργάζεται σ’ αυτή την επιχείρηση εμφιάλωσης του νερού που ρέει ορμητικά από τα Πυρηναία, το περίφημο νερό Lleida. Σύμφωνα με τον μύθο, ακόμα και ο “επικηρυγμένος” στην Καταλονία, Φρανσίσκο Φράνκο, δεν καθόταν στο τραπέζι δίχως ένα μπουκάλι Lleida.
Κατά συνέπεια, όλα στην Pobla περιστρέφονταν γύρω από το νερό. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη φιλοδοξία του νεαρού poblanο Κάρλες, μεγαλώνοντας, να γίνει κάποια μέρα τμηματάρχης ή επικεφαλής του οικονομικού τμήματος στο εργοστάσιο εμφιάλωσης νερού.
Έξι ημέρες την εβδομάδα στο εργοστάσιο και μετά η Κυριακή, η ωραιότερη μέρα στην Pobla.
Το πρωινό αφιερωμένο στην εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων στην εκκλησία της Santa Maria de Montsor, το μεσημέρι στο πλούσιο γεύμα του οικογενειακού τραπεζιού και το απόγευμα ταγμένο στη δεύτερη θρησκεία του χωριού, την Μπαρσελόνα.
Κάθε που έπαιζε η «Μπάρσα», η ατμόσφαιρα άλλαζε, ο χρόνος κυλούσε πιο αργά, έπαιρνε διαφορετικό νόημα. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, όλοι να δουν τη «Μπάρσα». Το λέει και η τοπική παροιμία: «όταν τραυματίζεται poblatano, το αίμα που τρέχει είναι “blaugrana”».
Αυτή είναι η μοναδική εξήγηση στο γιατί ο Πουγιόλ παρέμεινε, παρά τις απεριόριστες εναλλακτικές και πιο προσοδοφόρες προτάσεις στην καριέρα του, επί 25 ολόκληρα χρόνια στο ίδιο club.
Στο club που τον υποδέχτηκε στις ακαδημίες του το 1995, μετά από δυο απανωτές απορρίψεις.
Και η απόρριψη σε εκείνες τις ηλικίες ήταν μια καθόλου εύκολα διαχειρίσιμη κατάσταση. Το θυμάται ακόμη, το λέει σε κάθε ευκαιρία, όταν του ζητούν να μιλήσει:
«Την πρώτη φορά που προσπάθησα να πάω στη “Μπάρσα”, ήμουν 12 και δοκιμάστηκα ως τερματοφύλακας. Κόπηκα. Τη δεύτερη, μετά από έναν επίπονο τραυματισμό στον ώμο, με έβαλαν στο κέντρο. Ξανακόπηκα. Την τρίτη φορά είχα φτάσει 16 χρόνων, μέσα μου καταλάβαινα ότι ήταν η τελευταία μου ευκαιρία. Με έβαλαν να παίξω αμυντικό χαφ και ήταν σαν να ταίριαξα αμέσως. Δεν έχω ξανανιώσει την ευτυχία που ένιωσα, την ημέρα που τηλεφώνησαν στο σπίτι και είπαν ότι με πήρανε. Για μας, η “Μπάρσα” είναι θρησκεία, ήταν σαν να με κάλεσε ο Θεός».
Ντεμπουτάρισε στα 17, στην τρίτη ομάδα, έπαιξε ακριβώς στη θέση που τον δοκίμασαν, αμυντικός χαφ. Δεν είχε ποτέ την τεχνική, την πάσα, το ταλέντο να παίξει πιο μπροστά. Ήταν απλώς αξιοπρεπής στα βασικά, αλλά είχε μια τεράστια δίψα να μάθει, να κατανοήσει τον τρόπο λειτουργίας της ομάδας.
Το βασικό του προσόν όμως ήταν ότι ένιωθε δέος απέναντι στο club, λάτρευε την ιδέα.
Με τον καιρό, εμφάνισε και τα αγωνιστικά του πλεονεκτήματα, απέκτησε αίσθηση της θέσης, του χώρου, πάνω απ‘ όλα ανέπτυξε την έμφυτη ικανότητά του να σταματάει τους αντιπάλους, να εξουδετερώνει τον πιο δημιουργικό παίκτη στο λυσσαλέο “man to man”.
Είδωλό του ήταν πάντοτε ο Πάολο Μαλντίνι, τον παρακολουθούσε ευλαβικά σε κάθε ευκαιρία, θαύμαζε κυρίως την ικανότητα του Ιταλού να προβλέπει τη φάση, να διαβάζει το παιχνίδι.
«Μόνο στη Μπαρσελόνα θα μπορούσε να παίξει ο Μαλντίνι, αν επέλεγε να φύγει από τη Μίλαν. Κι εγώ θα μπορούσα να παίξω μόνο στη Μίλαν του Μαλντίνι, αν δεν έπαιζα στη Μπαρσελόνα», θα πει μετά από μια ήττα στο San Siro.
Μεγαλώνοντας, αντέγραφε πολλές κινήσεις του Πάολο, προσπαθούσε να μάθει περισσότερα πράγματα σε σχέση με την τακτική, βελτίωνε το παιχνίδι του, όσον αφορά στα αμυντικά του καθήκοντα. Στο επιθετικό κομμάτι άλλωστε κανείς δεν του ζητούσε πολλά, ούτε καν τα βασικά. Στα μετόπισθεν όμως ήταν ο leader, ο κομαντάντε της μπριγάδας. Φίλοι και συμπαίκτες τον αποκαλούσαν «guerrero», «πολεμιστή».
Ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που η «Μπάρσα» έχανε 3-0 στο 80ο λεπτό, ο Πουγιόλ το πίστευε, κυνηγούσε την ουτοπία της ανατροπής.
«Αρνιόταν να χάσει, δεν δεχόταν ποτέ ότι το ματς τελείωσε, ακόμα κι αν χάναμε 4-0. Ήταν απίστευτο το πώς αυτός ο άνθρωπος σού μετέδιδε το πάθος για τη νίκη», θα πει ο Πικέ, ο συμπαίκτης που έδεσε μαζί του περισσότερο απ’ όλους.
Πράγματι, ο Κάρλες συνέθεσε το καλύτερο δίδυμο με τον πιο ταλαντούχο αλλά και πιο απρόσεκτο Πικέ. Ήταν εκεί να καλύψει τα λάθη του, έτρεχε στις αβαρίες του, χρεωνόταν την κάρτα, θυσιαζόταν για εκείνον. Έτσι ανέβηκε τόσο γρήγορα στην ιεραρχική σκάλα, με την αυτοθυσία και το ομαδικό πνεύμα, με όλο του το “είναι” που έδινε για τους συμπαίκτες του.
Από το 1997, όταν και καθιερώθηκε στη Β’ ομάδα της Μπαρσελόνα και από τα εθνικά κλιμάκια καθιερώθηκε στο δεξί άκρο της άμυνας, με προσόν όχι τις σέντρες και τα overlaps αλλά την αποφασιστικότητα, την τακτική σοφία, την ικανότητα να καλύπτει τα λάθη των υπολοίπων.
Αυτό το συστατικό στον τρόπο παιχνιδιού της Μπαρσελόνα είναι κεφαλαιώδους σημασίας, η επιθετική φύση της ομάδας χρειάζεται οπωσδήποτε τέτοιους ποδοσφαιρικούς χαρακτήρες πίσω.
Αυτό διείδε ο εκκεντρικά μεγαλοφυής Λουίς Φαν Χάαλ τη σεζόν 1999-2000 και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πείσει τους διοικούντες να εμπιστευτούν στην πρώτη ομάδα έναν 21χρονο περίεργο τύπο με μακρύ μαλλί και βαρύ κορμί.
Πάλεψε αληθινά σκληρά ο Φαν Χάαλ να τον κρατήσει στο ρόστερ, άπαντες μέχρι τότε λόγιζαν τον Πουγιόλ -στην καλύτερη των περιπτώσεων- ως μια έσχατη εναλλακτική λύση. «Τι να τον κάνουμε αυτόν; Δεν μπορεί να βγάλει ούτε μια σέντρα», έλεγαν στον Φαν Χάαλ, τονίζοντάς του ότι υπάρχει και μια πρόταση της Μάλαγα, η οποία κατά τους διοικούντες ήταν πολύ πιο “ταιριαστό” μέγεθος για την αξία του ποδοσφαιριστή Πουγιόλ.
Ο Φαν Χάαλ επιστράτευσε και τον Τσάβι, πήγαν στη διοίκηση και εξήγησαν εμπεριστατωμένα, ανέλυσαν τους λόγους που ένας ποδοσφαιριστής όπως ο Πουγιόλ είναι υπεραπαραίτητος στο πλάνο. Και η διοίκηση, με αρκετή δυσαρέσκεια, έκανε το κέφι του Ολλανδού και του Τσάβι. Τον κράτησε.
Πολλοί συμπαίκτες του τότε, κυρίως τα προϊόντα εκτός Μασία, εξέφρασαν ακόμα και ανοιχτά την αντίθεσή τους στην απόφαση του προπονητή. Λιτμάνεν, Τόνι, Φαν Πέρσι είχαν “κοπεί” με συνοπτικές διαδικασίες από τον Ολλανδό και ήξεραν καντάρια μπάλα σε σχέση με τον Πουγιόλ.
Γιατί είναι απαραίτητος ο μακρυμάλλης και όχι οι αρτίστες; Κατηγορήθηκε ως «ρουφιάνος» του προπονητή, όταν άρχισε να πρωτοπαίζει βασικός, πότε στο δεξί άκρο και πότε στο κέντρο της άμυνας, οι διάφοροι Ράιζιγκερ και Ντε Μπουρ τον κοιτούσαν με μισό μάτι, δεν τον εμπιστεύονταν ούτε στις πιο απλές φάσεις.
Ο Πουγιόλ όμως τους έπεισε κι αυτούς.
Όπως έπεισε και το πολύ δύσκολο και απαιτητικό κοινό του Camp Nou, σε καιρούς που η ομάδα δεν πήγαινε καλά και δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Σε αυτό το πολύ δύσκολο πλαίσιο καθιερώθηκε ο Πουγιόλ, υπό αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες, ειδικά για ένα παιδί στην ηλικία του και με τα πενιχρά τεχνικά προσόντα του.
Ο κόσμος έβλεπε στο πρόσωπό του το ντόπιο παιδί που τα κατάφερε στον κυκεώνα της ολλανδικής παροικίας που είχε στηθεί τότε στη Βαρκελώνη, το αντίδοτο στην προσπάθεια πλήρους μετατροπής της ομάδας σε Άγιαξ. Δεν δέχονταν οι Καταλανοί να γίνουν μικρογραφία του Άγιαξ, όσο τεράστιο μέγεθος κι αν υπήρξε. Λάτρεψαν τον Κρόιφ, ασπάστηκαν το ολλανδικό μοντέλο, αλλά ήθελαν πάντοτε τον δικό τους τρόπο, τη δική τους πινελιά.
Ο κόσμος τον κράτησε στα δύσκολα του 2003, όταν το club αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα και η πρόταση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν υπερβολικά ελκυστική.
Ο Πουγιόλ έμεινε με λιγότερα, πίστεψε και μπήκε στο νέο πρότζεκτ, με νέα διοίκηση και τον Ράικαρντ στον πάγκο. Μαζί με τον Τσάβι και τον Ινιέστα, τον Ροναλντίνιο, τον Ντάνι Άλβες, τον Ετό, αργότερα τον Μέσι.
Ο αφανής ήρωας εκείνης της ομάδας ήταν ο Πουγιόλ, ο άνθρωπος που είχε το καθήκον να διατηρεί υψηλά τα επίπεδα συγκέντρωσης, να μεταγγίζει στα υπόλοιπα μέλη το dna του συλλόγου, ο αρχηγός που γεννούσε τα κίνητρα, η προσωπογραφία του «més que un club» που όλοι άκουγαν, αλλά κανείς δεν ήξερε στην πραγματικότητα τι σημαίνει.
Αυτή η φιλοσοφία του club που εξέφραζε ο Πουγιόλ πίεζε τους πάντες να ξεπεράσουν τα όριά τους, τους μετέδιδε το πάθος για μια αγωνιστικότητα πολύ σπάνια για “αριστοκρατικά” παλκοσένικα όπως το Camp Nou.
Γι’ αυτό, όλοι τον υπέδειξαν ως αρχηγό αμέσως μετά την αποχώρηση του Λουίς Ενρίκε, γι’ αυτό αναγνώρισαν την προσφορά του, κι ας μην είχε ακόμη σηκώσει ούτε ένα τρόπαιο.
Βασικός στη «Μπάρσα», βασικός στην Εθνική Ισπανίας, κι όμως δεν είχε κερδίσει τίποτα.
«Διψούσα και διψάω πάντοτε για νίκες, μην παρεξηγούμαι. Αλλά ζωή μού έδινε ο ίδιος ο αγώνας, ο ανταγωνισμός, όχι απαραίτητα η νίκη. Το thrill και η συγκίνηση, το συναίσθημα της διαρκούς μάχης. Το σημαντικό είναι να είσαι εκεί και να παλέψεις, να μην πέσεις αμαχητί. Κι αν έρθει και το τρόπαιο, καλώς να έρθει. Αλλά σημασία έχει το όνειρο και η διαδρομή να το φτάσεις, όχι ο τελικός απολογισμός στα κύπελλα. Αν θέλει η ζωή, θα φέρει και τρόπαια», έλεγε το 2005, εννιά χρόνια πριν σταματήσει την καριέρα του.
Η ζωή τελικά ήθελε και τον αντάμειψε με το παραπάνω. Το 2014 που έκλεισε την καριέρα του, η προσωπική του κληρονομία μέτρησε τρία Champions League, έξι Πρωταθλήματα κι άλλα τόσα Κύπελλα, έναν ευρωπαϊκό τίτλο με την Εθνική και το πραγματικό κερασάκι στην τούρτα, το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Νότια Αφρική.
Εκεί που, χάρη στο δικό του γκολ, οι «Furias Rojas» κατόρθωσαν να αποκλείσουν το μεγάλο φαβορί, τη Γερμανία, και να προκριθούν στον Τελικό. Σκόραρε εκείνος που είχε μόλις 15 γκολ σε περισσότερες από 600 εμφανίσεις στην καριέρα του.
Πολύ δύσκολο να βρει κανείς μελανά σημεία στην καριέρα του, μοιάζει σχεδόν αδύνατον. Ακόμα κι όταν ξεκίνησε η πτώση το 2012, όταν ήταν πια εντελώς καταβεβλημένος από τους απανωτούς τραυματισμούς, βρήκε τρόπο και βοήθησε την ομάδα, η χαρισματική συμβολή του δεν έλειψε ποτέ. Και δεν έλειψε, και όταν πέρασε στην άλλη όχθη και ανέλαβε πόστο στη διοίκηση.
Όταν χρειάστηκε, τον Ιανουάριο του 2015, παραιτήθηκε αμέσως, ως ένδειξη αλληλεγγύης στην απόλυση του Τεχνικού Διευθυντή, Αντόνιο Θουμπιθαρέτα. Μέρος του Τύπου προσπάθησε να τον διαβάλει, αλλά δεν βρήκαν να του καταμαρτυρήσουν τίποτα, όσο καλά κι αν έψαξαν τις τριγωνικές συναλλαγές των μεταγραφών και τους λογαριασμούς των ατζέντηδων.
Ποτέ κανείς δεν μπορούσε να του καταμαρτυρήσει τίποτα. Από τον καιρό που έπαιζε, δεν τον είχαν δει ποτέ σε ένα από τα μοδάτα κλαμπ της Βαρκελώνης με ένα ποτό στο χέρι, κανείς δεν τον έχει δει να κάνει ακρότητες τα καλοκαίρια στην Ίμπιζα, δεν ενεπλάκη ποτέ σε ροζ σκάνδαλα, δεν έχει “WAG”, σε όλα “δεν”.
Εξαιρετικά εσωστρεφής, άτεγκτος, αντιδημοσιογραφικός, χαμηλών τόνων. Έχει πει μόνο ότι το μαλλί, για το οποίο ο Φαν Χάαλ τον κυνηγούσε να το κόψει, το άφησε έτσι, επειδή ήθελε να μοιάσει στον κιθαρίστα του αγαπημένου του γκρουπ, των Napalm Death.
Όσο σκληρός και εξωστρεφής κι αν ήταν στους αγωνιστικούς χώρους, έξω απ’ αυτούς είναι αόρατος.
Μεγαλώνει τη μικρή του κόρη -από τη μοναδική σχέση που του αποδόθηκε ποτέ- με τη γυναίκα του και πρώην μοντέλο, Μαλένα Κόστα, διαβάζει μανιωδώς νουβέλες νουάρ και από το 2009, οπότε έχασε τον πατέρα του, φροντίζει το αγρόκτημά του στο χωριό.
Αποτελεί ένα ηθικό στοιχείο αναφοράς, σε μια εποχή που ο ποδοσφαιριστής είναι μια πολύ παρεξηγημένη υπόθεση, κι αυτό με ευθύνη και των ίδιων των σταρ του αθλήματος. Ο Πουγιόλ για το ποδόσφαιρο του “σήμερα” είναι ξεπερασμένος, μια φιγούρα παράταιρη, μακριά από social media, ακρότητες, λεφτά, απληστίες και τα συναφή.
Η απόσυρσή του, από κάθε άποψη, δημιούργησε ένα κενό που πολύ δύσκολα μπορεί να καλυφθεί σε μια τόσο sui generis πραγματικότητα όπως η Μπαρσελόνα.
Γιατί, μερικές φορές, η κανονικότητα ξεπερνά την εξαίρεση και την προσέγγιση στο τέλειο την κάνει το φυσιολογικό και όχι το εξεζητημένο.
Τα εμπόδια τα ξεπερνά το μυαλό και όχι το σώμα.
Στην κατάκτηση του τελικού στόχου, η οξυδέρκεια υπερισχύει του ταλέντου.
Κι αυτό είναι το υπέροχο.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro