Ελπίδα. Το όνειρο ενός ξύπνιου, ενός παιδιού, ενός τρελού.
Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι τα όνειρα τα έστελνε ο Δίας. Μία θεϊκή οδός για την εξερεύνηση του υποσυνείδητου. Μία ρίζα της μεταφυσικής, πηγή της ιδέας ότι ψυχή και σώμα βαδίζουν χωριστά. Σε αντίθεση με τον ταξιδιώτη που παίρνει μονάχα έναν δρόμο, ο ονειροπόλος τους επιλέγει όλους.
Έχει περάσει από τότε περισσότερο από το 1/3 του αιώνα, μα η μαμά Βαλέρια δεν την αποχωρίζεται ποτέ. Εκείνη την παιδική ζωγραφιά την έχει ακόμη στο ψυγείο της. Άλλαξε σπίτια, άλλαξε συσκευές, αλλά το μουτζουρωμένο χαρτί βρίσκεται πάντα μπροστά της, για να της θυμίζει το όνειρο του παιδιού της. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα μπορεί κάποιος να διακρίνει τι απεικονίζεται, αλλά εκείνη επιμένει ότι είναι ένας ποδοσφαιριστής.
Για τη μητέρα του, ο Λούκα πρώτα ονειρεύτηκε αυτό που ζωγράφισε και μετά βγήκε στον κόσμο για να ζωγραφίσει αυτό που ονειρεύτηκε. Και όπως μπερδεμένη και δυσανάγνωστη υπήρξε η φιγούρα με τις μπογιές άλλο τόσο δύσκολα μπορούσε κανείς να κατανοήσει τι είδους ποδοσφαιριστής θα έφτανε να γίνει.
Δεν υπήρξε ποτέ του το μεγάλο ταλέντο. Οι ανιχνευτές δεν του το αναγνώρισαν σε νεαρή ηλικία. Ούτε καν σε πιο μεστωμένη. Ο δρόμος που όφειλε να ακολουθήσει ήταν δύσβατος.
Έδειχνε να περιλαμβάνει μπόλικη από την αίσθηση της αποτυχίας. Από μικρός όμως ο Λούκα Τόνι Νταρκέτα Ντέλε Κάβε έμαθε να ακούει τον μεγαλύτερο υποστηρικτή του. Ο πατέρας, Τζαφράνκο, δεν έπαψε ποτέ να του λέει ότι του θύμιζε το μεγάλο ίνδαλμά του, τον θρυλικό Τζίτζι Ρίβα.
«Το δεύτερο που μου υπενθύμιζε ήταν πως “το μόνο που πρέπει να φοβάται ένας άνθρωπος είναι το να μην επιμείνει στον στόχο του. Εκείνο που πραγματικά μετράει είναι το να βρίσκεις το κουράγιο να συνεχίζεις”».
Και κάπως έτσι εκείνο το πεισματάρικο πλάσμα έμαθε να πιστεύει στα όνειρά του. Επειδή άλλωστε σε αυτά είναι κρυμμένη η πύλη της αιωνιότητας.
Απαξίωση
Ακόμα και στα νιάτα του ο Λούκα έμοιαζε με ανορθόδοξη γηπεδική φιγούρα. Ένα μοντέλο που ερχόταν από παλιότερους ποδοσφαιρικούς καιρούς. Δεν ήταν ιδιαίτερα γρήγορος, δεν είχε μεγάλο εύρος κινητικότητας και δεν ήταν ευλογημένος με αξιοσημείωτη τεχνική. Δεν πάλευε έντονα για να κυνηγήσει χαμένες μπάλες ούτε έπαιρνε το τόπι από πίσω για να ξεκινήσει τρελά σόλο τρεξίματα.
Ωστόσο, αυτό που διέθετε ήταν πολύ έντονη σωματική διάπλαση και αυτή την ενεξήγητη, ενστικτώδη ικανότητα των αιωνόβιων επιθετικών να βρίσκονται στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή.
Στα 17 του η Μόντενα τον πήρε από το σπίτι του και τον έριξε στα βαθιά. Από το 1994 έως και το 2001 βρέθηκε να παλεύει από την Δ’ έως τη Β’ κατηγορία της χώρας, έχοντας σκαμπανεβάσματα σε απόδοση, διάθεση και με όχι τόσο καθαρή εικόνα εξέλιξης. Έμπολι, Φιορεντσουόλα, Λοντιτζάνι, Τρεβίζο και στο τέλος η Βιτσέντζα στη Serie B.
Σαράντα γκολ Πρωταθλήματος με τις προηγούμενες ομάδες και τα εννέα που έβαλε με την τελευταία προκάλεσαν το ενδιαφέρον του έμπειρου Κάρλο Ματσόνε. Ήταν 24 ετών, όταν μπόρεσε να κλωτσήσει για πρώτη φορά την μπάλα σε επίπεδο Serie A.
Ευκαιρία
Ένα καθυστερημένο ξεκίνημα στον κόσμο των μεγάλων. Η δικαίωση τού να βρίσκεται σε ένα τίμιο club και να έχει από πίσω του συμπαίκτες τους Ρομπέρτο Μπάτζο και Πεπ Γκουαρδιόλα. Η πρώτη του χρονιά στην Μπρέσια ήταν βγαλμένη από τα παιδικά όνειρά του. «Μου έδινε ασίστ ο Μπάτζο, έβαζα γκολ και δεν μπορούσα να το πιστέψω». Έβαλε 13, στο ίδιο level με τους Ερνάν Κρέσπο, Βιτσέντζο Μοντέλα. Η δεύτερη όμως ήταν χάλια. Βρήκε δίχτυα μόλις δύο φορές, τον χτύπησε για πρώτη φορά το μετέπειτα χρόνιο πρόβλημα στον αστράγαλο και αποφάσισαν ότι δεν τον ήθελαν πια.
Είχε φτάσει 26 ετών και όφειλε στον εαυτό του να το αντιληφθεί, το παιχνίδι των μεγάλων ίσως να μην ήταν για εκείνον. Ίσως έπρεπε να παίξει με τους από κάτω. Η Παλέρμο τον κάλεσε και εκεί ήταν που το όνειρο άρχισε να παίρνει τη μορφή της πραγματικής διάστασης που είχε εκείνη η ζωγραφιά στο ψυγείο της μαμάς. Έβαλε μπροστά τη μηχανή των γκολ και το κοντέρ σταμάτησε στα 30. Πήρε από το χέρι τους Σικελούς και τους επανέφερε στο Campionato έπειτα από 30 χρόνια απουσίας.
Μαζί ήρθε και η κλήση για την Εθνική Ιταλίας. Ναι, έπαιζε στη Serie B και θα βρισκόταν με τη «Squadra Azzurra». Μα τι τρέλα και αυτή. Μόλις πήρε την κλήση, την αμέσως επόμενη σκόραρε στο Πρωτάθλημα. Όλα έμοιαζαν τόσο αδιανόητα και αποτυπώθηκαν στον πανηγυρισμό.
Σε ένας από τους πιο εμβληματικούς πανηγυρισμούς όλων των εποχών. Ένα γκολ και το δεξί χέρι σε μικρή απόσταση από το αφτί, να κουνιέται στον ίδιο ρυθμό με το κεφάλι. Ήταν ένδειξη ότι η τρέλα υπάρχει και τον οδηγεί. Μία δήλωση ότι «είμαι εδώ και θα σας τρελάνω όλους».
Τίποτα δεν θα τον γύρναγε πλέον πίσω. Τα πάντα βρίσκονταν μπροστά και κάτι πιο μεγάλο και από την παράνοια απείχε μόλις δύο χρόνια.
Παγκόσμιος
Αυτή τη φορά οι μεγάλοι δεν τον τρόμαζαν. Δεν ήταν άλλωστε παιδί. Ένα θηρίο ανήμερο που δεν μπορούσαν να τον κάνουν καλά οι αμυντικοί. Τους έβαζε πλάτη, έκανε δικές τους όλες τις μπάλες, τις κατέβαζε και, εάν έκαναν το λάθος να τον αφήσουν να γυρίσει μέτωπο στην εστία, το παραμύθι είχε τελειώσει.
Στον αέρα ήταν ανέκαθεν τρομερά δυνατός. Τώρα είχε μάθει να χειρίζεται και το βαρύ κορμί του με μεγαλύτερη χάρη.
Ήταν ασταμάτητος. Προσπάθησαν να βρουν άλλους τρόπους μαρκαρίσματος. Άρχισαν να του δίνουν χώρο. Μισό, ένα, ενάμισι μέτρο, ώστε να τον στριμώξουν στο μειονέκτημα της ταχύτητας.
Ούτε αυτό έπιασε. Έβαλε 20 γκολ και οδήγησε την Παλέρμο στο Κύπελλο UEFA για πρώτη φορά στην ιστορία της. Στο φινάλε πήγε να εισπράξει το αντίτιμο της αναγνωρισμένης αξίας του. Του έδιναν πολύ λίγα για όλ’ αυτά που έκανε. Αξίωσε αύξηση απολαβών και η απάντηση ήταν στο στιλ «Αν δεν σου αρέσει, βρες ομάδα και φύγε». Αυτό έκανε. Εκείνος έφυγε και εκείνοι έχασαν.
Κανείς από τους μεγάλους δεν ασχολήθηκε να τον πλησιάσει. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο παρέμενε αόρατος για τα σπουδαία clubs. Η Φιορεντίνα έκανε το φοβερό παζάρι και τον πήρε μόλις για 10 εκατ. ευρώ. Οι «Viola» είχαν ακόμη νωπή τη μνήμη της χρεοκοπίας του 2002 και ο Πρόεδρος Ντέλα Βάλε σχεδίαζε την αντεπίθεσή του.
Τα σκήπτρα δόθηκαν στον Τσέζαρε Πραντέλι και ως προίκα μαζί με τον Τόνι τού πήραν τους Στέφανο Φιόρε (μέσος), Σεμπαστιάν Φρέι (τερματοφύλακας). Μαζί με τους Νταϊνέλι, Ουιφαλούζι, Γιόργκενσεν, Μποζίνοφ και Πατσίνι έφτιαξαν κάτι δυνατό. Μόνο που ήταν και πάλι ο Λούκα που θα έκανε τη διαφορά.
Στην κορυφαία φάση της καριέρας του έβαλε 31 γκολ, έσπασε το ρεκόρ σκοραρίσματος της χώρας που κρατούσε 50 χρόνια και έγινε ο πρώτος Ιταλός που κατακτά το «Χρυσό Παπούτσι» της Ευρώπης. Η μεγάλη στιγμή θα τον οδηγούσε στην υπέρτατη…
Η Φιορεντίνα μπορεί να βγήκε στο Champions League, αλλά το τρομερό σκάνδαλο «Calciopoli» τής στέρησε τη θέση. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε τον Μαρτσέλο Λίπι να τον πάρει μαζί του στο πιο γλυκό ταξίδι. Άλλωστε εκείνος ήταν που τον είχε καλέσει από τη Serie B, με τον Λούκα να σκοράρει στα 11 λεπτά του με το εθνόσημο για τα προκριματικά του Μουντιάλ. Η θέση στα γήπεδα της Γερμανίας ήταν δική του.
Μόνο που κανείς δεν περίμενε αυτό που θα συνέβαινε. Αν και η ομάδα είχε μέσα τους Ιντζάγκι, Ντελ Πιέρο, Τότι και τον φορμαρισμένο Ιακουίντα, ο Λίπι έδωσε τη φανέλα του βασικού στον Τόνι. Το ίδιο ίσχυσε και στον Τελικό.
Ο ίδιος έβαλε δύο γκολ στο τουρνουά και στο φινάλε του βρέθηκε αγκαλιά με τη θρυλική κούπα και ένα πούρο στο δεξί χέρι, το οποίο κουνιόταν στον ρυθμό του διάσημου πανηγυρισμού του. Ο τρελός του χωριού είχε γίνει ο τρελός του κόσμου ολάκερου.
Ξεχωριστός
Υπήρχε ακόμη όμως η απορία. Για την ακρίβεια αυτή παραμένει εκεί. Όπως η μουτζούρα στη ζωγραφιά. Τελικά τι είδους παίκτης ήταν ο Λούκα; Και γιατί σε όλη τη διαδρομή παρέμενε αμφιλεγόμενος;
Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις. Μία από αυτές είναι η έλλειψη στιλιστικής καθαρότητας, η οποία ενοχλεί πρωτίστως τους συμπατριώτες του. Αυτή η έλλειψη είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να αφομοιώσει ένας πληθυσμός αισθητιστών του ποδοσφαίρου όπως οι Ιταλοί. Αν και στην πραγματικότητα το θέμα είναι πιο πολυσύνθετο ιδιοσυγκρασιακά. Έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κάθε λαός το γκολ. Υπάρχει η εφηβική νευρικότητα του τύπου Ιντζάγκι αλλά και ο ταύρος στην αρένα, Βιέρι.
Ο Λούκα δεν είχε καμία σχέση με αυτά. Ήταν λες και διεπόταν από κάποια μυστηριώδη ενέργεια και είχε πάντα ένα ασκητικό χαρακτηριστικό στο παιχνίδι του. Ένας γήινος, ομιλητικός, χαμογελαστός γίγαντας, με καρφιά φυτεμένα γερά στο γρασίδι. Ένας αναζητητής της ευχαρίστησης, στον οποίον λίγο καιρό αργότερα ο μυθικός Φραντς Μπεκενμπάουερ θα πει τον πιο γλυκό ποδοσφαιρικό λόγο που άκουσε ποτέ του: «Έχω δει πολλούς. Καλύτερους ίσως. Εσένα όμως δεν σου μοιάζει κανείς»!
Οι δυο τους θα συνυπάρξουν στην Μπάγερν. Έναν χρόνο ακόμα θα παραμείνει στο Artemio Franchi, αλλά πλέον έχει έρθει η ώρα για κάτι σημαντικό. Οι Βαυαροί κάνουν εκπληκτικό παζάρι και τον παίρνουν για κάτι λιγότερο από 12 χαρτιά. Η παρουσίασή του δεν φέρνει ενθουσιασμό. Ούτε για τον διπλανό του υπάρχει κάποιος ενθουσιασμός. Ο Φρανκ Ριμπερί έρχεται από τη Γαλλία. Δύο παίκτες από Φιορεντίνα και Μαρσέιγ δεν είναι και ό,τι καλύτερο στη μεταγραφική περίοδο.
Ούτως ή άλλως δεν έχουν άλλο καλό παράδειγμα και εκείνος είναι 31 ετών. Ποιος άλλος Ιταλός φορ πήγε στην Bundesliga; Κάνουν λάθος. Όλοι τους. Στην πρώτη του χρονιά εκεί (2007-2008) θα βάλει 39 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις και θα πανηγυρίσει μαζί τους ένα φανταστικό εγχώριο Τρεμπλ. Κάπου εκεί όμως θα αρχίσουν τα προβλήματα.
Ο Ότμαρ Χίτσφελντ, ο οποίος τον λάτρευε για την εργατικότητα και την αποτελεσματικότητά του, θα αποχωρήσει. Ο Γιούργκεν Κλίνσμαν θα τα κάνει όλα λάθος. Ταυτόχρονα, ο αχίλλειος τένοντας του Λούκα υποτροπιάζει. Θα χάσει πολλά ματς, αλλά και πάλι θα είναι ο πρώτος σκόρερ των Βαυαρών με 14 γκολ. Η έλευση του Λουίς Φαν Χάαλ θα οδηγήσει στο διαζύγιο. Ο Ολλανδός ξεκινάει άσχημα, τον παραγκωνίζει και ο Ιταλός τον κριτικάρει δημόσια. Αυτά στους Βαυαρούς δεν περνάνε.
Αρχικά θα τιμωρηθεί με το να παίξει δύο ματς με τη Β’ ομάδα και τον Δεκέμβριο του 2009 τον στέλνουν δανεικό στη Ρόμα. Δεν κάνει κάτι ιδιαίτερο εκεί και το καλοκαίρι μένει ελεύθερος. Είναι 33 ετών και άπαντες τον έχουν ξεγραμμένο.
Πτώση και Αναγέννηση
Την επόμενη τριετία θα την περάσει βολοδέρνοντας εδώ και εκεί. Τζένοα, Γιουβέντους, Αλ Νασρ και η επιστροφή στη Φιορεντίνα επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις. Έχει μεγαλώσει, δεν μπορεί άλλο να κάνει τα δικά του. «Όταν πήγα στο Κατάρ, σκέφτηκα ότι μάλλον δεν πρέπει να είμαι εγωιστής. Ότι ίσως έπρεπε να σταματήσω. Αλλά ξέρετε πως είμαι εγώ, όλα μεγάλος θέλω να τα κάνω». Και έχει δίκιο. Όπως όλες τις σπουδαίες στιγμές του τις βίωσε σε σχετικά μεγάλη ηλικία αναλογικά, έτσι θα έκλεινε και την καριέρα του. Με ένα ξέσπασμα έντασης, διάψευσης.
Η Ελλάς Βερόνα και το Marcantonio Bentegodi θα γίνονταν το πεδίο της ύστατης αλλά διόλου βραχυπρόθεσμης παράστασης. Την πρώτη σεζόν του εκεί θα σκοράρει 20 φορές και την αμέσως επόμενη θα γράψει και πάλι ιστορία. Θα βρει δίχτυα 22 φορές και σε ηλικία 38 ετών θα γίνει ο γηραιότερος Capocannoniere στη Serie A, ξεπερνώντας το ρεκόρ του Νταρίο Χούμπνερ 13 χρόνια νωρίτερα. Θέλει να παίξει λίγο ακόμα, δεν το χορταίνει. Στα 39 του θα κλείσει τη σεζόν με έξι γκολ και θα ανακοινώσει το αντίο.
Θα το κάνει, έχοντας στον σάκο 306 γκολ σε 658 τέρματα σε συλλογικό επίπεδο, για να γίνει ο τέταρτος μπομπέρ του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Αυτό δεν αποτυπώθηκε ακριβώς στην πορεία του με τη «Squadra Azzurra» (16 γκολ σε 47 ματς) αλλά με το Χρυσό μετάλλιο του κόσμου στο στήθος του. Ποιος νοιάζεται;
Με κάποιον τρόπο το αντίο του Λούκα Τόνι (και αφού φόρεσε 16 διαφορετικές φανέλες) θα σηματοδοτήσει τον θάνατο ενός απειλούμενου σέντερ φορ που είχε οδηγηθεί στο χείλος της εξαφάνισης εξαιτίας της εμμονής του σύγχρονου ποδοσφαίρου με τα υψηλά πρέσινγκ και τα ψεύτικα “9άρια”.
«Μέσα μου είναι φυλακισμένοι ένα κτήνος, ένας άγγελος κι ένας τρελός», θα πει στο κλείσιμό του. Και εκεί μπορεί κάπως να φαίνεται και το γιατί του πήρε τόσον καιρό και όλα τού ήρθαν αργά.
Μία ογκώδης ποδοσφαιρική μάζα με άμεση σκέψη σε περιορισμένο χώρο και χρόνο.
Μία άχαρη προσέγγιση αλλά ταυτόχρονα και μία ομορφιά μέσα από τη βαναυσότητα της αργής κίνησης.
Μία ζωώδης δύναμη, συνοδευόμενη από αριστουργηματικά ξεσπάσματα στα τελειώματά του.
Μία διαρκής προσπάθεια να νικηθούν οι εκ γενετής ατέλειες.
Μία αέναη πάλη για να καμφθεί το αδύνατο μέσα από το καλύτερο δυνατό.
Ένα ποδοσφαιρικό τρελό πείσμα. Να μπορέσει να πετάξει τα όνειρά του στο άπειρο σαν χαρταετό και χωρίς καν να γνωρίσει τι θα του φέρουν πίσω.
Και μία ζωγραφιά. Περίεργη, απροσδιόριστη, άτεχνη. Χρώματα ανακατεμένα, σχήματα χωρίς σχήμα. Το ακαταλαβίστικo όνειρο ενός παιδιού. Που όμως η μητέρα ήξερε…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Άλεξ Ντελ Πιέρο, ο «Pinturicchio»