Τα θυρανοίξιά του έγιναν με ένα παιχνίδι της Καστεγιόν με κάποια Θερβάντες. Τότε το γήπεδο στην Plaza Labrador το ονομάσανε ως αυτό που ήταν. Campo del Villarreal, το «γήπεδο του Βίλα-Ρεάλ» δηλαδή.
Όχι της ομώνυμης ομάδας, η οποία ίσα-ίσα που μετρούσε τρεις μήνες παραπανίσιας ζωής, αλλά της πόλης. Της πόλης. Τρόπος του λέγειν. Ένα χωριουδάκι ήταν τότε, έναν αιώνα πριν, ένα χωριουδάκι παραμένει ως και σήμερα, μια ώρα δρόμο από τη Βαλένθια.
Και το γηπεδάκι, στο βόρειο άκρο του χωριού, αντικατόπτριζε και το περιβάλλον και το ευρύτερο πλαίσιο. Feudo Amarillo, το «Κίτρινο Φέουδο» δηλαδή, μετονομάστηκε δύο χρόνια αργότερα, μόνο και μόνο γιατί ακριβώς αυτό ήταν. μια στρώση πράσινου σε έναν κίτρινο καμβά, τον οποίον και χρωμάτιζαν έτσι τα σπαρτά της περιοχής.
Στον αιώνα που μεσολάβησε, το γηπεδάκι στέκει ακόμη. Τρεις-τέσσερεις φορές υπέστη το αναγκαίο λίφτινγκ, πριν το τελευταίο, ριζικό το οποίο και συνέπεσε με τη συμπλήρωση της 100ετίας της Βιγιαρεάλ, η οποία σε δαύτο επιβίωσε στον χρόνο.
Το Feudo Amarillo παρέμεινε, ως δευτερεύουσα πια, τελείως ανεπίσημη ονομασία. Για να υπενθυμίζει περισσότερο την παραλληλία ομάδας και γηπέδου. Η επίσημή του πλέον είναι Cerámica και αυτή συνδεδεμένη άρρηκτα με τη ζωογόνο έδρα του, μιας και αποδίδει τιμή στην μεγαλύτερη τοπική βιομηχανία, αυτή που ζει ουσιαστικά όλη την περιοχή, την κεραμοποιία.
Μόνο δύο πράγματα δεν πειράχτηκαν μετά την τελευταία ανακαίνιση. Το πρώτο ήταν η χωρητικότητα. 23.000 θεατές χωράνε στις εξέδρες, παρά κάτι το μισό του πληθυσμού της Βίλα-Ρεάλ (επίσημα καταγεγραμμένος 50.577).
Στο συντριπτικά μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της ομάδας έφτανε και περίσσευε. Η μετεωρική όμως ανέλιξή της στον 21ο αιώνα σίγουρα επέτρεπε και σκέψεις… μεγεθυντικές. Έτσι κι αλλιώς πλέον, όταν παίζει η Βιγιαρεάλ, το χωριό παραλύει. Όποτε και αν παίζει, το μισό είναι στο γήπεδο και το άλλο μισό καθηλωμένο στις τηλεοράσεις.
Το δεύτερο ανέγγιχτο της ανακαίνισης ήταν η θύρα 19. Βρίσκεται στο κέντρο του γηπέδου και αφιερώθηκε στον ποδοσφαιριστή ο οποίος προσωποποίησε αυτήν ακριβώς την εντυπωσιακή αλλαγή στάτους του «Κίτρινου Υποβρυχίου» στα χρόνια, 11 συνολικά, που φόρεσε τη φανέλα του, όντας ο ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία του συλλόγου.
Η τοιχογραφία στην πρόσοψη της εισόδου τον έχει με πλάτη γυρισμένη, για να φαίνεται η φανέλα με το «19», τα χέρια σηκωμένα, στραμμένα στον ουρανό, το περιβραχιόνιο να ξεχωρίζει στο αριστερό μπράτσο.
Δεν θα χρειαζόταν καν αναφορά σε κάτι άλλο. Δεν θα χρειαζόταν καν η φανέλα στην τοιχογραφία να περιλαμβάνει και το ονοματεπώνυμο. Δεν θα χρειαζόταν, εννοείται, η αναγραφή στην είσοδο της θύρας του ονόματός της.
Όπως τα σπαρτά πριν έναν αιώνα, όπως τα κεραμικά έκτοτε, έτσι αυτός, στον οποίον από τον Μάιο του 2012 κιόλας του αφιερώθηκε η συγκεκριμένη κεντρική είσοδος του γηπέδου, αποτελεί σήμα κατατεθέν, απανταχού στον πλανήτη, της Βιγιαρεάλ. Αλλά και της Βίλα-ρεάλ, μιας και εκεί ομάδα και τόπος είναι το ένα και το αυτό.
Με την ομοούσιο τριάδα να διαμορφώνεται, να συμπληρώνεται, να ολοκληρώνεται πλέον από τον Μάρκος Σένα.
Ο Ζιλμπέρτο, ο Κορδόν και οι 600.000
Η αυγή του 21ου αιώνα βρήκε τη Βιγιαρεάλ να πασχίζει να απαγκιστρωθεί από την στάμπα του ασανσέρ που για μια δεκαετία την δικαιολογούσε με διαδοχικές ανόδους στη La Liga, ακολουθούμενες όμως από ανάλογους υποβιβασμούς.
Χρήματα δεν υπήρχαν, κακά τα ψέματα το στάτους του συλλόγου ταίριαζε σε ρόλους φτωχού συγγενή, όχι μόνο για τα σαλόνια της Primera αλλά ακόμα και για το πολύ στενό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του Λεβάντε.
Η “μεγάλη” Βαλένθια ήταν σε άλλο… κόσμο τότε, με συμμετοχές σε Τελικούς Champions League, οι «Granotes» (Λεβάντε) απλώς σε άλλο επίπεδο, ενώ ακόμα-ακόμα και η Καστεγιόν κέρδιζε περισσότερη προβολή, έχοντας και μεγαλύτερη τοπική υποστήριξη.
Χρειαζόταν εναλλακτική. Και προσφέρθηκε πολυεπίπεδα -οργανωτικά, αγωνιστικά, οικονομικά, αναπτυξιακά- από δύο ιστορικά διοικητικά στελέχη του «Κίτρινου Υποβρυχίου», τον Πρόεδρο Χοσέ Μανουέλ Γιανέθα και τον Αθλητικό Διευθυντή από το 1999, Αντόνιο Κορδόν.
Ο νυν υπεύθυνος του αγωνιστικού σχεδιασμού του Ολυμπιακού, το καλοκαίρι του 2002 αναζητούσε ενίσχυση. Ένας επιθετικός και ένας μέσος ήταν βασικές μεταγραφικές επιδιώξεις. Κύριος στόχος για την γραμμή κρούσης ο Σομάλια, ένας 25χρονος τότε Βραζιλιάνος, ο οποίος αγωνιζόταν στη Σάο Καετάνο.
Αντίστοιχα, για το κέντρο είχε προσδιοριστεί ως προτεραιότητα ένας συμπατριώτης του, ο Ζιλμπέρτο Σίλβα, ο οποίος τότε αγωνιζόταν στην Ατλέτικο Μινέιρο. Μάλιστα, όπως λέει ο θρύλος, τα πάντα είχαν συμφωνηθεί και ο μετέπειτα αρχηγός της «Seleção» θα ερχόταν στη Βιγαρεάλ μετά το τέλος του Παγκόσμίου Κυπέλλου της Άπω Ανατολής.
Έλα όμως που εκεί ο τραυματισμός του Έμερσον άφησε τους Βραζιλιάνους μόνο με τον Ζιλμπέρτο ως διαθέσιμο αμυντικό μέσο και αυτός, αποτελώντας την… ισοσταθμιστική δύναμη των τριών «Ρ» εκείνης της ομάδας (Ρονάλντο, Ριβάλντο, Ροναλντίνιο), έβγαλε μάτια και… άνοιξε άλλα, πολύ πιο πλούσιων συλλόγων.
Η Βιγιαρεάλ δεν είχε καμία τύχη, ο Ζιλμπέρτο κατέληξε στην Άρσεναλ και το «Κίτρινο Υποβρύχιο» έπρεπε να ψάξει αλλού. Ένα ταξίδι του άμεσου συνεργάτη του Κορδόν στην Βραζιλία, για να παρακολουθήσει δια ζώσης τον Σομάλια, διαφοροποίησε και πάλι τα πλάνα.
Ο Σομάλια τελικά ήταν αυτός που “κόπηκε”, ο μέσος όμως συμπαίκτης του είχε βρεθεί. Το βιογραφικό του δεν θάμπωνε. Μια διετία στην Κορίνθιανς, όπου πανηγύρισε Brasileiro (1999) και Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων (2000), αλλά πέραν τούτου ουδέν. Γι’ αυτό και συνέχισε σε Ζουβεντούδε και Σάο Καετάνο.
Το μικρόβιο της μπάλας το είχε περάσει σε αυτόν και στον μικρότερο αδερφό του, τον Μάρσιο, ο πατέρας τους, ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής. Και ήταν τόσο αθεράπευτο που σκότωσε τον Αντόνιο. Στα 46 του, κλωτσώντας ακόμη το τόπι για μια ομάδα της γειτονιάς, υπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε εκεί, επί τόπου, στο γήπεδο.
Κανένας από τους γιους του -για μια σπάνια, σπανιότατη, φορά- δεν ήταν στις εξέδρες να τον παρακολουθούν. Κανένας από τους γιους του ούτε που διανοήθηκε να σταματήσει το ποδόσφαιρο εξαιτίας του απροσδόκητου, σοκαριστικού, χαμού του πατέρα τους.
Ίσα-ίσα.
«Η αγάπη μας, οικογενειακά, για το ποδόσφαιρο ξεπερνάει την απώλεια. Ακόμα και του πατέρα μας».
Ο Μάρσιο δεν έκανε -ποτέ- τίποτα σπουδαίο (σταμάτησε λόγω τραυματισμού στα 32 του). Όχι πως ο Μάρκος ξεχώριζε. Κάθε άλλο. Ήθελε τέχνη πραγματική για να διακριθεί η προοπτική του.
Καμία χρυσόσκονη στον τρόπο παιχνιδιού του, καμία σχέση με τα γονίδια του ή την βραζιλιάνικη ποδοσφαιρική κουλτούρα. Απλός, λιτός, δωρικός, χωρίς φανφάρες, χωρίς τίποτα που να εντυπωσιάζει, που έστω να μνημονεύεται.
Δεν ήταν “χτιστός” για να τρομάζει ως κόφτης, δεν ήταν γρήγορος για να ξεσηκώνει με τις επελάσεις του, δεν “φώναζε” με την τεχνική του, δεν, δεν, δεν. Έκανε μόνο όσα χρειάζονταν, όπως η θέση και ο ρόλος τού επέβαλλαν, όποτε τα χρειαζόταν, χωρίς να αναζητά τίποτα περισσότερο.
Και όμως, στα 26 του ήταν αυτό ακριβώς που έψαχνε, που ήθελε η Βιγιαρεάλ.
Για να είναι μάλιστα σίγουροι οι Λεβαντίνοι πως δεν θα τον χάσουν, ταξίδεψε στην Βραζιλία ο ίδιος ο Γιανέθα για ολοκληρώσει τη μεταγραφή.
Όλα κι όλα κόστισε 600.000 ευρώ.
Κάνοντας το δύσκολο απλό
Δεν ήξερε καν που είναι το Βίλα-Ρεάλ. Δεν μπορούσε ούτε στον χάρτη να το βρει. Είχε ακούσει για μια ομάδα που συμμετείχε στη La Liga, αλλά εύλογα ποτέ δεν τον είχε απασχολήσει περισσότερο.
Όπως δεν απασχόλησε και ο ίδιος, φτάνοντας στο Λεβάντε. Στην πρώτη του διετία εκεί όλα κι όλα σε δύο ντουζίνες παιχνίδια αγωνίστηκε. Δύο διαδοχικοί σοβαροί τραυματισμοί στο γόνατο έθεσαν εν αμφιβόλω την πίστη και των ανθρώπων της Βιγιαρεάλ και τη δική του.
Και μάλιστα από τη στιγμή που μετά τον δεύτερο τραυματισμό, προσπάθησε να επισπεύσει την αποθεραπεία του, χρησιμοποιώντας απαγορευμένη φαρμακευτική ουσία, χωρίς να γνωρίζει πως είναι τέτοια, όπως απολογήθηκε, και τιμωρήθηκε και με επιπλέον δίμηνο αποκλεισμό από την UEFA, αναζητήθηκαν και ανάλογες της πίστης μεταφυσικές δικαιολογίες.
Το «19» που είχε διαλέξει για τη φανέλα του θεωρείται στην περιοχή γρουσούζικος αριθμός. Του το είχαν πει, περισσότερο στην πλάκα, όταν το επέλεξε, αλλά από το ένα αφτί μπήκε, στο άλλο βγήκε. Του το είπαν ξανά μετά τον πρώτο τραυματισμό. Ούτε τότε ασχολήθηκε.
Μετά τον δεύτερο, ένας συγκεκριμένα υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος του συλλόγου επέμενε φορτικότατα πως η πηγή όλων των δεινών ήταν ακριβώς το «19» και πως ήταν επιβεβλημένο να το ξεφορτωθεί.
Άνθρωπος θεοσεβούμενος, ευλαβής, με διακηρυγμένη σε κάθε ευκαιρία και περίσταση πίστη ο Βραζιλιάνος, μα ακόμα και ένας τέτοιος επηρεάζεται. Πόσο μάλλον όταν είναι επαγγελματίας αθλητής και ψάχνει να πιαστεί απ’ οπουδήποτε για να αλλάξει συνθήκες που δεν δικαιολογούνται, δεν βολεύουν, χαλάνε.
Τότε λοιπόν και μόνο τότε, για μισή και μόνο σεζόν από την στιγμή που επανήλθε, υγιής και καθαρός από σκιές, άφησε το αγαπημένο του «19», αλλάζοντάς το με το «6».
Και, παρότι σε εκείνη τη σεζόν άρχισαν να διαφαίνονται η αλλαγή στάτους του «Κίτρινου Υποβρυχίου» και η δυναμική που σιγά-σιγά χτιζόταν, με την κατάταξη στην (ως τότε) ανεπανάληπτη τρίτη θέση του Πρωταθλήματος και τον ίδιο τον Σένα ήδη στην καρδιά των πάντων, δυναμό, μετρονόμο, ιθύνοντα νου και βαρόμετρο του παιχνιδιού της Βιγιαρεάλ στο γήπεδο, τίποτα από δαύτα στο μυαλό του Βραζιλιάνου δεν συνδέθηκε τελικά με τον αριθμό που είχε στην πλάτη.
Και έτσι, πήγε χωρίς δισταγμό κόντρα στη δεισιδαιμονία, πετώντας το «6» στο ράφι και επιστρέφοντας στο «19» στο ξεκίνημα της λαμπρότερης σεζόν στην ιστορία της ομάδας του (2005-2006). Σεζόν που το χωριουδάκι του Λεβάντε έγινε ονομαστό διεθνώς και η Βιγιαρεάλ το παραμύθι του Champions League, φτάνοντας ως την τετράδα εκείνης της διοργάνωσης, μένοντας εκτός Τελικού στο όριο, από την Άρσεναλ.
Από τότε, αμετάκλητα πια, η Βιγιαρεάλ δεν προσδιοριζόταν στα όρια των σπαρτών, των κεραμεικών, ως προάστιο της Βαλένθια, ως η “μικρούλα” του Λεβάντε, δεν έγινε απλώς ένας κομήτης της μιας χρονιάς, μια ιστοριούλα με κάποιο, προσδιορισμένο τέλος. Συνέχισε και συνεχίζει (με μία μόνο -σύντομη- παρένθεση), με αυτήν ακριβώς τη συνέχεια να υπογραμμίζει την αδιανόητη μετάλλαξη του συλλόγου μέσα σε δύο δεκαετίες και μόνο.
Ο Σένα με εκείνη την πορεία έκανε θόρυβο, χωρίς να είναι ή να γίνει θορυβώδης στο γήπεδο. Το έκαναν, άμα τη εμφανίσει και μόνο, οι άλλοι δύο σαφώς πιο επιφανείς σωματοφύλακες, ο ανυπέρβλητος Χουάν Ρομάν Ρικέλμε και ο αναγεννημένος Ντιέγκο Φορλάν.
«Το να παίζεις ποδόσφαιρο είναι απλό. Το να παίζεις απλό ποδόσφαιρο είναι το πιο δύσκολο πράγμα που υπάρχει», είχε πει κάποτε ο Γιόχαν Κρόιφ. Ο Βραζιλιάνος έκανε να φαίνεται απλό ακόμα και το πιο δύσκολο, παίζοντας πάντα χωρίς τίποτα το περίσσιο.
Νομοτελειακά έγινε περιζήτητος. Και φαινομενικά στόχος εύκολος. Ποιος να αντισταθεί για παράδειγμα στη Ρεάλ, στην πρώτη τότε από τις πολλές φορές που ακολούθησαν, που χτύπησε την πόρτα των Λεβαντίνων;
Κι όμως δεν το συζήτησε.
Η Γιουνάιτεντ τον είχε τότε Νο2 στη λίστα της πίσω από τον Όουεν Χάργκριβς. Η Μπάγερν δεν ενέδωσε, οι «Κόκκινοι Διάβολοι» είχαν πάντα στο περίμενε τη Βιγιαρεάλ και, όταν το αποφάσισαν, κάνοντας πρόταση ακριβώς στην εκπνοή του καλοκαιρινού παζαριού του 2006, τόσο οι Λεβαντίνοι όσο και ο ίδιος ο Σένα αρνήθηκαν.
Τη δική του άρνηση την υπογράμμισε επεκτείνοντας για τρία ακόμα χρόνια το συμβόλαιό του.
Προγεφύρωμα και μέτρο
Δεν ήταν μόνο συλλογική η ζήτηση. Το «τίκι τάκα» ακόμη ήταν έννοια άγνωστη στην ποδοσφαιρική σκηνή. Και κανείς δεν μπορούσε να διαβλέψει τη συμβολή του στην παντοκρατορία που ερχόταν για την Ισπανία.
Ο Λουίς Αραγονές, εκλέκτορας τότε της «Roja», αντιλήφθηκε κάτι πιο έγκαιρα από κάθε άλλον. Την ανάγκη, σε αυτήν την πρωτόλεια, στα σπάργανα ακόμη, στην ποδοσφαιρική αντίληψη της θέσης και του ρόλου “Μπουσκέτς”. Τότε ο Καταλανός δεν είχε καν ενηλικιωθεί.
Ο Βραζιλιάνος όμως ήταν μπροστά στα μάτια των Ιβήρων και του παμπόνηρου εκλέκτορά τους, ο οποίος χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τον έπεισε να πάρει το ισπανικό διαβατήριο (διττό το κέρδος, μιας και έτσι και ο ίδιος ο Αραγονές κατεύνασε όσους τον θεωρούσαν ρατσιστή εξαιτίας ενός χαρακτηρισμού του, «μαύρο σκατό», για τον Τιερί Ανρί).
Το εντυπωσιακότερο όλων; Οι πατριώτες του Σένα, είτε υπεροπτικά, είτε (κατόπιν εορτής) εγωιστικά, είτε (ως και) παιδιάστικα, δεν έκαναν πρακτικά το παραμικρό για να τον μεταπείσουν, να τον φέρουν στη «Seleção», από την οποία ως και τότε δεν είχε περάσει ούτε ως σκέψη.
Αυτή η κίνηση του Αραγονές και αυτή η απόφαση του Σένα συμπλήρωσαν αρμονικά το παζλ της μεσαίας γραμμής των Ισπανών. Alter ego του Τσάβι, αμφότεροι απελευθέρωναν τον Ινιέστα και οι τρεις τους δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, δίνοντας τον τόνο, ορίζοντας και διαμορφώνοντας το κάθε τι στο γήπεδο.
Με τον Σένα αναγνωρισμένο, παρότι όχι ψηφισμένο, MVP (και έστω μέλος της καλύτερης 11άδας της διοργάνωσης), η Ισπανία στέφθηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης το 2008 (στο μόνο παιχνίδι από τα έξι που δεν αγωνίστηκε, παίρνοντας ανάσες, ήταν κόντρα στην Εθνική μας στη φάση των ομίλων).
Στα 32 του όμως πια και με τα υπερηχητικά που έρχονταν, άλλο ουσιαστικό ρόλο ως διεθνής δεν θα είχε έκτοτε. Δεν χώρεσε στην αποστολή της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας του 2010 (με το κέντρο της Ισπανίας να έχει πλέον Μπουσκέτς, να έχει Τσάβι και Ινιέστα, να έχει Τσάμπι Αλόνσο, Φάμπρεγας και Χάβι Μαρτίνεθ). Το μοιράζεται ακόμη με παράπονο αλλά και με κατανόηση, ειδικά εφόσον ευγνωμονείται.
Εκ των πραγμάτων. Τον ρόλο του στην εξέλιξή τους τον υπηρέτησε στο ακέραιο. Ήταν αυτό(ς) που έλειπε, την στιγμή που χρειαζόταν.
Κάλυψε ιδανικά το μεσοδιάστημα που απαιτούνταν ώστε να εδραιωθεί και να πλαισιωθεί με τους (ακόμα πιο) ταιριαστούς το καινοφανές ποδόσφαιρο που λάνσαραν οι Ισπανοί, αποτελώντας -και με το παραπάνω- και το προγεφύρωμα και τη βάση πάνω στην οποία χτίστηκε η συνέχεια με τα πιο εξελιγμένα, πιο νέα, πιο φουριόζικα μοντέλα των «Furias Rojas».
Κακά τα ψέματα, και η δική του κορύφωση τότε συντελέστηκε. Ταλαιπωρήθηκε από εκεί και πέρα με τραυματισμούς (τέσσερεις φορές στα 11 χρόνια του στη Βιγιαρεάλ τραυματίστηκε στο γόνατο) και, παρότι ποτέ δεν έλειψε παρατεταμένα, εν τούτοις τα χρόνια και τα χτυπήματα φαίνονταν πια πάνω του.
Παρέμενε πάντα όμως καταλυτικός, κομβικός στο παιχνίδι των Λεβαντίνων. Και έγινε θρύλος τους, «leyenda», ταυτίστηκε στην αιωνιότητα με την ιστορία του club, όταν το καλοκαίρι του 2012, στην… παρένθεση της ιστορίας, η Βιγιαρεάλ, πληρώνοντας μια-δυο κακές χρονιές, υποβιβάστηκε.
Μπόρχα Βαλέρο, Ντιέγκο Λόπεθ, Τζιουζέπε Ρόσι, Νιλμάρ δεν ακολούθησαν στη Segunda. Αυτός, υπό Κ.Σ., αν δηλαδή αποφευγόταν ο υποβιβασμός, σκόπευε να περάσει τον Ατλαντικό.
Η δυσκολία όμως της στιγμής τον κράτησε στο Βίλα-Ρεάλ, μόνο και μόνο για να φροντίσει με την παρουσία του στο γήπεδο, στα αποδυτήρια, παντού, πως η χρονιά στα αλώνια θα ήταν απλώς και μόνο μία. Τότε κιόλας, χάρη σε αυτή του την απόφαση, ήταν που είδε να γίνεται τοιχογραφία στο γήπεδο και τ’ όνομά του να “βαφτίζει” μια θύρα.
Η παρένθεση έκλεισε αμέσως, το «Κίτρινο Υποβρύχιο» επέστρεψε στη La Liga και έτσι, καλοκαίρι του 2013 πια, πήγε στη Νέα Υόρκη παίζοντας για τρία χρόνια ακόμa στον Cosmos.
Αμφιβολία για το τι θα έκανε, αφού κρεμούσε τα παπούτσια του, δεν υπήρχε. Επέστρεψε λοιπόν, παρότι μένει με την οικογένεια του 500 μόλις μέτρα από το Mestalla στη Βαλένθια, αναλαμβάνοντας ρόλο διεθνούς πρεσβευτή της Βιγιαρεάλ.
Το χωριουδάκι από εκεί που ήθελε προσπάθεια να βρεις και να μάθεις που είναι, που πέραν των ελάχιστων ντόπιων ακόμα λιγότεροι είχαν έστω και την παραμικρή ιδέα κατά που πέφτει, διαθέτει πλέον διεθνή, παγκόσμιο πρεσβευτή.
Ταιριαστό.
Ο Μάρκος Σένα ήταν άλλωστε αυτός που όχι απλώς το έβαλε εκεί, στον χάρτη, αλλά εν πολλοίς εξαιτίας του έφτασε να μετακινείται, κάθε μέρα και περισσότερο, στο ποδοσφαιρικό επίκεντρο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χουάν Ρομάν Ρικέλμε: Ο τελευταίος σαμάνος
Ντιέγκο Φορλάν: Ξηλώνοντας το παλτό
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη