Κάπου ανάμεσα στις Τρανσυλβανικές Άλπεις, στη μικρή Μπάνσκα Μπιστρίτσα, ο πατέρας Ρίχαρντ και η μητέρα Ρενάτα, κουρασμένοι από τη δουλειά, δεν ήθελαν να μένει ανοικτή ως αργά η τηλεόραση.
Ο Μάρεκ όμως είχε φτάσει επτά ετών. Μαζί με τον κατά δύο έτη μεγαλύτερο αδερφό του είχαν ήδη ξεκινήσει να αγαπάνε πολύ το ποδόσφαιρο. Άλλωστε, τα πρώτα παπούτσια του για το χορτάρι τού τα είχαν πάρει, πριν καν το πατήσει, στα τέσσερά του. Τα παιδιά κατέβαιναν μυστικά στο από κάτω σπίτι του παππού και εκείνος τους έμπαζε μέσα κρυφά. «”Ελάτε, θα δούμε τη Βραζιλία”, μας έλεγε και γελούσαν πονηρά τα παχιά μουστάκια του. Εμείς νομίζαμε ότι κάναμε μεγάλη σκανταλιά, αλλά, μεγαλώνοντας, μας αποκαλύφθηκε ότι ο παππούς τα είχε σκαρώσει όλα με τη μαμά».
Ο Μπεμπέτο και ο Ρομάριο. Με αυτούς είχε την πρώτη του τρέλα. «Θυμάμαι ότι δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ήταν διαφορετικό από κάθε τι που έβλεπα στο γήπεδο ή την τηλεόραση. Ήθελα και εγώ να παίζω έτσι. Μεγαλώνοντας όμως, κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να κάνω τέτοια βραζιλιάνικα. Ήθελα να γίνω περισσότερο σαν τον Ζιντάν ή τον Νέντβεντ. Και τελικά κατέληξα πιο γρήγορος, να χτίζω τη δική μου ιστορία. Και αυτό είναι το πιο γλυκό που θα μπορούσε να μου συμβεί».
Πριν απ’ όλα αυτά όμως υπήρξε η αφετηρία. Όχι στην ομάδα της πόλης. Ήταν το μεγάλο club της χώρας που τον πρόλαβε και τον πήρε εσώκλειστο στη σχολή του. Ήταν 14 ετών και βρέθηκε 800 χλμ. μακριά από το σπίτι του.
Είχε όμως μαζί του ένα τεράστιο εφόδιο. Μία δεύτερη παρακαταθήκη δώρο από τη μαμά. Εκείνη ήταν που του σήκωνε το μαλλί με ζελέ. «”Θέλω να είσαι ξεχωριστός. Άσε να σε κοιτάζουν”, μου έλεγε. Και δείτε πώς εξελίχτηκε τελικά».
Wonderkid
Η Σλόβαν Μπρατισλάβας, ο μοναδικός σύλλογος από την πρώην Τσεχοσλοβακία με ευρωπαϊκή κούπα, το Κύπελλο UEFA του 1969 κόντρα στην Μπαρτσελόνα, συνειδητοποίησε άμεσα το διαμάντι που βρέθηκε προς επεξεργασία στα χέρια της. Εντάξει, δεν ήταν και κάτι δύσκολο για να το καταλάβεις. Με τα πιτσιρίκια της Γιούπι Ποντλάβιτσε είχε μετρήσει 100 γκολ σε 30 παρουσίες. Και η Σπάρτα Πράγας τον είχε εντοπίσει, αλλά δεν μπορούσε να εγγυηθεί δουλειά για τους γονείς του.
Η Σλόβαν ήταν τυχερή. Και μαζί της δεν χρειάστηκε παρά ελάχιστο. Μόλις έξι φορές πρόλαβε να παίξει με την πρώτη ομάδα και να βάλει ένα γκολ. Ήταν 17 ετών και ήδη τον είχαν βάλει στο μάτι από το εξωτερικό.
Ένα ψιλόλιγνο ελάφι που κάλπαζε με την μπάλα και θυσιαζόταν για να την ξανακάνει δική του, όταν αυτή χανόταν.
Στο Euro U17 της Γαλλίας (2003) το έμπειρο μάτι του Μαουρίτσο Μίκελι δεν χρειάστηκε δεύτερο βλέμμα πάνω του. Η Μπρέσια δεν είχε χρήματα για επενδύσεις και αναζητούσε ταλεντάκια. Το αγόρι με το περίεργο μαλλί που πήγαινε προς τα πάνω έκανε τα μάτια του Ιταλού scout να βλέπουν καρδούλες.
Μισό εκατ. ευρώ ήταν αρκετό για να κάνει τους Σλοβάκους να συναινέσουν, ενώ οι γονείς πείστηκαν με τα 60.000 ευρώ ανά έτος και ένα σπίτι για να βρίσκονται κοντά του στη Βόρεια Ιταλία. Ο Μάρεκ δεν χρειαζόταν επιχειρήματα. Όταν τον κάλεσαν για να δει τις εγκαταστάσεις, ο πρώτος που συνάντησε ήταν ο Ρομπέρτο Μπάτζο. «Με καλωσόρισε με χαμόγελο και εγώ πάγωσα και δεν του έδωσα καν το χέρι μου».
Χρειάστηκε να περιμένει μέχρι τον Μάρτιο για να κάνει ντεμπούτο στη Serie A και συνοδεύτηκε με ήττα. Λίγο αργότερα θα ακολουθούσε και ο υποβιβασμός. Την ίδια στιγμή ακριβώς, πολλά χιλιόμετρα νοτιότερα, τα χρέη έστελναν τη Νάπολι στη C1 και έναν κινηματογραφικό επιχειρηματία να εμφανίζεται για να τη βοηθήσει. Ο Αουρέλιο Ντε Λαουρέντις και ο Μάρεκ δεν θα αργούσαν να συναντηθούν.
Νάπολι
Δύο χρόνια αργότερα θα ολοκλήρωνε τη σεζόν στη Serie B με 10 γκολ και 13 ασίστ. Η Μπρέσια θα τερμάτιζε 10η, αλλά η Νάπολι με το δεύτερο εισιτήριο, πίσω μόνο από τη Γιουβέντους που ολοκλήρωνε το “αγροτικό” της εξαιτίας του Calciopoli, θα επέστρεφε στη μεγάλη κατηγορία. Και ο πρώτος που θα αποκτούσε θα ήταν ο Μάρεκ Χάμσικ, στη διόλου ευκαταφρόνητη τιμή των 5.5 εκατ. ευρώ.
«Αυτό το παιδί να το προσέξετε πολύ καλά από εδώ και πέρα», ήταν τα λόγια του Ντε Λαουρέντις κατά την παρουσίασή του. Και ήταν περίεργο που εστίαζε στον μικρό, μιας και την ίδια στιγμή παρουσιαζόταν και η μεγάλη επένδυση ενός Αργεντινού σέντερ φορ από τη Σαν Λορένσο, του Εσεκίελ Λαβέτσι. Όταν μάλιστα μπήκαν στο γήπεδο για να φωτογραφηθούν, κανείς δεν έδωσε σημασία στον νεαρό Σλοβάκο. Θα του έδιναν αργότερα, όση θα του έπρεπε…
Την πρώτη του χρονιά κιόλας στο San Paolo υπήρξε μία πραγματική αποκάλυψη. Πρώτος σκόρερ της ομάδας στο Campionato (εννέα γκολ) και απόλυτη αποθέωση από φίλους και αντιπάλους. «Λέτε ότι μου μοιάζει. Εγώ σας λέω ότι είναι ακόμα πιο δυνατός, πιο γρήγορος, πιο καλός σκόρερ, πιο πολυσύνθετος», θα πει ο Πάβελ Νέντβεντ. «Έχει την εμπειρία 30χρονου, και ας είναι μόλις 21 ετών. Δεν έχω ξαναδεί στο γήπεδο κάτι τόσο γεμάτο, τόσο ολοκληρωμένο σε τέτοια ηλικία», θα προσθέσει ο προπονητής του, Έντι Ρέγια, ο οποίος, την πρώτη στιγμή που τον είχε δει, είχε παραπονεθεί («τι μου φέρατε αυτό το παιδί;»).
Ο Μάρεκ κάνει φανταστικά πράγματα. Χρειάζεται λιγότερες από δύο επαφές για να πάρει αποφάσεις και αυτές είναι πάντοτε σωστές. Παίζει λες και έχει έρθει σαν έτοιμος από πάντα. Λες και έχει διαβάσει μόνο τις τελευταίες σελίδες από το manual του ποδοσφαίρου. Σα να ξεφύλλισε με μία ματιά όλα όσα οι συνομήλικοί του χρειάζονται χρόνια για να κατανοήσουν.
Έχει τρέλα με τα πέναλτι. Μετά τις προπονήσεις κρατάει πάντα τους πορτιέρε, Νικολάς Ναβάρο και Τζενάρο Ιέτσο, και τους εκτελεί. Το πρώτο θα του το πιάσει ο Ναβάρο έπειτα από 65 εύστοχες προσπάθειες. Με αυτόν τον τρόπο θα το κερδίσει και θα του δώσουν το δικαίωμα να είναι εκείνος ο εκτελεστής της ομάδας.
Όλα θα τα κερδίσει. Με δουλειά, ταλέντο και την εκδήλωση της χαράς του που βρίσκεται εκεί. Πηγαίνει πάντα στην curva. Συνδέεται με το κοινό. Θα τον κλέψουν ακόμα και με πιστόλι στον δρόμο, αλλά δεν θα το καταγγείλει. Με τον τρόπο του θα τους αναγκάσει να του επιστρέψουν τα κλοπιμαία, ζητώντας του συγγνώμη. Η παράξενη φυλή των Ναπολιτάνων θα τον αγαπήσει έτσι ακόμα περισσότερο. Κι εκείνος δεν θα υποκύψει στις προτάσεις από τον Βορρά.
Θέληση, πριν την ικανότητα
Βλέποντας τα γκολ του Χάμσικ, το ένα μετά το άλλο, δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις ότι πολλά προέρχονται από χαμένες ή λανθασμένες επιλογές συμπαικτών του, από ριμπάουντ, εν ολίγοις, από χαλαρές μπάλες που συγκεντρώθηκαν μέσα στην περιοχή. Κατ’ επέκταση, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει σε εκείνον τη θέληση, πριν από την ικανότητα.
Την επιθυμία να έχει άμεσο αντίκτυπο στην εξέλιξη του παιχνιδιού, να παρεμβληθεί στο χάος για να αποκτήσει ένα απτό αποτέλεσμα, να κόψει τον Γόρδιο δεσμό και να λύσει προβλήματα. Αυτή τη θέληση πριν από την ικανότητα, αλλά όχι κατά σειρά σπουδαιότητας. Επειδή δεν ήταν ο τύπος του παίκτη που προσπαθούσε να φτάσει στο αποτέλεσμα με συντομεύσεις.
Το γεγονός και μόνο ότι βρέθηκε τόσες φορές στην καριέρα του στη σωστή θέση τη σωστή στιγμή δείχνει ότι ήξερε πώς να δημιουργεί από το τίποτα μία δική του ζώνη άνεσης. Μία ικανότητά του να καταλαμβάνει ζωτικό χώρο και να προβλέπει την εξέλιξη του παιχνιδιού, ακόμα και όταν εκείνο έμοιαζε εντελώς απρόβλεπτο.
Μία αγωνιστική ευφυΐα σε συνδυασμό με απεριόριστο τεχνικό υπόβαθρο που τον μεταμόρφωναν σε έναν άλυτο, άγνωστο παράγοντα για τους αντιπάλους. Και είναι ίσως και γι’ αυτόν τον λόγο (ότι δηλαδή η εξυπνάδα δεν αποτελεί μία άμεσα ορατή ιδιότητα) που μόνο σήμερα το κοινό αντιλαμβάνεται το μεγαλείο ενός μέσου που κατάφερε για μια δεκαετία να διατηρήσει έναν “παράλογο” μέσο όρο, γύρω στα 10 γκολ και 10 ασίστ ανά σεζόν.
Δαρβινιστική εξέλιξη
Ο Χάμσικ υπήρξε ταυτόχρονα δημιουργός και εκτελεστής. Ήξερε πώς να τα συνδυάσει αυτά τα δύο. Γνώριζε τις καλύτερες κινήσεις για να φτάσει στον στόχο και ταυτόχρονα πώς να ολοκληρώσει την προσπάθεια, επειδή σε αυτή τη διαδρομή έβλεπε τη μήτρα της δημιουργίας του.
Συνήθως είναι οι λιγότερο τεχνικοί ή λιγότερο σωματικοί παίκτες που αναπτύσσουν μία ανώτερη κατανόηση του παιχνιδιού. Μία δαρβινιστική εξέλιξη, ικανή να τους σώσει από ανώτερους αντιπάλους. Κι εκείνος δεν είχε σωματικά ή τεχνικά προσόντα που από μόνα τους να επιτρέπουν να κυριαρχεί στους αντιπάλους. Η ευφυΐα του περισσότερο αναπτύχθηκε ως όργανο άμυνας ενάντια στον ολοένα και πιο υψηλό ανταγωνισμό, ως ένα μέρος της δικής του ποδοσφαιρικής γενετικής σύνθεσης.
Από τον Ρέγια και τον Ρομπέρτο Ντοναντόνι, ο οποίος τον έστειλε ακόμα πιο κοντά στην αντίπαλη περιοχή, έως τον Βάλτερ Ματσάρι, τον Ράφα Μπενίτεθ και τον Μαουρίτσο Σάρι, όλοι τους κατάλαβαν την ιδιαιτερότητά του και του έδωσαν ελευθερία.
Από το ένα κουτί έως το άλλο, κανείς δεν μπορούσε να ακολουθήσει τα ανοίγματά του. Το να παίρνει την μπάλα από τους δικούς του αμυντικούς και έπειτα να βρίσκεται στο πλευρό των επιθετικών του. Τους έκανε όλους καλύτερους και τους άφηνε να παίρνουν τη λατρεία. Λαβέτσι, Καβάνι, Κουλιαρέλα, Ινσίνιε, Μέρτενς. Όλοι τους ευεργετήθηκαν, αλλά εκείνον δεν τον απασχολούσε.
Ήταν πάντοτε μετριοπαθής, προσεκτικός με τις λέξεις και τα την έκφραση των συναισθημάτων. Δεν του ξέφυγε ποτέ παράπονο, θυμός, αντίδραση, απογοήτευση.
Ακόμα και όταν το κοινό τον κατηγόρησε για απουσία ηγετικής προσωπικότητας. Για απουσία ψυχής, όταν η μπάλα έκαιγε. Δεν βγήκε ποτέ να δικαιολογηθεί, να δείξει ενόχληση ή να κάνει κάποια άστοχη δήλωση. Παρέμενε σταθερός, αδιάβλητος, εργατικός, ταγμένος στην ομάδα.
Τον κατηγόρησαν ακόμα και για φόβο να πάει σε μεγαλύτερη ομάδα και ότι έμεινε εκεί, επειδή ήθελε να είναι “πρώτος στο χωριό”. Για εκείνον όμως η Νάπολι ήταν η πρωτεύουσα του κόσμου. Τη στιγμή που οι πλούσιοι αστέρες της ομάδας ζουν στα προάστια του Βόμερο και του Ποζίλιπο, εκείνος παρέμενε στο πιο αστικό κομμάτι του Καστέλβολτούρνο και έβγαινε για να παίξει μπαλίτσα με τα παιδιά της γειτονιάς.
Ντιέγο και μοϊκάνα
Για μία στιγμή έγινε ο πρώτος που ξεπέρασε τον Ντιέγο Μαραντόνα ως all time σκόρερ της Νάπόλι (121 αντί 115 γκολ) και αυτό ήταν κοσμοϊστορικό επίτευγμα. Στην πορεία, τον προσπέρασαν με τη σειρά τους ο Ντρις Μέρτενς (148) και για μόλις ένα (122) ο Λορέντσο Ινσίνιε. Κράτησε όμως δική του την τιμή του παίκτη με τις περισσότερες εμφανίσεις. Οδήγησε τον σύλλογο στο πρώτο τρόπαιο της μετά μαραντονικής εποχής (Κύπελλο 2012 και 2014, Super Cup 2014) και στις πρώτες δειλές παρουσίες στο Champions League. Ψηφίστηκε το 2008 κορυφαίος νεαρός στη Serie A και τρεις χρονιές στην καλύτερη 11άδα της, διάκριση που επαναλήφθηκε και στο Champions League το 2014-2015.
Το 2019 όμως, στα 32 του, φάνηκε πεσμένος και έπειτα από 12 χρονιές εκεί συμφώνησαν να αποχωρήσει. Πέρασε για λίγο από την Κίνα, για ελάχιστο από τη Γκέτεμποργκ στη Σουηδία και στα 34 του είπε να δοκιμάσει λίγο και στην Τουρκία. Μόνο που εκεί θυμήθηκε τον καλύτερο εαυτό του. Μαζί με τον Τάσο Μπακασέτα και τον Μανώλη Σιώπη οδήγησαν την Τραμπζονσπόρ στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος, την πρώτη έπειτα από 38 χρόνια (κορυφαίος ξένος παίκτης της σεζόν).
Παράλληλα με όλ’ αυτά, άφησε το στίγμα του και με την Εθνική Σλοβακίας. Ως αρχηγός την οδήγησε στο πρώτο Μουντιάλ (2010) και το πρώτο Euro (2016), ενώ κρατάει το ρεκόρ με το εθνόσημο τόσο σε παρουσίες (138) όσο και γκολ (26). Οπότε τον Ιούνιο του 2023 αισθάνθηκε γεμάτος ώστε να μπορέσει να ανακοινώσει το “αντίο” του.
Λίγο πριν όμως από αυτό, είχε κάνει κάτι ίσως ακόμα πιο σημαντικό. Έχοντας υποσχεθεί από τον Δεκέμβριο πως, εάν η Νάπολι κατακτούσε το Scudetto, θα έκοβε τη μοϊκάνα, το έκανε πράξη γεμάτος δάκρυα. Όχι για το μαλλί αλλά για τους «Partenopei» που επιτέλους το σήκωσαν. Δάκρυα που δεν πρόλαβε και εκείνος στη δική του εποχή. Λίγο ήθελε, γαμώ το.
«Την είχα από την πρώτη χρονιά μου στη Νάπολι. Ένας φίλος με πήγε μία μέρα σε έναν κουρέα και εκείνος μου είπε ότι, έτσι όπως έκανα τα μαλλιά μου προς τα πάνω, έπρεπε να τα αναδείξω ακόμα περισσότερο και μου ξύρισε τα πλαϊνά. Έκτοτε μου έμεινε ως ένα κομμάτι της προσωπικότητάς μου και πάντοτε μου θύμιζε τη μητέρα μου. Πλέον, εφόσον σταμάτησα, δεν ξέρω εάν θα τα αφήσω ξανά. Ήταν κάτι που με αντιπροσώπευε στο γήπεδο. Εκτός αυτού ακόμη δεν ξέρω πώς θέλω να είμαι».
Ανοικτά πεδία και κλειστά κενά
Σε αυτή του τη δεκαετία στη Νάπολι τον προσέγγισαν σχεδόν οι πάντες. Λίβερπουλ, Τότεναμ, Μπαρτσελόνα, Μίλαν, Γιουβέντους, Παρί. Δεν ήθελε να φύγει. Για τους Ναπολιτάνους ήταν ο δικός τους «Μαρεκιάρο». Τον είπαν έτσι από το αγαπημένο τους σημείο στον κόλπο του Σορέντο. Ήταν κομμάτι τους και εκείνοι δικό του.
Ο σπουδαιότερος του συλλόγου από το Πρωτάθλημα του 1990 και τον Μαραντόνα. Τα έκανε όλα πολύ καλά. Ένας αθλητής με τα δύο πόδια σχεδόν ομότιμα. Ένας συνεχής έλεγχος του σώματος, χάρη στον οποίον μπορούσε σχεδόν να πετάει. Αυτό ήταν το πλεονέκτημα και συνάμα το μειονέκτημά του. Ενώ ήταν καταπληκτικός στους ανοικτούς χώρους, δεν μπόρεσε ποτέ να αποκτήσει την υπερφυσική όραση που είχαν αντίστοιχα οι Τότι, Ινιέστα, Μόντριτς, Οζίλ.
Ίσως κάπως με τα χρόνια να έμαθε να κινείται και σε λίγο πιο κλειστά πεδία, να παίζει σε πιο χαμηλούς ρυθμούς, να ασχολείται περισσότερο όχι με την ταχύτητα αλλά με τη γεωμετρία, η οποία τού επέτρεπε να περιστρέφει την ομάδα γύρω του.
Το παιχνίδι του υπήρξε σπουδαίο, αλλά με κάποιον τρόπο δεν μπόρεσε ποτέ να τον τοποθετήσει στην κατηγορία της παγκόσμιας κλάσης.
Ο πιο προφανής περιορισμός του ήταν ότι δεν ήξερε πώς να εφευρίσκει κινήσεις από το πουθενά. Ναι μεν είχε την ικανότητα να βάλει την μπάλα σε όποιον χώρο έβλεπε ή να τρέξει το γήπεδο, αλλά αυτός ο χώρος έπρεπε να έχει ήδη ανοίξει χωρίς εκείνον. Πολλές φορές σκεφτόταν κάτι, αλλά, όταν έφτανε προς αυτό, η πόρτα έμοιαζε να κλείνει και τότε δεν υπήρχε εναλλακτική.
Ίσως αυτός να ήταν και ο βασικός λόγος που τον έκανε να καταλήγει στη σκιά στα πιο δύσκολα ματς. Όχι επειδή του έλειπε ο χαρακτήρας, αλλά επειδή όσο περισσότερο ανεβαίνεις επίπεδο τόσο περισσότεροι αντίπαλοι κλείνουν τα κενά. Στα πιο κρίσιμα δεν ήταν εκείνος που από μόνος του θα άλλαζε την πορεία ενός αγώνα.
Μαρεκιάρο
Ίσως πάλι για τον ίδιο, αλλά και για τους Ναπολιτάνους επίσης, δεν είχε σημασία αυτή του η δυσκολία. Ο «Μαρεκιάρο» τους ήταν εκείνος που πήγαινε πάντα στις ήττες και στεκόταν με λύπη και κάποια ντροπή μπροστά από τα μεγάλα πανό των οπαδών. Κοιτούσε τη μορφή του σε μία χορογραφία αφιερωμένη σε εκείνον και αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να ανταποδώσει τη στοργή και τις ελπίδες της πόλης. Το προσπάθησε μέσα από τον συνδυασμό της δημιουργικής γεωμετρίας και της τακτικά αυστηρής συνέπειας.
Και έγινε ένας αρχηγός με συναίσθημα. «Προσωπικά, ποτέ δεν έβαλα τα χρήματα και τα τρόπαια πάνω από την αγάπη. Αυτό αναζητούσα και η Νάπολι μού το χάρισε απλόχερα. Με έκανε αυτό που είμαι και θα είμαι για πάντα».
Ο Μάρεκ Χάμσικ δεν ήταν από τους παίκτες που διατάραξαν τους κανόνες και την ησυχία του παιχνιδιού. Ενίοτε το απορύθμιζε με ευγενικό τρόπο, αλλά πάντοτε κατέληγε να το υπηρετεί με σταθερότητα.
Κάπως η αγάπη του για την πόλη και την ομάδα. Κάπως η αίσθηση ενός ποδοσφαιρικού ήρωα από κόμικ παλιότερης εποχής. Κάπως η μοϊκάνα να σχίζει αεροδυναμικά τον αέρα στις επελάσεις του. Μα πάνω απ’ όλα η ευλαβική σιωπή του κάθε φορά που στεκόταν μπροστά από το πιο αγαπημένο του πανό. Αυτό που τον προσδιόριζε στον ιταλικό Νότο γράφοντας:
«Μάρεκ Χάμσικ είσαι ο δικός μας Γαλάζιος Πρίγκιπας»!
CHECK IT OUT: Η λάβα του Ντιέγκο καίει ακόμα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κβίτσα Κβαρατσχέλια: Η ενστικτώδης ενόρμηση της ντρίμπλας
Γιατί δεν ήθελε κανείς τον Έντινσον Καβάνι;