H συμφωνία… συμφωνία. Ο Δεκέμβριος θα ήταν (κάτι σαν) αγρανάπαυση. Απαραίτητη, επιβεβλημένη. Τόσο για τη γη όσο και για το μυαλό.
Η εξαίρεση, η μόνη εξαίρεση, προγραμματισμένη εκ των προτέρων. Στις 21 έχει γενέθλια ο Αλμέιδα. Κλείνει τα 50 του. Γράψε κάτι.
Μια κουβέντα (αποδείχτηκε πως) ήταν. Τι καινούργιο να γράψεις για δαύτον; Το τελευταίο τελευταίο που με το ζόρι ανακαλύφθηκε στην πρόσφατη βράβευση του Αργεντινού από τον ΠΣΑΠΠ ήταν ένας συνεπώνυμός του δρόμος, μια σταλιά εμδαδόν, κάπου στο Κουκάκι, ονοματοδοσμένη από έναν Πορτογάλο φιλέλληνα στρατιωτικό, ο οποίος είχε βοηθήσει στην ελληνική επανάσταση.
Καμιά παρηγοριά. Όχι στον άρρωστο, αλλά στον υπογράφοντα τούτου του σημειώματος, αναζητώντας κάτι, οτιδήποτε, να προσφέρ(θ)ει νέο στον αναγνώστη του.
Για την καριέρα του Αργεντινού, ένα σεργιάνι στη «Wikipedia» και στο Youtube τα λέει όλα.
Δεν χρειάζονται παραπανίσιες λέξεις για να την ντύσεις.
Για την προπονητική διαδρομή που τον έφερε στην ΑΕΚ, μυστικό δεν πρέπει να υπάρχει πια κανένα και σε τίποτα, από τότε που πρωτοπάτησε το πόδι του στην Ελλάδα. Για την πάλη του με την κατάθλιψη, για την εξάρτησή του με το αλκοόλ, για τον τρόπο που τις δέχτηκε όλες και τις ξεπέρασε, για τη λατρεία του για τον πατέρα του και την απώλεια του που βίωσε εν μέσω της πανδημίας, για την καρμική σχέση του με τον Ντιέγκο Μαραντόνα, τον κώδικα τιμής των σαμουράι, το Bushido, το οποίο υιοθέτησε στη ζωή και όχι μόνο στην επαγγελματική καθημερινότητά του, όλα εκεί, δύο-τρία κλικς μακριά.
Και για τους πιο μερακλήδες, τους λάτρεις του χαρτιού και της παράδοσης του τυπογραφείου, του γδαρσίματος των δαχτύλων από τα γυρίσματα των σελίδων, γραμμένα και μοιρασμένα όλα όσα ο ίδιος ήθελε να δώσει και να μοιραστεί στην από καιρό δημοσιευμένη βιογραφία του.
Η συμφωνία όμως συμφωνία. Η παρότρυνση του Zastro (άλλο αριστούργημα δικό του κυκλοφορεί στο διαδίκτυο για τον λεγάμενο) ήταν μια παρουσίαση, μια καταγραφή των εν Ελλάδι πεπραγμένων του Αργεντινού. Pas mal είναι η αλήθεια, αλλά και από την άλλη εξόχως ριψοκίνδυνο. Όσο και αν φαίνεται ή είναι ανοιχτό βιβλίο, άλλο τόσο δεν παύει να είναι εκεί που είναι, αυτός που είναι, καταλαμβάνοντας μια ενεργή θέση και ρόλο στην (αθλητική) ζωή του τόπου.
Εδώ κοτζάμ Foreign Office δεν έχει αλλάξει πολιτική (κοντά) αιώνων, αποχαρακτηρίζοντας απόρρητα αρχεία μόνο δεκαετίες αργότερα από τα γεγονότα που αυτά καταγράφουν και θα λάχει ο κλήρος στο «AthleteStories» να επωμιστεί ευθύνη… εν κινήσει απολογισμού;
Να λείπει.
Όχι λόγω συγκατάβασης ή συμβιβασμού αλλά λόγω φιλοσοφίας. Κάτι τέτοιο δεν συνιστά (ακόμη) αντικειμενικό Story και σίγουρα δεν μπορεί να ενταχθεί (μέχρι στιγμής) στο πλαίσιο του Athlete.
Αντίθετα, οτιδήποτε ξεστομίζεται από τον ίδιο, τότε είναι ατόφιο Athlete Story. Και ένα τέτοιο, χριστουγεννιάτικο, ήρθε ύστερα από ένα μήνυμα (μάλλον) απελπισίας σε έναν παλιό συνάδελφο στην Αργεντινή.
Η απάντηση του απρόσμενη, ήταν ένα απόκομμα από μια πολυσέλιδη εορταστική συνέντευξη του Αλμέιδα, τέτοιες μέρες το 2009, όταν μόλις ολοκλήρωνε το πρώτο τέρμηνο μετά την επιστροφή του ουσιαστικά στην ποδοσφαιρική δράση για την αγαπημένη του Ρίβερ Πλέιτ.
Συνέντευξη που είχε δώσει στο πιο φημισμένο περιοδικό της πατρίδας του, «El Grafico», και η οποία είχε δημοσιευτεί δύο μέρες μετά τα 36α γενέθλιά του. Το πλαίσιο της απλό: 100 ερωτήσεις, 100 απαντήσεις. Στου δρόμου τα μισά για της ζωής του την 100άδα, η παρουσίαση των πιο χαρακτηριστικών, των (ευκταία -μια γρήγορη αναζήτηση δεν τα εμφάνισε πουθενά) άγνωστων ιστοριών, εξιστορημένες από τον ίδιο τον Αργεντινό, είναι δώρο πολύτιμο.
Και για τον υπογράφοντα που ξέφυγε από τη βάσανο της ανακύκλωσης, αυτονόητα και για τον αναγνώστη/επισκέπτη, μα κυρίως για τον ίδιο τον εορτάζοντα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο από την υπενθύμιση μιας πραγματικότητας που κάποτε ονειρευόσουν, τη σύγκρισή της με την πραγματικότητα που ζεις και έχεις κατακτήσει και τη βάση για την πραγματικότητα που από εδώ και πέρα ελπίζεις να διαμορφώσεις.
Μέχρι λοιπόν τον αποχαρακτηρισμό των αρχείων και με την προσδοκία πως αυτός θα αργήσει, Feliz cumpleaños Pela.
Ο Οράσιο, η Μερσέντες και οι Παλαβετσίνο
Από τα πιο αξιομνημόνευτα γενέθλιά του ήταν όταν συμπλήρωσε τα 30 του χρόνια. Τα γιόρτασε στο πατρικό του στην Ασούλ, παρέα με δικούς του ανθρώπους, της γειτονιάς: τον χασάπη, τον εργάτη στην τοπική βιοτεχνία καουτσούκ, τον μηχανικό, όλους τους φίλους και την οικογένειά του.
Όλοι κι όλοι, όπως τους υπολογίζει, περίπου 100 άτομα μαζεμένα. Οι εορταστικές εκδηλώσεις, όπως πάντα, περιλάμβαναν μπάρμπεκιου, κρασί και χορό. Συνήθως η οικογένεια έφερνε στο σπίτι μια τοπική μουσική μπάντα, αλλά σε εκείνη τη συγκεκριμένη περίσταση, το στήσιμο της πρόχειρης σκηνής του είχε κινήσει εξ αρχής την περιέργεια, γιατί έμοιαζε πολύ πιο… επαγγελματική.
Όταν από το μικρόφωνο ακούστηκαν ιταλικά, τότε κατάλαβε τον λόγο. Το κρατούσε ο αγαπημένος του Οράσιο Γκουαρανί, διάσημος Αργεντινός μουσικός, με κοντά 60 χρόνια καριέρας, γνωστός για το αρμονικό συνταίριασμα διάφορων τοπικών φολκλορικών μελωδιών της πανσπερμίας των μουσικών καταβολών της χώρας.
Ο Αλμέιδα τον λάτρευε. Και τον λατρεύει ακόμη. Όπως λατρεύει τα παραδοσιακά ακούσματα της πατρίδας του. Από τότε ως και τώρα. Αγαπημένη του συνήθεια να βάζει διάφορα τραγούδια στις κόρες του, από μικρές, ρωτώντας τες όχι το όνομα του τραγουδιού αλλά του τραγουδιστή.
Mercedes Sosa, Oscar Palavecino, Chaqueño Palavecino, οι Los Nocheros οι συνηθέστεροι που εκπαίδευσαν μουσικά τη Σοφία, την Ασούλ και τη Σερένα.
Ψηλότερα όλων ο Οράσιο. Το όνειρό του ήταν να μοιράζονταν ένα ποτήρι κρασί και να τον άκουγε να μιλάει, να τραγουδάει. Σε εκείνα τα 30ά γενέθλια μοιράστηκαν (πολλά) παραπάνω από ένα ποτήρι και τον άκουσε να κελαηδάει για πάνω από δύο ώρες.
Δεν είχε, και πιθανώς δεν έχει ακόμη, καλύτερο.
Χορεύοντας malambo
To Malambo είναι ένας λαϊκός, παραδοσιακός αργεντινικός χορός. Ο χορός των γκαούτσος, των αλογαταρήδων. Χορός σε διάφορες μορφές, είτε ατομικός, είτε σε ζευγάρια, είτε ομαδικός. Ντυμένοι με ανάλογες φορεσιές, σπιρούνια στις μπότες, άντρες χορεύουν «λες και συμμετέχουν σε μια μάχη μεταξύ τους, πατώντας με τη σειρά, διαδοχικά και ευλαβικά στη μουσική», όπως έχει γράψει η Αργεντινή λαογράφος. Βεντούρα Λινς.
Ο Αλμέιδα, λάτρης του τοπικού φολκλόρ, χόρευε, χορεύει πολύ καλά, παρότι ο ίδιος δεν το συμμερίζεται. Λογίζει εαυτόν ψηλό για τον συγκεκριμένο τύπο χορού, θεωρώντας πως ήταν κομματάκι άγαρμπος, ωστόσο είχε -και έχει…- εξαιρετική επαφή με τα τακούνια και τα σπιρούνια, απαραίτητα για το ηχητικό και χορογραφικό δέσιμο της κίνησης.
Ο πατέρας του, Όσκαρ, έπαιζε μπάσο σε ένα τοπικό συγκρότημα της Ασούλ, ενώ ο ίδιος ο Ματίας για οκτώ χρόνια ήταν μέλος χορευτικού ομίλου, έχοντας μάλιστα συμμετάσχει και παρουσιαστεί χορεύοντας πάντα, πριν τα τρανά ποδοσφαιρικά κατορθώματά του, σε τηλεοπτικό σόου, στο πιο φημισμένο της Αργεντινής.
Η σύζυγος του, η Λουτσιάνα, αλλοτινή γυμνάστρια του αντίστοιχου τμήματος της Ρίβερ (απ’ όπου ξεκίνησε την ποδοσφαιρική καριέρα του ο προπονητής της ΑΕΚ), το γνώριζε από πρώτο χέρι, μιας και, όταν ο Ματίας είχε πάει να χορέψει σε εκείνο το σόου, εργαζόταν ως (κάτι σαν) γραμματέας του παρουσιαστή. Και δεν το(ν) ξέχασε.
«Λοιπόν, χορεύεις malambo πολύ ωραία;».
Αυτή ήταν η ερώτηση που του έκανε, σε μια τυχαία κατοπινή συνάντησή τους, λίγο μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 και τον αποκλεισμό της Αργεντινής στα προημιτελικά από την Ολλανδία. Ζήτησε το τηλέφωνό της, της απάντησε -μονολεκτικά και αμήχανα, όπως θυμάται- και κατέληξαν από τότε ζευγάρι.
Η γιαγιά, ο Εσταυρωμένος και το παρατσούκλι
Η γιαγιά του, Τερέσα, πέθανε, όταν ήταν 20 χρόνων. Παρακολουθούσε την ποδοσφαιρική πορεία του εγγονού της από τα πρώτα-πρώτα βήματά του. Τότε που αυτός δεν έβλεπε τίποτα άλλο από τη Ρίβερ. Πήγαιναν κλιμάκια της Μπόκα στην Ασούλ για να δοκιμάσουν πιτσιρικάδες, ο Όσκαρ προσπαθούσε να τον τσιγκλίσει για να δοκιμάσει και εκεί, η καψούρα όμως του κανακάρη για τους «Millonarios» δεν του επέτρεπε καμία αποκοτιά.
Ακόμα και ύστερα από αλλεπάλληλες αρνήσεις. Πρώτη απόπειρα στα 13. Έμεινε μια εβδομάδα στα δοκιμαστικά. Οι άνθρωποι της Ρίβερ ευγενικά είπαν στον πατέρα του «του χρόνου», περισσότερο εννοώντας «να το ξεχάσει ο μικρός».
Αμ δε.
Ο χρόνος πέρασε, δεν το ξέχασε και ξαναπήγε, όπως του είχαν πει. Ήταν Ιούλιος. Τότε δεν του είπαν σε έναν χρόνο αλλά σε έναν μήνα. Ξαναπήγε τον Αύγουστο. Και πάλι τον Σεπτέμβριο. Τον Οκτώβριο. Τον Νοέμβριο. Κάθε φορά έβλεπαν και κάτι καλύτερο, κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό. Ώσπου τον Δεκέμβριο τον δέχτηκαν στις ακαδημίες.
Τι το ‘θελε; Δεινοπάθησε στον ξενώνα που έμενε. Μακριά από τους δικούς του, μακριά –μιάμιση ώρα δρόμος με συγκοινωνία– από το προπονητικό κέντρο, με 25 συγκατοίκους, όλα κοινόχρηστα και όλα υπό το καθεστώς της… κοινοκτημοσύνης. Το εμπέδωσε από νωρίς, όταν για πρώτη φορά άφησε στο -κοινόχρηστο κι αυτό, εννοείται- ψυγείο ένα τάπερ της μαμάς Σίλβια με την αγαπημένη του Milanese (παναρισμένη κοτολέτα, τηγανισμένη σε βούτυρο με μοσχαρίσια παϊδάκια ή ψαρονέφρι), με κολλημένο ένα χαρτάκι στο οποίο έγραφε το νούμερο του δωματίου στο οποίο έμενε.
Το επόμενο πρωί μόνο αυτό, το χαρτάκι με το νούμερο, είχε μείνει στο τάπερ.
Παρότι το σκέφτηκε, δεν τα παράτησε. Ακόμη και σήμερα πάντως ένα από όσα παραδέχεται πως δεν θα ήθελε να ζήσει με τίποτα, αν είχε τη δυνατότητα να ξεκινήσει από την αρχή, ήταν αυτός ο χρόνος σε εκείνον τον ξενώνα, όσο εκπαιδευόταν στις ακαδημίες της Ρίβερ.
Η Τερέσα εξήγηση είχε πάντα, πιστώνοντας τη δύναμη που έβρισκε ο εγγονός της στον Χριστό. Όχι ανεπιφύλακτα σε κάθε περίπτωση. Όταν έφτασε πια να βλέπει στην τηλεόραση τα παιχνίδια του, επαγγελματίας πλέον, κρατούσε μια μινιατούρα του Εσταυρωμένου σφιχτά στην παλάμη της. Και, όταν ο Ματίας έκανε ένα λάθος, δεχόταν μια προβολή, την άνοιγε και Του έβαζε γκάζια:
«Σου είπα να τον βοηθάς, κάνε το».
Κόντρα στα όσα θρυλούνται, τότε, στα φυτωριακά τμήματα των «Εκατομμυριούχων», ήταν που του δόθηκε το παρατσούκλι που τον ακολούθησε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Και που επιβίωσε κόντρα στην χαρακτηριστική, συνήθως μακριά, κόμη του.
Του το έδωσε ο προπονητής των τσικό της Ρίβερ, Φεντερίκο Βάιρο. Και ο λόγος ήταν απλός: έβλεπε κάποιον με πράσινη φανέλα, τον φώναζε «πράσινο». Έβλεπε κάποιον με «μπλε», τον φώναζε μπλε. Τον Αλμέιδα τον είδε με πολύ κοντά, ξυρισμένα ίσαμε το δέρμα, μαλλιά και τον αποκάλεσε ακριβώς όπως τον έβλεπε: «καραφλό», «pelado».
Και έμεινε.
Το μποξ, η Σεβίλλη και η αστυνομική συνοδεία
Πέραν του ποδοσφαίρου, το μποξ ήταν αυτό που τον κέντριζε. Ο πατέρας του -και εδώ- ήταν αυτός που του πέρασε το σαράκι. Βλέπανε μαζί μάχες στο ρινγκ, προτού αρχίσει ο ίδιος να ξεχωρίζει αγαπημένους. Ο Αμερικανός Μάρβιν Χάγκλερ ήταν ο πρώτος, μετά ο Μάικ Τάισον και ο Όσκαρ Ντε Λα Χόγια.
Το μποξ βοήθησε τον ίδιο στην προπόνησή του και κομμάτια του έχει εντάξει πια στη δική του προπονητική μεθοδολογία. Στη Ρώμη είχε ένα προσωπικό γυμναστήριο, με έναν σάκο να κοπανάει, να φορτώνει και να ξεδίνει και έναν προσωπικό γυμναστή, ο οποίος ανέλαβε να τον διδάξει τα πρώτα, βασικά, του αθλήματος.
«Είναι σπουδαία προπόνηση. Για την ταχύτητα, για τις καύσεις, για τα αντανακλαστικά. Μα πάνω απ’ όλα, για εκτόνωση».
Την χρειαζόταν σίγουρα στη Σεβίλλη, αποτελώντας με την τότε μεταγραφή του την ακριβότερη πώληση της ιστορίας του αργεντινικού ποδοσφαίρου. Στις τελικές διαπραγματεύσεις, ο Αλφρέντο Νταβίτσε, τότε Πρόεδρος της Ρίβερ, είχε κλειδώσει σε ένα δωμάτιο του Monumental μια αντιπροσωπεία των Ανδαλουσιάνων και σε ένα άλλο απεσταλμένους της Ρεάλ.
Και οι δύο έδιναν το ποσό που απαιτούνταν, οπότε η επιλογή είχε να κάνει αποκλειστικά με τον άμεσα ενδιαφερόμενο.
«Είχα πάει καλά στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα (σ.σ. η Αργεντινή έφτασε στον Tελικό, χάνοντας εκεί από τη Νιγηρία), είχαμε κερδίσει το Libertadores. Οπότε η Ρίβερ μού είχε ανακοινώσει πως θα με πουλούσε.
Η Σεβίλλη ήταν η πρώτη που με πλησίασε. Έδωσα τον λόγο μου και τον κράτησα, όταν εμφανίστηκε η Ρεάλ. Διορατική, σπουδαία επιλογή. Εκείνη την χρονιά η Ρεάλ κατέκτησε το Πρωτάθλημα και η Σεβίλλη υποβιβάστηκε».
Ότι δεν (θα) κόλλαγε στο Sánchez-Pizjuán (ισχυρίζεται πως) το είχε καταλάβει από την στιγμή της παρουσίασής του. «Περίμεναν κάποιον Μαραντόνα, έναν σκόρερ, έναν μάγο (σ.σ. λόγω κυρίως μιας φοβερής, δημιουργικά παραδόξως, εμφάνισης που είχε κάνει κόντρα στην Ισπανία στο Ολυμπιακό τουρνουά εκείνου του καλοκαιριού).
«Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα μπροστά σε 12.000 ανθρώπους πως δεν ήμουν αυτός που παρουσίαζαν και που περίμεναν. Τέσσερα-πέντε παιχνίδια μετά το ξεκίνημα της σεζόν, από τις ίδιες εξέδρες, αυτοί οι 12.000 μαζί με άλλους 12 με έβριζαν. Και μετά άλλοι 12. Και άλλοι 12».
Δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που αντιμετώπισε οκτώ χρόνια αργότερα. Τότε, οικογενειάρχης πια και έχοντας φάει με το κουτάλι τα ιταλικά γήπεδα, είχε αποφασίσει να επαναπατριστεί. Βαρύ για έναν τέτοιο τύπο, για μια τέτοια προσωπικότητα να μένει τόσο πολύ, τόσο μακριά από τον τόπο του.
Συμφώνησε με την Ιντεπεντιέντε. Δεν έμεινε κρυφό. Το όνομα του πατέρα του εμφανίστηκε μέχρι και σε λίστα με υποψηφίους για απαγωγή. Αντίποινα και απειλές των οπαδών της Ρίβερ; Απλώς και μόνο οικονομικά κίνητρα; Ό,τι και να ήταν, ο Όσκαρ αναγκάστηκε για εβδομάδες να κυκλοφορεί 24/7 με αστυνομική συνοδεία και μαζί με τη Σίλβια είχαν μόνιμα ένα περιπολικό στον δρόμο έξω από το σπίτι τους στην Ασούλ, με έναν ακόμα ένστολο να βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Μοιραία, τα όποια σχέδια δεν υλοποιήθηκαν, με τον «pelado» να παραμένει στην Ιταλία, συμφωνώντας –αναγκαστικά, κακήν κακώς και φάνηκε από την άσχημη τροπή που είχε η παρουσία του εκεί- με την Μπρέσια.
Τα θεριά, ο Μπορέλι και ο «θεός»
Γύρισε έναν χρόνο μετά. Ουσιαστικά έχοντας ολοκληρώσει την καριέρα του. Τότε ήταν που θέριεψαν οι δαίμονές του. Δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί την ποδοσφαιρική απραξία. Το Showbol, οι αγώνες επίδειξης εσωτερικού χώρου, στους οποίους συμμετείχε, απλώς υποκατάστατο.
Δεν τον γέμιζαν, δεν ικανοποιούσαν τα στερητικά σύνδρομά του, δεν χόρταιναν τα όσα μέσα του τον έτρωγαν. Πήγαινε τις κόρες του στο σχολείο το πρωί και, μέχρι να έρθει η ώρα να της πάρει, ξάπλωνε στο πάτωμα χωρίς να κάνει τίποτα. Χωρίς να ξέρει να κάνει τίποτα. Το χειρότερο; Χωρίς να θέλει να κάνει τίποτα.
Γιατί, όταν ήθελε, δεν ήταν επιθυμία ούτε ανάγκη. Φωνή βοήθειας ήταν, με συνεχόμενες και ολοένα εντεινόμενες κρίσεις πανικού. Οι καταχρήσεις εντάθηκαν, αλλά ούτε παρηγοριά πρόσφεραν ούτε λύση.
Αυτό το έκανε η -περίφημη πια- ζωγραφιά της μεγάλης του κόρης, της Σοφίας. Η δασκάλα της, στο πλαίσιο ενός ψυχολογικού τεστ, ζήτησε από όλους τους μαθητές να παραστήσουν τα μέλη της οικογένειάς τους με ζώα. Η Σόφια ζωγράφισε ένα γέρικο, ξαπλωμένο λιοντάρι, με εμφανείς -παιδικά αποτυπωμένες- εκφράσεις στενοχώριας στη μουσούδα του.
Η δασκάλα κάλεσε τους γονείς και έδειξε τη ζωγραφιά.
«Η Σοφία αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα συμπεριφορικά στο σχολείο και η δασκάλα ήθελε να διαπιστώσει την αιτία. Κάνοντας αυτό το τεστ, κατάλαβε. Όταν μου έδειξε τη ζωγραφιά και μου εξήγησε πως έτσι με περιέγραψε, έτσι με βλέπει και τι σημαίνει, ήταν σαν να με σκότωσε. Όταν αντιμετωπίζεις την κατάθλιψη, δεν καταλαβαίνεις.
Έχεις την τάση να μην ενδιαφέρεσαι για οτιδήποτε γύρω σου και, ακόμα και αν σε ενδιαφέρει, το υποτιμάς, το φέρνεις στα δικά σου, ανύπαρκτα λόγω της πάθησής σου, μέτρα. Εκείνη την στιγμή όμως ήταν κάτι φοβερό για μένα. Αντιλήφθηκα τη ζημιά που έκανα στη κόρη μου, στα παιδιά μου. Για έναν γονιό δεν υπάρχει χειρότερο».
Και τότε η παρότρυνση της Λουτσιάνα για να επισκεφθεί τον δικό της ψυχολόγο μετατράπηκε σε απόφαση για να ακολουθήσει έκτοτε, σε διάφορα στάδια, η παραδοχή, η καταπολέμηση και η θεραπεία.
Το ποδόσφαιρο ήταν ο δεύτερος καταλύτης. Αναπόσπαστο, από τότε ακόμη, κομμάτι της. Και όχι κατ’ ανάγκη με την προοπτική της επιστροφής στα γήπεδα, φορώντας τα εξάταπα, αποδεχόμενος ουσιαστικά –τέσσερα χρόνια μετά από αποχή, Showbol και μια εξόρμηση στο πλαίσιο ενός επιχειρηματικού project στη Νορβηγία και τη Λιν– τη λυτρωτική για τον ίδιο και τους δικούς του ανθρώπους επάνοδο στη Ρίβερ, αλλά από εκείνη κιόλας τη στιγμή βλέποντας επαγγελματική συνέχεια στους πάγκους.
«Πλέον (σ.σ. Δεκέμβριος του 2009 υπενθυμίζεται) είμαι προετοιμασμένος. Όχι τελείως, αλλά πολύ καλύτερα. Η θεραπεία μού έδωσε να καταλάβω πως θα συνεχίσω να ζω μέσα από το ποδόσφαιρο. Πως πρέπει να συνεχίσω να ζω από το ποδόσφαιρο. Και πλέον ξέρω, το έχω πολύ ξεκάθαρο μέσα μου, έχω καταλήξει πως, όταν έρθει η ώρα να αποσυρθώ οριστικά, θα γίνω προπονητής».
Είχε την ευκαιρία νωρίτερα. Δύο χρόνια για την ακρίβεια πριν από την επάνοδο του στη Ρίβερ, όταν τα ηνία των «Millonarios» ανέλαβε ο Ντιέγκο Σιμεόνε και του πρότεινε να γίνει βοηθός του.
Τότε όμως ήταν αλλού, χωρίς την παραμικρή διαύγεια, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα όχι να ορίσει άλλα έστω και να δει το (όποιο) μέλλον του. Όταν όμως το έκανε, το μυαλό του έτρεχε.
Τότε, τέτοιες μέρες το 2009, είχε αυτός πια πιθανούς βοηθούς στο μυαλό του. Ο Σέρχιο Γκοϊκοετσέα, φίλος του και επιχειρηματικός συνεργάτης στην κατασκευή, διαχείριση και συνεκμετάλλευση ενός πολυχώρου με γήπεδα, κοιτώνες, εστιατόρια, γυμναστήρια, στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες, ο Μπέτο Ακόστα και ένας ακόμα γνωστός μας, ο Χουάνχο Μπορέλι, ήταν οι βασικοί υποψήφιοι.
Όχι ο κολλητός του από τις ακαδημίες της Ρίβερ, Αριέλ Ορτέγκα, όχι το παιδικό είδωλό του, συμπαίκτης του στις τουρνέ του Showbol, φίλος του, ο Ντιέγκο (κατοπινά εκείνης της συνέντευξης του Δεκεμβρίου του 2009, τα αποκαλυπτήρια από τη γυναίκα του, παρουσία και των δυο τους, σε τηλεοπτική εκπομπή ενός γράμματος που του είχε γράψει 12 χρονών στον Μαραντόνα, γράμμα που δεν έστειλε ποτέ, μα η μαμά Σίλβια κράτησε), η μεγάλη κόρη του οποίου, η Ντάλμα, αντί για τον «θεό» του υπόλοιπου πλανήτη που αυτή έτυχε να έχει πατέρα, λάτρευε, μεγαλώνοντας στην εφηβεία της, τον «pelado».
Ο Μπιέλσα, ο Ιγκίτα, ο Πεπ, ο Σάκι, ο Ντάβιντς και ο Σουμάχερ
Οι μέχρι τότε ευτυχέστερες στιγμές της αποκλειστικά ποδοσφαιρικής καριέρας του ήταν η κατάκτηση του Libertadores (1996), το scudetto με τη Λάτσιο (2000), η ανάδειξή του σε κορυφαίο ποδοσφαιριστή του Campionato της σεζόν 1999-2000, όμως τίποτα, μα τίποτα δεν συγκρινόταν με τα συναισθήματα που τον κατέκλυσαν και τα όσα βίωσε στο πρώτο παιχνίδι της επιστροφής του στη Ρίβερ κόντρα στην Τσακαρίτα.
Από τη συγκέντρωση της αποστολής την προηγουμένη («πλέον το απολαμβάνω. Κοιμάμαι σαν παππούς από τις 9 το βράδυ, αλλά, αν με ρώταγες στα 20 μου, πως ένιωθα που θα έπρεπε για παράδειγμα να βρίσκομαι στο ξενοδοχείο για προετοιμασία εβδομάδων, θα μπορούσα από την αγανάκτηση να χτυπάω το κεφάλι μου στους τοίχους») μέχρι και την αποχώρηση από τα αποδυτήρια μετά το τέλος του παιχνιδιού.
Η πιο δυσάρεστη; Το χαμένο πέναλτι στα ημιτελικά του Libertadores του 1995 κόντρα στην Ατλέτικο Νασιονάλ Μεδεγίν. Πέναλτι που απέκρουσε ο Ρενέ Ιγκίτα, πέναλτι που έκρινε την πρόκριση στον Τελικό, πέναλτι που θα μπορούσε κάλλιστα να σημαδέψει την πορεία του 22χρονου τότε Αλμέιδα, κάτι που όμως η εξέδρα του Monumental δεν επέτρεψε να συμβεί, σηκώνοντας με ιαχές και συνθήματα στα πόδια του τον σωριασμένο μετά την αστοχία «pelado» και ξεπροβοδίζοντάς τον στα αποδυτήρια φωνάζοντας το όνομά του.
Μακράν του δεύτερου, ο καλύτερος προπονητής που είχε ήταν ο Μαρσέλο Μπιέλσα. Δάσκαλοί του επίσης ο Ντάνιελ Πασαρέλα, o Αμέρικο Γκαγέγο και ο Αλεχάντρο Σαμπέγια. Μακράν ο χειρότερος ο Πιέτρο Καρμιτζιάνι, «ένας τερματοφύλακας», όπως έλεγε τότε υποτιμητικά, ο οποίος διαδέχτηκε τον Πασαρέλα στην Πάρμα (2001).
«Ήθελε να δείξει στο γκρουπ πως αυτός ήταν πλέον το αφεντικό. Γι’ αυτό και ήρθε κατά πάνω μου αμέσως. Με κάθε τρόπο. Ζήτησα συνάντηση παρουσία του Αρίγκο Σάκι, ο οποίος τότε ήταν κάτι σαν Αθλητικός Διευθυντής. Κουβέντα στην κουβέντα, χρειάστηκε να μπει ανάμεσά μας για να μας χωρίσει, αφού ήρθαμε στα χέρια».
Από όσους δεν συνεργάστηκε, ξεχώριζε τον Σερ Άλεξ, τον Μουρίνιο και τον Γκουαρντιόλα. Το εντυπωσιακό; Ο Πεπ τότε διένυε μόλις τη δεύτερη σεζόν του στον πάγκο της Μπαρτσελόνα. Ο λόγος που τον ξεχώριζε; «Φαίνεται πως οι παίκτες του χαίρονται, απολαμβάνουν να παίζουν. Αυτό είναι το πιο σημαντικό για έναν προπονητή, να κάνει τους παίκτες του χαρούμενους».
Σταχυολογώντας τους καλύτερους που συνάντησε, ως συμπαίκτης ή ως αντίπαλος στο γήπεδο, εξαιρώντας φυσικά τον Ντιέγκο, λέει, χωρίς ιεραρχική ή αξιολογική σειρά, τους Φραντσεσκόλι, Ζιντάν, Ρονάλντο («το Φαινόμενο») και τον Νέστα, χωρίς να χρειάζεται… λίστα γι’ αυτόν με τον οποίον είχε τις περισσότερες κόντρες και μονομαχίες.
«Ο Ντάβιντς, χωρίς δεύτερη συζήτηση. Με χτυπούσε, τον χτυπούσα. Και κανείς μας δεν παραπονιόταν γι’ αυτό. Ξεκίνησε από το πρώτο παιχνίδι που δώσαμε αντίπαλοι και από εκεί και πέρα ήταν μια αλυσίδα. Ό,τι έκανε ο ένας, αντιδρούσε κάνοντας το ίδιο ο άλλος.
Κατέληξε σε ένα κλάδεμα που του έκανα, φτάνοντας περίπου στη μέση του. Δεν περίμενα ούτε να σηκωθεί ούτε τον διαιτητή και μόνος μου ξεκίνησα για τα αποδυτήρια, γνωρίζοντας πως θα αποβληθώ. Το φοβερό είναι πως ούτε τότε μου είπε κάτι, δεν αντέδρασε.
Το έκανε μόνο στο τελευταίο ματς παιχνίδι, σε ένα Ίντερ-Γιουβέντους, γνωρίζοντας πως ο κύκλος μου στην Ιταλία τελείωνε. Είχε αντικατασταθεί και με περίμενε στη φυσούνα για τα αποδυτήρια.
Ετοιμαζόμουν για καβγά, αλλά αντίθετα με πλησίασε, μου έδωσε το χέρι και μου έδωσε συγχαρητήρια για κάτι δηλώσεις που είχα κάνει την προηγούμενη μέρα και πως αναδείκνυαν την κουλτούρα μου ως άνθρωπο και όχι απλώς ως επαγγελματία».
Θυμάται επίσης ως ξεχωριστό από την ευρωπαϊκή θητεία του πως σε διακοπές στη Νίκαια το καλοκαίρι του ’99 είχε ζητήσει, φτάνοντας στο αεροδρόμιο, ένα van για τις μετακινήσεις με την οικογένειά του. Οι υπεύθυνοι τού ζήτησαν να περιμένει πέντε λεπτά, γιατί ο προηγούμενος ενοικιαστής δεν το είχε παραδώσει. Αποδείχτηκε πως ήταν ο Μίκαελ Σουμάχερ. Έμεινε αποσβολωμένος να τον χαζεύει, χωρίς ο Γερμανός να (του) γυρίσει ούτε βλέφαρο, προσπερνώντας τον παντελώς αδιάφορα.
Αυτά. Άλλο δεν έχει, ως εδώ ήταν.
Για περασμένα τόσα χρόνια από εκείνη την 100άρα ερωταπαντήσεων, πολλά ακούγονται και μοιάζουν επίκαιρα, (ως και) σημερινά κιόλας, ταιριαστά με τον Ματίας Αλμέιδα που ζούμε στα μέρη μας από την άνοιξη του 2022.
Χρόνος να καλύψει μια επόμενη υπάρχει άφθονος, καλά να είναι. Με ένα μπουκάλι με οτιδήποτε στη μέση και πούρα δίπλα ή, αν οι κομμένες πια προ πολλού κακές συνήθειες δεν επιτρέπουν ούτε καν περιστασιακές, ξεχωριστές εξαιρέσεις, έστω αχνιστό καφέ και στριφτά τσιγάρα.
Και μετά άσ’ τον να τα πει…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κάρλος Μπιάνκι, ο ευφυής Αντιβασιλέας
Μαρσέλο Γκαγιάρδο, η «Κούκλα» που έφτιαχνε διαστημόπλοια
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη