Ξεκίνησα από πολύ μικρός ποδόσφαιρο, σε ηλικία επτά ετών, στην Ακαδημία του Γιώργου Κούδα στη Θεσσαλονίκη.
Με πήγε ο πατέρας μου πρώτη φορά, ήταν μια εξαιρετική ακαδημία, στην οποία δούλευαν πολύ καλά και από εκεί προέρχονται και οι πρώτες μου αναμνήσεις, από εκεί ξεκίνησαν όλα.
Όπως όλα τα παιδάκια σε εκείνη την ηλικία, έπαιζα μπάλα, οπότε με πήγε ο μπαμπάς μου και τελικά μας βγήκε σε καλό.
Και, όταν ήμουν μικρός, έλεγα ότι θέλω να φτάσω ψηλά, να γίνω μεγάλος και γνωστός ποδοσφαιριστής, όπως εκείνοι που βλέπαμε στην τηλεόραση.
Οι γονείς μου ήταν από την αρχή δίπλα μου στις επιλογές μου, οι οποίες ήταν ξεκάθαρα δικές μου, δεν επενέβησαν ποτέ στις αποφάσεις μου.
Από μικρή ηλικία πήγαινα σε στίβο, σε μπάσκετ, αλλά μετά τα 12 καταστάλαξα μόνο στο ποδόσφαιρο.
Όταν πρωτοφόρεσα τη φανέλα του Πανσερραϊκού, η πρώτη φορά που πήγαινα σε μεγάλη ομάδα από την ακαδημία, ήταν φοβερό το συναίσθημα.
Ήταν τότε η Β’ ομάδα του Πανσερραϊκού, η οποία θα δημιουργείτο τότε για πρώτη φορά.
Δοκιμάστηκα και ο Σάκης Αναστασιάδης, τότε υπεύθυνος, με επέλεξε και έτσι ξεκίνησε η πορεία μου από την Β΄ομάδα, με προπονητή τον Γιώργο Τσιφούτη.
Η επιλογή του Πανσερραϊκού βασιζόταν σε μια σωστή σκέψη του πατέρα μου κυρίως.
Τότε υπήρχαν και οι Β’ ομάδες του ΠΑΟΚ που ήθελαν να με εντάξουν στο δυναμικό τους, επειδή ξεχώριζα στις μικρές ηλικίες.
Εκείνη την περίοδο όμως στον ΠΑΟΚ ήταν όλοι οι επίλεκτοι, σαν κι εμένα ήταν άλλοι τόσοι, ενώ στον Πανσερραϊκό θα μπορούσαν να μου δοθούν ευκαιρίες να παίξω και να ξεδιπλώσω το ταλέντο μου.
Επιλέξαμε λοιπόν στα 16 μου την ομάδα των Σερρών , οι οποίες αποτελούν και τον τόπο καταγωγής του πατέρα μου (Ακριτοχώρι), απόφαση που τελικά δεν αποδείχτηκε δύσκολη.
Ο Πανσερραϊκός με χάραξε και θυμάμαι όλα εκείνα τα τέσσερα χρόνια της πρώτης μου θητείας εκεί, θυμάμαι την άνοδο το 2010, γιατί τότε ήμουν και πιο ενεργός, κάτι το πρωτόγνωρο, στα 21 μου, το να συμμετέχω τόσο πολύ, καθώς το 2008, ενώ ήμουν στην ομάδα, δεν είχα παρά μια-δυο συμμετοχές.
Στη δεύτερη άνοδο ήμουν και κάπως πρωταγωνιστής και μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά καταφέραμε να βγάλουμε την ομάδα στη μεγάλη κατηγορία, ένα υπέροχο συναίσθημα που βίωσα τότε, το οποίο συνδυάστηκε και με τη μεταγραφή μου στον Ολυμπιακό την ίδια περίοδο, οπότε ήταν όλα τέλεια.
Ήθελα πολύ να πάω στην ομάδα του Πειραιά, αν και παράλληλα υπήρχε ενδιαφέρον τόσο από τον ΠΑΟΚ όσο και από την ΑΕΚ.
Και ο τότε Πρόεδρος, ο συγχωρεμένος Πέτρος Θεοδωρίδης, με έδωσε στην ερυθρόλευκη ομάδα, πέρα από το γεγονός ότι κι εγώ ήθελα να πάω, μια προσωπική αλλά δύσκολη επιλογή.
Στον Ρέντη ήταν κάτι μοναδικό, έτυχα και σε καλές χρονιές της ομάδας, με πολύ αξιόλογους προπονητές, όπως ο Βαλβέρδε, ο Μίτσελ, ο Ζαρντίμ, αλλά και ποδοσφαιριστές με μεγάλη προσωπικότητα, όπως ο Μέλμπεργκ, ο Τοροσίδης, ο Αβραάμ, ο Ιμπαγάσα, ο Τζεμπούρ, ο Πάντελιτς, τρομερή η ομάδα τότε, ό,τι καλύτερο για ένα παιδί 22 χρόνων να ξεκινάει την καριέρα του ανάμεσα σε αυτούς τους παίκτες.
Με τον Τοροσίδη μάλιστα έχουμε κρατήσει πάρα πολύ καλή σχέση, εκτός από το ότι υπήρξε ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής, είναι ένας τρομερός άνθρωπος, ένας φίλος που με στήριξε και με βοήθησε με τις συμβουλές αλλά και την παρουσία του όλα αυτά τα χρόνια να πάρω σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου.
Μεγάλο το δέσιμό μου και με τον Γιώργο Γεωργιάδη, μαζί μεγαλώσαμε στις Σέρρες, μαζί μέναμε, έχουμε περάσει πάρα πολλά μαζί και εντός ποδοσφαίρου με τον Πανσερραϊκό και γενικά στη ζωή μας, έκανα εγώ τη μεταγραφή μου στον Ολυμπιακό και ο Γιώργος πήγε στον ΠΑΟΚ, αλλά με το πέρασμα του χρόνου, όπως είναι λογικό, χαθήκαμε, αν και το πρώτο διάστημα είχαμε επαφές.
Ο καλύτερος προπονητής που είχα ήταν ο Βαλβέρδε, είναι κάτι το ξεχωριστό, δεν είναι τυχαίο το πού έχει φτάσει, αν και ο Μίτσελ ήταν αυτός που με καθιέρωσε στον Ολυμπιακό.
Άλλος προπονητής εκτός του Ολυμπιακού που με εντυπωσίασε ήταν ο Λουτσέσκου, τον οποίον είχα στην Ξάνθη, μετά από το πέρασμά μου από το ΑΠΟΕΛ, ένας σοβαρός και πάρα πολύ καλός προπονητής, ο οποίος σε όποια ομάδα και αν πηγαίνει δημιουργεί ένα εξαιρετικό σύνολο.
Στον Ολυμπιακό έζησα μεγάλες στιγμές, τη δεύτερη χρονιά μάλιστα, οπότε και ήμουν βασικό μέλος, κατακτήσαμε το Νταμπλ, δεν θα το ξεχάσω ποτέ, ήταν αυτό που έζησα περισσότερο απ’ όλα στις χρονιές που αγωνίστηκα.
Θα ήθελα να είχα παίξει σε μια ευρωπαϊκή χώρα με πιο αναπτυγμένο ποδόσφαιρο απ’ ό,τι στην Κύπρο με τον ΑΠΟΕΛ και το Αζερμπαϊτζάν με την Ζίρα, αλλά ήταν ένα θέμα ξεκάθαρα επιλογών. Μπορώ να το θεωρήσω αυτό σαν ένα απωθημένο.
Είμαι γεμάτος από το ποδόσφαιρο, από παραστάσεις και συγκινήσεις, αλλά το μόνο που θα άλλαζα, αν με ρωτούσε κάποιος, θα ήταν ότι μετά τον Ολυμπιακό θα πήγαινα σε μια ευρωπαϊκή χώρα με πολύ καλό ποδόσφαιρο.
Υπήρχαν προτάσεις από το Βέλγιο και από την Πολωνία, αλλά τότε επέλεξα τα πιο σίγουρα, μπορεί να είχα άλλη εξέλιξη, δεν το ξέρω αυτό, παρόλ’ αυτά δεν είμαι αχάριστος, έζησα πολλά, άλλοι δεν τα ζουν καν, οπότε είμαι ευχαριστημένος.
Οι θυσίες πολλές, έξτρα δουλειά πολύ, καλοκαιρινές διακοπές ελάχιστες, οικογενειακές στιγμές το ίδιο και είναι ένα κομμάτι που ελπίζω να βελτιώσω, ώστε να έχω περισσότερο χρόνο με την οικογένειά μου, τη σύζυγό μου και όλους τους δικούς μου ανθρώπους.
Στις 31 Μαΐου 2023, κρεμώντας τα παπούτσια μου, όλα αυτά τα χρόνια πέρασαν γρήγορα μπροστά από τα μάτια μου, πώς ξεκίνησα, τι έκανα, τις δυσκολίες που είχα, τους τραυματισμούς, οι κατακτήσεις και τα Πρωταθλήματα, οι άνοδοι με τον Πανσερραϊκό, το μπαράζ με τον ΟΦΗ που ήταν ένα πολύ κρίσιμο το παιχνίδι,
Ήταν ένα διήμερο συναισθηματικά πολύ φορτισμένο, πολύ δυνατό, όλα πέρασαν και προχωράμε.
Εκείνο το βράδυ, μετά τον μεγάλο αποχαιρετισμό, βγήκα έξω με τους φίλους μου και την ομάδα λίγο να ξεσκάσουμε γιατί η χρονιά ήταν πάρα πολύ δύσκολη.
Όλα ξεκίνησαν από τις Σέρρες και όλα τελείωσαν εδώ. Και να τα είχα σχεδιάσει, δεν θα τα κατάφερνα έτσι, δεν θα ήταν τόσο ωραίο το κλείσιμο της καριέρας μου.
Σε όλο αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο και ο Πρόεδρος του Πανσερραϊκού ο Τάσος Καζίας, ο οποίος δημιούργησε ό,τι δημιούργησε αυτά τα τέσσερα χρόνια, κατάφερε να ανεβάσει την ομάδα στη Super League και να αποτελώ κι εγώ μετά από χρόνια ένα κομμάτι αυτής της επιτυχίας.
Όταν βγαίνω στην πόλη των Σερρών, με πλησιάζει ο κόσμος, κάτι που με ευχαριστεί πολύ, όπως και συμβαίνει και με κάθε ποδοσφαιριστή.
Είμαι από αυτόν τον τόπο, ήμουν παρών σε όλες τις χαρές και μες στην ομάδα, νιώθω πολύ ωραία να με αναγνωρίζουν και να με χαιρετούν, ακόμα και αν έχω πλέον σταματήσει, πράγμα που δείχνει και τι καλό έχει κάνει ο καθένας όλα αυτά τα χρόνια.
Σε μια στιγμή όπως ο τελευταίος σου αγώνας βλέπεις ποιοι πραγματικά είναι δίπλα σου, στις χαρές και στις λύπες, και όλοι τους, τα αγαπημένα μου πρόσωπα, οι γονείς μου, οι αδερφές μου, η γυναίκα μου, ήταν εκεί για το τελευταίο αντίο, με έκαναν πολύ χαρούμενο.
Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό και ευλογημένο που έζησα όλα αυτά που έζησα, είχα κάποιες ατυχίες με τραυματισμούς σε περιόδους που ήμουν στα καλύτερά μου, αλλά δεν είμαι αχάριστος, έζησα τρομερά πράγματα και είμαι ευγνώμων στον Θεό που μου έδωσε αυτήν την δυνατότητα να τα γευτώ.
Σταμάτησα από ξεκάθαρα δική μου επιλογή, έχοντας πάρα πολλές παραστάσεις και δυνατές στιγμές.
Θα μπορούσα να παίξω μια ακόμα χρονιά με τον Πανσερραϊκό στη Super League, αλλά ήταν η κατάλληλη στιγμή να σταματήσω και, γεμάτος από όλα, ξέρω ότι δεν θα αισθανθώ ίσως κατάθλιψη, όπως κάποιοι άλλοι αθλητές, όταν σταματούν τον πρωταθλητισμό.
Άνθρωποι δικοί μου αλλά και ξένοι με ρωτάνε πώς κατάφερα πάνω στα καλύτερα να σταματήσω, αλλά ήταν κάτι που το δούλευα και μου ήταν πολύ εύκολο να πάρω αυτήν την απόφαση.
Την είχα πάρει εδώ και πολύ καιρό, απλώς συνέπεσε με τη συγκυρία της ανόδου του Πανσερραϊκού. Και ήταν της τύχης να τελειώσω στην ομάδα απ’ την οποία ξεκίνησα την καριέρα μου.
Μπορεί το ποδόσφαιρο να με καθόρισε, αλλά όλα ξεκινούν από την οικογένεια και από τη δική μου είχα πάρει τις σωστές βάσεις.
Βέβαια, το γεγονός ότι έφυγα από το σπίτι μου λίγο μετά τα 16 μου με έκανε να ωριμάσω ακόμα πιο γρήγορα ως άνθρωπος και η ένταξή μου στα 22 μου στον Ολυμπιακό ήταν το κερασάκι στην τούρτα, γιατί μπήκα κατευθείαν στα βαθιά.
Έτσι έγινα ακόμα πιο ώριμος και σοβαρός, πράγμα που συνέβαλε στην εξέλιξη και τη συνέχεια της διαδρομής μου.
Πλέον δεν βλέπω καθόλου ποδόσφαιρο, κάνω διακοπές και στη συνέχεια θα δούμε τις εκπλήξεις που μπορεί να υπάρχουν στη ζωή.
Βλέπω κάθε πρόκληση τη στιγμή που έρχεται, την αξιολογώ και είτε μου κάνει και προχωρώ με αυτήν είτε δεν μου κάνει και προχωράω αλλιώς, βλέποντας και κάνοντας.
Ο Τάσος Παπάζογλου είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σωτήρης Νίνης: Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 1ο / Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 2ο
Θανάσης Παπάζογλου: Καλά κρυμμένα μυστικά
Γιάννης Κοντοές: Θετική Στάση Ζωής
Μανώλης Παπαστεριανός: Τρία χαμένα χρόνια