Μια χαμογελαστή και πρόσχαρη φιγούρα εμφανίστηκε στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού.
«Hi. I’m Eddie, how you doin’»?
Τον περίμεναν μια χούφτα δημοσιογράφοι, οι περισσότεροι δύσπιστοι και τουλάχιστον επιφυλακτικοί απέναντί του.
Ο τότε 35άρης Αμερικανός Έντουαρντ Αρνέτ Τζόνσον ήταν ο αθλητής που είχε αναλάβει τη δύσκολη έως αδύνατη αποστολή να κάνει τους οπαδούς του Ολυμπιακού να ξεχάσουν τον προφήτη τους, τον Ζάρκο.
Εκ του περισσού να αναλυθεί τι είχε κάνει ο Πάσπαλι στην αρχή της δεκαετίας του ’90, η συμβολή του στην αναγέννηση του μπασκετικού Ολυμπιακού ήταν τεράστια, συνεπώς η τελική επιλογή του αντικαταστάτη του έπρεπε να είναι κάτι παραπάνω από επιτυχής και στοχευμένη.
Πριν ο Ιωαννίδης με τον Σαλονίκη καταλήξουν στον Τζόνσον, είχαν “παίξει” ονόματα όπως ο Άριαν Κόμαζετς, ο Ρίτσαρντ Ντούμας και ο μεγάλος Ντέιλ Έλλις, ο οποίος τελευταία στιγμή αρνήθηκε την πρόταση των «Ερυθρολεύκων» και συμφώνησε με τους Ντένβερ Νάγκετς.
Ο Έντι ήταν επιλογή της τελευταίας στιγμής, “στην τούρλα του Σεπτέμβρη”, και με τον προπονητή του Ολυμπιακού, Γιάννη Ιωαννίδη, να είναι αναποφάσιστος και φειδωλός ως προς την υπογραφή του.
Συμφώνησε, ενόσω ο Ολυμπιακός επέστρεφε από την Ιταλία και το τελικό στάδιο της προετοιμασίας του, έναντι 290 εκατ. δραχμών τότε (περίπου 850.000 ευρώ) και η πρώτη του επαφή με τον θαυμαστό κόσμο του ελληνικού μπάσκετ ήταν εκείνο το απίθανο ματς στο κλειστό του Σπόρτιγκ για το Κύπελλο, με το παιδικό 42-40 να χαρίζει την πρόκριση στον Παναθηναϊκό και να βυθίζει τον Ολυμπιακό στην εσωστρέφεια.
Είχε σοκαριστεί τότε με το κλειστό των Πατησίων ο Έντι, στην αρχή πίστευε ο δύσμοιρος ότι είχαν πάει σε εκείνο το παλιό κλειστό για να ζεσταθούν, να σουτάρουν, πριν πάνε πιο δίπλα, στο κανονικό γήπεδο. Ήταν κακός, πολύ κακός στο ντεμπούτο του ο Τζόνσον, σε ένα ακόμα πιο κακό παιχνίδι, εν μέσω μιας ατμόσφαιρας πολεμικής και σίγουρα πολύ μακριά από εκείνα που είχε συνηθίσει στην 13χρονη καριέρα του στο ΝΒΑ.
Ο ίδιος όμως δεν πτοήθηκε, όταν οι συμπαίκτες του τον πείραζαν και τον προετοίμαζαν ότι «στην Ελλάδα θα τα δει όλα», ο Έντι απαντούσε ότι τα έχει δει ήδη όλα, έχει μεγαλώσει στη West Side του Σικάγο και στο East Garfield Park τη δύσκολη δεκαετία του ΄60 και του ΄70, όταν οι σφαίρες σφύριζαν καθημερινά στ’ αυτιά του και ευτυχισμένος ήταν, μόνον εάν επέστρεφε σώος και αβλαβής στο σπίτι του.
Έμενε κοντά στην Madison Street, μαζί με τα έξι αδέλφια του και τη μητέρα τους.
Πατέρας δεν υπήρχε πουθενά, το αμερικανικό όνειρο εκείνες τις δεκαετίες απείχε παρασάγγας από τη μεταγενέστερη εικόνα που έχουμε στον νου. Αν και ερωτευμένος με το μπέιζμπολ, πρωτόπαιξε μπάσκετ στα 13 το 1972 στο σχολείο, το George Westinghouse της Franklin Boulevard, ένα vocational school (κάτι σαν το δικό μας αντίστοιχο Τεχνικό Λύκειο), όπου φοιτούσαν οι ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες της περιοχής και κυρίως Αφροαμερικανοί.
Δεν γινόταν να μην παίξει μπάσκετ σε μια γειτονιά που, εκτός από τον ίδιον, “γέννησε” τον Νόρμαν «Skip» Ντίλιαρντ και τον Μαρκ Αγκουάιρ, θρύλο μετέπειτα του ΝΒΑ. Προικισμένος από τη φύση, εκτός από τα σπάνια αθλητικά προσόντα, είχε και ένα έμφυτο ταλέντο στην εκτέλεση, μια ταχύτητα στο σουτ που όμοιά της δεν είχαν ξαναδεί στο Σικάγο.
Με τον χρόνο, ολοένα και βελτιωνόταν, κάθε εβδομάδα που περνούσε, ο δίμετρος πια Έντι αποκτούσε και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αντιλαμβανόταν ότι μέσω του μπάσκετ μπορεί να γίνει πραγματικά ξεχωριστός και να πετύχει πολλά στη ζωή του.
Από τα 17 του είχε ήδη ψηφιστεί παίκτης της χρονιάς από τους «Chicago Sun Times», είχε οδηγήσει το Westinghouse High στον Τελικό των Super Sectionals και ήταν περιζήτητος στα καλύτερα πανεπιστήμια.
Ο ίδιος δεν το πίστευε σχεδόν, επρόκειτο να γίνει το πρώτο μέλος της οικογένειας Τζόνσον με ακαδημαϊκή καριέρα και μόρφωση. Είχε συγκινήσει τη μητέρα του και αποτελούσε φάρο για τα αδέλφια του που πάλευαν να ξεφύγουν από τις στενωπούς της βίας και των ναρκωτικών της γειτονιάς.
Για την οικογένειά του αρνήθηκε να μπει στο πρόγραμμα πανεπιστημίων όπως το DePaul και το Michigan State, επέλεξε το University of Illinois του κόουτς Χένσον, για να μείνει στο σπίτι του και να ακολουθήσει το όνειρό του, να γίνει ντόπιος μύθος.
Και το κατάφερε. Το καλοκαίρι του 1977, λίγο πριν γίνει μέλος των Fighting Illini, ταξίδεψε στο Μάνχαϊμ στη Γερμανία για να λάβει μέρος στα Albert Schweitzer Games, φορώντας το εθνόσημο. Σκόραρε πάνω από 30 μ.ο., αγωνιζόμενος στα “ελ” όπως έλεγαν τότε, πλάγιος, στη σημερινή θέση “3”.
Συμπαίκτης του ένας νεαρός Αφροαμερικανός για τον οποίον μιλούσαν ήδη όλοι στις ΗΠΑ, ο Έρβιν Τζόνσον, αργότερα Μάτζικ, κομβικός χαρακτήρας στον καμβά της καριέρας του Έντι. Γιατί τον Μάτζικ τον βρήκε μπροστά του και στο κολέγιο, πιο σωστά τον νίκησε στο κολέγιο, σε εκείνο το ιστορικό -απ’ όλες τις απόψεις- παιχνίδι της πρωτοχρονιάς του 1979 στο Assembly Hall του Champaign.
Το Michigan State και οι Spartans του Μάτζικ πρώτοι στη βαθμολογία και αήττητοι με ρεκόρ 14-0, το ίδιο και η ομάδα του Λου Χένσον, το ταπεινό Illini. Δύο δευτερόλεπτα πριν το τελευταίο σφύριγμα, το σκορ είναι κολλημένο στο 55-55, το άγχος έχει λυγίσει τους πάντες που με κομμένη την ανάσα παρακολουθούν τη μεγάλη μάχη «που θα κρίνει τον τίτλο», όπως υποστήριζαν όλα τα στόματα στην Πολιτεία.
Ο Έντι πήρε τη μπάλα στη γωνία με δύο κολλημένους επάνω του. Σηκώθηκε και πυροβόλησε. 57-55, η πρώτη ήττα του Μάτζικ, το μεγαλύτερο ματς στην ιστορία του Illinois, μετά το Rose Bowl του 1963.
Επί βδομάδες όλοι συζητούσαν για εκείνο το παιχνίδι, για εκείνο το καλάθι του Έντι, για το ντόπιο φτωχόπαιδο που γκρέμισε το Michigan State από την κορυφή.
Το θαύμα κράτησε για λίγους μήνες, η τάξη αποκαταστάθηκε στο τελικό τουρνουά, όταν ο Μάτζικ πήρε τη ρεβάνς και κάπως έτσι γράφτηκε η ιστορία με τον Τελικό των Τελικών εναντίον του Indiana State του μεγάλου Λάρι Μπερντ.
Ο Έντι έκλεισε την κολεγιακή του καριέρα ως πρώτος σκόρερ όλων των εποχών για το κολέγιό του, με 1.692 πόντους. Ανακηρύχθηκε δυο φορές mvp της σεζόν, έγινε μέλος της All-Big 10 στη senior χρονιά του, πάνω απ’ όλα όμως πήρε το πτυχίο του στην Ιστορία, όντας ο πρώτος στα χρονικά της οικογένειας που κατόρθωνε κάτι τόσο μεγάλο. Η συγκίνηση της μητέρας του ανείπωτη, δεν την ένοιαζαν τα ανδραγαθήματα του γιου της στο μπάσκετ, τα δολάρια που είχαν πέσει στα πόδια του από τις ομάδες του ΝΒΑ, το άπαν ήταν η μόρφωση του παιδιού της και η επιβράβευση να μεγαλώσει ολομόναχη επτά παιδιά στο δύσκολο περιβάλλον του Σικάγο, το δυσκολότερο από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και της ηγεμονίας του Αλ Καπόνε.
Ο Έντι επελέγη στο Νο.29 του draft από τους (τότε) Κάνσας Σίτι Κινγκς, θα γινόταν ΝΒΑer και με τη βούλα, τα είχε καταφέρει.
Στο Κάνσας βρήκε τον κόουτς Κότον Φιτζσίμονς, έναν δύσκολο και απαιτητικό προπονητή, λάτρη της πειθαρχίας και της ιεραρχίας. Με λίγα λόγια έναν “Ιωαννίδη”, πριν καν φανταστεί ο Έντι ότι κάποια μέρα θα παίξει μπάσκετ στην Ελλάδα.
Χρειάστηκε ελάχιστο χρόνο (όπως και με τον «ξανθό») για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Φιτζσίμονς, μετά το πρώτο δίμηνο προσαρμογής έμενε όλο και περισσότερο στο παρκέ, με αποτέλεσμα να κλείσει τη ρούκι σεζόν του με 20 λεπτά συμμετοχής και 9 πόντους. Ήταν η τελευταία φορά που έπαιξε τόσο λίγο στα παραγωγικά χρόνια της καριέρας του.
Από τη σεζόν 1982-1983 κι έπειτα οι αριθμοί του βελτιώνονταν. Μέχρι να μετακομίσει στο Σακραμέντο μαζί με τους Κινγκς, είχε ήδη πάνω από 33 λεπτά συμμετοχής και περίπου 20 πόντους, με προσωπικό peak το 1985 που έκλεισε στους 23 πόντους (η καλύτερη σεζόν του στο ΝΒΑ).
Καθιερώνεται σιγά-σιγά ως μια από τις πλέον αξιόπιστες λύσεις στο “3”, το φαρμακερό του σουτ “δολοφονεί” τους πάντες, στη μέρα του δεν υπάρχει αμυντικός να τον περιορίσει.
Έχει όμως την ατυχία να παίζει σε χαμηλότερης δυναμικότητας ομάδες, ακόμα κι όταν το 1987 μετακομίζει στο Φοίνιξ, οι Σανς βρίσκονται σε μια διαδικασία rebuilding και δεν διεκδικούν δάφνες, πολλώ δε κάποιο τίτλο.
Παρόλα αυτά, με την παρουσία του μεγάλου Κέβιν Τζόνσον, οι Σανς βαθμηδόν βελτιώνονται και δύο συνεχόμενες φορές τούς σταματούν στους τελικούς της conference, το ’89 και το ’90.
Ο Έντι στο Φοίνιξ θα καθιερωθεί ως «ο καλύτερος έκτος παίκτης» ολόκληρου του Πρωταθλήματος, ένας τρομερός σουτέρ και σκόρερ που έρχεται από τον πάγκο, αφού έχει “διαβάσει” το ματς, και φορτώνει το αντίπαλο καλάθι με εκείνα τα τρομερά σουτ που του χάρισαν το προσωνύμιο «Lucky Luke».
Το 1989, στην καλύτερη χρονιά του στο ΝΒΑ, βραβεύεται και από τη λίγκα ως ο καλύτερος 6ος παίκτης, με καταπληκτικά ποσοστά. Έκλεισε με 50% στα δίποντα και 42% στα τρίποντα, γνωρίζοντας την απόλυτη αναγνώριση από όλους τους ειδικούς που έκαναν λόγο για τεράστια αδικία που δεν επιλέγεται για το All Star Game.
Στα 32, καταλήγει μετά από ένα trade στους Σόνικς, σε ένα Σιάτλ που εκείνον τον καιρό χόρευε σε ρυθμούς του “glove” Γκάρι Πέιτον και του εντυπωσιακού Σον Κεμπ.
Ο Έντι θα τιμήσει και εκεί το συμβόλαιό του, θα παραμείνει στην πρώτη γραμμή και ως μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες σε ένα ΝΒΑ που αλλάζει και οδεύει προς τη χρυσή εποχή των ΄90s.
Τρεις “γεμάτες” σεζόν στο Σιάτλ, μια καταπληκτική παρουσία στα play offs του 1991 με 24 πόντους μέσο όρο (52% στα σουτ), ακόμα μια το 1992, το ίδιο το 1993.
Όταν οι Σόνικς τον στέλνουν στη Σάρλοτ, ο Έντι έχει ήδη μια καριέρα 13 ετών στο ΝΒΑ, ένα μ.ο. 18 περίπου πόντων ανά αγώνα και, παρότι πατημένα 34, είναι υπερπολύτιμος, λόγω της εμπειρίας του, της ηγετικής του παρουσίας και πάνω απ’ όλα του φαρμακερού του σουτ. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία διέκρινε και ο Ολυμπιακός και αποφάσισε να του εμπιστευθεί τη φανέλα με το «8», μια φανέλα που σε οποιονδήποτε άλλον μπασκετμπολίστα θα έπεφτε πάρα πολύ βαριά στη μετά-Ζάρκο εποχή.
Το πλάνο της ομάδας θα άλλαζε εντελώς, ο Ιωαννίδης, εμπιστευόμενος τον Τζόνσον και τον Βολκόφ, επρόκειτο να κινηθεί σε εντελώς διαφορετική τακτική προσέγγιση, με στόχο το Final 4 της Σαραγόσα.
Τον καιρό που ο Έντι αποφάσισε να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι, το ελληνικό μπάσκετ διήγαγε τις χρυσές εποχές του, τα γήπεδα γέμιζαν, ο Ολυμπιακός έκλεινε με μέσους όρους 13.000 εισιτηρίων τις σεζόν στην Ευρωλίγκα.
Με το ενδιαφέρον στα ύψη και προσωπικότητες όπως ο Ρολάντο Μπλάκμαν να επιλέγουν ακόμa και ομάδες δεύτερης ταχύτητας στην Ελλάδα για να συνεχίσουν την καριέρα τους, η απόφαση έγινε πιο εύκολη.
Το έψαξε πολύ, πριν έρθει στα μέρη μας. Ρώτησε, ξαναρώτησε, έμαθε και αποφάσισε να συμφωνήσει με τον Ολυμπιακό και τον Σωκράτη Κόκκαλη, κυνηγώντας κατά βάση το μεγάλο του καημό από τότε που ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ. Έναν τίτλο.
Δεκαεπτά χρόνια κυνηγούσε ένα τρόπαιο, στα 35+ γνώριζε ότι το λάδι στο καντήλι τελειώνει, πολύ δύσκολα θα έκλεινε Πρωταθλητής στο ΝΒΑ, εάν συνέχιζε στους Χόρνετς ή σε κάποια ανάλογου διαμετρήματος ομάδα. Μετά την ψυχρολουσία της 24ης Σεπτεμβρίου του 1994 στο Σπόρτιγκ, το νερό άρχισε να κυλάει στο αυλάκι.
Προσαρμόστηκε σχετικά γρήγορα στη χώρα μας, πάνω απ’ όλα κέρδισε τον πολύ δύσκολο Ιωαννίδη -κάτι παραπάνω τότε από “θεό” στο ΣΕΦ– που του είχε προξενήσει ουκ ολίγες απορίες με τη συμπεριφορά του.
Στον Ολυμπιακό ο Έντι βρήκε ένα πολύ δυνατό ρόστερ, ρονταρισμένο από τον Ιωαννίδη, αλλά και μια ομάδα πληγωμένη από την πολύ δύσκολη βραδιά του Τελικού στο Τελ Αβίβ.
Η νοοτροπία νικητή που προσέδωσε στην ομάδα και ο σεβασμός που κέρδισε σε εκείνο το καθοριστικό παιχνίδι στο πιο δύσκολο παρκέ της Ελλάδας, εκείνο του Αλεξάνδρειου στη Θεσσαλονίκη, αποτέλεσαν το έναυσμα για την διαρκώς ανοδική πορεία του Ολυμπιακού και την εν τέλει επιβεβαίωση των πρωτείων του.
Ήταν 12 Οκτωβρίου του 1994 και έκανε ντεμπούτο στο Πρωτάθλημά μας.
Ο Έντι βγήκε στο Παλέ που κόχλαζε και ένα κέρμα τού έσκισε το φρύδι. Μονολογούσε μετά στα αποδυτήρια και γεμάτος απορία αναρωτιόταν αν οι ίδιοι άνθρωποι που απειλούν τη σωματική ακεραιότητα των αθλητών είναι απόγονοι εκείνων που έχτισαν τον Παρθενώνα, εκεί όμως έδειξε από τι πάστα είναι φτιαγμένος, εκεί αποφάσισε ότι πρέπει να εφαρμόσει το γνωστό ρητό των Αμερικανών «when the going gets tough, the tough get going».
Κέρδισε τον Άρη μόνος του εκείνο το βράδυ, έκανε 6.000 στόματα να σιγήσουν με την επιβλητική του εμφάνιση, πάνω απ’ όλα με τη φινέτσα και το class του.
Σε εκείνο το παιχνίδι λάτρεψα τον Έντι Τζόνσον, εκεί μπήκε στο πάνθεον των παικτών που είναι δικαιωματικά “ένα κλικ πιο πάνω” στην προσωπική μου σκαλέτα.
Ήταν ένας cool (μπασκετικός) δολοφόνος, το επόμενο role model για τα παιδάκια στα ανοιχτά της Αθήνας.
Δεν άργησε να γίνει σύνθημα για τους οπαδούς του Ολυμπιακού, «φέραμε απ’ την Αμερική τον Έντι το πιστόλι…».
Δεν άργησε και να στοχοποιηθεί από αντιπάλους, αλλά δεν έπαψε να διαψεύδει συνεχώς τις κασσάνδρες που είχαν βιαστεί να τον χαρακτηρίσουν «γέρο», «ξοφλημένο», «νέο Χίγκινς».
Γρήγορα βρήκε και σημείο επαφής με τον Ιωαννίδη, εξέπληξε τον κόουτς, όταν σε μια προπόνηση στο ΣΕΦ αντιλήφθηκε ότι τον σχολιάζει με τον Φασούλα. Ο Ιωαννίδης δεν το πίστευε ότι ιδία πρωτοβουλία ο Αμερικανός είχε προσλάβει δάσκαλο ελληνικών, προκειμένου να αντιλαμβάνεται τι λέγεται γύρω του, έστω τα βασικά. Κέρδισε τον σεβασμό, σεβόμενος την ομάδα, δείγμα της προσωπικότητάς του και των υλικών που ήταν φτιαγμένος ως αθλητής.
Ωστόσο, δεν τον κατάλαβε ποτέ τον Ιωαννίδη, πιο πολύ τον συμμερίστηκε.
Άλλη κουλτούρα, διαφορετική μπασκετική παιδεία. Για κάθε παραλογισμό με μαύρες γάτες και προλήψεις, υπήρχαν όμως η μπασκετική οξυδέρκεια, η απαράμιλλη ικανότητα και το ταλέντο του Ιωαννίδη να συγκεντρώνει επάνω του τα φώτα και να γυρίζει οποιοδήποτε παιχνίδι.
Το μπάσκετ ήταν πολύ διαφορετικό τότε, πολύ δύσκολα το καταλαβαίνει κανείς, αν δεν είχε την τύχη να ζήσει εκείνη την εποχή έντονα.
Ο Έντι ήρθε ακριβώς στο κομβικό σημείο της αλλαγής από τον ρομαντισμό στον επαγγελματισμό, στην εποχή που ο Νίκος Γκάλης είπε εκείνο το άκομψο “αντίο” στο Μετς και έκανε τον ελληνικό αθλητισμό φτωχότερο.
Ακόμα και ένα τέτοιο γεγονός όμως, στη φρενίτιδα του ελληνικού μπάσκετ εκείνης της εποχής, πέρασε σχεδόν αβρόχοις ποσί.
Τον Δεκέμβριο ο Ολυμπιακός μετράει 8-0 στην Ελλάδα, με νίκες σε Αλεξάνδρειο (και Άρη και ΠΑΟΚ) και κυρίως Γλυφάδα (Παναθηναϊκό), και ένα μεγαλοπρεπές 4-0 στην Ευρώπη, με εκείνο το εκπληκτικό +35 στο Abdi İpekçi εναντίον της Εφές από τον “Τουρκοφάγο” Ιωαννίδη.
Η ομάδα έχει μια τρομακτική front line με τον υγιή Τάρλατς, τον Βολκόφ και τον Φασούλα, ένα αμυντικό υπερόπλο όπως ο Σιγάλας, την ψυχή του Τόμιτς και του Νάκιτς και το κερασάκι στην τούρτα που ονομάζεται Έντι Τζόνσον.
Ο Αμερικανός πλησιάζει τα 36 και κεντάει στο παρκέ. Και το κάνει με στυλ. 34 με την Κίντερ στη Μπολόνια, 34 με την Τσιμπόνα, 22 πόντοι μ.ο. σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Σήμα κατατεθέν του οι ταχύτατες έξοδοι από τα σκριν μετά από συνεχή κίνηση και πάνω απ’ όλα εκείνη η γρήγορη εκτέλεση, ο “πυροβολισμός” του «Lucky Luke», πιο γρήγορος κι από τον ίσκιο του!
Προσαρμόστηκε στο πολύ τακτικό ευρωπαϊκό μπάσκετ, οι μάχες του με τις σκληρές ελληνικές άμυνες ήταν επικές, γράφτηκαν στην ιστορία.
Οι μονομαχίες με τον πιτσιρικά Φραγκίσκο Αλβέρτη στα τρομερά ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό ήταν μοναδικές. Ακόμη τον θυμάται τον «Φράγκι» ο Έντι. Του είχε προξενήσει τρομερή εντύπωση η αυταπάρνηση και η θέληση του μικρού, η σκυλίσια του άμυνα, το dna του νικητή μέσα του.
Τον αναφέρει, κάθε φορά που του θυμίζουν το πέρασμά του από την πατρίδα μας, τον θεωρεί τον καλύτερο αμυντικό που αντιμετώπισε ποτέ στην Ελλάδα (περιέργως, είναι η αλήθεια), ένα άτυπο “σχολείο” στα 36 που του επέτρεψε να επιμηκύνει την καριέρα του και να πραγματοποιήσει μετά δεύτερη καριέρα στο ΝΒΑ.
Το κισμέτ των δύο δεν έμελλε να είναι σε ελληνικό έδαφος αλλά σε ισπανικό, στην πρωτεύουσα της Αραγωνίας, τη Σαραγόσα.
Εκεί έδωσε ο Έντι τη μεγαλύτερη παράσταση της εν Ευρώπη καριέρας του.
Μπορεί οι περισσότεροι να θυμούνται το τρίποντο του Μίλαν Τόμιτς που “σκότωσε” τον Παναθηναϊκό, εκείνος ο ημιτελικός όμως ανήκει εξ ολοκλήρου στον Τζόνσον.
Ο Έντι έπαιξε καταπληκτική άμυνα στον Ζάρκο, άλλαζε κάθε φορά τον ρυθμό, όταν ο Παναθηναϊκός έπαιρνε τα ηνία, έδινε το σύνθημα της αντεπίθεσης, σκόραρε, έκανε τα πάντα.
Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι εκείνο το βράδυ κέρδισε μόνος του τον Παναθηναϊκό, ότι πρωταγωνίστησε σε ένα μοναδικό one man show που δε λογάριασε τακτικές, συστήματα, εντολές ένθεν κακείθεν.
Ο ημιτελικός έληξε με 58-52 για τον Ολυμπιακό. Οι 27 ήταν του Έντι, αλλά οι πόντοι δεν αποτυπώνουν το μονόπρακτο. Είκοσι μέρες πριν περπατήσει στα 36 του χρόνια, οπλίζει για τρεις στα τέσσερα κομβικότερα σημεία του αγώνα.
Στο 40-38 από την κορυφή, στο 45-41 από τη γωνία, στο 46-47 διαγώνια αριστερά και στο καθοριστικό 52-53 από την ίδια θέση, 1 λεπτό και 40 δευτερόλεπτα πριν το τελικό σφύριγμα. Ο ορισμός του clutch shooter.
Ο Ολυμπιακός δεν ξανακοίταξε πίσω, ο Παναθηναϊκός έμεινε κολλημένος στο 52 και παρέδωσε τελειωτικά τα όπλα μετά από εκείνο το “τρελό” τρίποντο του Τόμιτς που έγραψε το 52-56.
Ο Έντι Τζόνσον, μετά το Λύκειο, το κολέγιο και το ΝΒΑ, άφηνε το στίγμα του και στην Ευρώπη και δη σε έναν ημιτελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης της ηπείρου.
Ο ημιτελικός τον άδειασε σωματικά και ψυχολογικά, ήταν αδύνατον δύο ημέρες αργότερα να συνεχίσει στο ίδιο τέμπο.
Μόνον αν ξαναεμφανιζόταν στο παρκέ ο ίδιος “εξωγήινος” Έντι υπήρχε περίπτωση να καταβάλει εκείνος ο Ολυμπιακός τη Ρεάλ του Ομπράντοβιτς, με τον Σαμπόνις και τον Αρλάουκας στα καλύτερά τους.
Ο Σάντος “κλείδωσε” τον Τζόνσον σε ένα άνευ προηγουμένου κυνηγητό, μαεστρικά στημένο από τον «Ζοτς», και ο Ολυμπιακός παρέδωσε πνεύμα πιο εύκολα απ’ ό,τι δείχνει το τελικό 73-61 για τη «Βασίλισσα».
Ο Έντι έμεινε στους 9, με 2/9 δίποντα και 1/5 τρίποντα, αποκαμωμένος και αβοήθητος, αφού ο Ολυμπιακός είχε και πάλι αφήσει την πυγμή και την πείνα του στον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό και την εγχώρια αντιπαλότητα.
Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά (έκτη, εάν συνυπολογιστούν και οι πρώτες παρουσίες του Άρη) η Ελλάδα άγγιζε, αλλά δεν κατακτούσε το “Μεγάλο Κύπελλο”.
Στο Ελληνικό Πρωτάθλημα όλα εξελίχθηκαν όπως αναμενόταν, εξαιρουμένου του αστερίσκου που έβαλε ο ΠΑΟΚ του Πρέλεβιτς στον Παναθηναϊκό στα ημιτελικά. Οι «Πράσινοι» εν τέλει επικράτησαν με 3-2 των Θεσσαλονικέων και το ραντεβού που περίμεναν όλοι από την αρχή της σεζόν έλαβε σάρκα και οστά.
Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, η μητέρα των μαχών, όταν οι τελικοί δεν ήταν κάθε χρόνο μεταξύ των «Αιωνίων».
Όλα κρίθηκαν στο συγκλονιστικό πέμπτο ματς, η σεζόν έκλεισε με το ίδιο “γυναικείο” σκορ κάτω από τους 100 πόντους, όπως ακριβώς ξεκίνησε και στα Πατήσια. Αυτή τη φορά όμως νικητής ήταν ο Ολυμπιακός με το 45-44 και το άστοχο σουτ του Νίκου Οικονόμου. Ο Έντι Τζόνσον είχε κάνει πραγματικότητα το όνειρο που κυνηγούσε από παιδί. Ένα τρόπαιο, ένα Πρωτάθλημα.
Το πανηγύρισε με την ψυχή του, συμμετείχε ακόμα και στα επινίκια στα μπουζούκια, έκανε σαν μικρό παιδί και έμοιαζε ανοικτός ακόμα και για παραμονή στον Ολυμπιακό.
Έφυγε για την πατρίδα του με το μέλλον του ακόμα ανοιχτό στον Ολυμπιακό και τον Σωκράτη Κόκκαλη να επιθυμεί διακαώς την παραμονή του. Προτιμήθηκε ο Ρίβερς και η ευρωπαϊκή παρένθεση του Έντι έλαβε τέλος.
Θα περίμενε κανείς να αντέξει σκάρτο έναν χρόνο ακόμα με ένα τιμητικό συμβόλαιο στο ΝΒΑ, άλλωστε η φήμη του και η εμπειρία του ήταν πολύτιμες. Κι όμως, επέστρεψε στις ΗΠΑ και έκανε δεύτερη καριέρα, έζησε μια δεύτερη νιότη και χάρισε στο μπάσκετ μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές στην ιστορία του σπορ.
Μετά από μια ανώνυμη σεζόν στην Ιντιάνα και τους Πέισερς, βρήκε το απάγκιο στο Χιούστον, στη μεγάλη των Ρόκετς παρέα. Χακίμ, Ντρέξλερ, Θρετ, Έλι, Μπάρκλεϊ. Και ο Έντι.
Καθοδηγούμενοι από τον μεγάλο Ρούντι Τομζάνοβιτς, οι “γεροντάρες” του Χιούστον έφτασαν κοντά στο θαύμα. Σταμάτησαν στην εκπληκτική Γιούτα του Στόκτον και του «Ταχυδρόμου» Μαλόουν.
Με τη σειρά στο 2-1, το τέταρτο ματς στο Summit λύγιζε σίδερα και έμοιαζε παιχνίδι δίχως αύριο.
Έξι δευτερόλεπτα για το τέλος, σκορ 92-92, επαναφορά από την πλάγια γραμμή για τους Ρόκετς.
Ο Έντι έκανε αυτό:
Ήταν 25 Μαΐου του 1997, ο Έντι Τζόνσον ήταν 38 χρόνων. Στο προηγούμενο παιχνίδι είχε σκοράρει 31, στο επόμενο το buzzer που τον έκανε να χορεύει πόλκα σε τελικό conference του ΝΒΑ. Δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος για έναν άνθρωπο που επί 18 χρόνια έκανε μια από τις πιο ζηλευτές καριέρες στο ΝΒΑ με 19.202 πόντους (53ος πλέον σκόρερ όλων των εποχών) και αμέτρητα παράσημα.
Αποσύρθηκε το 1999, σε ηλικία 40 ετών, μετά από 1.288 παιχνίδια και 16 πόντους μέσο όρο.
Στο “αντίο” του αποθεώθηκε από το κοινό στο Τέξας που υποκλίθηκε στη συνέπεια και την κλάση του. Δεν δάκρυσε, απλώς γύρισε το βλέμμα του στην κερκίδα να δει τη γυναίκα του, Τζόι, το γιο του, Τζάστιν, και τη μεγάλη του αγάπη, την κόρη του, Τζέιντ. Έβαλε το χέρι στο μέρος της καρδιάς και έγειρε το κορμί του πιο αριστοκρατικά και από βασιλικό ακόλουθο στα ανάκτορα.
Ένας αριστοκράτης από το East Garfield Park, ένας πολύ ωραίος τύπος που είχαμε την τύχη να κοσμήσει και το Ελληνικό Πρωτάθλημα με την παρουσία του.
Ήταν αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο, όταν το 2006 κυκλοφόρησε μια “είδηση” ότι κακοποίησε σεξουαλικά ένα κοριτσάκι 8 ετών. Ήταν συνωνυμία, αφορούσε στον «Fast» Έντι Τζόνσον, επίσης παλιό παίκτη του ΝΒΑ, All Star τη δεκαετία του ’80. Επειδή κάποιοι είχαν προσδώσει εκ παραδρομής το ίδιο προσωνύμιο και στον “δικό μας” Έντι, έγινε η θλιβερή παρανόηση.
Ο κατά συρροήν εγκληματίας και συνεπώνυμός του οδηγήθηκε στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Σάντα Ρόζα, καταδικασθείς σε ισόβια. Ο Έντι κινήθηκε νομικά, αποκατέστησε το όνομά του και έκτοτε, συγκλονισμένος από τη σύμπτωση και τις αποτρόπαιες πράξεις του συνεπώνυμού του, παράγει κοινωνικό έργο σε ουκ ολίγους φορείς.
Υπήρξε μέλος της Επιτροπής Νεότητας στο Φοίνιξ, υποστηρικτής και αρωγός της ΜΚΟ Big Brothers/Big Sisters σε Σακραμέντο και Φοίνιξ, συνεργάτης της Επιτροπής για τα Special Olympics, μέλος της οργάνωσης εξεύρευσης θετών γονέων της Αριζόνα και Πρόεδρος της δικής του οργάνωσης, «Eddie Johnson and Friends, Hoops for Single Moms».
Σχολιάζει παιχνίδια στο ΝΒΑ, στο ραδιόφωνο, γράφει βιβλία, αρθρογραφεί σε εφημερίδες, ιστοσελίδες και περιοδικά, συμμετέχει και διοργανώνει ημερίδες φιλανθρωπικού σκοπού, είναι ένας πολυπράγμων σταρ, ο οποίος, κάθε φορά που φέρνει στη θύμησή του τη χώρα μας και τον Ολυμπιακό, λάμπει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ρολάντο Μπλάκμαν: Ο πιο μεγάλος σταρ (ως τον επόμενο)
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro