Ο Γιάννης ήταν για μένα, ζώντας τον στα χρόνια της μεγάλης επανάστασης του ελληνικού μπάσκετ, ο μεγάλος αδερφός, ο δάσκαλος, ο φίλος, ένα πακέτο που περιλάμβανε πολλά πράγματα που μάθαμε από εκείνον.
Το πιο βασικό; Τι είναι το μπάσκετ, τι είναι ο πρωταθλητισμός, τι είναι η νοοτροπία του νικητή. Παράλληλα, μου δίδαξε πράγματα που όχι μόνο καθόρισαν την μπασκετική μου πορεία αλλά και την ζωή μου και την καθημερινότητά μου γενικότερα.
Με τον Ιωαννίδη συνεργαστήκαμε, όταν ως νεαρός προπονητής πήγα στις υποδομές του Άρη το 1983 και για μια τετραετία ήμουν στο τεχνικό τιμ της ανδρικής ομάδας. Στο Final 4 της Γάνδης ήμουν ο πρώτος βοηθός του και γενικά, όποτε μου ζητούσε, ήμουν παρών στις προπονήσεις. Αυτό κράτησε ως το 1989.
Όταν είσαι νέος, είσαι σαν σφουγγάρι. Βλέπεις, μαθαίνεις, ακούς. Το βασικό που δημιούργησε ο Ιωαννίδης ως προπονητής του Άρη ήταν το όραμα. Να υπάρχουν πειθαρχία και καταμερισμός αρμοδιοτήτων, άγνωστα μέχρι τότε.
Διαχειριζόταν με καταπληκτική μαεστρία τους μεγάλους παίκτες εκείνης της ομάδας, οι οποίοι ήταν παράλληλα και μεγάλες προσωπικότητες. Τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Σούμποτιτς. Επίσης είχε έναν τρόπο να παίρνει πράγματα από παιδιά που σε κρίσιμα σημεία ήταν ακόμα και καθοριστικοί, όπως ο Ρωμανίδης ή ο Λυπηρίδης, ο οποίος ήρθε στον Άρη στα 19 του και ύστερα από δυο-τρία χρόνια έφτασε να παίζει βασικός στην Εθνική ομάδα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα παιδιά έδιναν το 150% των δυνατοτήτων τους.
Μη λησμονούμε ότι για τους νέους Έλληνες παίκτες εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί οι θέσεις “1”, “2” και “3” ήταν καπαρωμένες από Γκάλη, Γιαννάκη και Σούμποτιτς, ενώ οι ξένοι ήταν συνήθως στο “4” και το “5”, όπως ο Γουίλτζερ, ο Μάικ Τζόουνς, ο Βράνκοβιτς, οπότε δεν έβρισκαν εύκολα θέση στην 5άδα. Η δουλειά που γινόταν όμως ήταν πολύ σοβαρή.
Ο Γιάννης μπορεί να έκανε τα αδύνατα δυνατά για να κερδίσει η ομάδα, αλλά ταυτόχρονα ήταν και ένας πολύ δοτικός άνθρωπος. Με τον έλεγχο όλων των καταστάσεων, προσπαθούσε να κρατήσει όλο το club σε υψηλούς αγωνιστικούς ρυθμούς. Δίπλα του μάθαμε όλοι τι θα πει νίκη, επιτυχία, πρωταθλητισμός. Το μπάσκετ είναι ωραίο άθλημα, αλλά αυτό που μετράει είναι οι νίκες και οι επιτυχίες. Σε αυτό, όπου και να πήγε, Άρη, Ολυμπιακό, ΑΕΚ, Εθνική ομάδα, ήταν ένας πραγματικός μαέστρος.
Ο Ιωαννίδης βάδιζε σε δυο δρόμους. Ο ένας ήταν ο λόγος του προπονητή και ο άλλος ο δρόμος για το σπίτι. Δηλαδή όποιος δεν ακολουθούσε τον δρόμο της σκληρής δουλειάς, της πειθαρχίας, της αυταπάρνησης για την ομάδα δεν είχε ούτε παρόν ούτε και μέλλον σε μια ομάδα με τόσο υψηλούς στόχους. Έτσι, αναγκαστικά ο καθένας με τον τρόπο του επέλεγε είτε να είναι στο τιμ είτε να είναι εκτός ομάδα. Σήμερα ελάχιστοι προπονητές διαχειρίζονται πρόσωπα, καταστάσεις και ομάδες. Τα πραγματικά κουμάντα είναι οι ατζέντηδες και οι Πρόεδροι. Γι’ αυτό και δεν βγαίνουν πολλοί παίκτες, με αποτέλεσμα να έχει πρόβλημα και η Εθνική ομάδα.
Δυστυχώς, όταν ο Ιωαννίδης αποσύρθηκε και από την προπονητική μετακόμισε στον χώρο της πολιτικής, άφησε να φανεί ότι ο προπονητής είναι πολύ σπουδαία υπόθεση για μια ομάδα, πώς δηλαδή είναι να έχεις το 100% της διαχείρισής της.
Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, όταν ο Ιωαννίδης μετακόμισε στην Αθήνα, το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης μαράζωσε. Το άθλημα είναι απαξιωμένο πλέον. Αυτό που είχε ο Ιωαννίδης και το μετέφερε εκτός από τους παίκτες και στους παράγοντες ήταν το όραμα, η προσπάθεια, η νοοτροπία νίκης. Άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη και μακάρι να καταφέρουμε να διαχειριστούμε κάποια από αυτά. Θα είναι σπουδαίο για το άθλημα.
Είχε φυσικά και τα περίφημα γούρια του. Ένα από αυτά που θυμάμαι ήταν που, λίγο πριν σφυρίξει το τζάμπολ ο διαιτητής, άναβε ένα τσιγάρο, έκανε μια-δυο ρουφηξιές και μετά το έσβηνε. Κυρίως βέβαια στο Παλέ. Ήταν πράγματα αθώα που όμως τον χαρακτήρισαν.
Δεν θα ξεχάσω τις ατελείωτες συζητήσεις μας στα ξενοδοχείο όπου κατέλυε η ομάδα. Ξεκινούσε μετά το φαγητό, το βράδυ, και τραβούσε ως τις 04:00-05:00 τα ξημερώματα. Και όποιος αντέξει! Πάντα με καλή διάθεση, με χιούμορ, με ατάκες που έμειναν στην ιστορία. Ήταν μαθήματα ζωής από προσωπικά βιώματα. Όποιος είχε αφτιά και μυαλό τα έπαιρνε και τα χρησιμοποιούσε ανάλογα στην καθημερινότητά του.
Σκάμπαζε και από ποδόσφαιρο. Ήταν φανατικός φίλαθλος της Λίβερπουλ, του ποδοσφαιρικού Άρη. Κατείχε όλο το φάσμα του αθλητισμού σε κομμάτια διατροφής, ψυχολογίας, για αυτό ήταν πρώτος. Δεν ήταν τίποτα τυχαίο.
Ο Άρης ήταν η ζωή του, το “είναι” του. Η αρχή του και το τέλος του. Πέρασε από κορυφαίες ομάδες, αλλά ο Άρης ήταν πάντα το δεύτερο σπίτι του.
Εγώ θέλω να τον θυμάμαι με αγάπη, με σεβασμό και, το σημαντικότερο από όλα, με θαυμασμό, γιατί έδωσε πολλά στο μπάσκετ της Θεσσαλονίκης αλλά και όλης της Ελλάδας, βοήθησε πολύ κόσμο και αξίζει ένα μεγάλο «ευχαριστώ»!
Ας μείνει στο μυαλό μας η εικόνα του Γιάννη του λεβέντη, του αγωνιστή, του νικητή! Θα τον έχω πάντα στην καρδιά μου…
Ο Δημήτρης Καραμιχάλης είναι προπονητής μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
CHECK IT OUT: Γιάννης Ιωαννίδης: Δέκα μυθικά κλικ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τζορτζ Παπαδάκος: Νίκη με κάθε κόστος