Τέλος δεκαετίας του ’90, αρχές της επομένης, κι έχοντας ήδη θητεύσει ως βοηθός στην ΑΕΚ και τη Νήαρ Ηστ αλλά κι ως υπηρεσιακός προπονητής στο Σπόρτιγκ, αποφασίζω να αναζητήσω δουλειά στο εξωτερικό.
Θέλω να φύγω από την πίεση της Ελλάδας, να κάνω μια νέα αρχή, να “χτίσω” το όνομά μου στον χώρο του μπάσκετ και να εμπλουτίσω το βιογραφικό μου.
Είναι μια περίοδος που, παρότι είχα αρχίσει να δουλεύω ατομικά με αθλητές πάνω στη βελτίωσή τους σε συγκεκριμένα κομμάτια του παιχνιδιού, αυτό δηλαδή που πλέον είναι η βασική δουλειά μου, ακόμη μου άρεσε και το… προπονητιλίκι, ο πάγκος, το head coaching.
Στο εξωτερικό σχεδόν παντού η πίεση είναι λιγότερη.
Ψάχνουμε λοιπόν με τον εκπρόσωπό μου, τον Λου Ντάιαμοντ, σε χώρες όπως η Νορβηγία, η Δανία, η Σουηδία και η Ολλανδία, στις οποίες δυνητικά και βάσει του μέχρι τότε βιογραφικού μου θα μπορούσα να δουλέψω ως πρώτος προπονητής.
Η προσπάθειά μας αποδίδει καρπούς λίγα χρόνια μετά, το 2004, χάρη στη γνωριμία μου με τον Τσαρλς Μπάρτον, ο οποίος με προτείνει σε μια ομάδα στη Νορβηγία. Ο Μπάρτον έναν χρόνο πριν είχε αναλάβει τον Άρη και με ήθελε για βοηθό του, αλλά ήταν μια εποχή που εγώ λόγω υποχρεώσεων δεν μπορούσα να φύγω από την Αθήνα.
Η νύχτα… μέρα στο Χάρσταντ
Κάνω το πρώτο ταξίδι στη Νορβηγία τον Μάιο του 2004, για να γνωρίσω τους ανθρώπους των Χάρσταντ Βίκινγκς. Ταξιδεύω από Αθήνα για Φρανκφούρτη, από εκεί για Όσλο και τελικός προορισμός είναι το Χάρσταντ. Τρεις πτήσεις και πολλές ώρες αναμονής για την επόμενη ανταπόκριση. Το Χάρσταντ είναι στην… πινέζα του χάρτη της Νορβηγίας, περίπου 250 χιλιόμετρα πάνω από τον Αρκτικό κύκλο, στα βορειοδυτικά, σε ένα φιόρδ.
Κατεβαίνω από το αεροπλάνο περίπου μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα και είναι ακόμη μέρα! Αυτό είναι το πρώτο σοκ, γιατί, όσο κι αν το ξέρεις, όσο κι αν έχεις διαβάσει και ενημερωθεί ότι πας σε ένα μέρος που είναι έξι μήνες μέρα κι έξι μήνες νύχτα, δεν γίνεται να μην εκπλαγείς, μόλις το δεις μπροστά σου. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και έμοιαζε σαν να είναι 18:00 το απόγευμα!
Στο αεροδρόμιο με υποδέχεται ο τιμ μάνατζερ των Χάρσταντ Βίκινγκς. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, το οποίο μού κάνει τρομερή εντύπωση, καθώς έχει wireless internet και Bluetooth εκείνη την εποχή! Φτάνουμε στο κέντρο της πόλης, όπου ο κόσμος κάθεται έξω από τα μπαρ, πίνει το ποτό του και διασκεδάζει υπό το φως του ήλιου, αν και είναι οι πρώτες πρωινές ώρες!
Όταν είναι όλο μέρα, στα παράθυρα βάζουν χοντρές σκούρες κουρτίνες, για να μπορείς να κοιμηθείς. Από τον Νοέμβριο και μετά είναι μόνο νύχτα. Σηκώνεσαι το πρωί στις 09:00 κι είναι νύχτα. Έντεκα το πρωί κι οδηγείς με αναμμένα τα φώτα του αυτοκινήτου. Τα παιδιά γυρίζουν μεσημέρι από το σχολείο, κρατώντας τα φαναράκια τους, για να τα βλέπουν οι οδηγοί.
Το Χάρσταντ είναι δίπλα στη φύση σε απόλυτη αρμονία με το τοπίο. Περπατάς στον δρόμο και νομίζεις ότι από το επόμενο στενό θα πεταχτεί ο Άγιος Βασίλης! Κάθεσαι στα καφέ του κεντρικού πεζόδρομου να πάρεις το πρωινό σου και από το παράθυρο βλέπεις πιτσιρικάδες να περνάνε με τα σνόουμπορντ, κάνοντας φιγούρες και άλματα. Απίστευτες εικόνες από ένα φοβερό μέρος με υπέροχους ανθρώπους και, παρότι έχουν περάσει χρόνια, ακόμη διατηρώ φιλίες και επικοινωνία.
Στη θητεία μου εκεί, γνωρίζω και κάνω παρέα με έναν Νορβηγοαμερικανό, μεγαλύτερο σε ηλικία από μένα, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο Βιετνάμ. Σχεδόν όλοι οι Νορβηγοί έχουν μια μικρή καλύβα, σαν εξοχικό, πάνω στο βουνό. Η δική του ήταν περίπου 30 τετραγωνικά.
Σε ένα ρεπό της ομάδας, έχουμε ξεκινήσει από την πόλη με χιονόπτωση, έχουμε παρκάρει το αυτοκίνητο σε ένα κλειστό γκαράζ κάπου στον δρόμο, συνεχίζουμε με δύο snowmobiles, τραβώντας μκρή μπαγκαζιέρα με προμήθειες, και, ανεβαίνοντας το βουνό, φτάνουμε στο σπίτι του. Ψήνουμε χοτ ντογκ, φτιάχνουμε ζεστή σοκολάτα και βγάζουμε ξαπλώστρες στο χιόνι.
Στο ηχείο εκείνος έχει βάλει ΑΒΒΑ στο τέρμα, πάνω μας στον ουρανό το εντυπωσιακό Βόρειο Σέλας με αυτά τα υπέροχα χρώματα και το πράσινο να κυριαρχεί και μπροστά μας να περνάνε διάφοροι τύποι που κάνουν cross country σκι και βολτάρουν στο βουνό! Αξέχαστες εικόνες!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ επίσης ένα άλλο απίστευτο περιστατικό. Μια μέρα μού τηλεφωνεί ένας φίλος από Ελλάδα που έχει παίξει κάποια παιχνίδια ποδοσφαίρου στο στοίχημα. Τα έχει πιάσει όλα και περιμένει ένα αποτέλεσμα Β’ κατηγορία Νορβηγίας (συμπτωματικά είναι ένα παιχνίδι που γίνεται στο Χάρσταντ) για να πάει ταμείο! Το 2004 φυσικά δεν είναι τόσο διαδεδομένα στην Ελλάδα το ίντερνετ και τα social media, ενώ φυσικά live ενημέρωση δεν υπάρχει ακόμη.
«Δεν πας στο γήπεδο να μου λες τι γίνεται, μη με φάει η αγωνία; Αυτό το ματς περιμένω», μου λέει. Πράγματι, αν και άσχετος με όλα αυτά, πηγαίνω να δω το ματς, το οποίο όμως δεν έγινε ποτέ, γιατί οι παίκτες της Χάρσταντ -όλοι ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές- την προηγούμενη είχαν ξεκινήσει για ψάρεμα σολομού και εντωμεταξύ είχαν αποκλειστεί στα ανοικτά στη Βόρεια Θάλασσα, με βλάβη στο αλιευτικό σκάφος τους!
Μιλώντας για μπάσκετ, η ομάδα είχε παίκτες ημιεπαγγελματίες αλλά με σπουδαία φυσικά προσόντα. Πολύ δυνατοί όλοι, έβαζαν το κορμί τους σε κάθε φάση. Όχι ιδιαίτερο ταλέντο στο άθλημα και ανεπτυγμένες δεξιότητες, ωστόσο οι περισσότεροι είχαν σπουδάσει και παίξει μπάσκετ σε αμερικανικά κολέγια, έστω και μικρά.
Η πλειοψηφία ήταν Νορβηγοί, λίγοι Σουηδοί και είχαμε και δύο Αμερικανούς, από Divison I του NCAA, όπως και όλες οι ομάδες στο Πρωτάθλημα. Ένας από τους δύο δικούς μου ήταν ο Ντέιβιντ Μόργκαν, ένας ψηλός λευκός που είχε παίξει στην Ελλάδα σε Δάφνη και Παπάγου.
Σε αντίπαλη ομάδα έπαιζε ο Τόργκεϊρ Μπριν, ίσως ο πλέον γνωστός Νορβηγός μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, ο οποίος έχει παίξει και στον Άρη, ενώ ως προπονητής σε αντίπαλη ομάδα εργαζόταν ο Αμερικανός Γουίλ Βόιτ, πλέον πρώτος προπονητής στους Όστιν Σπερς, τη θυγατρική του Σαν Αντόνιο στη G-League.
Εκείνη τη χρονιά το αδιαφιλονίκητο φαβορί για τον τίτλο ήταν το Τρόμσο. Τα μεταξύ μας παιχνίδια ήταν το ντέρμπι του Βορρά, κάτι σαν το Άρης-ΠΑΟΚ τη δεκαετία του ’90, με τον Άρη να μην χάνει με τίποτα και τον ΠΑΟΚ να κυνηγάει, να φτάνει κοντά, αλλά τελικά να χάνει. Εμείς λοιπόν ήμασταν ο ΠΑΟΚ!
Η ατμόσφαιρα στα γήπεδα ήταν καταπληκτική. Είχαν κάνει ένα ταξίδι μάλιστα στη Νορβηγία η γυναίκα μου, η Χριστίνα, με την κόρη μου, τη Ρόζα, για να με δουν και στο αεροδρόμιο την περίμεναν δημοσιογράφοι για συνέντευξη!
Την επόμενη μέρα ήταν πρωτοσέλιδο με τίτλο «η γυναίκα του κόουτς» στη μεγαλύτερη εφημερίδα της περιφέρειας και στο αμέσως επόμενο εντός έδρας παιχνίδι τη “σημάδευαν” στο γήπεδο καμιά δεκαριά φωτογράφοι.
Γυρίζοντας από τη Νορβηγία, εργάστηκα ξανά ως δημοσιογράφος, όπως είχα κάνει και πριν ασχοληθώ με την προπονητική. Η δημοσιογραφία πάντα μου άρεσε και, εφόσον είχα βρει τις ιδανικές συνθήκες στο εργασιακό μου περιβάλλον, αποφάσισα να στραφώ εκεί και μπασκετικά να ασχοληθώ μόνο με τα παιδικοεφηβικά του Γ.Σ. Κηφισιάς.
Από Κηφισιά… Φρανκφούρτη
Η ζωή ωστόσο είχε άλλα σχέδια για μένα. Από το… πουθενά, τον Αύγουστο του 2006 μού τηλεφωνεί ο μάνατζέρ μου και με ενημερώνει ότι άνοιξε μια θέση στο προπονητικό τιμ των Φράνκφουρτ Σκάιλαϊνερς του Τσαρλς Μπάρτον, ο οποίος έχει συνεχίσει εκεί μετά τον Άρη.
Ένας εκ των βοηθών του αποχωρεί αιφνιδιαστικά, αναλαμβάνοντας ρόλο σκάουτερ των Ντένβερ Νάγκετς στην Ευρώπη. Ο Μπάρτον μού λέει ότι θα έρθει για δύο μέρες στη Θεσσαλονίκη για ένα φιλικό με τον Άρη και θέλει να ανέβω μέχρι εκεί για να μιλήσουμε.
Πράγματι έτσι γίνεται, συζητάμε με τον κόουτς και συμφωνούμε σε όλα.
Αναλαμβάνω ουσιαστικά να είμαι το δεξί του χέρι, καθώς μου δίνει πολλές ευθύνες: σκάουτινγκ αντιπάλων, ενεργή συμμετοχή στην προπόνηση και φυσικά πάντα δίπλα του στους αγώνες.
Το Γερμανικό Πρωτάθλημα ήταν από τότε εκπληκτικό και εξαιρετικά οργανωμένο. Βλέπεις μεγάλα και γεμάτα γήπεδα, κόσμο με παιδεία, γυναίκες να έχουν στο μάρσιπο 30 ημερών μωρά και να έρχονται στο γήπεδο. Καλοί ξένοι, καλό επίπεδο, φοβερές εγκαταστάσεις. Οι Γερμανοί έχουν τρομερό work ethic.
Επειδή η Φρανκφούρτη είναι σχεδόν στο κέντρο της χώρας, πηγαίναμε παντού με πούλμαν. Σ’ αυτά τα ταξίδια οδικώς είδα σχεδόν όλη τη Γερμανία. Τα πούλμαν ήταν ό,τι πιο σύγχρονο κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή, καθώς είχαν κατασκευαστεί λίγους μήνες για τις ανάγκες του Μουντιάλ του 2006. Εμείς είχαμε πάρει δικό μας, το πούλμαν της Εθνικής Γερμανίας. Μόνο με τρένο πήγαμε στο Βερολίνο, αλλά κι εκεί είχαμε δικό μας πριβέ βαγόνι!
Στο οικονομικό σκέλος, πληρωνόμασταν αυστηρά κάθε 1η του μήνα, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση. Χορηγός της ομάδας τότε ήταν η Deutsche Bank.
Μια μέρα πηγαίνω στο ATM για να σηκώσω χρήματα και βλέπω στον λογαριασμό μου 800 ευρώ περισσότερα. Πάω και το λέω στο τζένεραλ μάνατζερ, μήπως έγινε κάποιο λάθος και μου πίστωσαν περισσότερα. Μου απάντησε ότι εκείνη την εβδομάδα είχαμε κάνει κάποιες προπονήσεις μετά τις 18:00 το απόγευμα, κάτι που θεωρείται υπερωρία, και επίσης είχαμε παίξει κάτι αγώνες Κυριακές, οπότε ήταν μέσα και τα “κυριακάτικα”.
Αν και εργάστηκα μόλις έναν χρόνο στη Γερμανία, θα πάρω σύνταξη, μικρή φυσικά, περίπου 300 ευρώ, όταν φτάσω 65 χρόνων, από το γερμανικό κράτος.
Ο Μπάρτον απολύθηκε από τους Σκάιλαϊνερς λίγο πριν από το τέλος της σεζόν και ανέλαβε ο Μουράτ Ντιντίν, με τον οποίον επίσης συνεργάστηκα χωρίς πρόβλημα. Μου πρότεινε μάλιστα να μείνω και την επόμενη σεζόν, αλλά αφενός στη Γερμανία η μπασκετική σεζόν είναι μεγάλη, από Αύγουστο μέχρι τέλη Ιουνίου, αφετέρου είχε γεννηθεί και ο γιος μου, ο Αντώνης, κι έπρεπε να γυρίσω για να είμαι κοντά στη γυναίκα μου που είχε δύο μικρά παιδιά, πέντε και ενός έτους.
Ο Ντιντίν μού είπε ότι θα με περιμένει μέχρι αρχές Ιουλίου, αν δεν βρω κάτι, και μετά θα ψάξει για αντικαταστάτη. «Σε θέλω, αλλά σε καταλαβαίνω και σου εύχομαι να βρεις κάτι στην Ελλάδα», μου είπε κλείνοντας την κουβέντα μας και πράγματι έτσι έγινε, καθώς συνεργάστηκα με τον Βαγγέλη Αλεξανδρή στον Κολοσσό Ρόδου.
Οι… «καρχαρίες» και ο Γιάο: μια εμπειρία ζωης
Ο άνθρωπος που αντικατέστησα, πηγαίνοντας στη Φρανκφούρτη, λεγόταν Σάιμον Κότι. Δεν τον ήξερα πριν, τον γνώρισα, όταν έφτασα στη Γερμανία, γιατί ανέλαβε τις πρώτες δυο-τρεις μέρες να μου δείξει όσα περισσότερα μπορούσε για την πόλη αλλά κυρίως για την ομάδα, ώστε να με βάλει στο κλίμα άμεσα, καθώς ο χρόνος πίεζε.
Εγώ πήρα το αυτοκίνητό του και το διαμέρισμά του κι εκείνος έκλεισε ένα ξενοδοχείο για λίγο, μέχρι να δει τι θα κάνει, καθώς το πιθανότερο ήταν να εγκατασταθεί κάπου στην κεντρική Ευρώπη, ώστε να μετακινείται εύκολα για να βλέπει παίκτες που είτε ενδιαφέρουν τους Νάγκετς είτε ήδη έχουν τα δικαιώματά τους.
Από τον πρώτο καφέ που ήπιαμε, κολλήσαμε. Είμαστε σχεδόν συνομήλικοι, μιλούσαμε για μπάσκετ όλη μέρα. Εγώ ήμουν μόνος μου, σύζυγος και κόρη είχαν μείνει πίσω, οπότε ήθελα και παρέα και του λέω «έλα να μείνεις σπίτι, αφού εκεί έμενες και πριν, ο καναπές σε περιμένει!».
Πράγματι έτσι έγινε. Έμεινε εκεί σχεδόν τέσσερεις μήνες και, παρότι δεν ήταν μεγάλο διαμέρισμα, περίπου 50 τετραγωνικά, ούτε που τον κατάλαβα με τις δουλειές που είχαμε και οι δύο. Το σημαντικό ήταν ότι κολλήσαμε, τον ένιωσα σαν αδελφό μου και κρατήσαμε σχέσεις τα επόμενα χρόνια.
Ο Σάιμον Κότι λοιπόν το 2010 προσλήφθηκε ως βοηθός προπονητή στους Σανγκάι Σαρκς στην Κίνα. Είναι η ομάδα που ανέδειξε τον Γιάο Μινγκ πριν γίνει Νο1 του ντραφτ του ΝΒΑ από τους Χιούστον Ρόκετς. Οι Σαρκς είχαν οικονομικά προβλήματα το 2009, δεν μπορούσαν να αγωνιστούν στο Πρωτάθλημα και ο Γιάο, ο οποίος ανέλαβε να τους… σώσει, ως Πρόεδρος και ιδιοκτήτης εμπιστευόταν για το προπονητικό σταφ μόνο Αμερικανούς. Ένας μόνο από τους βοηθούς ήταν Κινέζος.
Το 2012 αποχωρεί από το προπονητικό τιμ ο υπεύθυνος για την ατομική βελτίωση των παικτών (player developer) και ο Σάιμον με προτείνει στον τότε χεντ κόουτς, Νταν Πανάζιο. Έναν άνθρωπο που είχε διατελέσει χρόνια βοηθός του Μορίς Τσικς στους Πόρτλαντ Μπλέιζερς και γενικά είχε σημαντική εμπειρία στο ΝΒΑ ως βοηθός.
Ο Πανάζιο ήταν το… ψυχοπαίδι του Τεξ Γουίντερ, του εμπνευστή της «τριγωνικής επίθεσης» των Σικάγο Μπουλς κι ενός από τους τέσσερεις-πέντε ανθρώπους στον κόσμο (εξαιρουμένου τον Γουίντερ φυσικά) που μπορούσε να τη διδάξει τόσο καλά. Πριν πάει στην Κίνα, ήταν πρώτος προπονητής στους Λος Άντζελες Ντιφέντερς, στην G-League, νομίζω τώρα έχουν μετονομαστεί σε Σάουθ Μπέι Λέικερς.
Η πρόταση που δέχομαι φυσικά και με ενδιαφέρει. Περνάω μέσω Skype συνέντευξη από τον Πανάζιο για τη θέση του player developer και παράλληλα χεντ κόουτς της ομάδας Νέων (κάτω των 20 ετών) και προσλαμβάνομαι.
«Πήγαινε στην πρεσβεία και βγάλε τη βίζα για να είσαι έτοιμος. Οι Κινέζοι εδώ έχουν τους δικούς τους ρυθμούς, οπότε δεν ξέρω πότε θα σου στείλει η ομάδα τα εισιτήρια για να έρθεις. Μπορεί να το κάνουν και τελευταία στιγμή. Εγώ σε θέλω εδώ, στη Σανγκάη, στις 12 Αυγούστου. Θα λάβεις ένα μέιλ με όλους τους οικονομικούς όρους αναλυτικά και θα υπογράψεις, μόλις έρθεις εδώ. Μην ανησυχείς, όλοι το ίδιο έχουμε κάνει», μου λέει ο Πανάζιο.
Πράγματι, τα τακτοποιώ όλα και στις 30 Ιουλίου φεύγω για λίγες μέρες διακοπές, άλλωστε ο Πανάζιο μού είχε πει για 12 Αυγούστου. Το επόμενο πρωί, 31 Ιουλίου, πρώτη μέρα διακοπών, στην παραλία χτυπάει το κινητό μου. Το σηκώνω και ακούω κάτι πολύ σπαστά αγγλικά. Οι μόνες λέξεις που καταλαβαίνω αρχικά είναι «travel agency». Με τα πολλά, συνεννοούμαστε, με έχουν πάρει από ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο της Σανγκάης για τα εισιτήρια.
«Πότε έρχομαι;», τους ρωτάω. «Αύριο το πρωί», μου απαντούν! Μου πέφτει το τηλέφωνο από το χέρι…
Φεύγω από το νησί, γυρίζω άρον-άρον στην Αθήνα, φτιάχνω πράγματα και την άλλη μέρα ταξιδεύω μέσω Κατάρ για Σανγκάη, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, με πληθυσμό κοντά στα 30 εκατ. κατοίκους! Μια πόλη που ζει σε απίστευτους ρυθμούς, με φοβερές αντιθέσεις, πολύ ωραίες γειτονιές με γαλλική κουλτούρα στα προάστια, μια μεγαλούπολη που θυμίζει πολύ τη Νέα Υόρκη.
Ευτυχώς, από πολύ μικρή ηλικία έχω ως άνθρωπος το χάρισμα της προσαρμοστικότητας. Είναι το ίδιο εύκολο για μένα να ζήσω και στην καλύβα τον 30 τετραγωνικών στον Αρκτικό Κύκλο της Νορβηγίας αλλά και σε μια μητρόπολη όπως η Σανγκάη. Εκεί το 2012 είδα για πρώτη φορά να πληρώνουν με wallet από το κινητό τους, κάτι που εμείς εδώ αρχίσαμε να το συνηθίζουμε αργότερα.
Για τις κοντινές μετακινήσεις μας έχουμε κυρίως ποδήλατα, τα οποία μάς είχε δώσει η ομάδα, και για πιο μακρινές αυτοκίνητα με οδηγούς. Δεν μπορείς να οδηγήσεις εύκολα αυτοκίνητο εκεί, είναι χάος, είναι όλοι τρελοί πάνω στο τιμόνι!
Το πιο επικίνδυνο είναι τα ηλεκτρικά βεσπάκια, τα οποία μόλις έχουν κυκλοφορήσει και είναι πολύ της μόδας. Αυτά όχι μόνο ήταν αθόρυβα αλλά οι Κινέζοι, για να κρατάει περισσότερο η μπαταρία τους, το βράδυ δεν άναβαν τα φώτα! Δεν τους έβλεπες, δεν τους άκουγες, πετάγονταν ξαφνικά μπροστά σου!
Το διαμέρισμά μου είναι σε ένα τεράστιο συγκρότημα, το οποίο ονομάζεται 80X80. Δηλαδή είναι 80 κτήρια και το κάθε ένα έχει 80 ορόφους! Όλα βαμμένα στο ίδιο χρώμα, ένα μπλε-ραφ της αεροπορίας. Γύρω-γύρω περιμετρικά έχει πέντε-έξι εισόδους. Καταλαβαίνετε το μέγεθος; Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η αρίθμηση δεν πήγαινε με τη σειρά. Δηλαδή δίπλα στο 2 που μένω εγώ, ήταν το 71, μετά το 36, μετά το 28, δεν ήταν δηλαδή με τη σειρά 1,2,3…
Το πρώτο βράδυ βγαίνουμε με το υπόλοιπο σταφ για φαγητό και την πρώτη γνωριμία. Όταν τελειώνουμε, μου λένε «κοίτα, αν θες να επιβιώσεις εδώ και να τα μάθεις όλα γρήγορα, πρέπει να γυρίσεις μόνος σου σπίτι». Μας έχουν βάλει στα κινητά μας από την ομάδα όλες τις διευθύνσεις που χρειαζόμαστε.
Μπαίνω σε ένα ταξί. Δείχνω στον οδηγό τη διεύθυνση, το πού θέλω να πάω. Όλα καλά μέχρι εκεί. Το πρόβλημα αρχίζει, όταν ο ταξιτζής με πάει μεν στο συγκρότημα, αλλά με αφήνει, χωρίς να το έχω καταλάβει, σε άλλη είσοδο από αυτή που έφυγα. Μόλις λίγες ώρες εκεί, όλα μου φαίνονται ίδια. Μπαίνω μέσα και δεν μπορώ να βρω το κτήριο 2 με τίποτα!
Εντωμεταξύ, είμαι τόσο σίγουρος ότι το ‘χω και θα το βρω, ώστε, όταν τελικά περνάει η ώρα και δεν τα καταφέρνω, έχω τρομάξει! Κάνω συνεχώς κύκλους, δεν μπορώ να βρω ούτε την έξοδο για να το πάρω από την αρχή. Ένας πανικός, σαν να είμαι σε λαβύρινθο.
Είναι και αρκετά αργά πια, μετά τη 01:00 τα μεσάνυχτα, και δεν κυκλοφορεί κανείς. Εκεί που έχω απελπιστεί, εμφανίζεται ένα ζευγάρι να κάνει τζόγκινγκ, φορώντας φούτερ που μπροστά γράφουν «Harvard». Τους σταμάτησα, ήταν Κινέζοι που είχαν σπουδάσει χρόνια στην Αμερική, ήξεραν καλά αγγλικά. Τους ζήτησα βοήθεια και τελικά με πήγαν. Το κτήριό μου ήταν σχεδόν δίπλα σε μια από τις πέντε-έξι εισόδους και γι’ αυτό μού είχε φανεί αρχικά εύκολο, το πρόβλημα ήταν ότι ο ταξιτζής δεν με άφησε σ’ αυτήν!
Η νοοτροπία των Κινέζων σε όλους τους τομείς είναι εντελώς διαφορετική και από την ευρωπαϊκή και από την αμερικανική, έχοντας ασφαλώς κατάλοιπα του παρελθόντος. Για παράδειγμα, η ντιρεκτίβα ήταν να έχουμε τους παίκτες στο γήπεδο οκτώ ώρες την ημέρα, σαν να είναι στρατιωτάκια. Τους λέω «τι προτιμάτε; Να τους κάνουμε καλύτερους ή να τους έχουμε οκτώ ώρες εδώ απλώς για να τους έχουμε;». Η απάντηση ήταν ξεκάθαρα «να τους έχουμε οκτώ ώρες στο γήπεδο, εμάς αυτό μας ενδιαφέρει».
Εγώ δεν πιστεύω ποτέ ότι ένας αθλητής μπορεί να ανταποκριθεί στο 100%, σε μια δυνατή και απαιτητική προπόνηση για οκτώ συνεχόμενες ώρες, δεν αντέχει ο οργανισμός, τουλάχιστον στο μπάσκετ.
Ο Γιάο Μινγκ ερχόταν στα εντός έδρας παιχνίδια και μετά μαζί μας για φαγητό. Ερχόταν πού και πού και σε προπονήσεις, για να κάνει λίγο γυμναστική και να παίξει λίγο, να ξεμουδιάσει. Πολλές φορές κάναμε χαλαρή ατομική μαζί, να του δίνω μπάλες να σουτάρει ή να κάνει τα γνωστά του “χουκ”.
Είχε έρθει και σε προπονήσεις της ομάδας Νέων, στην είχα εγώ την ευθύνη, για να δει την εξέλιξή τους. Του άρεσε. Τον Φεβρουάριο στην αποχαιρετιστήρια προπόνηση πριν από την Πρωτοχρονιά των Κινέζων κάναμε ένα ωραίο διπλό και στο τέλος θυμάμαι να μου λέει «Είναι βελτιωμένοι από την τελευταία φορά που τους είδα». Αυτό που άκουσα με έκανε να νιώσω καλά.
Είναι αλήθεια εντυπωσιακό να βλέπεις τον Γιάο με τζιν και πουκάμισο εκτός γηπέδου. Μέσα στο παρκέ είναι και οι άλλοι ψηλοί, υπάρχει διαφορά αλλά όχι τεράστια. Εκεί που καταλαβαίνεις πόσο εξωπραγματικό το ύψος του είναι όταν μπαίνει σε ένα εστιατόριο. Στο δρόμο βέβαια δεν μπορεί να περπατήσει. Τον σταματάνε, του φωνάζουν, βασικά ουρλιάζουν από τη χαρά τους.
Τολμώ να πω ότι το στάτους του Γιάο Μινγκ στην Κίνα είναι μεγαλύτερο και από του Μάο και όχι μόνο επειδή ήταν Νο1 στο ντραφτ του ΝΒΑ! Δεν νομίζω να υπάρχει άλλος άνθρωπος τόσο διάσημος κάπου όσο ο Γιάο Μινγκ στην Κίνα. Είναι Μάικλ Τζάκσον, Έλβις Πρίστλεϊ και Μάικλ Τζόρνταν μαζί!
Αυτός ο γίγαντας λοιπόν, των 2.29μ., έχει σε τεράστια εκτίμηση τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Το 2008 τούς είχαμε κερδίσει στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου και, όποτε ήθελα να τον πειράξω, του το θύμιζα. Χαμογελούσε και μου απαντούσε «σε παρακαλώ, μη μου μιλάς για εκείνο το παιχνίδι». Επίσης, ο Γιάο λατρεύει τον Βασίλη Σπανούλη, τον θεωρεί πολύ μεγάλο παίκτη που θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο ΝΒΑ. Ήταν πάντα απολαυστικός στην κουβέντα, για την Ελλάδα, για το ΝΒΑ, για τα παιδιά μας, καθώς είχε ήδη αποκτήσει και την κόρη του.
Αν και η Κίνα είναι μια χώρα σχεδόν 1.5 δισεκατ. κατοίκων, οι Κινέζοι έχουν ελάχιστο ταλέντο στο μπάσκετ. Στις ομάδες τότε επιτρέπονταν μόνο Κινέζοι και δύο Αμερικανοί. Εμείς είχαμε τον πασίγνωστο για τα μπασκετικά του κατορθώματα και όχι μόνο, Γκίλμπερτ Αρίνας, και έναν ψηλό, τον Ντι Τζέι Γουάιτ, ο οποίος είχε παίξει στο ΝΒΑ σε Οκλαχόμα, Σάρλοτ και Σέλτικς και μετά από εμάς έπαιξε και Ευρωλίγκα με τη Μπασκόνια.
Όταν παίξαμε με τους Τσιντάο Ινγκλς, έγινε πραγματικά χαμός, καθώς εκεί έπαιζε ο Τρέισι ΜακΓκρέιντι. Μετά το ματς, έχουν κάνει πηγαδάκι ο Αρίνας με τον «T-Mac» και τους έχουν περικυκλώσει χωρίς υπερβολή 200 φωτογράφοι! Στους Ινγκλς συμπαίκτης του ΜακΓκρέιντι ήταν ο Πινγκ Σανγκ, ο οποίος την επόμενη χρονιά ήρθε στον Παναθηναϊκό, και γυμναστής της ομάδας ο αδελφός του Κυριάκου Βίδα, ο Τζίμι Βίδας!
Ήταν ένα Πρωτάθλημα που οι Αμερικανοί κυριαρχούσαν. Αν είχες καλούς Αμερικανούς, πήγαινες ψηλά. Αν δεν είχες και βασιζόσουν στους γηγενείς, τα πράγματα ήταν δύσκολα.
Οι δικοί μας Αμερικανοί δεν τράβηξαν και επίσης είχαμε και την… ατυχία να έχουμε στην ομάδα το δεύτερο τοτέμ του κινεζικού μπάσκετ, τον Λου Γουέι. Ήταν αρχηγός της ομάδας, σταρ στην Κίνα, αλλά εκείνη τη χρονιά ένα ματς έπαιζε και πέντε δεν έπαιζε. Βασικά, όταν η αντίπαλη ομάδα είχε κάποιον καλό Αμερικανό γκαρντ, όλο κάτι προφασιζόταν για να μείνει στον πάγκο! Μια πονούσε το χέρι του, μια το πόδι του. Αφού είχαμε ζητήσει από τον Γιάο να του πει καμιά κουβέντα, για να μην μας κρεμάει συνέχεια.
Οι γιατροί βέβαια ήταν Κινέζοι και δεν βγάζαμε άκρη, χανόμασταν στη μετάφραση. Γενικά αυτό ήταν ένα πρόβλημα, γιατί κάθε ένας από το προπονητικό σταφ είχε τον δικό του μεταφραστή, οι οποίοι όμως δεν είναι ούτε παίκτες ούτε προπονητές, δεν ήξεραν την μπασκετική ορολογία. Ήσουν αναγκασμένος λοιπόν να μάθεις και καμιά τριανταριά λέξεις, ώστε να λες και κάτι στη γλώσσα τους. Το «σκριν», το «τρέξε», το «σταμάτα», το «πάμε», το «δυνατά», για να μπορούν να σε καταλάβουν οι παίκτες, να έχεις μια αμεσότητα.
Έναν χρόνο στην Κίνα εγώ και οι υπόλοιποι του επιτελείου πολλά περισσότερα, δεν είχαμε ποτέ καταφέρει να φωνάζουμε τους Κινέζους παίκτες με τα κανονικά τους ονόματα. Κάποια είναι δύσκολα, άλλοι έχουν τα ίδια μεταξύ τους, είτε όνομα είτε επώνυμο, οπότε, για να μην μπερδευόμαστε, τους είχαμε βγάλει παρατσούκλια! Ο «Flower», ο «Tank», ο «Beast», ο «Lion», ανάλογα με κάποιο… χαρακτηριστικό τους εντός ή εκτός παρκέ, γιατί είναι αδύνατον να τους θυμάσαι με τα κανονικά τους. Τους “βαφτίζαμε” εμείς λοιπόν! Υπήρχαν επίσης ο «Hair», γιατί είχε μια περίεργη κόμμωση, και ο «Red», επειδή φορούσε μόνο κόκκινα!
Αυτό που… γλύτωσα στην Κίνα ήταν τα ατελείωτα ταξίδια λόγω αποστάσεων.
Το σύστημα είναι όπως το ΝΒΑ, δηλαδή φεύγεις για 8-10 μέρες, κάνεις ένα τουρ, παίζεις τρία-τέσσερα ματς εκτός έδρας και γυρίζεις. Μια φορά μόνο πήγα στο Πεκίνο. Τις υπόλοιπες, επειδή η ομάδα είχε ένα ρόστερ 18-20 παικτών, συν την ομάδα Νέων, συνεχίζαμε τις προπονήσεις καθημερινά με όσους έμεναν εκτός αποστολής, μέχρι να επιστρέψει από το τουρ η υπόλοιπη ομάδα.
Κάποια στιγμή υποδεχθήκαμε σε ένα ματς τη Φουγιάν, προπονητής ήταν τότε ο Ταμπ Μπάλντγουιν. Είχαμε γνωριστεί, όταν ήταν προπονητής στον ΠΑΟΚ κι εγώ βοηθός στον Κολοσσό, είχαμε αναπτύξει μια φιλική σχέση, μιλούσαμε αρκετά. Εκείνο το βράδυ στη Σανγκάη δεν ήταν καλό γι’ αυτόν, γιατί τους νικήσαμε και μετά υπέβαλε την παραίτησή του.
Του πρότεινα να πάμε για φαγητό, άλλωστε συνηθίζεται στην Κίνα μετά το ματς τα προπονητικά επιτελεία να βγαίνουν μαζί. Εκεί τέθηκε στην κουβέντα το ενδεχόμενο να δοκιμάσω την τύχη μου κάπου ακόμα πιο μακριά από τη Σανγκάη!
Ο Μπάλντγουιν έχει συνδέσει το όνομά του με τις επιτυχίες της Εθνικής ομάδας της Νέας Ζηλανδίας. Με προέτρεψε λοιπόν να δοκιμάσω ως πρώτος προπονητής σε κάποια ομάδα της χώρας.
«Εγώ φεύγω τις επόμενες μέρες, γυρίζω πίσω. Θα σ’ αρέσει στη Νέα Ζηλανδία. Είναι απίστευτη χώρα και το Πρωτάθλημα είναι πολύ καλό», μου είπε. «Κόουτς, δεν ξέρω αν είμαι για πρώτος, μ’ αρέσει αυτό που κάνω», του απάντησα. «Αν εργαστείς ως πρώτος προπονητής, θα είναι πολύ καλό για το βιογραφικό σου, θα σε βοηθήσει να βρεις μετά δουλειά ως βοηθός, αυτό που σου αρέσει δηλαδή, αλλά σε πολύ ψηλότερο επίπεδο», επέμεινε.
Σκέφτομαι πως, αν τελικά κάνω το βήμα, πέρα από όλα τ’ άλλα, θα έχω να λέω στα παιδιά μου και τα εγγόνια μου ότι έζησα και δούλεψα στη Νέα Ζηλανδία.
«Αν ανοίξει θέση, θα σου πω», κατέληξε ο Μπάλντγουιν. Και μείναμε εκεί.
Τα φέρνει έτσι η μοίρα που λίγο καιρό μετά απολύεται ο Παλάζιο από τους Σαρκς. Βασικά, πληρώνει το… μάρμαρο του τραυματισμού του Αρίνας, ο οποίος μένει ενάμιση μήνα εκτός, και σ’ αυτό το διάστημα δεν σταυρώνουμε νίκη. Με έναν Αμερικανό στο Κινεζικό Πρωτάθλημα δεν πας πουθενά. Την ομάδα αναλαμβάνει ένας Κινέζος προπονητής.
Ο Γιάο Μινγκ είχε για δεξί του χέρι έναν τύπο ονόματι Τζεφ, ο οποίος είχε μεγαλώσει και σπουδάσει στην Αμερική και έτρεχε σχεδόν τα πάντα στην ομάδα. Ο Τζεφ τηλεφωνεί στον Ρόρι Γουάιτ, πρώτο βοηθό ως τότε του Παλάζιο, έναν άνθρωπο που είχε παίξει επτά-οκτώ σεζόν στο ΝΒΑ και ήταν βοηθός προπονητή του Ντανλίβι στους Κλίπερς.
«Πότε τελειώνει το συμβόλαιό σου;», τον ρωτάει. «Σε τέσσερεις μήνες, τον Ιούλιο», λέει ο Γουάιτ. «Αν θες, στο πληρώνουμε όλο και φεύγεις αύριο», προτείνει ο Τζεφ και ο Γουάιτ δέχεται. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και με τον φίλο μου, τον Σάιμον Κότι, ο οποίος όμως έμεινε ως το τέλος του συμβολαίου του που όμως έληγε πολύ νωρίτερα, τον Μάιο.
Έρχεται και η σειρά μου. Με παίρνει τηλέφωνο ο Τζεφ, ουσιαστικά μιλάμε για πρώτη φορά μέσα τη χρονιά, πέρα από την αρχική μας γνωριμία όταν πήγα. «Μάικ, μένεις απέναντι από τα Στάρμπακς, στη Σινγκαλούα, σωστά; Μπορείς να είσαι εκεί σε μισή ώρα να τα πούμε»; Απαντάω καταφατικά και συναντιόμαστε. Έχω στο μυαλό μου ότι, αφού το δικό μου συμβόλαιο τελειώνει τον Αύγουστο, ενδεχομένως θα πρέπει να φύγω πρόωρα.
«Προφανώς θα έχεις μάθει ότι φεύγουν σχεδόν όλοι. Ωστόσο, εμείς θέλουμε να μείνεις. Θα έχεις την ομάδα Νέων, στην οποία έχουμε δει τη βελτίωση των παικτών, ωστόσο δεν μπορώ να σου εγγυηθώ θέση στην ανδρική ομάδα, αυτό θα εξαρτηθεί από τον προπονητή που θα έρθει. Είναι ευκαιρία τώρα που τελειώνει η σεζόν να φέρεις και όλη σου την οικογένεια, να μείνετε εδώ, θα βρούμε και international σχολείο για τα παιδιά και δουλειά στη σύζυγό σου», μου λέει ο Τζεφ.
Ζήτησα λίγο χρόνο να το σκεφτώ. Το ίδιο βράδυ δέχομαι ένα τηλεφώνημα που τα αλλάζει όλα. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο Ταμπ Μπάλντγουιν.
«Έλα Μάικ, δεν θα το πιστέψεις. Έχει γίνει ένα φοβερό άνοιγμα στους Μανουάτου Τζετς. Είναι ομάδα Α’ κατηγορίας στη Νέα Ζηλανδία, ο Αμερικανός προπονητής που ήταν εδώ δήλωσε κώλυμα και πρέπει να μείνει στην Καλιφόρνια. Το Πρωτάθλημα αρχίζει σε 20 μέρες. Έρχεσαι»;
Ο Μπάλντγουιν, προπονητής στους Χοκς Μπέι Χοκς, είναι πολύ φίλος με την Πρόεδρο των Τζετς, η οποία, μένοντας χωρίς προπονητή, του ζήτησε βοήθεια. «Πρέπει να το κάνεις», επιμένει ο Μπάλντγουιν. Πράγματι, μετά από λίγο επικοινωνεί μαζί μου η Πρόεδρος.
«Θέλουμε να έρθεις, μας έχει μιλήσει ο Ταμπ για σένα. Υπάρχει όμως ένας όρος. Το υπάρχον ρόστερ δεν αλλάζει, είναι επιλογές του προηγούμενου προπονητή και δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή οικονομική δυνατότητα για αλλαγές. Αυτό είναι βέβαια και μια πρόκληση για σένα, αν το δεις κι έτσι, συμφωνείς»;
Τα συζήτησα όλα αυτά με τη γυναίκα μου, ευχαρίστησα τους Σανγκάι Σαρκς για τη συνεργασία και έφυγα για Νέα Ζηλανδία.
Από Κίνα Νέα Ζηλανδία
Μπαίνω στο αεροπλάνο από τη Σανγκάη με προορισμό το Όκλαντ, πρωτεύουσα της Νέας Ζηλανδίας, κι από εκεί άλλη πτήση για το Πάλμερστον Νορθ, την πόλη των Μανουάτου Τζετς. Περίπου 12 ώρες ταξίδι. Μαγικό μέρος το Πάλμερστον Νορθ, στο νότιο μέρος του Βόρειου Νησιού, με πληθυσμό περίπου 80-90.000 κατοίκους.
Έμεινα σε ένα μεγάλο μοτέλ, το οποίο ήταν ιδιοκτησία της Προέδρου. Είχε ξεχωριστά σπιτάκια, τα οποία όμως διέθεταν άνετα διαμερίσματα. Φαγητό έτρωγα κυρίως έξω, εκεί παίζει πολύ τηγανητό και fish and chips. Φοβεροί άνθρωποι, τοπία και ποιότητα ζωής.
Αυτό που δεν μπόρεσα ποτέ να συνηθίσω ήταν το χειμώνας-καλοκαίρι, εκεί είναι ανάποδα λόγω νοτίου ημισφαιρίου.
Έμπαινε ο Ιούνιος, εγώ, συνηθισμένος από Ελλάδα, σκεφτόμουν τι ωραία είναι που μπαίνει καλοκαιράκι. Κυκλοφορούσα με το κοντομάνικο και η θερμοκρασία αντί να ανεβαίνει όλο κι έπεφτε. Ιούλιος μήνας κι έβλεπες χειμερινά ρούχα στις βιτρίνες των καταστημάτων, ενώ στον δρόμο πουλούσαν σόμπες και καυσόξυλα!
Είναι επιλογή μου να μην έχω αυτοκίνητο, εκεί οδηγούν δεξιά, όπως στην Αγγλία, ήταν κάτι που επίσης δεν μπορούσα να συνηθίσω με τίποτα. Ομολογώ πάντως ότι δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να έχω όχημα, ήταν όλα κοντά σχετικά, μ’ άρεσε και πολύ να περπατάω μέσα στα πάρκα και τα δάση.
Ένα πρωί κάνω τζόγκινγκ και τυχαία περνάω έξω από ένα σχολείο αρρένων. Από ό,τι έμαθα μετά, ρωτώντας, είχε φύγει από τη ζωή ένας καθηγητής και εκείνη τη στιγμή έμπαινε μέσα στο προαύλιο η νεκροφόρα με τη σορό του για το τελευταίο “αντίο” των μαθητών.
Κοντοστάθηκα για να δω. Μπροστά στα μάτια μου έγινε ένα «χάκα», ο παραδοσιακός χορός των Μαορί, το σκέφτομαι ακόμη και σήμερα και ανατριχιάζω. Οι μαθητές ντυμένοι ομοιόμορφα, παθιασμένοι και με τρομερή ένταση, ως φόρο τιμής στον εκλιπόντα. Αν μας κάνει εντύπωση που βλέπουμε «χάκα» στους αγώνες μπάσκετ της Εθνικής τους ομάδας από 12 παίκτες ή σε ποδόσφαιρο και ράγκμπι, σκεφτείτε αυτό που έγινε από περίπου 400 άτομα! Συγκλονιστικό.
Το μπάσκετ στη Νέα Ζηλανδία βασίζεται κυρίως στη δύναμη. Το… εθνικό τους σπορ, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, είναι το ράγκμπι, δεν υπάρχει πιτσιρικάς που να μην έχει παίξει ράγκμπι, πριν καταλήξει στο μπάσκετ ή σε κάποιο άλλο άθλημα.
Τόσο δυνατό παιχνίδι δεν είχα ξαναδεί. Πιστεύω, αν οι ίδιοι παίκτες έπαιζαν εδώ με ευρωπαίους διαιτητές, θα έβγαιναν σε δύο λεπτά με πέντε φάουλ. Κινητά σκριν, φάουλ, αγκωνιές και κανείς να μη σφυρίζει τίποτα!
Στόχος της ομάδας μου ήταν να μπούμε τετράδα και τελικά τα καταφέραμε. Είχα παίκτη έναν Αμερικανό, τον Νικ Χόρβατ, απόφοιτο του Πανεπιστημίου Ντιούκ, συμπαίκτη του Κάρλος Μπούζερ, υπό τις οδηγίες φυσικά του Μάικ Σιζέφσκι. Οι άλλες ομάδες πάντως είχαν καλύτερους παίκτες, όπως τα αδέλφια Τάι και Κόρεϊ Γουέμπστερ, ο δεύτερος μάλιστα πέρασε κι από Ελλάδα.
Εκεί είδα για πρώτη φορά και τον Κένι Γκάμπριελ, έπαιζε σε μια ομάδα πολύ κοντά μας, στους Ταρανάκι Μάουντενιρς. Είχαμε παίξει και κάμποσα φιλικά μαζί τους, για ευκολία λόγω απόστασης, και, όταν ο Κώστας Ζομπανάκης με πήρε και με ρώτησε αν τον ξέρω, του λέω «πάρ’ τον με κλειστά μάτια». Πράγματι, ήρθε στο Ρέθυμνο και μετά πήγε Καρσίγιακα, Κουμπάν και Παναθηναϊκό.
Η πιο… άβολη και η πιο όμορφη στιγμή που έζησα εντός γηπέδου απείχαν μεταξύ τους… τρεις μέρες. Ήταν Σάββατο, όταν χάσαμε με 30 πόντους διαφορά εντός έδρας από τους πρώτους στη βαθμολογία, παιχνίδι για την κανονική περίοδο του Πρωταθλήματος. Ήταν έτσι το πρόγραμμα ώστε την Τρίτη, αμέσως μετά δηλαδή, παίζαμε στη δική τους έδρα.
Δεν είπα τίποτα στα παιδιά, δεν έκανα καμία ομιλία, τους πήγα να φάμε κάπου όλοι μαζί. Την άλλη μέρα μια χαλαρή προπόνηση, ξεμούδιασμα και πήγαμε να παίξουμε. Τους κερδίσαμε τελικά με 15 πόντους, είχαμε φτάσει τη διαφορά ακόμα και στους 25. Η ψυχολογία παίζει πάντα σπουδαίο ρόλο στο μπάσκετ, όσο εύκολα μπορείς να πέσεις άλλο τόσο μπορείς και να ανέβεις.
Στο τέλος της σεζόν ήρθε η ώρα να επιστρέψω επιτέλους στην Ελλάδα και την οικογένειά μου, την οποία είχα τόσους μήνες να δω, γιατί ήταν αδύνατο φυσικά να έρθουν στη Νέα Ζηλανδία. Είχε γίνει λάθος με το εισιτήριό μου, μου είχαν βγάλει περίπου 20 μέρες μετά το τελευταίο ματς κι εγώ φυσικά ήθελα να φύγω την άλλη μέρα.
Μαζί με τη θητεία μου στην Κίνα και τους Σαρκς, έλειπα σχεδόν έναν χρόνο από το σπίτι μου.
Η αλλαγή του εισιτηρίου όμως κόστιζε 5-6.000 δολάρια. Μέσω ενός γνωστού βρήκα τελικά ένα νέο εισιτήριο που κόστιζε μόλις 525 ευρώ, έπρεπε όμως να κάνω τον γύρο του κόσμου για να φτάσω Αθήνα! Δεν με ένοιαζε καθόλου, αρκεί να γυρνούσα.
Έφυγα από εκεί Κυριακή μεσημέρι στη 13:00 ώρα Ελλάδος και φτάνω Αθήνα Τρίτη μεσημέρι στις 14:00. Σχεδόν 50 ώρες ταξίδι!
Από Πάλμερστον Νορθ στο Όκλαντ, όπου περιμένω περίπου επτά ώρες, τις περισσότερες μού κάνει παρέα στο Skype ο Γιώργος Αποστολίδης, τον οποίον είχα παίκτη στον Κολοσσό και είμαστε φίλοι. Από Όκλαντ στο Χονγκ Κονγκ, όπου μένω τέσσερεις ώρες. Από εκεί Μπανγκόνγκ, με αναμονή 10 ωρών σε ξενοδοχείο. Επόμενη πτήση Μπανγκόνγκ-Κάιρο. Με το που φτάνουμε στο Κάιρο, έχει πέσει η Κυβέρνηση της χώρας, μας είχαν αποκλεισμένους σε ένα τέρμιναλ του αεροδρομίου για πάνω από έξι ώρες. Κι από εκεί επιστροφή -επιτέλους- στην Αθήνα, τη γυναίκα και τα παιδιά μου!
Επιστροφή στην Κίνα
Στη διάρκεια της θητείας μου στους Σαρκς, έχω γνωρίσει έναν Κινέζο ατζέντη, ο οποίος τον Μάρτιο του 2017 με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει ότι υπάρχει θέση βοηθού στη Σανζί. Είναι μια εποχή που εγώ δεν έχω ομάδα, κάνω μόνο ατομικές προπονήσεις σε παίκτες. Μου λέει ότι είναι δουλειά για τουλάχιστον τέσσερεις μήνες, θα έχω ένα τιμ παιδιών από 14-18 ετών, τους οποίους πρέπει να προπονήσω εντατικά. Αν θέλω, μπορώ να μείνω και περισσότερο. Οι Σανζί Μπρέιβ Ντράγκονς είναι η ομάδα στην οποία, όταν έφυγα, ήρθε ο Λουίς Σκόλα.
Έμενα σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης, η οποία είναι γνωστή παγκοσμίως ως το μέρος απ’ όπου ξεκίνησε την επανάσταση ο Μάο. Είναι στο κέντρο μιας τεράστιας χώρας και αυτό έδωσε τη δυνατότητα να “απλωθεί” η επανάσταση προς κάθε κατεύθυνση.
Σ’ αυτή τη δεύτερη θητεία μου, γνωρίζω πλέον πολλά περισσότερα για τη χώρα, το φαγητό, τους ανθρώπους, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να με εκπλήξουν ή να μου κάνουν εντύπωση. Έχω ένα στάνταρ πρόγραμμα, πηγαίνω δύο φορές την ημέρα προπόνηση, γυρνάω ξενοδοχείο και φαγητό. Αυτή είναι η ζωή μου.
Μπορεί στη Σανγκάη να έχεις περισσότερες επιλογές, καθώς είναι πολύ πιο μεγάλη, σχεδόν χαώδης, αλλά η νοοτροπία γενικά είναι η ίδια. Στην Κίνα, για παράδειγμα, περπατάς στον δρόμο και βλέπεις κόσμο συνεχώς να φτύνει κάτω στο έδαφος, γιατί έτσι πιστεύουν ότι βγάζουν το κακό από μέσα τους. Βλέπεις μια γυναίκα όμορφη, καλοντυμένη και φτύνει μπροστά σου, για να βγάλει το κακό από μέσα της!
Επίσης, αυτό που είναι τραγικό στην Κίνα είναι το ίντερνετ. Αν και έχει γρήγορες ταχύτητες, το google, το youtube και όλα αυτά τα χρήσιμα σε εμάς εργαλεία είναι “εχθροί” του λαού. Έχουν κάποια αντίστοιχα δικά τους, τα οποία είναι υπό τον απόλυτο έλεγχο του κράτους. Πρέπει λοιπόν να έχεις σύνδεση VPN για να επικοινωνείς με τον έξω κόσμο.
Πολύ καλό σήμα τηλεπικοινωνιών από πόλη σε πόλη, αλλά, αν θες να πάρεις με viber τη γυναίκα σου, δεν ακούς και δεν βλέπεις τίποτα! Ταλαιπωρία!
Στο τέλος του τετραμήνου έφυγα και επέστρεψα Ελλάδα.
Η συνάντηση με τον… ψηλόλιγνο ψαρομάλλη κύριο
Σε όλη μου τη ζωή είχα και έχω μια ιδιαίτερη σχέση με τις ΗΠΑ. Ο παππούς μου ήταν Αμερικανός, έχω σπουδάσει εκεί, έχω εργαστεί σε μπασκετικά καμπς τα καλοκαίρια, έχω δουλέψει και ως player developer, έχω πολλούς συγγενείς και ακόμα περισσότερους φίλους.
Ο Σεπτέμβριος του 2017 με βρίσκει στο Ντίρφιλντ, ένα μέρος έξω από το Σικάγο, προάστιο στα βόρεια της πόλης, ανάμεσα σε Σικάγο και Μιλγουόκι, πιο κοντά στο Σικάγο όμως. Θα μείνω εκεί τέσσερεις μήνες συνολικά, για να προπονήσω ατομικά έναν παίκτη που ήθελε να προετοιμαστεί για κολέγιο.
Κάθε μέρα, πριν από την πρωινή προπόνηση, η ίδια ρουτίνα. Σταματάω σε ένα Starbucks κοντά στο διαμέρισμα που μένω, να πιω καφέ και να φάω κάτι. Μαζί μου έχω πάντα το τάμπλετ μου για να χαζεύω φάσεις από ΝΒΑ, χάιλαιτς, γενικά οτιδήποτε μπασκετικό.
Ένα πρωί λοιπόν παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου ότι κάποιος με κοιτάζει σταθερά για ώρα, όσο κάθομαι. Δεν δίνω σημασία. Την επόμενη μέρα γίνεται πάλι το ίδιο. Πάλι παρακολουθώ μπάσκετ στο τάμπλετ, πάλι η ίδια φιγούρα, ένας ψηλός ψαρομάλλης τύπος με ένα καπέλο τζόκεϊ, λίγο πιο κει, κοιτάζει αυτό που κάνω.
Κάποια στιγμή πλησιάζει, όρθιος πίσω μου, και ακολουθεί ο εξής διάλογος:
-«Τι βλέπεις»;
-«Κάτι φάσεις από το ΝΒΑ».
-«Δηλαδή τι ακριβώς»;
-«Να εδώ, πώς χαμηλώνει ο Κέμπα Γουόκερ στο ντράιβ για το καλάθι και πώς παίρνει τις επαφές με τον προσωπικό του αντίπαλο σε κάθε προσπάθεια».
Όλη αυτή την ώρα δεν έχω γυρίσει να τον κοιτάξω, συνεχίζω αυτό που κάνω. Με ρωτάει, απαντάω. Παίρνει μια καρέκλα από ένα διπλανό τραπέζι, τη βάζει ανάποδα με την πλάτη μπροστά, κάθεται δίπλα και λίγο πίσω μου και αρχίζει κι αυτός να παρακολουθεί. Βλέπει κι αυτός μαζί μου, συνεχίζουμε να μιλάμε, με ρωτάει γιατί το βλέπω, του εξηγώ ότι είναι η δουλειά μου και μετά από λίγο μου λέει «Μπράβο κόουτς», μου χτυπάει φιλικά τον ώμο και σηκώνεται να παραγγείλει.
Λίγο μετά σηκώνομαι κι εγώ να πάρω έναν δεύτερο καφέ. Είμαι πίσω του κι εκεί καταλαβαίνω πόσο ψηλός είναι, πάνω από 2.05. Εκεί σκέφτομαι για πρώτη φορά ότι θα ‘ναι κάποιος παλιός μπασκετμπολίστας και γι’ αυτό ενδιαφέρθηκε. Παίρνοντας τον καφέ, κοιτάζω και κάτι γλυκά, γυρίζει και μου λέει «Μην ακουμπάς εκεί, έχουν πολλές θερμίδες», γελώντας.
Εκείνη τη στιγμή τον πλησιάζουν κάποιοι και ακούω να του λένε «Καλημέρα, Τόνι. Πώς είσαι; Πώς τη βλέπεις την ομάδα φέτος;». Γυρίζω αυτόματα, τρώω φλας φυσικά, μπαίνω στην κουβέντα και του λέω «Συγγνώμη, είσαι ο Τόνι Κούκοτς;». Μου λέει «Ναι». Του λέω «Συγγνώμη που δεν πρόσεξα από την αρχή ποιος είσαι, έχω να σε δω και πολλά χρόνια».
Κάτσαμε στο ίδιο τραπέζι, του είπα ότι είμαι από την Ελλάδα και πραγματικά ενθουσιάστηκε. Μιλήσαμε πολλή ώρα για τον Γκάλη, τον Φασούλα, τον Κώστα Πολίτη, τα Ευρωμπάσκετ που έχει παίξει εναντίον της Ελλάδας, τις μάχες της Γιουγκοπλάστικα με τον Άρη, για απίστευτα περιστατικά που έχει ζήσει στην Ελλάδα και γενικά για όλα εκείνα τα πολύ όμορφα και αγνά χρόνια που το μπάσκετ ήταν εντελώς διαφορετικό.
Ένα πρωί μάλιστα κι ενώ κάνω βιντεοκλήση με τον γιο μου, τον Αντώνη, έρχεται ο Κούκοτς και κάθεται δίπλα. «Με ποιον μιλάς;», μου λέει. «Με τον γιο μου, με τον οποίον έχετε και το ίδιο όνομα», του απάντησα. «Ω, χάι, Τόνι», λέει στον μικρό, μπαίνοντας μπροστά στην κάμερα.
Πραγματικά φοβερός τύπος και συνομιλητής, τις επόμενες μέρες και μέχρι να φύγω, βρεθήκαμε αρκετές φορές στο ίδιο μέρος, γιατί κι εκείνος ήταν τακτικός πελάτης.
Ευλογημένος
Χάρη στο μπάσκετ είδα το εκπληκτικό σε χρώματα Βόρειο Σέλας και ταξίδεψα στην επαρχία της Νορβηγίας, σε μέρη που θυμίζουν πίνακα ζωγραφικής και μόνο σε ταινίες θα μπορούσα να δω.
Χάρη στο μπάσκετ περπάτησα στο επιβλητικό Σινικό Τείχος και στη Σανγκάη είδα ένα τεράστιο τάνκερ πολλών χιλιάδων τόνων, με μια μικρή ψαρόβαρκα με κουπιά δίπλα του να πλέει, η οποία ίσα-ίσα χωρούσε ένα άτομο πάνω.
Χάρη στο μπάσκετ βρέθηκα πολλές φορές φιλοξενούμενος σε σπίτι οικογένειας Μαορί, έφαγα μαζί τους, είδα τα ήθη και τα έθιμά τους.
Με όλες αυτές τις εικόνες, μόνο ευλογημένος μπορώ να νιώθω για όσα έχω δει και ζήσει!
Ο Μιχάλης Καλαβρός είναι προπονητής μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
CHECK IT OUT: Μάνος Μανουσέλης: Η Κίνα νικά τον κορονοϊό
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ευθύμης Ρεντζιάς: Διαφορετική Κουλτούρα
Ηλίας Ζούρος: Ο Πάγκος Της Παράνοιας
Γιώργος Κετσελίδης: Μπάσκετ και… Αστροφυσική, στον Λίβανο
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: Μπάσκετ και Πόλεμος στο Σεράγεβο
Ζήσης Σαρικόπουλος: Σεβασμός / Αφοσίωση
Κατερίνα Χατζηδάκη: Ενενήντα ημέρες στην Τεχεράνη