Ηθοποιός είναι ο ποδοσφαιριστής. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν εντοπίζεται μεγάλη διαφορά μεταξύ των δυο επαγγελμάτων, όχι μόνον επειδή το ποδόσφαιρο έχει μετατραπεί κατά βάση κυρίως σε τηλεοπτικό προϊόν και θέαμα αλλά και λόγω τεχνοτροπίας.
Η κινησιολογία, ο τρόπος λειτουργίας, η πτώση, η διαμαρτυρία, η θεατρικότητα των φάσεων απορροφούνται από το υποσυνείδητο των οπαδών, οι οποίοι ξεχωρίζουν πλέον τους ποδοσφαιριστές μόνο από το στυλ και τη μανιέρα.
Μια παράσταση δίνει ο ποδοσφαιριστής κάθε εβδομάδα, πηγαίνει στη σκηνή και υποδύεται το ρόλο του, ντυμένος με τη στολή του και προστατεύοντας το brand του.
Έχει πολλή σημασία η εμπορικότητα, αν και στο ποδόσφαιρο είναι πια πολύ δύσκολο να διαχωριστεί η περσόνα από τον ίδιο το χαρακτήρα. Ο ποδοσφαιριστής και εκτός γηπέδου κουβαλάει το ρόλο του, περίπου όπως οι ηθοποιοί από τις σαπουνόπερες, όταν ο κόσμος τους προσφωνεί στο δρόμο με το όνομα του χαρακτήρα στο σήριαλ.
Πολύ δύσκολα ο ποδοσφαιριστής θα ξεφύγει από το ρόλο. Οι δηλώσεις, οι ειδήσεις ακόμα και τα post στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαβάζονται υπό την ίδια οπτική γωνία, εξυπηρετώντας τον ίδιο σκοπό: την προστασία του ρόλου και κατ’ επέκταση του brand που ενδιαφέρει και απασχολεί το φίλαθλο.
Η φόρμα, η άποψη για τα τεχνικά θέματα, για την καθημερινότητα της ομάδας, για τον προπονητή, όλα ανάγονται στο σενάριο του ρόλου, στην παράσταση που παίζεται κάθε Τετάρτη ή Κυριακή και είναι επιτυχημένη στη νίκη και αποτυχημένη στην ήττα.
Κατά πόσον λοιπόν έχει τη δυνατότητα ο ποδοσφαιριστής να σπάσει αυτό το νοητό σημείο που ενώνει τον κόσμο του με το κοινό, τον “τέταρτο τοίχο” του για να παραμείνουμε σε θεατρική διάλεκτο, είναι ένα πολύ σύνθετο ερώτημα. Αυτός ο “τέταρτος τοίχος”, αν και αόρατος, αρκετές φορές έχει πρακτική χρησιμότητα, γιατί σπάει με έναν σουρεαλιστικό τρόπο.
Οι ποδοσφαιριστές πλέον προσέχουν εξονυχιστικά την εικόνα τους, παρουσιάζουν δημόσια το πρόσωπο που θέλει το κοινό, διότι αφενός προστατεύουν μια σημαντική πηγή εσόδων και αφετέρου τους απασχολεί σε τεράστιο βαθμό η υστεροφημία τους.
Η “δύναμη της εικόνας” υποχρεώνει τις προσωπικότητες του αθλητισμού -και δη του ποδοσφαίρου- να συμμορφώνονται με την καθεστηκυία τάξη, να αναμειγνύονται σε ένα πολύ στενό πλαίσιο γεμάτο “πρέπει” απέναντι στο κοινό. Ο “τέταρτος τοίχος” σπάει, αλλά για συγκεκριμένα πράγματα, με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και αφορά συνήθως σε αναίμακτες καταστάσεις που στο τέλος αποβαίνουν βαρετές και “ακίνδυνες”.
Ακόμα και εκείνοι που λειτουργούν και πορεύονται έξω από το μεγάλο κουτί της μάζας, επειδή κέρδισαν το δικαίωμα και ξεχώρισαν στους αγωνιστικούς χώρους, δεν μιλάνε. Για την ακρίβεια δεν θέλουν να μιλήσουν, να θίξουν συγκεκριμένα κοινωνικά ζητήματα που ακουμπούν και τον κλάδο τους.
Για να γίνει κατανοητό, πολύ πιο εύκολα θίγει ένας σούπερ σταρ το θέμα του ρατσισμού, πολύ πιο άνετα ανοίγεται για θέματα αναίμακτα που η κοινωνία μοιάζει έτοιμη να αποδεχθεί και να συζητήσει, παρά για πραγματικότητες που θα διαταράξουν τη ραστώνη της πουριτανικής δυτικής κοινωνίας.
Η ομοφυλοφιλία, η σύγκρουση των φύλων, η ομοφοβία είναι θέματα καλά κρυμμένα, θαμμένα σε μια υποτιθέμενη ιδιωτικότητα που δεν άπτεται ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, από τη στιγμή που οι ψίθυροι υποκαθιστούν την αλήθεια. Ο ποδοσφαιριστής δυστυχώς έχει γαλουχηθεί σε ένα περιβάλλον “αυτοσυμμόρφωσης”, υπακοής στους κανόνες του περιβάλλοντός του και τις νόρμες της κοινωνικής του ομάδας.
Είναι πολύ λεπτές οι γραμμές μεταξύ κιτρινισμού και αλήθειας, πολύ δύσκολη η ισορροπία μεταξύ αγνής περιέργειας και “κουτσομπολιού”.
Εξ ου και η επιλογή μου να γίνει παράθεση διαφορετικών μεταξύ τους ιστοριών που διδάσκουν ότι όσοι ποδοσφαιριστές προσπάθησαν να αντιταχθούν στον κομφορμισμό και την ομοφοβία ή έστω επέλεξαν να είναι διαφορετικοί κατέληξαν να χλευάζονται από τον Τύπο και σε πολλές περιπτώσεις να περιθωριοποιηθούν και να επιλέξουν το τέλος. Διότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος γι’ αυτούς.
Οι ιστορίες του Τζορτζ Μπεστ, του Γκρέιαμ Λε Σο και του Τζάστιν Φασάνου είναι πιθανόν τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα για να μας υπενθυμίσουν επί της ουσίας το υποχθόνια βίαιο σύστημα του ποδοσφαιρικού κομφορμισμού.
Όλες είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις που απογύμνωσαν αυτό το σύστημα και ξέφυγαν από το βολικό στερεότυπο του ισχυρού αλλά σιωπηρού αθλητή, του ποδοσφαιριστή που εκφράζει την άποψή του και εκτός επιτρεπόμενων κοινωνικών ορίων.
Εν αρχή ήταν ο Τζορτζ Μπεστ
Ο Ιρλανδός ήταν ένα πραγματικό ποδοσφαιρικό είδωλο τους καιρούς που μεσουρανούσε στο χορτάρι των βρετανικών γηπέδων. Σήμερα βέβαια το διαδίκτυο είναι γεμάτο αποσπάσματα από την ταραχώδη ζωή του, ελκυστικά περιστατικά σε ευθεία αντιδιαστολή με τον αποστειρωμένο, γκρίζο και αυτοματοποιημένο κόσμο του επαγγελματικού αθλητισμού.
Συνήθως όλα τα αφιερώματα κλείνουν με το γνωστό τσιτάτο «Ξόδεψα τα περισσότερα λεφτά μου στα ποτά, τις γκόμενες και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα». Φράσεις που δεν είναι καν βέβαιο ότι τις ξεστόμισε ο Μπεστ, αφού κατά καιρούς έχουν αποδοθεί σε διαφορετικούς αντικομφορμιστές του αγγλικού ποδοσφαίρου, όπως ο Σταν Μπόουλς, ο Ρόντνεϊ Μαρς και ο Φρανκ Γουόρδιγκτον.
Είτε το είπε είτε όχι, η πραγματικότητα για τον Μπεστ είναι ότι θαυμάστηκε και αναγνωρίστηκε πολύ περισσότερο μετά θάνατον παρά τον καιρό που έπαιζε ποδόσφαιρο. Το μεγαλύτερο μέρος Τύπου και κοινού τον επέπληττε, εκτιμώντας ότι πέταξε το ταλέντο του στα σκουπίδια για να ακολουθήσει τη ματαιότητα της επιτυχίας. Πριν πεθάνει, τον θεωρούσαν έναν εγωκεντρικό και αυτοκαταστροφικό ναρκισσιστή, παράδειγμα προς αποφυγή για τους αθλητές-μηχανές των καιρών μας.
Η «Daily Mail», επί παραδείγματι, δύο χρόνια πριν το θάνατό του αναρωτιόταν πώς είναι δυνατόν να αποτελεί ποδοσφαιρικό είδωλο ένας άνθρωπος εθισμένος στο αλκοόλ και τη βία.
Το άρθρο εμπεριείχε και -ανώνυμες- τοποθετήσεις ποδοσφαιριστών της Premier League και έκλεινε με μια σαφή διαπίστωση: «ο Μπεστ περιφρονείται από πολλούς συμπαίκτες του, τον θεωρούν χαλασμένο, καταθλιπτικό και υπερτιμημένο τύπο. Δεν είναι ο αξιαγάπητος αντιήρωας που παρουσιάζουν τα media αλλά ένας αυταρχικός και βαρετός άνθρωπος, ανίκανος να διαχειριστεί τη φρικτή του συμπεριφορά».
Όταν αναγκάστηκε να υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος το 2002 για να διασώσει προσωρινά τον εαυτό του από τις συνέπειες του αλκοολισμού (πέθανε μόλις τρία χρόνια αργότερα), αρκετοί εξεπλάγησαν που η λεπτή εγχείρηση έγινε με εξ ολοκλήρου καταβολή του απαιτούμενου ποσού από τη βρετανική υπηρεσία δημόσιας υγείας. Ακόμα περισσότεροι ψιθύρισαν ότι το μόσχευμα θα μπορούσε να καταλήξει σε κάποιον άλλον που το είχε περισσότερη ανάγκη. Και αυτές οι φωνές πλήθυναν, όταν ο Μπεστ -αναπόφευκτα- (ξανα)ξεκίνησε να πίνει.
«Ήμουν για έναν ολόκληρο χρόνο καθαρός, δεν είχα μεθύσει ούτε μια φορά. Έτσι λοιπόν, με μια λογική που μόνο ένας αλκοολικός μπορεί να καταλάβει, αποφάσισα να βγω να το γιορτάσω με ένα καλό μεθύσι», δήλωσε σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις στην «Telegraph» το Σεπτέμβριο του 2001 επ’ αφορμή της έκδοσης της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Blessed» («Ευλογημένος»).
Σε αυτήν την αυτοβιογραφία είχε κάνει λόγο για την κατάθλιψη, για τα προβλήματά του, για την απόπειρα αυτοκτονίας το 1998, όταν κατάπιε ένα ολόκληρο μπουκαλάκι αναλγητικά χάπια. Τον κατέτρεχε ο θάνατος της μάνας του, η οποία επίσης αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού και έφυγε νωρίς. Ένιωθε υπεύθυνος για το χαμό της μάνας του, ομολόγησε το αίσθημα ενοχής, αφού είχε βάλει όλη του την οικογένεια στη διαδικασία διαχείρισης της φήμης του.
Ούτε ο ίδιος κατόρθωνε να διαχειριστεί τη φήμη του, τον τρέλαινε ότι τον σταματούσαν άγνωστοι άνθρωποι στο δρόμο και τον “νουθετούσαν”, του “πρόσφεραν βοήθεια” για να ξεπεράσει το πρόβλημά του. Ενώ ήταν μοναχικός τύπος, ήταν υποχρεωμένος να ζει στη φούσκα της υπερέκθεσης και, όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, έμεινε μόνος.
Η αδερφή του, η Κάρολ, θυμόταν καλά τη λατρεία του κόσμου, όταν ο Μπεστ επέστρεφε για λίγο στο Μπέλφαστ. Oμολόγησε όμως ότι η ανακούφιση, όταν έφευγε, ήταν μεγαλύτερη από τη χαρά, όταν τον υποδέχονταν εκεί.
Η ιστορία του Τζορτζ Μπεστ μπορεί να αναγνωστεί σαν μια αργή, διαρκής αυτοκτονία. Μια τραγική υποχώρηση από έναν τρόπο ζωής που τον απομόνωσε και του απαγόρευσε να τον βοηθήσουν όλοι οι άνθρωποι που ήταν κοντά του. Σε όλες του τις συνεντεύξεις μετά το τέλος της καριέρας του, πίσω από κάθε τσιτάτο και κάθε ειρωνεία που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του κοινού και του εκάστοτε Μέσου, υπέβοσκε η βαθιά εσωτερική ανάγκη του να γίνει αποδεκτός γι’ αυτό που ήταν και όχι γι’ αυτό που πίστευαν όλοι ότι ήταν.
Ήταν ένας πολύ εύθραυστος άνθρωπος, ανίκανος να επιλύσει τα προβλήματά του. Γι’ αυτό κατέφευγε στο αλκοόλ, ήταν η μόνη διέξοδος για να αισθανθεί ξανά αυτό που νόμιζαν οι άλλοι ότι είναι.
Μόνο και μόνο επειδή εξωτερίκευε τον εαυτό του, εξέθετε τα προβλήματά του, τον έκανε να φαίνεται διαφορετικός και ενδιαφέρων στα αγγλικά media που κάθε φορά έδιναν στο κοινό αυτό που ήθελε. Τον αθυρόστομο Μπεστ, το οργισμένο είδωλο, τον επιτυχημένο αθλητή που κατέληξε να επαιτεί για να σώσει την ύπαρξή του. Είναι θλιβερό, αλλά το κοινό με αυτά τρέφεται. Στην περίπτωση του Μπεστ, είχαμε την πρώτη φορά που παραβιάστηκε η λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ ποδοσφαιριστή και “ρόλου”.
Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο που παρακολουθούσε τον εαυτό του στο βίντεο να παίζει ποδόσφαιρο και δεν τον αναγνώριζε. Ποτέ δεν κατάφερε να συμβιβαστεί με την επίπλαστη εικόνα του, ποτέ δεν κατάλαβε την υπερβολή γύρω του. Γράφονταν για εκείνον τέρατα, ότι ζητιανεύει σε κάδους, ότι τον ζουν παλιοί γνωστοί, τέρατα.
Ο ίδιος τα απέδιδε ανέκαθεν στο φθόνο, στην πραγματικότητα η κοινωνία είχε αποφασίσει ότι ο Μπεστ ήταν ανώριμος, εγωκεντρικός, ματαιόδοξος, πεισματάρης και ίσως κυνικός με τον τρόπο που διαχειρίστηκε τη φήμη, τα χρήματα και την ίδια του την ασθένεια. Ακόμα και ότι εκμεταλλεύτηκε το πρόβλημά του ειπώθηκε, ότι πούλησε την ιστορία του αλκοολισμού για να πληρώνεται.
«Χρησιμοποιώ τον Τύπο με τον ίδιο τρόπο που με χρησιμοποιεί κι εκείνος», είπε στην ίδια συνέντευξη στην «Telegraph» σε μια δραματική κρίση αυτογνωσίας. Από ποδοσφαιριστής είχε μάθει ότι ο κόσμος έστεκε -το λιγότερο- καχύποπτος απέναντί του. Επειδή είχε μακριά μαλλιά, επειδή ήταν ωραίος, επειδή είχε μια έμφυτη κομψότητα σε ευθεία αντιδιαστολή με τις σταθερές του αγγλικού ποδοσφαίρου και σε πλήρη αντίθεση με τους ποδοσφαιριστές της εποχής του.
Σιχαινόταν τον τρόπο ζωής των συμπαικτών του, τη συμβατικότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τα πράγματα και έκαναν όλα όσα το περιβάλλον επέτασσε να κάνουν. Εκείνος τον πλούτο του τον επεδείκνυε, δεν αισθανόταν ποτέ ενοχές. Ντυνόταν ακριβά, κυκλοφορούσε με ακριβά αυτοκίνητα, τον συνόδευαν πάντα όμορφες γυναίκες. Για ποιο λόγο έπρεπε να κρύψει την επιτυχία του και να μην χαρεί τις στιγμές του;
Ήταν από τους πρώτους που βρήκαν σπόνσορες, που διαφήμισε προϊόντα κάνοντας διαφημίσεις. Μην μπερδεύετε τη σημερινή εποχή με την τότε. Σαράντα χρόνια πριν το να διαφημίσει ποδοσφαιριστής σουτιέν, όπως έκανε ο Μπεστ, ήταν κάτι περισσότερο από ύβρις. Και ασφαλώς ήταν η πρώτη ευκαιρία «επικοινωνιακά» να αμφισβητηθεί η σεξουαλικότητά του.
«Georgie Best, Superstar, walks like a woman and he wears a bra», τραγουδούσαν οι οπαδοί στους ρυθμούς του «Jesus Christ Superstar». «Ο Γιωργάκης ο Μπεστ, ο σούπερ σταρ, περπατάει σαν γυναίκα και φοράει και σουτιέν».
Ούτε σουτιέν φορούσε ούτε ομοφυλόφιλος ήταν, αλλά δεν είχε καμία σημασία. Η αγγλική κοινωνία και το αγγλικό ποδόσφαιρο έχει μακρά παράδοση βίας ενάντια στους εκκεντρικούς πρωταγωνιστές του. Εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων, το σεξ ήταν και είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της συζήτησης.
«Where’s your handbag, Charlie George?» («πού είναι το τσαντάκι σου, Τσάρλι Τζορτζ;»), τραγουδούσαν στον επιθετικό της Άρσεναλ οι αντίπαλοι οπαδοί. Απλώς, επειδή ο Τζορτζ είχε ένα κούρεμα “Beatles” με μακρύ μαλλί και αφέλειες. Για τον ίδιο λόγο, ο θρύλος της Τότεναμ, Γκλεν Χοντλ, ήταν η «Glenda». Οι πιο σκληροπυρηνικοί τον αποκαλούσαν «Poof», αγοραία έκφραση για το χαρακτηρισμό των ομοφυλοφίλων στο νησί. Χαρακτηρισμοί που εκτοξεύονταν και εκτοξεύονται άνετα και ανενδοίαστα πλάι σε παιδιά.
Αντίστοιχη είναι η περίπτωση του Έκτορ Μπεγερίν, του Ισπανού άσσου της Άρσεναλ, που τον φώναζαν «λεσβία», επειδή έχει μακριά μαλλιά και του αρέσει η μόδα. Το θέμα του Μπεγερίν πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις, ώστε ο ποδοσφαιριστής αναγκάστηκε να κλείσει τους λογαριασμούς του στα social media.
Ήταν τέτοια η καταιγίδα ομοφοβικών σχολίων στα προφίλ του που δεν υπήρχε άλλος τρόπος διαφυγής κατά τον ίδιο: «Είναι αδύνατον για κάποιον να είναι ανοιχτά γκέι στον κόσμο του ποδοσφαίρου», δήλωσε ο Ισπανός και συνέχισε: «Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος έχει μια συγκεκριμένη ιδέα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένας ποδοσφαιριστής, πώς πρέπει να εμφανίζεται, πώς πρέπει να μιλάει και τι πρέπει να λέει».
Διαφορετικό γίνεται αμέσως λοιπόν οτιδήποτε ξεφεύγει από τους συνήθεις κώδικες και την ηθική της κοινωνίας, κάθε τι που αντίκειται σε αυτό που ο κόσμος θεωρεί φυσιολογικό και καθορίζεται από ένα θρησκευτικό ή συντηρητικό πλαίσιο, βαθύτατα ριζωμένο στις εκάστοτε κοινωνικές υποομάδες. Και δεν υπάρχει πιο αντιφατικός χώρος για τη διαφορετικότητα και την ομοφυλοφιλία από τον ποδοσφαιρικό. Διότι «gay» και «macho» είναι δυο ασύμβατες έννοιες που, σύμφωνα με το κοινό αίσθημα, δεν συναντώνται ποτέ.
Η περίπτωση του Λε Σο
Τη δεκαετία του ’90 ήρθε και η διασημότερη ιστορία διάκρισης. Αφορούσε στον Γκρέιαμ Λε Σο, τον ποδοσφαιριστή ο οποίος, σε οποιοδήποτε γήπεδο κι αν πήγαινε να παίξει, άκουγε τον κόσμο να του φωνάζει «LeSaux, takes it up the arse».
Συμπαίκτες, αντίπαλοι και φίλαθλοι δεν άντεχαν το γεγονός ότι ένας -καλός μεταξύ άλλων- ποδοσφαιριστής “είχε γαλλικό επώνυμο”, διάβαζε μια αριστερή εφημερίδα, όπως ο «Guardian», και δεν συμμετείχε στις “χοντράδες” των αποδυτηρίων.
Δεν άργησαν οι πρώτες φήμες για σχέσεις του με συμπαίκτες, το κουτσομπολιό από στόμα σε στόμα, επειδή πήγε διακοπές με τον Ολλανδό (με καταγωγή από το Σουρινάμ) Κεν Μονκού. Ψίθυροι, γελάκια, υπονοούμενα και ερωτήσεις από δημοσιογράφους βαθύτατα ρατσιστικά, μέχρι που έγινε το απίστευτο σκηνικό με τον Φάουλερ σε ένα Τσέλσι-Λίβερπουλ το 1999.
Ο Λε Σο πηγαίνει να εκτελέσει ένα κόρνερ και, προς έκπληξη όλων, ο Ρόμπι εμφανίζεται μπροστά του, σκύβει και αρχίζει να του δείχνει τα οπίσθιά του, κάνοντας νόημα «ρίξε εδώ, στο κέντρο».
Ο Λε Σο, μετά το αρχικό σάστισμα, διαμαρτυρήθηκε στο διαιτητή και το μόνο που κέρδισε ήταν μια κίτρινη κάρτα για καθυστέρηση. Αμέσως μετά, πλησίασε τον Φάουλερ και του είπε: «Ρόμπι, είναι η γυναίκα μου στην εξέδρα, σοβαρέψου», για να λάβει την εξοργιστική απάντηση «κι ο Έλτον Τζον παντρεμένος ήταν».
Ο εφιάλτης του Λε Σο μόλις είχε ξεκινήσει, πλέον για τη μισή Αγγλία ήταν ομοφυλόφιλος.
Ο ίδιος έγινε αργότερα μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής για την ένταξη της διαφορετικότητας στο ποδόσφαιρο που θέσπισε η Ομοσπονδία, ομολόγησε ότι, μετά από εκείνο το περιστατικό και μέχρι το τέλος της καριέρας του, υποχρεώθηκε να γίνει πολύ πιο σκληρός στον αγωνιστικό χώρο και να αλλάξει τον τρόπο του παιχνιδιού του, αλλά η άποψη σε κοινό και συμπαίκτες είχε σχεδόν παγιωθεί.
Όταν ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, περιορίστηκε απλώς σε μια δήλωση «ανακούφισης που αποχώρησε από τον πιο τοξικό χώρο στο Ηνωμένο Βασίλειο».
Καμία από αυτές τις λεπτομέρειες δεν θα γινόταν γνωστή, αν δεν την είχε συμπεριλάβει στην αυτοβιογραφία του ο Λε Σο, αν δεν αποφάσιζε να μιλήσει, έστω και μετά το τέλος της καριέρας του. Εξιστορεί ότι ήταν τρομακτικά δύσκολο να μιλήσει, όντας εν ενεργεία αθλητής, ότι δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί, αφού είχε μπλέξει σε μια απίστευτη δίνη, ώστε, είτε μιλούσε είτε όχι, θα ήταν χαμένος.
Αναρωτήθηκε αν είναι κακό να είσαι ομοφυλόφιλος και πολύ λογικά εξήγησε ότι, εάν ξεκαθάριζε ότι δεν είναι από τότε, θα κατηγορείτο από τον κόσμο εκτός ποδοσφαίρου ότι είναι ομοφοβικός, ρατσιστής και σεξιστής.
Τονίζει δε ότι, ανεξαρτήτως της δυσφήμησης, οποιοσδήποτε κάνει το σφάλμα και πει ότι είναι ομοφυλόφιλος έχει αυτομάτως “ξεβραστεί” από τον ίδιο το χώρο. Δίχως περιστροφές και αναφανδόν απ’ όλους. Το “κατηγορώ” του Λε Σο ήταν πολύ βαρύ για το χώρο του ποδοσφαίρου, έναν χώρο τόσο εχθρικό στην ομοφυλοφιλία που θάβει καριέρες ολόκληρες.
Κι αν προπολεμικά κάτι τέτοιο ήταν “φυσιολογικό”, όπως στην περίπτωση του Ιταλού πολυνίκη προπονητή της Γιουβέντους (τον ισοφάρισε μόλις το 2019 ο Αλέγκρι), Κάρλο Καρκάνο, η περίπτωση Λε Σο απέδειξε ότι και στο Millenium ταξιδεύουμε με κώδικες της δεκαετίας του ’30.
Το σημαντικότερο, εν προκειμένω, παραμένει ότι είναι αδύνατον για έναν ποδοσφαιριστή να εξωτερικεύσει οποιοδήποτε πρόβλημα, να απαντήσει στην ταπείνωση από ΜΜΕ και οπαδούς, υποχρεώνοντας εαυτόν να υποδύεται μόνιμα έναν ρόλο που ικανοποιεί το διαμορφωμένο περιβάλλον και τον ποδοσφαιρικό περίγυρο. Υπάρχει άμεσος συσχετισμός της κλειστής ποδοσφαιρικής κοινωνίας με την επικοινωνία, τα media και το αδηφάγο κοινό, με την καριέρα του επαγγελματία ποδοσφαιριστή.
Είναι μια σχέση και μια αλληλουχία που συχνά ισοπεδώνει τον αθλητισμό και τον ανθρώπινο λόγο, τοποθετώντας τον σε διαδρομές που είναι πάντα οι ίδιες. Φέρτε στο νου τις συνεντεύξεις και τις δηλώσεις των παικτών που μοιάζουν μεταξύ τους, αυτήν τη ρητορική με το κομφορμιστικό πνεύμα υπολανθάνουσας βίας.
Γι’ αυτό οι ποδοσφαιριστές μοιάζουν όλοι ίδιοι μεταξύ τους, είναι κενοί και βαρετοί στο μάτι του εξωτερικού παρατηρητή και δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον, όσο αγωνίζονται. Διότι είναι υποχρεωμένοι να πορεύονται και να διαβιούν όπως η πλειοψηφία του κοινού έχει φανταστεί.
Οφείλουμε βέβαια να εντάξουμε στην εξίσωση και την αντικειμενική ευθύνη από τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι πιθανόν να είναι οι πρώτοι που αισθάνονται άβολα, και ότι απειλείται είτε η επαγγελματική είτε η προσωπική τους γαλήνη.
Εν ολίγοις και με αφορμή την ιστορία του Λε Σο, τι είναι πιο εύκολο; Να παίζεις ποδόσφαιρο, μιλώντας ανοιχτά και στηλιτεύοντας περιστατικά ομοφοβίας και bullying, ή να υποδύεσαι έναν άλλον χαρακτήρα, κρατώντας κλειστό το στόμα σου προς όφελος της καριέρας σου; Κάντε αν θέλετε και μια μίνι ενδοσκόπηση και φέρτε το και στα μέτρα σας.
Σε θεωρητικό επίπεδο, φαντάζει πιο δύσκολο να προσποιείται κανείς συνεχώς και να δέχεται τα χτυπήματα και τις προσβολές εναντίον της προσωπικότητάς του. Μήπως όμως έτσι εν τέλει είναι ανώφελη η αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος που κατηγορείται και υποτίθεται πρέπει να αλλάξει;
Το ερώτημα το διατύπωσε ο Γκάρι Λίνεκερ στον Τόμας Χίτσλσπεργκερ, πρώην διεθνή μέσο της Στουτγκάρδης με καριέρα και στην Αγγλία. Ο Γερμανός είναι από τους λίγους ποδοσφαιριστές που μετά το πέρας της καριέρας τους παραδέχτηκαν δημόσια ότι είναι ομοφυλόφιλοι.
«Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου να εξωτερικεύσω τις σεξουαλικές προτιμήσεις μου, όσο έπαιζα. Άλλωστε ήμουν για χρόνια σε σχέση με μια γυναίκα και ανακάλυψα ότι είμαι γκέι, αφότου χωρίσαμε και έμεινα αρκετό καιρό μόνος. Εκεί, τα έβαλα κάτω με τον εαυτό μου και αποφάσισα ότι, ναι, εγώ είμαι αυτός και είμαι γκέι. Έπαιζα ακόμη, αλλά δεν ήθελα να πω κουβέντα σε κανέναν, προείχε η καριέρα μου και όχι η ιδιωτική μου ζωή. Καλύτερα να καταπιέζεσαι για λίγο και όχι για πολύ». Είναι συγκλονιστικά κυνική η παραδοχή του Χίτσλσμπεργκερ αλλά πολύ κοντά στην αλήθεια.
Σίγουρα, η σεξουαλικότητα του αθλητή δεν πρέπει να αφορά σε κανέναν, όπως και η προσωπική ζωή του καθενός. Αφορά μόνον στον ίδιο και το στενό του περιβάλλον. Υπάρχει όμως μια πολύ λεπτή γραμμή στη συλλογιστική συγκεκριμένων περιπτώσεων όπως του Χίτσλσμπεργκερ, η οποία καθιστά σαφές ότι η ζωή του ποδοσφαιριστή είναι πάντα ασύμβατη με την καριέρα του. Και αυτό ισχύει ανεξαρτήτως σεξουαλικών προτιμήσεων.
Όσοι προσπάθησαν να κάνουν και τα δυο να συμβαδίσουν, απλώς κατέληξαν να τους καταπιεί το ιδιόμορφο “πολιτιστικό” κλίμα του ποδοσφαίρου. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Βραζιλιάνου Ντούγκλας Μπράγκα, ο οποίος ανακοίνωσε νωρίς ότι είναι ομοφυλόφιλος, “για να ξεμπερδεύει”. Χειροκροτήθηκε και έγινε viral, όταν έπεσε όμως η σκόνη, έμεινε μόνος. Απελπιστικά μόνος. Σταμάτησε το ποδόσφαιρο στην απίστευτα πρώιμη ηλικία των 21 ετών.
«Έπρεπε να επιλέξω μεταξύ του εαυτού μου και του επαγγέλματός μου, ήταν αδύνατον να βρεθεί ισορροπία μεταξύ των δύο», είπε στο «ESPN» και τα λόγια ξέφυγαν από το hype του αρχικού outing. Ειδικότερα σε μια χώρα όπως η Βραζιλία, στην οποία έχει εκδοθεί ακόμα και δικαστική απόφαση που ξεκαθαρίζει ότι «το ποδόσφαιρο δεν είναι άθλημα για γκέι».
Ακόμα κι αν μεταφέρουμε το σκηνικό στην Ευρώπη των επικοινωνιακών μηχανισμών, των εταιρειών που φροντίζουν την εικόνα των πρωτοκλασάτων αθλητών και του πολιτικά ορθού, ακόμα κι αν εντάξουμε στο πλαίσιο τα social media και τους τρόπους ζωής της δυτικής ελίτ, οποιαδήποτε σκέψη για προσέγγιση μιας τέτοιας ισορροπίας φαντάζει ουτοπική.
Πόσο έτοιμο είναι το προϊόν ποδόσφαιρο να αποδεχθεί, λόγου χάρη, ένα ανοιχτό debate περί σεξουαλικότητας, με πρωταγωνιστές τον Κριστιάνο Ρονάλντο και τον Ντέιβιντ Μπέκαμ;
Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο, ότι στην εποχή της πλήρους βιομηχανοποίησης του ποδοσφαίρου, στην εποχή που το ίδιο το σπορ λατρεύει να ακροβατεί στα όρια του εκκεντρικού, προβάλλοντας τους πρωταγωνιστές του σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς τους, το θέμα της σεξουαλικότητας παραμένει ταμπού και άγραφος πίνακας.
Η συζήτηση δεν αφορά σε κανιβαλισμούς και δεν ενδιαφέρει να μάθουμε ποιοι και πόσοι αθλητές είναι γκέι. Όχι δεν είναι τόσο πεζή η ανάγνωση.
Αναλογίστηκε όμως ποτέ κανείς πώς είναι δυνατόν ένα άθλημα με τόσο μεγάλη επιρροή και σημασία στην κοινωνία μας -και δη στα “δυναμικά” κοινά- να αποφεύγει με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσει ένα τόσο μεγάλο σύγχρονο ζήτημα όπως η ομοφοβία; Κι όμως, το ποδόσφαιρο εξακολουθεί να διακατέχεται από μια μασκιλιστική προσέγγιση που εξαναγκάζει ακόμα και τους ομοφυλόφιλους αθλητές να τίθενται αυτομάτως σε θέση άμυνας και να υποδύονται περσόνες, αντί να παρουσιάσουν εαυτούς ως έχουν στο κοινό και τους συλλόγους.
Κυριαρχεί η άποψη ότι, εάν μιλήσουν, εάν επιχειρηματολογήσουν, θα τους καταπιεί αυτοστιγμεί το στερεότυπο, θα εμφανιστούν αδύναμοι και ελλιπείς απέναντι στο ίδιο τους το επάγγελμα που είναι σκληρό και ανταγωνιστικό.
Το ποδόσφαιρο γεννήθηκε στα βρετανικά κολέγια υπό τη μορφή μιλιταριστικής εκπαίδευσης, ως αντίδοτο του ατομικισμού, της κριτικής σκέψης και της ίδιας της σεξουαλικότητας.
Ο Άγγλος ιστορικός Τζέιμς Άντονι Μάνγκαν εξηγεί ότι η αρρενωπότητα που γεννήθηκε μέσα από το βρετανικό ποδόσφαιρο δεν αρνείται την ομοφυλοφιλία, η οποία δεν εξετάστηκε καν ως σεξουαλικό ενδεχόμενο, αλλά το ίδιο το σεξ στην ολότητά του. Αυτό το χαρακτηριστικό δεν το απέβαλε ποτέ από επάνω του το ποδόσφαιρο, όσες δεκαετίες κι αν έχουν περάσει από τότε που αφορούσε σε μια χούφτα ανθρώπους στο νησί.
Έτσι λειτουργούν ακόμη ομοσπονδίες, σύλλογοι και αθλητές. Προέχει να προστατευθεί και να τεθεί υπό έλεγχο η εικόνα, το προϊόν, “η φάμπρικα” που γεννά τα κέρδη με συγκεκριμένο τρόπο και αλίμονο σε όποιον διαταράξει αυτές τις σταθερές. Έτσι καταλήγουν και οι φίλαθλοι, οι σπόνσορες, όλοι να προσποιούνται ότι δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι ποδοσφαιριστές και έχουμε το παγκόσμιο φαινόμενο του μοναδικού κλάδου με ετεροφυλόφιλους οικογενειάρχες ή fancy γυναικοκατακτητές.
«Οι ποδοσφαιριστές είμαστε σπουδαίοι ηθοποιοί, επί χρόνια κρύβουμε από τον κόσμο ποιοι είμαστε πραγματικά, επειδή φοβόμαστε να αφήσουμε τους ανθρώπους να γνωρίζουν ποιοι είμαστε πραγματικά», είχε δηλώσει στους «Times» ο Αμερικανός Ρόμπι Ρότζερς το 2013. Συμπτωματικά, και αυτός αποφάσισε να μιλήσει, αφότου αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
«Είμαστε εκπαιδευμένοι από τους μάνατζέρ μας για το πώς θα σταθούμε στο χώρο. Τι θα πούμε και με ποιον τρόπο στις συνεντεύξεις, τι εικόνα θα βγάλουμε προς τα έξω, πώς πρέπει να σεβόμαστε το κοινό εκτός γηπέδων. Δεν υπάρχει ούτε ένας εν ενεργεία ποδοσφαιριστής να με πιάσει και να μου πει “ευχαριστώ, Ρόμπι, με βοήθησες κι εμένα να μιλήσω”. Ούτε ένας. Και είμαι βέβαιος ότι δεν θα το κάνει κανείς στο άμεσο μέλλον, γιατί κανείς δεν θέτει εν αμφιβόλω την καριέρα του».
Ο Ρότζερς, με παρελθόν και στη Λιντς και στο MLS με τους Λ.Α. Γκάλαξι, ήταν το ιδανικό πρόσωπο για μια καμπάνια “κόντρα στα στερεότυπα”. Τον πλησίασαν υποσχόμενοι ότι θα γίνει περίπου ό,τι ο Τζάκι Ρόμπινσον και ο Μοχάμεντ Άλι για το πρόβλημα του ρατσισμού στις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60.
Αρνήθηκε πολύ γρήγορα, απλούστατα διότι δεν ήθελε να γίνει ατραξιόν, να λάβει μέρος στο τσίρκο του «πώς αισθανόσουν που έκανες ντους γυμνός μαζί με άλλους άνδρες;», σιχάθηκε πιο πολύ τους “προοδευτικούς” που εξήραν την απόδοσή του και την καριέρα του, ακόμα κι αν δεν τον είχαν δει δευτερόλεπτο να παίζει. Μόνο και μόνο επειδή ήταν γκέι και “έπρεπε” να φανεί ότι τον στηρίζουν.
Είναι η άλλη όψη του νομίσματος και γίνεται κατανοητή η συνθετότητα του προβλήματος. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι ο Ρότζερς σιχάθηκε, αφότου έκανε το coming out, γιατί γνώρισε και τις δυο πλευρές της ομοφοβίας. Και τη συμβατική και την ακόμα χειρότερη, τη συγκαταβατική. Είναι η υπολανθάνουσα ομοφοβία, την οποία προσωπικά θεωρώ πολύ πιο βίαιη, διότι υποκρύπτει την εμμονή της κοινωνίας να ελέγχει και να χειραγωγεί κάθε τι που ξεφεύγει από τα συντηρητικά της πλαίσια.
Είναι βαθύτατα συντηρητικό το ποδόσφαιρο ως δομή, οι πιο βίαιες τάσεις του καλλιεργούνται και αδρανοποιούνται κατά κάποιον τρόπο μέσα από τις ίσες αποστάσεις των ίδιων των πρωταγωνιστών και τα άμεσα αντανακλαστικά, όταν οι εξαιρέσεις τολμούν να μην σεβαστούν το “σενάριο”.
Όποιος εκφράζεται επί κοινωνικών ζητημάτων, όποιος θίγει θέματα ρατσισμού, πολιτικής και εθνικού ενδιαφέροντος είτε χλευάζεται είτε γίνεται βορά στην αρένα του συντηρητισμού. Γι’ αυτό οι ποδοσφαιριστές δεν μιλάνε, για να προστατεύσουν τον εαυτό τους.
Αναλογιστείτε λοιπόν το μέγεθος του προβλήματος, όταν εκείνος που αρνείται τον εαυτό του τυγχάνει να είναι διαφορετικός από τους υπολοίπους και δεν ανήκει στην πλειοψηφία. Ειδικότερα στην ομοφυλοφιλία, η νιχιλιστική και απάνθρωπη βία του κόσμου του ποδοσφαίρου γιγαντώθηκε με την ιστορία δυο αδελφών.
Ο Τζον και ο Τζάστιν Φασάνου
Ο Τζάστιν ήταν ο πρώτος μαύρος ποδοσφαιριστής στην Αγγλία του οποίου η μεταγραφή έσπασε το φράγμα του 1 εκατ. λιρών και αυτό θα μπορούσε από μόνο του να αρκεί για να γίνει στόχος.
Στο ντοκιμαντέρ «Forbidden Games» δίνει -νεαρός- μια συνέντευξη, μετά την προπόνηση στη Νόριτς, την ομάδα που μεγάλωσε και τον ίδιο και τον αδελφό του.
Ο δημοσιογράφος τον ρωτά εάν τον επηρεάζουν τα ρατσιστικά σχόλια των αντίπαλων οπαδών και ο Τζάστιν, με μια σπάνια νηφαλιότητα και αντιστρόφως ανάλογη για την ηλικία του ωριμότητα, απαντά ότι αυτή είναι η μοίρα των διαφορετικών και εκείνων που ξεχωρίζουν.
Πράγματι ξεχώριζε ο Φασάνου, η καριέρα του έμοιαζε προδιαγεγραμμένη και προκαθορισμένη, η κλασική καριέρα ενός εκκολαπτόμενου σταρ της εποχής. Σκόραρε συνεχώς και είχε γίνει το αστέρι της Νόριτς, κυκλοφορούσε με πολυτελή αυτοκίνητα, έβγαινε και φωτογραφιζόταν με μοντέλα, απασχολούσε τις σκανδαλοθηρικές στήλες των ταμπλόιντ.
Η δημοφιλία του έφτασε στο peak της, όταν το Φεβρουάριο του 1980 έβαλε “εκείνο” το γκολ με τη Λίβερπουλ στο Carrow Road.
Ένα γκολ-ποίημα που ψηφίστηκε γκολ της σεζόν στην Αγγλία και έκανε το Μπράιαν Κλαφ της θρυλικής Νότιγχαμ Φόρεστ να δαπανήσει μια περιουσία για να τον κάνει δικό της.
Στο City Ground όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ειδυλλιακά για τον Φασάνου. Πρώτα απ’ όλα σταματάει να σκοράρει και δεν μπορεί να προσαρμοστεί στους ρυθμούς μιας τόσο κλειστής κοινωνίας, με βασικές πηγές εσόδων τα ανθρακωρυχεία και τη βαριά βιομηχανία.
Πολύ γρήγορα κυκλοφόρησαν οι πρώτες φήμες: «ο βασικός επιθετικός της Φόρεστ είναι τακτικός επισκέπτης στο γκέι club της πόλης». Οι φήμες φτάνουν και στ’ αυτά του σκληρού Κλαφ, ο οποίος καλεί στο γραφείο του τον Φασάνου, τον βάζει να καθίσει απέναντί του και ακολουθεί ο εξής διάλογος:
-«Πού πας για να πάρεις ψωμί»;
-«Τι με ρωτάς, μίστερ; Στο φούρνο πηγαίνω».
-«Πού πας για να πάρεις μπριζόλες»;
-«Στο κρεοπωλείο».
-«Και για πες μου λοιπόν τώρα. Αφού ξέρεις πού πας και γιατί πας, για ποιον γ@μημένο λόγο πας στο club των π@στηδων;».
Ο Φασάνου έμεινε σιωπηλός, σηκώθηκε κι έφυγε από το γραφείο του Κλαφ και «έθεσε εαυτόν εκτός ομάδας», που λέμε και στα μέρη μας. Η Φόρεστ τον έδωσε δανεικό στη Σαουθάμπτον, μετά τον πούλησε στη μικρότερη ομάδα της πόλης, τη Νοτς Κάουντι, και από εκεί κατέληξε στην Άλμπιον.
Το άστρο του Τζάστιν Φασάνου έδυσε οριστικά μετά από έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό που τον εξανάγκασε να μεταβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για μακρά αποκατάσταση. Μια αποκατάσταση που εκτός από ψυχολογικά τον διέλυσε και οικονομικά.
Βυθισμένος στην απογοήτευση, προσέγγισε το Χριστιανισμό και γίνεται φανατικό μέλος της αίρεσης των Αναγεννηστών, δηλώνοντας ότι οικτίρει τα χρήματα (που πλέον δεν έχει). Σποραδικά έπαιζε ποδόσφαιρο στις ΗΠΑ και τον Καναδά, μέχρι που “στέγνωσε” εντελώς και επέστρεψε στην Αγγλία με μηνιαία συμβόλαια.
Το Μάρτιο του ’90 υπέγραψε στη Λέιτον Όριεντ της τρίτης κατηγορίας, με στόχο απλώς να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για να ζήσει. Ήταν μόλις 29 ετών.
Ο Φρανκ Κλαρκ, προπονητής του τότε, προσπάθησε να τον πείσει να μιλήσει, τον πίεσε εξηγώντας του ότι η ομοφυλοφιλία του είναι κοινό μυστικό και θα νιώσει πολύ καλύτερα, αν το βγάλει από μέσα του και δημοσιοποιήσει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις.
Λίγους μήνες αργότερα η «Sun» κυκλοφορεί με ένα τεράστιο πρωτοσέλιδο: «£1m SOCCER STAR: I AM GAY». Στις εσωτερικές σελίδες της εφημερίδας ο Φασάνου ομολογεί μεταξύ άλλων ότι διατηρούσε σχέση με το μέλος της Βουλής των Λόρδων και οικογενειάρχη πολιτικό, Ντέιβιντ Άτκινσον.
Στο νησί ξεσπά σάλος, όπως είναι φυσιολογικό, οι ρεπόρτερ κυνηγούν τον Τζάστιν σε κάθε του έξοδο, τον περιμένουν έξω από την πόρτα του σπιτιού του, γίνεται γνωστό ότι είχε πουλήσει εκείνο το ρεπορτάζ στη «Sun» έναντι 70.000 λιρών.
Αντιλαμβάνεται το τεράστιο κύμα, όταν οι δημοσιογράφοι επιμένουν να του επισημαίνουν ότι ο μικρός αδελφός του, ο Τζον, μόλις πήρε μεταγραφή στη Γουίμπλεντον και τα πηγαίνει περίφημα. Η ερώτηση τραγικά στερεοτυπική: «Είναι και ο αδερφός σου γκέι;».
Η κατάσταση είχε πλέον ξεφύγει από τον έλεγχο των αδελφών, ο Τζον, σε μια εντελώς λανθασμένη εκτίμηση, αποφασίζει να μιλήσει σε ένα περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας, ξεκαθαρίζοντας ότι του αρέσουν οι γυναίκες, αλλά δεν είναι δουλειά των media να ρωτούν και να μαθαίνουν τι αρέσει στον καθένα.
Το περιοδικό κυκλοφορεί με τον τίτλο «Ο γκέι αδελφός μου είναι ένα εγκαταλελειμμένο χαμίνι». Ο Τζάστιν ανταπαντά δημοσιοποιώντας ότι ο Τζον τού είχε προσφέρει πολλά χρήματα προκειμένου να αποτρέψει το outing. Η σχέση των αδελφών κάπου εκεί τελείωσε.
Ο Τζον έκανε μια αξιοπρεπέστατη καριέρα σε υψηλό επίπεδο, την ολοκλήρωσε στην Άστον Βίλα και μετέπειτα έγινε ακόμα και τηλεοπτικός παρουσιαστής (παρουσίαζε τους «Μονομάχους», μια μεγάλη επιτυχία στις αρχές της δεκαετίας του ’90 σε ΗΠΑ και Αγγλία).
Την ίδια ώρα, ο Τζάστιν ήταν μόνιμο θέμα στα σκανδαλοθηρικά έντυπα που επί της ουσίας τον ζούσαν και τον κατεύθυναν σαν σκουπίδι. Υποκρίθηκε ότι διατηρεί σχέση με την κατά 30 χρόνια μεγαλύτερή του ηθοποιό, Τζούλι Γκουντγίαρ, όλοι γνώριζαν όμως ότι είναι γκέι.
Επανήλθε ξανά για τους λάθος λόγους στην επικαιρότητα, όταν ξέσπασε το τεράστιο σκάνδαλο του συντηρητικού κόμματος με τον τραγικό θάνατο του Στίβεν Μίλιγκαν, του πολιτικού που βρέθηκε νεκρός, φορώντας μόνο ένα γυναικείο καλσόν.
Ο Φασάνου αρνήθηκε κάθε ανάμειξη, θυμήθηκε ακόμα και την ιστορία με τον Άτκινσον, κάνοντας λόγο για κατασκευάσματα των media που τον εκμεταλλεύτηκαν, επειδή είχε ανάγκη τα χρήματα. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και ουσιαστικά έβαλε τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα.
Η σκωτσέζικη Χαρτς, στην οποία είχε μεταγραφεί το 1993, του έλυσε το συμβόλαιο και, μετά από διάφορες περιπλανήσεις στις μικρές κατηγορίες και μια μίνι επιστροφή στην Αμερική, ανακοίνωσε ότι σταματάει το ποδόσφαιρο. Ολοκλήρωσε την καριέρα του, αλλάζοντας συνολικά 24 (!) ομάδες από το 1980 μέχρι το 1997 και highlight έμεινε το ξεκίνημά του, όταν κλήθηκε και στην Εθνική Ελπίδων της Αγγλίας, στην οποία σκόραρε πέντε γκολ σε 11 εμφανίσεις.
Παραμένει ίσως η χαρακτηριστικότερη περίπτωση διάττοντα αστέρα στην ιστορία της Premier League, ιδίως στους νεότερους που αγνοούν τα backstories. Ο Φασάνου, για να ξεφύγει από τους δαίμονές του, ξαναπήγε στην Αμερική, όπου ανέλαβε για ένα πολύ μικρό διάστημα ως προπονητής τους Μέριλαντ Μάνια στη Βαλτιμόρη. Εκεί δέχτηκε τη χαριστική βολή.
Ένα 17χρονο αγόρι κατήγγειλε ότι, αφού του πρόσφερε ναρκωτικά, τον υποχρέωσε σε στοματικό σεξ και κατόπιν τον κακοποίησε σεξουαλικά. Όταν η αστυνομία κατέφθασε στον τόπο του συμβάντος, το νεαρό αγόρι ισχυρίστηκε ότι ο Φασάνου ήδη κατευθυνόταν προς το αεροδρόμιο για να αποφύγει τη σύλληψη και να επιστρέψει στην Αγγλία.
Αγνοείτο η τύχη του, μέχρι που βρέθηκε απαγχονισμένος σε ένα πάρκινγκ στο Σόρντιτς, στην ανατολική περιφέρεια του Λονδίνου. Δίπλα στο νεκρό του σώμα, ένα σημείωμα που ξεκινούσε ως εξής: «Είναι πολύ δύσκολο να είσαι ταυτόχρονα γκέι και διάσημος. Δεν μπορώ να διαμαρτύρομαι όμως, διότι όλοι έχουν προβλήματα στη ζωή τους».
Υπάρχει ένα πολύ σκληρό σημείο στην αφήγηση του «Forbidden Games», όταν το ντοκιμαντέρ υπεισέρχεται στα νεανικά χρόνια του Φασάνου. Τα νεαρά αγόρια εγκαταλείφθηκαν από τη μητέρα τους, Περλ, στο ορφανοτροφείο με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τη σίτισή τους.
Μιλάει για τον εκκολαπτόμενο αστέρα του ποδοσφαίρου η θετή μητέρα του, η Μπέτι Τζάκσον. Είναι μια αυστηρή λευκή γυναίκα, με χοντρά γυαλιά μυωπίας και μια χοντρή χρυσή καδένα στο λαιμό. Καθισμένη σε έναν βελούδινο καναπέ με κεντημένες ροζέτες που παραπέμπουν σε γοτθικό ναό, δίνει την προφητεία: «Είναι ένα ισορροπημένο παιδί, δεν ανησυχώ γι’ αυτόν. Ξέρει καλά ότι όλο αυτό που συμβαίνει θα τελειώσει πολύ γρήγορα και θα ξαναγίνει ο κανένας».
Δεν ήταν μόνο μια θλιβερή διαπίστωση εκ μέρους της θετής μητέρας του Φασάνου, οι φράσεις της ουσιαστικά περικλείουν τη θλιβερή πραγματικότητα των νεαρών ποδοσφαιριστών που λάμπουν, χρησιμοποιούνται, όσο εξυπηρετούν τις προσδοκίες, και κατόπιν καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων.
Ο Φασάνου σήμερα έχει ξεχαστεί, η ιστορία του είναι διδακτική, ως προς την εσωτερική αγωνία να αποδείξει ότι ανήκε στο χώρο και μπορούσε να επιπλεύσει ακολουθώντας τους κανόνες που ισχύουν εδώ και δεκαετίες, υποδυόμενος κάποιον άλλον, εκείνον που κόσμος και media έχουν προκαθορίσει.
Αντί επιλόγου, τις μέρες που έκανα την έρευνα και προσπαθούσα να συλλέξω πληροφορίες για το κείμενο, ο 24χρονος Βίκτορ Φίσερ, πρώην παίκτης του Άγιαξ και μετέπειτα της Κοπεγχάγης, δέχτηκε ακόμα μια ομοφοβική επίθεση από αντίπαλους οπαδούς στο παιχνίδι της ομάδας του εναντίον της Οντένσε.
Το πρόβλημα δεν ήταν ότι του φώναζαν σε όλη τη διάρκεια του αγώνα ότι είναι ομοφυλόφιλος, όπως τόνισε κι ο ίδιος, αλλά ότι χρησιμοποιούσαν την ομοφυλοφιλία ως βρισιά, ως προβολή για να τον πλήξουν.
Είναι ξεκάθαρα θέμα κουλτούρας, θέμα καθεστηκυίας τάξης και κατεστημένου σε έναν χώρο που θεωρείται εξ ορισμού “σκληρός”, ενώ δεν είναι.
Και οι πρωταγωνιστές του προτιμούν να παραμένουν σιωπηλοί, να κωφεύουν, προκειμένου να αποφύγουν τον ύφαλο του αντικομφορμισμού και της ομοφοβίας.
Κατέληξα λοιπόν στο συμπέρασμα ότι το ποδόσφαιρο δεν έπαψε ποτέ να είναι ειλικρινές, γιατί δεν ήταν ποτέ.
Και θεωρώ ότι πολύ δύσκολα θα αλλάξει αυτό και στο μέλλον.
Κεντρική εικόνα (illustration): Steve Welsh, miniboro.com.
CHECK IT OUT: Αχ. Παπαδημητρίου: Εννέα λόγοι που πήγα στο Nantes Pride