Το γκρι της ασφάλτου ξετυλίγεται στο κενό ανάμεσα στις στενές λωρίδες του άχρωμου πεζοδρομίου και τoυς υψωμένους τοίχους των γύρω κτηρίων.
Τουβλόχτιστα και κόκκινα, με φορεμένα πάνω τους τα χαρακτηριστικά παράθυρα, απλώνονται σε όλο το μήκος της μακρουλής οδού σχεδόν ατελείωτα. Μα σε ένα σημείο τους η λούπα σπάει, εκεί κοντά που συναντούν ένα νυχάδικο κι ένα από τα εκατοντάδες καταστήματα Waitrose, της δημοφιλούς βρετανικής αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Αμέσως μετά, την είσοδο ενός μικρού εμπορικού και τη -χωμένη στα πράσινα δέντρα- πύλη μιας επίσης πλινθόκτιστης εκκλησίας. Σκηνικό που φωνάζει Αγγλία, που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς σε οποιοδήποτε μήκος και πλάτος του Νησιού.
Η ταυτότητα της Μάρκετ Στριτ στο Στάουρμπριτζ των Δυτικών Μίντλαντς, μια ταπεινή πόλη λίγο έξω από το Μπέρμιγχαμ, δεν ορίζεται από τίποτα άλλο πέρα από εκείνο το αγέρωχο βλέμμα που ξεπροβάλλει από τον άλλοτε μουντό τοίχο εκείνου του σημείου.
Χωμένος στη δική του καλή φορεσιά, την ολόλευκη φανέλα με τα τρία λιοντάρια στο στήθος, ο Τζουντ της γειτονιάς, ο πλέον ολόλαμπρος Μπέλινγκχαμ, ρίχνει τη φλογερή ματιά του σε κάθε περαστικό.
Η γεμάτη υπερηφάνεια μορφή του μαγνητίζει την προσοχή, μα γύρω της τα πολύχρωμα σπρέι σχεδιάζουν το φόντο της -μέχρι τότε- πορείας του. Από το μπλε της αγαπημένης του Μπέρμιγχαμ και το δικό του «22» ως το αεροπλάνο που τον προσγείωσε στη Βεστφαλία και την Ντόρτμουντ. Ένα έργο τέχνης για τον πιτσιρικά από το Στάουρμπριτζ, τον απόλυτο ήρωα της κατά τα άλλα μουντής κωμόπολης, που ανέκαθεν έδειχνε προορισμένος να κατακτήσει τον κόσμο.
Κάπου εκεί στα δεξιά του ζωγραφισμένου Τζουντ υπάρχει και η εικόνα εκείνου του ευτυχισμένου μπόμπιρα με το στραβό χαμόγελο στους ώμους του πατέρα του, Μαρκ. Του ήρωά του, του ποδοσφαιριστή που τον ενέπνευσε όσο κανείς, παίζοντας στα αγγλικά ερασιτεχνικά.
Κάπως έτσι εκείνο το παιδί με το ξυρισμένο κεφάλι μεγάλωσε, ζωγραφίζοντας με τη φαντασία του τέρματα σε αυτούς τους απλώς γκρίζους ή κόκκινους τουβλόχτιστους τοίχους, κλωτσώντας την μπάλα πάνω τους, κάνοντας ατελείωτα όνειρα.
Τώρα οι ίδιοι τοίχοι απεικονίζουν εκείνον, τώρα αυτός είναι το είδωλο. Και, όταν τα υπόλοιπα παιδιά θα βγαίνουν με μια μπάλα στα γραφικά σοκάκια της πόλης του, θα ξέρουν πως, ναι, υπάρχει δρόμος από το Στάουρμπριτζ στην κορυφή του κόσμου. Και τον άνοιξε το ζωγραφισμένο παιδί στον τοίχο, ο Τζουντ.
Ζώντας το όνειρο
Η κατάσταση δύσκολη, μια πραγματική σπαζοκεφαλιά για τον οποιοδήποτε προπονητή. Το ματς απέναντι στη Στόουκ κρεμόταν στην άκρη του ξυραφιού, ακόμα στο 0-0, με μια ώρα περίπου να απομένει. Εκείνος ο απρόσμενος τραυματισμός στο πρώτο μέρος έφερε τον κόουτς, Πεπ Κλοτέτ, και τους συνεργάτες του αντιμέτωπους με ένα μεγάλο δίλημμα. Ο βοηθός του του πρότεινε να δώσουν την ευκαιρία στον Μπέλινγκχαμ.
Όλοι τον ήξεραν και οι ψίθυροι του Μπέρμιγχαμ ήδη μετέφεραν τις προσδοκίες για το ξεχωριστό αγόρι από την ακαδημία της ομώνυμης ομάδας, το οποίο ξεκινούσε να γίνεται μέρος των αντρών.
Λίγο καιρό πριν είχε ντεμπουτάρει τόσο στο League Cup όσο και στο Πρωτάθλημα. Και στα δύο παιχνίδια οι «Μπλε» ηττήθηκαν 3-0, ήταν περισσότερο σαν καλή ευκαιρία να ενσωματωθεί σταδιακά ο μικρός. Τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Κλοτέτ δεν ήθελε ούτε να χάσει μέσα στο St’ Andrews αλλά ούτε και να εκθέσει τον 16χρονο, να τον πετάξει ξαφνικά στα τόσο βαθιά.
«Ο βοηθός μου, Πάκο, μου είπε “Ξέρεις ότι υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν για να παίζουν ποδόσφαιρο και, όταν κάποιος είναι γεννημένος για να παίζει, κάνει τα πράγματα να συμβαίνουν», θυμήθηκε ο Ισπανός προπονητής στο «Athletic», μιλώντας για την απόφασή του να προσφέρει τελικά στον Τζουντ το ντεμπούτο του στο γήπεδο της αγαπημένης του ομάδας.
Η Μπέρμιγχαμ έμεινε πίσω στο σκορ, αλλά λίγο πριν το 75′ ισοφάρισε και τρία λεπτά αργότερα ο Πάκο δικαιώθηκε με τον πιο εμφατικό τρόπο. Ο Μπέλινγκχαμ παίρνει την μπάλα κάποια μέτρα έξω από την περιοχή, την κουβαλά και δευτερόλεπτα μετά βλέπει την τύχη να του χαμογελά, το ξερό σουτ του να κοντράρει και να καταλήγει στο δίχτυα, μετατρεπόμενο στο νικητήριο γκολ.
Σπριντάρει προς το πέταλο, σφίγγει τις γροθιές του και σέρνει τα γόνατά του στο γρασίδι με τρομερή ένταση. Με την ένταση του παιδιού που μόλις έχει βιώσει στα αλήθεια την παρθενική του ποδοσφαιρική φαντασίωση, όχι μόνο παίζοντας στο χορτάρι του αγαπημένου του γηπέδου αλλά και χαρίζοντας τη νίκη στην ομάδα, τους οπαδούς της καρδιάς του. Μια καρδιά που από όταν έμαθε να χτυπά στον ρυθμό της μπάλας φυλάκισε μέσα της την αγάπη για τη Μπέρμιγχαμ, μιας κι εκείνος ο πιτσιρίκος μεγάλωσε ορκισμένος στην μπλε πλευρά της πόλης.
Και ως μέλος αυτής από τα επτά του κιόλας χρόνια, ξεκίνησε να κάνει το όνομά του γνωστό στα πέρατα του Ηνωμένου Βασιλείου, εκεί όπου οι μύθοι γιγαντώνονται, ταξιδεύοντας από στόμα σε στόμα. Μα στην περίπτωσή του δεν υπήρξε καμιά μεγαλεπήβολη υπερβολή ικανή να προβλέψει την εκτόξευσή του. Γιατί, από όταν ήταν έφηβος ακόμη, φάνηκε πως για εκείνον δεν υπάρχουν φράγματα ή μη προσπελάσιμα εμπόδια. Φάνηκε πως πρόκειται για ένα παιδί κι έναν ποδοσφαιριστή ατρόμητο, διαφορετικό.
🤩🤩
Remember the name!!
1️⃣6️⃣year old @BellinghamJude scores his first goal for @BCFC in a 2-1 win over @stokecity…#EFL | #BCFC pic.twitter.com/vkY77wotls
— Sky Bet Championship (@SkyBetChamp) September 1, 2019
Το δικό του «22»
Και κάποιος τόσο διαφορετικός δεν θα μπορούσε να μην κάνει τη διαφορά από νωρίς. Όχι μόνο στο γήπεδο, εκεί όπου βοήθησε την Μπέρμιγχαμ να σώσει την κατηγορία και να παραμείνει στην Championship, αλλά και στην επόμενη επιλογή του. Γρήγορα έγινε φανερό πως το ταλέντο του δεν θα μπορούσε να παραμείνει εγκλωβισμένο μακριά από το υψηλότερο επίπεδο, ακόμα κι αν ήταν μόλις 17 ετών. Κι έτσι, μετά από μια σεζόν στους «Μπλε», οι μνηστήρες του άρχισαν να τον βομβαρδίζουν με το ενδιαφέρον τους.
Πιθανότατα θα μπορούσε να μετακομίσει στους περισσότερους από τους μεγαλύτερους συλλόγους της Αγγλίας εκείνη τη στιγμή, στους πιο λαμπρούς της Premier League. Ποιος Άγγλος νεαρός δεν το ονειρεύεται αυτό; Εκ των εντός Ηνωμένου Βασιλείου γιγάντων, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ εμφανίστηκε πιο κοντά σε αυτόν. Ο Τζουντ δεν είχε τη διάθεση όμως να ακολουθήσει ένα προδιαγεγραμμένο μονοπάτι που εκτός των άλλων δεν θα του εγγυόταν τα απαραίτητα λεπτά συμμετοχής και σχεδίασε το μέλλον του μακριά από το σπίτι.
Αν και πολλοί έμειναν έκπληκτοι, η απόφασή του να πάει στην Ντόρτμουντ ήρθε για εκείνον αβίαστα, σαν ακόμα μια πρόκληση.
Βέβαια, αυτό που προκάλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη ήταν το γεγονός πως η Μπέρμιγχαμ μετά την αποχώρησή του απέσυρε το νούμερο «22» που φορούσε στην πλάτη του, ως «ενθύμιο για κάποιον δικό της και έμπνευση για τους υπολοίπους». Οι πάντες σχεδόν θεώρησαν υπερβολική την πρωτοβουλία, οι «Μπλε» όμως γνώριζαν πως το παιδί από το Στάουρμπριτζ μόλις τότε εκτοξευόταν, πως στο St’ Andrews το δικό του «22» πάντα θα έχει ξεχωριστή σημασία.
Δικό του, γιατί δεν έτυχε απλώς να του λάχει, όταν μοιράζονταν οι φανέλες, αλλά στην πραγματικότητα φανερώνει τα πάντα για εκείνον ως ποδοσφαιριστή. Όπως κάθε άλλος μπόμπιρας, ονειρευόταν τους ώμους του να σηκώνουν το -εμβληματικό για τον οποιοδήποτε ποδοσφαιρόφιλο- «10», να ορίζει το παιχνίδι και να δημιουργεί από τη μεσαία γραμμή, όμως εκείνος ήταν πολύ περισσότερα.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συζήτηση που είχαμε σχετικά με την ταυτότητά του στο γήπεδο», θυμάται ο επί σειρά ετών προπονητής του στις ακαδημίες της Μπέρμιγχμ, Μάικ Ντοντς. «Ανέφερε πως ήθελε να είναι το “10” στο γήπεδο, αλλά του απάντησα πως, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να γίνει το “22”. Με ρώτησε τι εννοώ και του είπα αυτό που σκεφτόμουν. “Μπορείς να είσαι το “4”, το “8” και το “10” μαζί. Μπορείς να κάνεις τα πάντα”. Τού εξήγησα ότι μπορεί να κόψει και να κλέψει μπάλες σαν αμυντικό χαφ, να παίξει από τη μια περιοχή στην άλλη σαν box to box μέσος, να δημιουργήσει και να σκοράρει σαν “10άρι”. Θα ήταν άδικο για εκείνον να γίνει απλώς ένα “10άρι”», δήλωσε ο Ντοντς, μιλώντας για τον λόγο για τον οποίον ο Τζουντ αποφάσισε να πορευτεί με το «22».
Νούμερο που πάντα θα καθορίζει την ξεχωριστή του φύση ως παίκτη και την αφετηρία του αλλά και νούμερο που στη -σίγουρη για την επιτυχία του- Μπέρμιγχαμ πάντα θα σημαίνει τόσα πολλά. Αιώνια συνυφασμένο με το παιδί από το Στάουρμπριτζ που για χρόνια τα υπόλοιπα πιτσιρίκια θα επιχειρούν να μιμούνται στα προαύλια, τους δρόμους ή τους τάπητες. Αιώνια συνδεδεμένομε τον απόλυτο τοπικό ήρωα, κάθε κατόρθωμα του οποίου, όταν -σχεδόν αναπόφευκτα- θα έρχεται, πάντα θα γεμίζει με περίσσεια υπερηφάνεια τα μπλε πνευμόνια. Για εκείνον τον ξεχωριστό 16χρονο με το ολοδικό του «22» στην πλάτη.
Η κιτρινόμαυρη πυρίτιδα
Το χέρι απλώνεται και σπρώχνει τον ενοχλητικά αδιάκριτο φακό, κατεβάζει απότομα μα όχι βίαια την κάμερα που σκοπεύει να καταγράψει τη στιγμή αδυναμίας και να την προσφέρει σα βορά στο διαδίκτυο και τα social media. Το πρόσωπο εν τέλει κρύβεται, μα έστω και για μερικά δευτερόλεπτα τα δάκρυα που κυλούν σε αυτό έχουν φανεί. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο σκληρό το “αντίο”, πιο δύσκολο. Ακριβώς γιατί έφτασε τόσο κοντά στο να γίνει ιδανικό και τελικά δεν έγινε.
Η Μπορούσια ήθελε μια απλή νίκη κόντρα στη Μάιντζ μέσα στο κατάμεστο γήπεδό της την τελευταία αγωνιστική της Bundesliga, ώστε να κατακτήσει το Πρωτάθλημα του 2023, 11 χρόνια μετά το τελευταίο της. Ο Τζουντ βρίσκεται στον πάγκο, ταλαιπωρημένος από ορισμένες ενοχλήσεις, στο παιχνίδι που σαν κοινό μυστικό είναι γνωστό πως θα αποτελέσει το τελευταίο του με τα κιτρινόμαυρα. Η Ντόρτμουντ σε ένα επικό φινάλε θα μείνει στη σοκαριστική ισοπαλία και θα δει την Μπάγερν Μονάχου να φορά ξανά το στέμμα της Γερμανίας.
Ο Μπέλινγκχαμ λυγίζει, δεν μπορεί να διαχειριστεί την απώλεια και πιθανότατα τον πληγώνει ακόμα περισσότερο το γεγονός πως είδε το πιο κρίσιμο ματς της καριέρας του στην Μπορούσια από τον πάγκο σαν θηρίο σε κλουβί. Αλήθεια, θα ήταν καλύτερο για κάποιον σαν εκείνον να χάσει στο χορτάρι. Να πονέσει, αλλά να έχει παλέψει ως το τελευταίο λεπτό.
Το αποχαιρετιστήριο πάρτι μετατράπηκε σε εφιάλτη, μα ακόμα κι αυτό το χειρότερο δυνατό “αντίο” δεν θα μπορούσε να σβήσει όλες τις αναμνήσεις που ο Άγγλος άφησε στη Γερμανία, προτού ετοιμαστεί για τη μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του, τον γάμο του με τη «Βασίλισσα».
Ο Μπέλινγκχαμ έφτασε παιδί στην κοιλάδα του Ρουρ. Εξαιρετικά ταλαντούχο μα παιδί. Και μέσα σε τρία χρόνια έφυγε άντρας, ένας απίστευτα ολοκληρωμένος για την ηλικία του παίκτης.
Βρέθηκε στο καλύτερο δυνατό περιβάλλον για την εξέλιξή του κι έγινε η καλύτερη έκδοση του εαυτού του. Πήρε λεπτά και εμπειρίες, αγωνίστηκε στο υψηλότερο επίπεδο και έγινε πρωταγωνιστής σε μια πρωταγωνίστρια ομάδα, κομβικός. Φόρεσε το περιβραχιόνιό της, κατέκτησε το Κύπελλο και διέλυσε κάθε λογής ηλικιακό ρεκόρ. Χωρίς εκείνον και την καταπληκτική του κατάσταση στο δεύτερο μισό της Bundesliga το 2023 η Ντόρτμουντ δεν θα έφτανε καν κοντά στο Πρωτάθλημα, ενώ, με τα όσα έκανε στα κιτρινόμαυρα, εξασφάλισε τη θέση του στην υπερταλαντούχα Εθνική Αγγλίας.
«Einmal Borusse, Immer Borusse» ή «Μια φορά στην Μπορούσια, για πάντα Μπορούσια», έγραψε στο αποχαιρετιστήριο μήνυμά του, σφραγίζοντας την απέραντη αγάπη και ευγνωμοσύνη του προς το club που τον ανέβασε στο κορυφαίο επίπεδο, που του χάρισε την πυρίτιδα, λίγο πριν ο ίδιος ετοιμαστεί για την απόλυτη εκτόξευσή του.
«Δεν πληρώνω για τα κοστούμια μου…»
Ο Κίλιαν Μέρφι, κυρίως γνωστός ως Τόμας Σέλμπι, στέκεται όρθιος στην αγαπημένη του παμπ, την Γκάρισον, και συνομιλεί με τη μετέπειτα σύντροφό του, Γκρέις. Εκείνη τον ρωτά πόσο κοστίζει το κοστούμι του. Οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα του με τη χαρακτηριστικότερη των προφορών: «Εγώ δεν πληρώνω τα κοστούμια μου. Είτε μου τα παρέχουν τα μαγαζιά είτε τους βάζω φωτιά».
Γκανγκστερική αποφασιστικότητα, αλητεία ντυμένη με ακριβό περιτύλιγμα. Αστείρευτη αυτοπεποίθηση. Μια τόσο-όσο βρόμικη κλάση που εύκολα καμουφλάρεται με ζηλευτή γοητεία, δημιουργώντας έναν μοναδικό χαρακτήρα. Τον τηλεοπτικό ήρωα του Σμολ Χιθ του Μπέρμιγχαμ.
Μα με τα ίδια στοιχεία, με την ίδια αποφασιστικότητα και σιγουριά, εισέβαλε κι ο πραγματικός ήρωας του Στάουρμπριτζ στην ελίτ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Ορκισμένος να επιβάλει τον κανόνα του μέσα στις τέσσερεις γραμμές. Με αυτοπεποίθηση που δύσκολα ταιριάζει σε κάποιον τόσο νέο που αγγίζει τέτοια ύψη.
Είναι ένας άλλος Σέλμπι στο γήπεδο ο Μπέλινγκχαμ, ένα αφεντικό που ορίζει τα πράγματα όπως κανείς και ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο. Δαντελένιος, τα μακριά του πόδια εμποτισμένα με ακραία τεχνική, κόβουν, κλέβουν, ράβουν, δημιουργούν, τρέχουν ασταμάτητα. Δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να κάνει και ο ίδιος ξέρει πως δεν υπάρχουν και πολλοί καλύτεροί του, ακόμα κι αν είναι τόσο νέος.
Ίσως για αυτό να πανηγυρίζει με ανοιχτά τα χέρια, κάθε φορά που σκοράρει, κοιτώντας σταθερά το πλήθος, σαν να ζητά την προκαθορισμένη αποθέωση. Τα αλαζονικά του ψήγματα μπλέκονται μαγικά με την εργατικότητά του και δημιουργούν ένα πακέτο που δύσκολα κανείς δεν καψουρεύεται.
Ένα πακέτο που θα ξετυλιχθεί στο έπακρο στη Μαδρίτη και τα λευκά της Ρεάλ, τον μεγαλύτερο σταθμό της καριέρας του Τζουντ. Πολλοί θα περίμεναν να επιστρέψει στην Αγγλία, να αγωνιστεί στην Premier League, μα τα αφεντικά δεν ακολουθούν, παρά ανοίγουν δρόμους, παίρνουν πρωτοβουλίες και ορίζουν τη δική τους κατάσταση. «Μου άρεσε η ιδέα του να βρεθώ μακριά από την πατρίδα μου, έξω από το comfort zone μου, και δεν θα μπορούσα ποτέ να απορρίψω τον μεγαλύτερο σύλλογο του πλανήτη», δήλωσε στην παρουσίασή του από τους «Merengues».
Με την ίδια σιγουριά και αποφασιστικότητα που εκπέμπει στο γήπεδο. Με την οριακά αλαζονική μα τόσο ερωτεύσιμη αυτοπεποίθηση και πυγμή εκείνου που δεν πληρώνει για τα κοστούμια του. Μα αλήθεια, πώς αλλιώς θα ήταν δυνατό να αντέξει το βάρος αυτής της φανέλας στα 20 του; Ή πώς θα κατάφερνε να φτάσει από το μουντό προάστιο του Μπέρμιγχαμ στην υπέρλαμπρη Μαδρίτη;
Ακόμη οι διάφορες οδοί στη Στάουρμπριτζ υπηρετούν το κλασικό βρετανικό στυλ των κωμοπόλεων, εκείνο με τα ατελείωτα κόκκινα τούβλα που καμιά φορά “σπάνε” από τις τσιμεντένιες επιφάνειες.
Αλλά αυτό το παιδί, ο Νο1 λόγος υπερηφάνειας για κάθε κάτοικο της πόλης του, δείχνει να έχει βαλθεί να αφήσει τη σφραγίδα του όχι μόνο στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο αλλά και στη γειτονιά του, “ζωγραφίζοντας” τους τοίχους με τα όσα φαίνεται συμπαντικά προρισμένο να κάνει στον πλανήτη της μπάλας, γεμίζοντάς τους με μπογιά και χρώμα, σαν εκείνο το πανέμορφο σημείο στη Μάρκετ Στριτ. Και κυρίως ανοίγοντας τον δρόμο του ονείρου για κάθε πιτσιρίκι από το Στάουρμπριτζ, τη Μαδρίτη ή την οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου που φαντάζεται τον εαυτό του σαν εκείνον.
Σαν το ζωγραφισμένο παιδί στον τοίχο, σαν τον Τζουντ.
CHECK IT OUT: MUNDIAL 2022 | Faces: Τζουντ Μπέλινγκχαμ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τζέιντον Σάντσο: Με αφετηρία το Κένινγκτον
Μέισον Μάουντ: Ακροβατώντας ανάμεσα στο παραμύθι και την πραγματικότητα