Η απογοήτευση πάντα έχει μία οδυνηρή μορφή.
Θα μπορούσε να παρομοιασθεί με ένα είδος βαριάς χρεοκοπίας. Χρεοκοπίας, επειδή ξοδεύονται τόσα πολλά σε ελπίδες και προσδοκίες που παραμένουν ανεκπλήρωτες. Όνειρα, σχέδια, προορισμοί, πιθανότητες που δεν συνέβησαν ποτέ.
Τι είναι όμως αυτό που απογοητεύει στην πραγματικότητα; Η αλήθεια είναι πως δεν αφορά στους άλλους ανθρώπους ή τα γεγονότα, μα περισσότερο η αντίληψη που έχουμε για την πραγματικότητα. Είναι η δική μας προσωπική αντίληψη που καθορίζει την ευτυχία ή τις απογοητεύσεις μας. Το πόσο πίστεψε κάποιος σε κάποιον, σε κάτι.
Παιδί θαύμα
Εκείνο το παιδί δημιούργησε σε τρομερά τρυφερή ηλικία την πρώτη προσδοκία. Ήταν μόλις έξι ετών, όταν η Μπάγερν διέκρινε το κάτι ξεχωριστό που είχε. Ωστόσο, ήταν μία άλλη μεταγραφή που θα χαλούσε τη δική του. Ο πατέρας Γιούργκεν κλήθηκε να καλύψει την έδρα του ηλεκτρολόγου μηχανικού που είχε αδειάσει στο Πανεπιστήμιο του Ντόρτμουντ. Δεν υπήρχε επιλογή, όλη η οικογένεια έπρεπε να μεταναστεύσει στον Βορρά. Αυτό βέβαια μόνο σε κακό δεν βγήκε στον γιο του. Τρία χρόνια αργότερα ο Μάριο θα είχε την ευκαιρία να ντυθεί στα κίτρινα.
Κανείς δεν είχε ακούσει το όνομά του, όταν τον Νοέμβρη του 2009 περνούσε αλλαγή στη θέση του ιστορικού για το club, Κούμπα Μπλαστσικόφσκι.
Και σε κανέναν δεν γέμιζε το μάτι το παρουσιαστικό του. Μία παράταιρη σχετικά ποδοσφαιρική φιγούρα. Κάπως αγύμναστος, με μαγουλάκια τροφαντά και κάμποσα σημάδια ακμής πάνω τους. Αυτό το 17χρονο παιδί τι δουλειά να είχε άραγε στην ομάδα που είχε στήσει ο Γιούργκεν Κλοπ; Οι απαντήσεις θα δίνονταν από τον ίδιο την αμέσως επόμενη χρονιά.
Με ελάχιστα χρήματα στο μπάτζετ και με ένα σύνολο που μέχρι το 2008 παρέπαιε αγωνιστικά, ο Γερμανός τεχνικός είχε χτίσει κάτι πανέμορφο. Και η τριάδα στο κέντρο, αποτελούμενη από τους Σίνζι Καγκάβα, Νούρι Σαχίν και τον Γκέτσε, ερχόταν από το πουθενά για να βγάλει μάτια.
Ήταν και οι τρεις φανταστικοί, αλλά ο τελευταίος πραγματικά ήταν που έβαζε τη φαντασία και το κάτι διαφορετικό στον ορθολογισμό των υπολοίπων. Ένας εκπληκτικά σπάνιος συνδυασμός οξυδέρκειας, αντίληψης και ο άγνωστος-απρόβλεπτος παράγοντας που πρόσθετε στις κινήσεις του ήταν που έκαναν τη διαφορά.
Το φινάλε τον βρήκε με 15 ασίστ και έξι γκολ να πανηγυρίζει τον πρώτο τίτλο των Βεστφαλών έπειτα από εννέα χρόνια. Ο έφηβος με την ακμή πλέον είχε μετατραπεί άμεσα στον απόλυτο σούπερ σταρ.
«Όταν, την ώρα που κάνεις το πρώτο κοντρόλ, σκέφτεσαι ταυτόχρονα την επόμενη κίνηση, τότε αυτό θα κάνει τη διαφορά στο παιχνίδι σου. Δουλεύω πάντοτε στην πρώτη επαφή και την ίδια στιγμή αναζητώ την ευκαιρία να δημιουργήσω χώρο για την επόμενη πάσα. Ένας playmaker οφείλει να έχει φαντασία, ώστε να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από την αντίπαλη άμυνα», αιτιολογούσε ο ίδιος, καθώς τον πίστωναν με τον επιβαρυντικό -για τη νεότητά του- χαρακτηρισμό του «παιδιού θαύματος».
Μία χωρίς όρια αχαλίνωτη ευκολία για το μη αναμενόμενο σε κάθε μικρή ή μεγάλη κίνηση. Η αμφιδεξιότητα στα πόδια και η αδυναμία των αντιπάλων να διαβάσουν το παραμικρό πάνω του τον καθιστούν αμέσως τον κορυφαίο teenager στον κόσμο.
Θα ξεκινήσει εκπληκτικά, αλλά ο πρώτος σοβαρός τραυματισμός θα τον αφήσει στα μισά του δρόμου. Η μηχανή της Ντόρτμουντ ωστόσο είναι τόσο καλά κουρδισμένη που θα κατακτήσει διαδοχικά την Bundesliga.
Ήδη από τον Νοέμβρη του 2010 έχει γίνει ο δεύτερος νεότερος που έχει φορέσει ποτέ τη φανέλα της Εθνικής και η πορεία του μοιάζει να είναι αμετροεπής όσο και το σύμπαν. Είναι η στιγμή που η κουβέντα γύρω του γιγαντώνεται. Είναι ξεκάθαρο πως πρόκειται για το κορυφαίο ταλέντο στη σύγχρονη ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου.
«Προδοσία»
Το 2012-2013 τα πάντα μοιάζουν εκπληκτικά. Ξεκινάει φοβερά και οδηγεί ακόμα και τον μεγάλο αντίπαλο, Φραντς Μπεκενμπάουερ, να εκστομίσει ότι «το γερμανικό δίδυμο Γκέτσε-Ρόις είναι καλύτερο ακόμα και από εκείνο των Τσάβι-Ινιέστα». Ωστόσο, προς το φινάλε θα τον χτυπήσουν δύο άσχημα πράγματα.
Στον πρώτο ημιτελικό του Champions League θα διαλύσουν τη Ρεάλ με 4-1. Στη ρεβάνς της Μαδρίτης θα τραυματιστεί και θα χάσει τον Τελικό κόντρα στην Μπάγερν, κάτι που θα κοστίσει στον ίδιο και στην ομάδα του. Εάν έπαιζε, ίσως η κατάληξη του τροπαίου να ήταν διαφορετική.
Το χειρότερο όμως έχει συμβεί πριν τη Μαδρίτη. Οι Βαυαροί έχουν πληρώσει τα 37 εκατ. ευρώ της ρήτρας του και τον έχουν καταστήσει την ακριβότερη μεταγραφή στη χώρα. Μένει κρυφό, αλλά αποκαλύπτεται λίγες ώρες πριν τη Ρεάλ και οι οπαδοί αντιδρούν άσχημα. Στις φανέλες κάτω από το επίθετό του φιγουράρει μία μουτζούρα με μαρκαδόρο και το όνομα του Ιούδα.
Ο μοναδικός που θα σπεύσει να τον δικαιολογήσει είναι εκείνος που του έχει θυμώσει περισσότερο. «Είναι γκρούπι του Πεπ. Είχε την ευκαιρία για το όνειρό του και δεν γινόταν να μην την αξιοποιήσει», θα εξηγήσει ο Κλοπ, με την απογοήτευση να γεμίζει το πρόσωπό του.
Λίγο πριν τα είχε σπάσει στο γραφείο του. «Ακόμη θυμάμαι πώς είχα αγχωθεί που έπρεπε να πω στον Γιούργκεν για την εξέλιξη με τον Γκέτσε και την Μπάγερν. Ήταν έξαλλος και χτυπούσε τη γροθιά στη βιβλιοθήκη», θα αποκαλύψει χρόνια αργότερα ο Τεχνικός Διευθυντής, Μίχαελ Τσορκ.
«Ήταν ένα όνειρο. Έβλεπα σε λούπα ξανά και ξανά τα παιχνίδια της Μπαρτσελόνα και ξετρελαινόμουν με όσα είχε δημιουργήσει. Δεν πήγα για τα χρήματα. Πήγα για να δουλέψω μαζί του», θα απολογηθεί ο μικρός.
Πεπ
Ο Γκέτσε αποτελούσε τη μεγάλη προίκα που συνόδευσε τον πηγαιμό του Γκουαρδιόλα στο Μόναχο. Αν και ο κόουτς είχε ζητήσει τον Νεϊμάρ, όλος ο ποδοσφαιρικός πλανήτης έδειχνε ανυπόμονος για το τι θα έκαναν αυτοί οι δύο μαζί.
Κανείς ποτέ δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι μόλις ξεκινούσε η πτώση. Και θα ήταν η πιο εκκωφαντική στο γερμανικό ποδόσφαιρο. Ακόμα μεγαλύτερη και από την απότομη εξαφάνιση του Σεμπάστιαν Ντάισλερ.
Το ξεκίνημα ήταν δύσκολο αλλά θετικό. Τα 15 γκολ σε 45 ματς σε όλες τις διοργανώσεις αποτέλεσαν ένα εξαιρετικά θετικό πρόσημο. Υπήρχε όμως κάτι στην εικόνα του. Κάτι κάπως έμοιαζε λίγο περίεργο.
Οι μέθοδοι του Πεπ που πάλευε να τις κατανοήσει, οι θέσεις που αναζητούσε και έχανε στο γήπεδο και κυρίως το ότι βρέθηκε σε έναν άλλον -τεράστιο- οργανισμό, όπου πλέον δεν ήταν το πρώτο βιολί, επιβράδυναν αρκετά έντονα την εξέλιξή του. Το ότι ήταν πολυθεσίτης ξαφνικά του έγινε μεγαλύτερο βάρος απ’ ό,τι ευλογία. Στο 4-3-3 βρισκόταν άλλοτε “false 9”, άλλοτε στα πλάγια και άλλοτε “10άρι”.
Μόνο που ο Πεπ είχε πάρει και ένα δικό του παιδί από την Μπαρτσελόνα. Υπήρχαν φορές που και ο ίδιος πάλευε να χωρέσει στην 11άδα τον Γκέτσε με τον Τιάγκο και αυτό δεν του έβγαινε, κάνοντας κακό κυρίως στον πρώτο.
Θρύλος
Κάπως έτσι βρέθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας και στο ραντεβού με όσα τού είχε ταγμένα το πεπρωμένο του. Και εκεί ο Γιόαχιμ Λεβ φάνηκε να αντιμετωπίζει παρόμοια διλήμματα. Το μεγαλύτερο ταλέντο είχε βρεθεί από τους «16» έως και τον ημιτελικό να μετράει συνολικά 21 αγωνιστικά λεπτά.
Στο μεγάλο ματς με την Αργεντινή έμεινε και πάλι στον πάγκο. Ενώ η Εθνική ζούσε μεγαλειώδη πράγματα, για τον ίδιο το Μουντιάλ έμοιαζε με έναν προσωπικό μικρόκοσμο όσων ζούσε με την Μπάγερν. Δεν χωρούσε, δεν ταίριαζε. Είχε ταξιδέψει άλλωστε εκεί ως ο «Γερμανός Μέσι», αλλά ο πραγματικός Μέσι βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο και δεν έχανε δευτερόλεπτο.
Λίγο πριν τη λήξη της κανονικής διάρκειας ο εκλέκτορας τον κάλεσε κοντά του. «Μπες και δείξε στον κόσμο ότι είσαι καλύτερος από τον Μέσι», του είπε και τον έριξε στο 88’. Στο 113΄ο Σίρλε τού πέρασε την ψηλοκρεμαστή ασίστ, εκείνος κατέβασε με το στήθος και, νικώντας τον Ρομέρο, χάρισε στη χώρα του το τέταρτο αστέρι.
Στο φινάλε έτρεξε να φωτογραφηθεί με το ίνδαλμά του. «Ο Μέσι είναι η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα», θα πει και ενώ είναι ακόμη λουσμένος από τις μπύρες της δόξας. Ήξερε, καταλάβαινε ότι ο τύπος με τα γαλάζια ήταν από άλλον πλανήτη. Και θα παρέμενε ο αγαπημένος του, κάτι που επιβεβαίωσε οκτώ χρόνια αργότερα. Όταν τελικά έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για τη δικαίωση του Αργεντινού μάγου, ο Μάριο ανέβασε story με τον ίδιο και τον γιο του να πανηγυρίζουν έξαλλα με φανέλα του Μέσι.
Πτώση
Ήταν μόλις 22 ετών. Αντίθετα όμως απ’ ό,τι συμβαίνει με τους νέους στην ηλικία του, η δική του καριέρα μόλις ξεκινούσε την αντίστροφη μέτρηση. Ήταν μία πλήρης δικαίωση για όσα λένε για εκείνους που φθάνουν στην κορυφή, αλλά δεν μπορούν να παραμείνουν εκεί.
Η επόμενη διετία στο Μόναχο θα τον βρει να κατρακυλάει ανεξέλεγκτα και δυσνόητα. Θα αγωνιστεί μόνο σε 14 παιχνίδια Πρωταθλήματος και κόντρα στη Βόλφσμπουργκ θα θυμίσει για λίγο όσα θα μπορούσε να κάνει. Σε ένα ανεπανάληπτο εννιάλεπτο ο Λεβαντόφσκι θα βάλει πέντε γκολ. Ο Γκέτσε θα του δώσει τα δύο και θα έχει άμεση συμμετοχή και στα πέντε. Ωστόσο, όσο περνάει ο καιρός θα κάθεται ολοένα και περισσότερο στον πάγκο και δεν θα βοηθάει καθόλου.
Καταλήγει να παίζει μόνο στις νίκες ρουτίνας κόντρα σε μικρότερες ομάδες και να μένει εκτός στα μεγάλα ραντεβού. Ακόμα και ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του, Μπεκενμπάουερ, θα βρεθεί απαξιωτικά απέναντί του: «Κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει να παίζει σαν κακομαθημένο παιδί. Η συμπεριφορά του δεν αρμόζει σε έναν τέτοιον σύλλογο. Κάποτε ήταν ένα σπουδαίο ταλέντο, αλλά εδώ φαίνεται ότι τελικά κάτι του λείπει».
Και στους τρεις διαδοχικούς αποκλεισμούς στα ημιτελικά του Champions League εκείνος δεν ξεκίνησε σε κανέναν.
Το πιο περίεργο σε αυτή την ιστορία ήταν ότι, ενώ ο Πεπ είναι διάσημος στο να εξελίσσει τους παίκτες του και να παίρνει το άριστο που έχουν να του δώσουν, στην περίπτωση του Μάριο δεν τα κατάφερε. Και προφανώς το πρόβλημα ήταν ότι, όσο και αν το έψαξε ο Καταλανός προπονητής, το μόνο που διαπίστωσε στο φινάλε ήταν πως κάτι έλειπε από εκείνον.
Ίσως το πρόβλημα να ήταν ότι εκπλήρωσε τις μεγαλύτερες επιθυμίες του σε μικρή ηλικία και πολλές φορές αυτό οδηγεί στο να καταστραφούν τα όνειρά σου. Η απογοήτευση στις προσδοκίες μεγάλωνε, όσο μεγάλωνε ηλικιακά κι εκείνος. Ήταν λες και ό,τι αναζητούσαν πλέον δεν μπορούσε να τους επιστραφεί ποδοσφαιρικά στη μορφή που το πρόσμεναν.
Η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να φύγει μαζί με τον Γκουαρδιόλα, παρόλο που ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής περίμενε ότι με τον διάδοχό του ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα. Ο Κάρλο Αντσελότι όμως ήταν από την αρχή ξεκάθαρος. Δεν τον υπολόγιζε. Τα άσχημα μαντάτα μετέφερε ο Πρόεδρος της Μπάγερν, Καρλ Χάινζ Ρουμενίγκε, λέγοντας δημόσια «Δυστυχώς δεν πέτυχε στη Μπάγερν. Θέλει να παίζει και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί εδώ. Οι δρόμοι μας θα χωρίσουν».
Μυοπάθεια
Στο Ντόρτμουντ μπορεί να ήταν πληγωμένοι από τη συμπεριφορά του, αλλά πίστευαν ακόμη σε αυτόν. Τον αγαπούσαν αδιάβλητα και το καλοκαίρι του 2016 πλήρωσαν 22 εκατ. ευρώ πιστεύοντας ότι εκεί θα ξαναβρεί την όρεξή του για το παιχνίδι. Άλλωστε ήταν ακόμη 24 ετών.
Κάνουν λάθος. Ο Τύπος και οι οπαδοί τον κατηγορούν αμέσως για τεμπελιά. Κάτι άλλο είναι όμως που τον ζορίζει και δεν το έχει ανακαλύψει κανείς. Ο ίδιος μένει μετά από κάθε προπόνηση και συνεχίζει. Κάνει αυστηρή ζωή, μετράει θερμίδες και γραμμάρια στο φαγητό του και προσθέτει έξτρα αερόβιο. Δεν γίνεται τίποτα. Τα μάγουλα και το ατσούμπαλο σώμα παραμένουν, να φωνάζουν ότι βαριέται, ότι δεν προσέχει.
«Η εικόνα που έχουν όλοι για εμένα δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Σίγουρα δεν είμαι πια το παιδί θαύμα. Το ποδόσφαιρο είναι περισσότερα από το να βάζεις γκολ και οι πιο πολλοί δεν μπορούν να δουν τα διαφορετικά πράγματα που κάνεις κάποιος στο γήπεδο», θα προσπαθήσει να παραδεχτεί και να δικαιολογηθεί ταυτόχρονα.
Τότε είναι που θα σκάσει σαν βόμβα η διάγνωση. Όσα του συμβαίνουν προέρχονται από κάποια σοβαρή διαταραχή υγείας. Η αδυναμία, η απουσία έντασης και ρυθμού αλλά και τα κιλά, η κατακράτηση που τον βαραίνει, οφείλονται σε μία μυοπάθεια και κατ’ επέκταση σε σοβαρή μεταβολική διαταραχή. Στα 25 του το ποδόσφαιρο φάνταζε πλέον παρελθόν.
Για έναν κορυφαίο αθλητή, του οποίου οι μύες εκτίθενται σε μεγαλύτερες πιέσεις, αυτό μπορεί να σημαίνει το τέλος της καριέρας του, καθώς η συγκεκριμένη πάθηση προκαλεί αδυναμία, γρήγορη μυϊκή εξάντληση και επέκταση της περιόδου που χρειάζεται για αποθεραπεία μετά από έναν αγώνα ή μια δυνατή προπόνηση.
Ο Μάριο μπήκε σε κλινική και εξαφανίστηκε. Εμφανίστηκε μόνο στον γάμο του Μάνουελ Νόιερ, αλλά προσπάθησε να μείνει μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Ένιωθε άβολα στον κόσμο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και ένιωθε τρομερά πιεσμένος για όσα δεν κατάφερνε να δικαιώσει. Αν το πρόβλημα είχε διαγνωστεί νωρίτερα, τα πάντα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Όλα όμως έγινα καθυστερημένα και ο οργανισμός του παίκτη επιβαρύνθηκε περισσότερο απ’ όσο άντεχε.
Χρειάστηκε να λείψει επτά μήνες, ώστε να εμφανιστεί και πάλι σε 11άδα της Ντόρτμουντ. Στα τρία χρόνια που θα ακολουθήσουν, θα πάρει παιχνίδια, αλλά θα σκοράρει συνολικά μόλις 12 φορές σε όλες τις διοργανώσεις.
Είναι πλέον ένας μέτριος και σε ορισμένες περιπτώσεις καλός παίκτης, ο οποίος δεν ξεχωρίζει και δεν υπερέχει από τον μέσο όρο σε κανένα σημείο.
Έχει έρθει η ώρα να χάσει τη θέση του και στην Εθνική. Ήδη απογοητευτικός από το Euro του 2016, όπου στο παιχνίδι με την Ουκρανία θα περάσει στο γήπεδο 18.5 λεπτά, δίχως να έρθει σε επαφή με την μπάλα. Θα δεχθεί τρομερή κριτική και τον Νοέμβριο του 2017 θα φορέσει σε ένα φιλικό για τελευταία φορά το εθνόσημο.
Το 2020 θα αποχωρήσει από την Ντόρτμουντ. Είναι 28 ετών και θεωρείται παλαίμαχος. Κανείς δεν θεωρεί ότι υπάρχει επιστροφή.
Η Αϊντχόφεν θα τον επαναφέρει κάπως για μία διετία στο προσκήνιο. Είναι εκεί, φωνάζει παρών, προσπαθεί, παίζει και του αρέσει. Του είναι αρκετό που μπορεί και πατάει στο γήπεδο. Όχι με την ικανότητα ενός παρελθόντος που φαντάζει πολύ μακρινό σε σχέση με το ακόμη νεαρό της ηλικίας του.
Το 2022 η Άιντραχτ Φρανκφούρτης θα τον καλέσει πίσω στη Bundesliga και προς έκπληξη όλων θα πάει σε ακόμα ένα Μουντιάλ, καθώς όχι μόνο θα είναι στην αποστολή για το Κατάρ αλλά θα παίξει κιόλας για λίγο.
Το 2023 θα τον βρει ακόμη εν ενεργεία διεθνή. Σε πείσμα και κόντρα σε κάθε πρόβλεψη.
Ηλιοβασίλεμα…
«Εάν θα μπορούσα να δώσω μία συμβουλή στον νεότερο εαυτό μου, θα του έλεγα να χαλαρώσει λίγο και να κοιτάξει να το απολαύσει. Ότι δεν ήταν μόνο εκείνα τα τρία-τέσσερα χρόνια που έπαιξα αλλά μία μεγαλύτερη εικόνα. Ότι πάντα έκανα το καλύτερο που μπορούσα, όπως μπορούσα. Τώρα μπορώ να χαλαρώσω λοιπόν και να απολαύσω ακόμα πιο πολύ το παιχνίδι».
Ο ιστορικός της μπάλας θα μπορούσε να τον τοποθετήσει σε εκείνο το θλιβερό ράφι που αραδιάζουν τον θάνατο κάθε ψευδαίσθησης.
Ίσως να είχε να κάνει με το επίθετό του. Ένα πεπρωμένο που βρισκόταν στην πρώτη έκδοση της γερμανικής Βίβλου. Εκεί που ο Μαρτίνος Λούθηρος τον 16ο αιώνα μεταφράζει το «Γκέτσε» σε «ψεύτικο Θεό».
Ίσως πάλι ο Μάριο Γκέτσε να έμοιασε κάποτε με Πρωτόπλαστο, αλλά τελικά να ήταν ο Εκπεσών Άγγελος.
Ή ίσως ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα που κάποτε το περάσαμε για το Βόρειο Σέλας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μάνουελ Νόιερ, Τερματοφύλακας 2.0
Μπάστιαν Σβαϊνστάιγκερ: Mia San Mia