Σε (παρά ένα) 40 συνολικά χρόνια οκτώ διαφορετικοί Δήμαρχοι έχουν εκλεγεί στη Βερόνα. Ουσιαστικά ένας ανά πενταετία, μιας και σε αυτό το διάστημα μόλις δύο κατάφεραν να εξασφαλίσουν και δεύτερη θητεία.
Ανεξαρτήτως ποιος τελικά πήρε το χρίσμα και ποιος κέρδισε τον θώκο, ανεξαρτήτως ποιοι και πόσοι άλλοι -πολλοί περισσότεροι- τον διεκδίκησαν, οι αρχαιρεσίες όλων αυτών των δεκαετιών έχουν ένα κοινό. Ψήφους που ποτέ δεν υπολογίζονται, μα πάντα καταγράφονται.
Ψήφους που δεν απευθύνονται σε κάποιον υποψήφιο. Δεν αποτυπώνονται σε καμία καταμέτρηση ούτε και αναγνωρίζονται σε κάποιο αποτέλεσμα. Δεν έχει και σημασία άλλωστε. Σε αυτές τις τέσσερεις δεκαετίες ο μόνος, διαχρονικός και καθολικός Sindaco (Δήμαρχος) της Βερόνα είναι ένας.
Και σε κάθε εκλογική διαδικασία, εκατοντάδες (τουλάχιστον) ψηφοδέλτια βρίσκονται στις κάλπες με σβησμένα τα ονόματα των πραγματικών υποψηφίων και το δικό του ιδιόχειρα γραμμένο μα πάντα, στο κάθε ένα, με τρόπο ξεχωριστό, εμφανή. Άκυρα λογίζονται όλα, ναι, μα στην σεξπηρική πόλη είναι ακόμα μια ένδειξη πως οι αγάπες δεν ξεχνιούνται.
Είτε για όσους τις έχουν ζήσει είτε για όσους τις έχουν απλώς ακούσει, διαβάσει, μάθει και δεχτεί. Και για την Βερόνα, ο Πρέμπεν Έλκιερ προσωποποιεί μια ιστορία αγάπης που δεν πρόκειται να λησμονηθεί και θα διαιωνίζεται.
Έστω, κατ’ ελάχιστο, για όσο γίνονται εκλογές.
Δυο γυναίκες και βότκα
Στα μέσα των ’70s ουσιαστικά δεν υπήρχε ποδόσφαιρο στη Δανία. Επαγγελματικό έγινε μόλις το 1978. Και αυτό χάρη σε μια χορηγία της της Carlsberg, της κορυφαίας εταιρείας ζυθοποιίας της χώρας.
Στα όρια της ειρωνείας. Ναι, ο Άλαν Σίμονσεν είχε την προηγούμενη χρονιά αναδειχτεί κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής. Ναι, η μαγιά της εξαιρετικής φουρνιάς που ερχόταν ήταν εκεί, όμως κανείς, ποδοσφαιρικά, δεν ζητούσε τίποτα και από κανέναν.
Κανείς δεν περίμενε νίκες, κανείς δεν αντιμετώπιζε σοβαρά την ιδέα της Εθνικής ομάδας. Η συστηματική παρουσία των Δανών διεθνών σε ένα πολύ συγκεκριμένο night club της Κοπεγχάγης ήταν η ουσιαστική ταύτισή τους με τις υποχρεώσεις τους με το εθνόσημο.
Κάτι που στο διαχρονικά χαλαρό κοινωνικό πλαίσιο της Δανίας -πόσο μάλλον εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή- όχι μόνο δεν ενοχλούσε αλλά μάλλον θεωρούνταν φυσιολογικό, προέκταση ενός τρόπου ζωής απόλυτα συμβατού όχι με έναν ανύπαρκτο επαγγελματισμό αλλά με αυτόν ενός μέσου πολίτη της χώρας.
Δεν άλλαζε τίποτα που στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα βρίσκονταν ποδοσφαιριστές που αγωνίζονταν σε κορυφαία πρωταθλήματα και συλλόγους. Εκεί ήταν άλλο, συμπεριφερόντουσαν διαφορετικά, καθώς πρέπει. Όταν όμως φορούσαν το εθνόσημο, γινόντουσαν κανονικοί Δανοί. Θεριακλήδες με τσιγάρο και αλκοόλ, easy going, easy living.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εμφανίστηκε ένα από τα καταλυτικά αγωνιστικά κομμάτια της ολοκλήρωσης του παζλ του «Danish Dynamite», του «Δανέζικου Δυναμίτη», όπως αποκλήθηκε η Εθνική Δανίας, η αγωνιστική της μετάλλαξη (επί θητείας του Σεπ Πιόντεκ στον πάγκο) από το ξεκίνημα ως και το μέσο των ’80s.
Επαγγελματικά στην πατρίδα του ο Έλκιερ έναν χρόνο μόλις πρόλαβε να παίξει. Τη φήμη του την έχτισε από τα όσα έκανε στις φυτωριακές ομάδες των Σκανδιναβών και, λογικά ξεχωρίζοντας λόγω σωματοδομής, δύναμης και χαρακτηριστικών, προσέλκυε το ενδιαφέρον των (συγγενών) γερμανικών ομάδων.
Η Κολωνία ήταν αυτή που τον αγόρασε, πριν καν συμπληρώσει τα 20 του χρόνια. Άλλος κόσμος. Όχι αγωνιστικά, το επίπεδο -από τότε κιόλας- το είχε. Στα όλα έξω από το γήπεδο τού ήταν αδύνατον να ταιριάξει. Πόσο μάλλον όταν τον διαχειριζόταν ο διαβόητος για την άτεγκτη στάση του σε θέματα εξωγηπεδικής ζωής και συμπεριφοράς, Χένες Βαϊσβάιλερ.
Πού να συναντηθεί ο απολυταρχικός Γερμανός με έναν -κοινωνικά, εμπειρικά, ακόμα-ακόμα και γονιδιακά- χαλαρό, στα όρια του ανερμάτιστου και ουσιαστικά έφηβο- Δανό, ο οποίος όχι μόνο δεν είχε την παραμικρή γνώση του οτιδήποτε “επαγγελματικού” αλλά δεν είχε καν τη διάθεση να το μάθει.
Πάνω και πρώτα απ’ όλα δεν ήταν το ζην αλλά το ευ ζην. Και αυτό για τον 20χρονο τότε (και έκτοτε πάντα) φουνταριστό δεν βρισκόταν εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου, αλλά ικανοποιούνταν εκτός αυτών. Μανιώδης καπνιστής, καταφερτζής στο αλκοόλ και (ακόμα περισσότερο) στο αντίθετο φύλο, βρήκε χώρο στην Κολωνία να τα συνδυάσει όλα.
Χωρίς βέβαια στο κάδρο να χωράνε οι «Τράγοι». Τα κατορθώματά του έγιναν πολύ γρήγορα γνωστά -όχι πως τα έκρυβε ή τα έκρυψε ποτέ- και γρηγορότερα, σχεδόν αμέσως, τον άφησε εκτός πλάνων ο Βαϊσβάιλερ, ο οποίος συχνά πυκνά τον έβγαζε στη σέντρα.
Σε μια προπόνηση, ενώπιον όλης της ομάδας, τον ρώτησε αν ήταν αλήθεια αυτό που του είχε μεταφερθεί, πως το προηγούμενο βράδυ ο Έλκιερ ξενυχτούσε σε τοπικό νυχτομάγαζο, αγκαλιά με ένα μπουκάλι ουίσκι και μια γυναίκα, πίνοντας, καπνίζοντας και χορεύοντας ως το ξημέρωμα.
«Όχι, κόουτς, σε διαβεβαιώνω πως είναι ψέμα. Η αλήθεια είναι πως το μπουκάλι ήταν βότκα και ήμουν με δύο γυναίκες».
Ο τρελός από το Λόκερεν
Πώς να έμενε στην Κολωνία; Μια σεζόν και πολύ ήταν. Ακόμα και έτσι πάντως, με τη συγκεκριμένη κοσμοθεωρία, είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει όπου ήθελε. Επιλογές υπήρχαν. Δεν τις δικαιολογούσε με τα αγωνιστικά του κατορθώματα, κάθε άλλο, η δυναμική όμως και τα όσα μπορούσε να προσφέρει στο χορτάρι ήταν άκρως θελκτικά ακόμα και για την ελίτ.
Έλα όμως που για τον ίδιο αυτή δεν ήταν. Επέλεξε να συνεχίσει στο κοντινότερο της ιδιοσυγκρασίας και της ανατροφής του Βέλγιο και την (παντελώς άγραφη) Λόκερεν. Τόσο του ταίριαξε που έμεινε έξι χρόνια, παρότι δεν κέρδισε τίποτα (μια δεύτερη θέση στο Πρωτάθλημα και μια πορεία στα προημιτελικά του Κυπέλλου UEFA οι ομαδικές κορυφές αυτής της εξαετίας).
Τόσο του ταίριαξε που νοικοκυρεύτηκε κιόλας, μιας και μόλις από το 1979 παντρεύτηκε τη Νικόλ Μαρσάν. Σχέση ζωής, σχέση όμως ενταγμένη στη χαλαρότητα που δεν σταμάτησε ποτέ να τον διακρίνει και χωρίς ποτέ να είναι ικανή να περιορίσει όλα τα συμπαρομαρτούντα της φήμης και του τρόπου ζωής του.
Για δαύτον, κανείς δεν τον ενόχλησε, κανείς δεν του ζήτησε ρέστα και σε κανέναν δεν απολογήθηκε, όσο αγωνιζόταν στο Βέλγιο. Τιμή του, καμάρι του. Τιμή τους και καμάρι τους, «Den Gale Mand fra Lokeren», «ο τρελός από το Λόκερεν», το παρατσούκλι που του κόλλησαν.
Το ένα από τα δύο. Γιατί το δεύτερο ήταν πρόδηλο της ικανότητάς του: «Chefen fra Lokeren», δηλαδή «Το Αφεντικό του Λόκερεν». Ξεπέρασε τα 100 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις με τη φανέλα των «Τρικολόρ» (98 μόνο πέτυχε συνολικά στο Πρωτάθλημα), επίδοση που ήρθε να συμπληρώσει αρμονικά τον πανικό που πλέον προκαλούσε με την Εθνική Δανίας.
Δίδυμο -αταίριαστο σε οτιδήποτε άλλο μα απολύτως λειτουργικό, τελείως συμπληρωματικό- με το “χρυσό παιδί” των συμπατριωτών του, τον Μίκαελ Λάουντρουπ, οι δυο τους αποτελούσαν την επίθεση των Σκανδιναβών, όντες ουσιαστικά η κατάληξη του χορταστικού παιχνιδιού τους, το κάθε άλλο παρά βραδύκαυστο φυτίλι του «Δανέζικου Δυναμίτη».
Ψηλός (για τα αγωνιστικά δεδομένα της εποχής), σωματώδης, φοβερά δυνατός, με εντυπωσιακό άλμα, όχι ιδιαίτερα γρήγορος αλλά με διάρκεια και ένταση στο σπριντ, χωρίς και κυρίως με την μπάλα στα πόδια. Πόδια που αξιοποιούσε και τα δύο, ανεξαρτήτως απόστασης, γωνίας και θέσης μέσα ή έξω από την περιοχή.
Συνδυασμός εφιάλτης για κάθε αμυντικό. Ουσιαστικά η παρουσία του, ο τρόπος παιχνιδιού του, επαναπροσδιόρισε την πολυθρύλητη σχέση αμυντικού-επιθετικού στα ’80s. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι προς όφελος του αμυνομένου.
Ο τύπος ήταν ντούκι. Δεν καταλάβαινε από μαρκαρίσματα, όπου έβλεπε τοίχο πήγαινε πάνω του για να τον σπάσει (και συνήθως το πετύχαινε), ενώ ήταν και, παρά τα εντυπωσιακά σωματικά του χαρίσματα, καλός τεχνίτης αλλά και αρκετά πλαστικός στις κινήσεις του.
Σε διακοπές στα Μπαρμπέιντος ήταν όταν του ήρθε στο μυαλό (νηφάλιος ή όχι, άλλο θέμα), βλέποντας κάτι ντόπια πιτσιρίκια να παίζουν ποδόσφαιρο με καρύδες στην παραλία, μια αντιγραφή της περίφημης «Cruyff turn», της ντρίμπλας σήμα κατατεθέν του Γιόχαν Κρόιφ.
Πήρε το δικό του όνομα, «Elkjær turn», έχοντας βάλει σε δαύτην όλα τα δικά του χαρακτηριστικά, μιας και ουσιαστικά γινόταν ρολάροντας στα σώματα των αντιπάλων που ήταν κολλημένοι πάνω του.
Ναι, σε επίπεδο τεχνικής δεν ήταν Λάουντρουπ, σε επίπεδο πληρότητας δεν πλησίαζε έστω τον Βαν Μπάστεν, το όλο πακέτο (προσοχή στη λέξη…) όμως που πρόσφερε επιτελούς ανταποκρινόταν στη δυναμική που είχε δείξει στα μικράτα του και παράλληλα, ειδικά με την αναβάθμιση της Εθνικής Δανίας, είχε εξελιχτεί, περνώντας σε άλλο, πολύ ανώτερο, επίπεδο.
Φόβος και τρόμος. Αυτό είχε γίνει. Η Δανία γοήτευε όλους όσοι την έβλεπαν. Επέστρεψε στις μεγάλες διοργανώσεις συμμετέχοντας στο Euro 1984. Έφτασε ως τα ημιτελικά. Εκεί αποκλείστηκε στα πέναλτι από την ομάδα που θα εξελισσόταν στη Νέμεσή της, την Ισπανία. Στο καθοριστικό, στο τελευταίο, ο Έλκιερ αστόχησε.
Δεύτερο χαμένο στην καριέρα του δεν θυμάται.
Δύο χρόνια αργότερα, στα γήπεδα του Μεξικό, οι Δανοί κυριάρχησαν στον όμιλο και με τρεις νίκες επί Ουρουγουάης, Σκωτίας και Δυτικής Γερμανίας προκρίθηκαν επιβλητικά στους «16». Εκεί, σε ένα από τα πιο αναπάντεχα παιχνίδια στην ιστορία του θεσμού, παρότι προηγήθηκαν, πλήρωσαν τις απουσίες τους (και όχι μόνο…) και διαλύθηκαν με 1-5 από την Ισπανία, μένοντας εκτός προημιτελικών.
Ο Έλκιερ πέτυχε τέσσερα γκολ και αναδείχθηκε στην κορυφαία 11άδα της διοργάνωσης. Όλοι οι υπόλοιποι που την στελέχωσαν είχαν φτάσει τουλάχιστον ως την τελική οκτάδα. Αυτό ήταν ουσιαστικά και το τέλος του «Danish Dynamite».
Η Δανία είχε αλλάξει οριστικά θέση και στάτους στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη, δεν θύμιζε -και δεν θύμισε ποτέ έκτοτε- τα… παρτάλια (με την καλή έννοια) των τελών των ’70s, αλλά ποτέ, ακόμη και όταν έγραψε το παραμύθι της κατάκτησης του Euro 1992, δεν είχε ομάδα, σύνολο, μονάδες, προσωπικότητες, τόσο σαγηνευτικά, τόσο καθηλωτικά όσο σε εκείνη τη γενιά.
Με τον Έλκιερ όχι απλώς αναγνωρισμένο αλλά ισότιμο ιστορικά των Λέρμπι, Λάουντρουπ, Όλσεν.
Και πλέον, με πειστήρια που δεν περιορίζονταν στο αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα. Ακόμη δεν είχε γίνει ο «Sindaco», ο «Δήμαρχος» της Βερόνα, είχε όμως προλάβει να γίνει το «Cavallo Pazzo», το «τρελό άλογο» του Bentegodi.
Το γκολ χωρίς παπούτσι
Η αλήθεια είναι πως, όταν το καλοκαίρι του ’84, στα 27 του πια, έχοντας ήδη δηλαδή ξεκινήσει -τουλάχιστον εκείνα τα αθλητικά χρόνια- το κατηφόρι της καριέρας του, αποφάσισε να φύγει από το απάγκιο της Λόκερεν, μπορούσε (και πάλι, όπως όταν πήγε στην Κολωνία) να πάει όπου ήθελε, να διαλέξει όποιον ήθελε.
Αυτός διάλεξε τη Βερόνα. Ακόμα και στο ελιτιστικό τότε Campionato, το δεδομένα καλύτερο Πρωτάθλημα του πλανήτη στα ’80s, δεν ήταν και η πλέον σύμφυτη με το στάτους του επιλογή, ειδικά εφόσον είχε δύο προτάσεις από άλλες ομάδες του κάλτσιο.
Ο «Μίκι» (όπως έλεγε τον Διόσκουρό του στην επίθεση της Εθνικής Δανίας, Λάουντρουπ), τότε στη Λάτσιο, του είχε δώσει θετικές συστάσεις.
Πόθεν; Οι «Mastini» δεν είχαν κερδίσει ποτέ τίποτα. Μόλις τρία χρόνια νωρίτερα λίγο έλειψε να υποβιβαστούν στην άγονη γραμμή της Serie C. H πρόσληψη όμως του Οσβάλντο Μπανιόλι αντέστρεψε την πορεία των πραγμάτων.
Την επόμενη χρονιά επέστρεψαν στα σαλόνια, στην πρώτη τους σεζόν στο Campionato τερμάτισαν στην τέταρτη θέση (εξασφαλίζοντας ευρωπαϊκό εισιτήριο), παίζοντας και Τελικό Κυπέλλου, τον πρώτο από τους δύο διαδοχικούς τους. Τους έχασαν αμφότερους (από Γιουβέντους και Ρόμα) και πρακτικά το καλοκαίρι της έλευσης του Έλκιερ ήταν το σημείο καμπής.
Ή αυτοί οι τελικοί θα αποδεικνύονταν ταβάνι και θα επέστρεφαν στα ιστορικά τους μεγέθη ή θα μπορούσαν, με την πρόσθεση των κατάλληλων κομματιών, να διεκδικήσουν κάτι περισσότερο, αξιοποιώντας τα λογιών-λογιών περιθώρια που έδινε σε φιλόδοξους σφετεριστές η κατάσταση της εποχής όλων των παραδοσιακών “μεγάλων” του Campionato.
Για τον Δανό η Βερόνα πλήρωσε τότε 2.5 δις λιρέτες. Έφτασε στην πόλη την ίδια μέρα με το δεύτερο μεταγραφικό απόκτημα της ομάδας, τον (επίσης αιρετικό, αλλά για άλλους λόγους…) Χανς Πέτερ Μπρίγκελ.
Το σπίτι όπου έμεινε το ζευγάρι -και τελικά αγόρασαν και ως και σήμερα επισκέπτονται συνεπώς για παραπάνω από μια φορά κάθε χρόνο- στη λίμνη Γκάρντα το διάλεξε η Νικόλ, η οποία ήταν αυτή που είχε ερωτευτεί την πόλη, πριν καν την επισκεφθεί.
Ο έρωτας της πόλης ακολούθησε. Ουσιαστικά ήταν με την πρώτη ματιά. Και τι ματιά. Το πρώτο γκολ του Έλκιερ στο Bentegodi από τα πλέον αξιομνημόνευτα όλων των εποχών στο κάλτσιο.
Πέμπτη αγωνιστική, ερχομός της Γιουβέντους. Της Γιουβέντους των τριών Πρωταθλημάτων στα τέσσερα προηγούμενα χρόνια, της Γιουβέντους του Πλατινί (ο οποίος παρεμπιπτόντως δεν ξεκίνησε, προερχόμενος από καταπόνηση λόγω διεθνών υποχρεώσεων), του Μπόνιεκ, του Ταρντέλι, του Ρόσι, του Σιρέα, του Καμπρίνι, του Τζιοβάνι Τραπατόνι στον πάγκο.
Της Γιουβέντους.
Η Βερόνα προηγήθηκε νωρίς στο δεύτερο ημίχρονο και, την ώρα της πίεσης των «Bianconeri» για την ισοφάριση, εννιά λεπτά πριν τη συμπλήρωση των 90, ο Έλκιερ πήρε μια μπάλα λίγο πιο κάτω από τη σέντρα, στα αριστερά.
Το «τρελό άλογο» ξεπέρασε στο σπριντ τον δύσμοιρο Πιόλι (αργότερα τεχνικός της Μίλαν), αποφεύγοντας και το… απονενοημένο διάβημα του Ιταλού να κλαδέψει, κανονικά και με τον νόμο, από πίσω τον επελαύνοντα Δανό, πριν μπει στην περιοχή της «Κυρίας».
Δεν το πέτυχε, κατάφερε όμως να λασκάρει το… παπούτσι του. Ο Έλκιερ έκανε κάποια ελάχιστα μέτρα έτσι, αδυνατώντας να αποφύγει το μοιραίο, να μείνει δηλαδή ξυπόλητος. Τελευταία ενέργεια, πριν του βγει το παπούτσι, ήταν να προσπεράσει τον Φαβέρο.
Έτσι, βρέθηκε σε ιδανικό σημείο ώστε, ακόμα και έχοντας πια μόνο την κάλτσα στο δεξί του πόδι, να σουτάρει, στέλνοντας την μπάλα ανάμεσα στον Σιρέα (ο οποίος έκανε προβολή) και τον τερματοφύλακα Τακόνι, και να “γράψει” το τελικό 2-0.
Η περιγραφή του Ρομπέρτο Πουλιέρο, του θρυλικού ραδιοσχολιαστή των εντός έδρας παιχνιδιών της Βερόνα εκείνης της χρονιάς, αλησμόνητη. Τέσσερεις λέξεις είπε όλες κι όλες, περιγράφοντας το γκολ. Τρεις το Έλκιερ και μία, το «Reteeeeeeee» («δίχτυα» στα ιταλικά).
Αυτό το τελευταίο, παρατεταμένο, εκστατικό, συνόδευσε ηχητικά, αποτελώντας το οργασμικό ταίρι της, μια μυθική ενέργεια, φτάνοντας να γίνει -δείγμα της διαχρονικότητας και του θρύλου που δημιούργησε- δεκαετίες αργότερα, στην εποχή των smart phones, το Νο1 ring tone των μόνιμων κατοίκων της Βερόνα.
«Gol senza scarpa». «Το γκολ χωρίς παπούτσι». Έτσι έμεινε στην ιστορία. Και ο Δανός –«ένα απλό γκολ», το χαρακτήρισε αμέσως μετά, όχι από μετριοφροσύνη, δεν ήταν τέτοιος τύπος, το πίστευε- έγινε ο «Cenerentolo», ο… «Σταχτοπούτος» της Βερόνα.
Με παραμύθι ξεκίνησε, παραμυθένια συνεχίστηκε. Η πρώτη ήττα της Ελλάς στο Campionato σημειώθηκε μετά την αλλαγή του χρόνου και, παρότι στο φινάλε φάνηκε να ζορίζεται, έφτασε να θέλει μια ισοπαλία στην προτελευταία αγωνιστική στο Μπέργκαμο κόντρα στην Αταλάντα για να κατακτήσει ένα αδιανόητο Πρωτάθλημα.
Το γκολ που την εξασφάλισε το πέτυχε ο Έλκιερ. «Δήμαρχος» πια. «Δήμαρχος» για πάντα πια.
Η Βερόνα -εννοείται πως- δεν κατάφερε να δώσει συνέχεια στο ανεπανάληπτο επίτευγμά της. Ποτέ δεν είχε κατακτήσει τίποτα άλλο, ποτέ έκτοτε δεν πρόσθεσε οτιδήποτε άλλο στην τροπαιοθήκη της.
Στην τετραετία που αγωνίστηκε με τα «κιτρινομπλέ» ο Δανός ποτέ δεν σημείωσε διψήφιο αριθμό τερμάτων σε επίπεδο Πρωταθλήματος. Δεν του χρειαζόταν πλέον. Σε τρεις διαδοχικές σεζόν αναδείχτηκε στην κορυφαία τετράδα της Χρυσής Μπάλας. Τρίτος το ’84, δεύτερος το ’85 (πίσω μόνο από τον Πλατίνι) και τέταρτος το ’86.
Από τη Βερόνα έφυγε το 1988. Έφυγε ως παρουσία, γιατί ως έννοια, ως υπόσταση, είναι κομμάτι άρρηκτο της αθλητικής, της πολιτιστικής, της κοινωνικής κληρονομιάς της πόλης. Και της δικής του, μιας και, πέραν του σπιτιού που αγόρασε, ο μονάκριβος γιος του, ο Μαξ, γεννήθηκε στην πόλη του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
Γύρισε στη Δανία, έπαιξε για δύο ακόμα χρόνια στη Βέιλε -από την Εθνική αποσύρθηκε αμέσως μετά το Euro 1988, με τους Δανούς να κάνουν τρεις ήττες σε ισάριθμα παιχνίδια στα γήπεδα της Δυτικής Γερμανίας– και κατόπιν, αρκετά ταλαιπωρημένος και από τραυματισμούς, κρέμασε τα παπούτσια του (και τα δύο…).
Αποπειράθηκε κάποια στιγμή να γίνει προπονητής. Ανέλαβε για ένα φεγγάρι τη Σίλκεμποργκ, αλλά γρήγορα αντιλήφθηκε πως ματαιοπονούσε και εγκατέλειψε έγκαιρα και προνοητικά -για τη διατήρηση της υστεροφημίας του- τους πάγκους.
Δεν θα μπορούσε ποτέ να περάσει στην… άλλη πλευρά. Δεν το είχε ως άνθρωπος, δεν το είχε ως ποδοσφαιριστής, ως (λέμε τώρα) επαγγελματίας. Και δεν το έχει. Ως τηλεσχολιαστής σταδιοδρομεί τα τελευταία -πολλά- χρόνια, ακριβώς επειδή οι συμπατριώτες του λατρεύουν το χιούμορ του, την ατάκα του, την ανεπιτήδευτη αντισυμβατικότητά του, την εναλλακτική -ακόμη και σήμερα, στην απόλυτα βιομηχανοποιημένη εκδοχή του αθλήματος- ποδοσφαιρική ματιά του.
Αλλιώς πώς; Μιλάμε για έναν τύπο που είχε τον κόσμο στα πόδια του και επέλεξε να περάσει 10 χρόνια, τα 10 καλύτερα και παραγωγικότερα της καριέρας του, σε μια κάποια Λόκερεν και στην ανυπόληπτη, προ και μετά της άφιξής του, Βερόνα.
Ενσυνείδητα, μιας και δεν έβαλε τίποτα “καριερίστικο”, τίποτα μηχανοποιημένο επαγγελματικά, ακόμα και σε μέτρα και σταθμά αλλοτινών εποχών, ψηλότερα ή έστω δίπλα στην καλοπέρασή του, με τον τρόπο που ο ίδιος πάντα την όριζε, την εννοούσε και τη ζούσε.
Θα ήταν σαν τα ποτά του να τα έπινε ζεστά και τα τσιγάρα του να τα έκαιγε βρεγμένα.
Η ζήση του δείχνει πως θα τα τιμούσε ακόμα κι έτσι, ακριβώς γιατί είναι ο Πρέμπεν Έλκιερ, αλλά τελικά τα κεράστηκε όλα αλλιώς…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μίκαελ Λάουντρουπ: Κόκκινη κλωστή δεμένη
Πίτερ Σμάιχελ, O Μεγάλος Δανός
O Κάσπερ Σμάιχελ δεν κρύφτηκε στη σκιά του
Δανία – ΕΣΣΔ: Το παιχνίδι που γέννησε έναν μύθο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη