Στα 60ά γενέθλια του Φραντς Μπεκενμπάουερ το «ZDF», το κρατικό τηλεοπτικό κανάλι της Γερμανίας, είχε ετοιμάσει ένα αφιερωματικό υπερθέαμα.
Πέραν της δουλειάς που είχε προηγηθεί, με παραγωγές, συνεντεύξεις και αποστολές που φώτιζαν την καριέρα του «Κάιζερ», είχε προβλεφθεί γύρισμα στις εγκαταστάσεις του σταθμού, όπου και θα παρουσιάζονταν τα πάντα γύρω από τον εμβληματικό αμυντικό της Μπάγερν και της Εθνικής Γερμανίας.
Για όλους, απλώς και μόνο η παρουσία, ανεξαρτήτως αν προβλεπόταν ατάκα, τηλεοπτικός χρόνος, οτιδήποτε, σε αυτό το γκαλά ήταν τιμή. Όπως λένε και οι Αμερικανοί, κάθε ένας που είναι κάποιος και κάθε ένας που φιλοδοξεί να γίνει κάποιος έπρεπε να είναι, να βρισκόταν σε αυτό το σόου.
Η όλη εκδήλωση κράτησε τεσσερεισήμισι ώρες. Πολλή ώρα και αναμενόμενα πολύς κόσμος. Όσοι παρέλασαν μπροστά από τις κάμερες και τα μικρόφωνα, όσοι κέρδισαν έστω μισό καρέ τηλεοπτικού πλάνου αποχώρησαν τρισευτυχισμένοι. Ήταν εκεί, άρα, επαγωγικά, ήταν και οι ίδιοι κομμάτι της ιστορίας του γερμανικού ποδοσφαίρου, στην καρδιά του οποίου βρισκόταν ο Μπεκενμπάουερ.
Ένας μόνο δεν ήθελε να είναι. Την έτρεμε την πρόσκληση, αλλά δεν μπορούσε και να την αρνηθεί. Δεν ήθελε τα φώτα, δεν άντεχε την έκθεση, όχι για τεσσερεισήμισι ώρες, αλλά έστω για τεσσεράμισι λεπτά. Υπάρχουν πλάνα στα οποία φαίνεται να κοιτάει το ρολόι του, επαναλαμβανόμενα. Να δυσφορεί και να μην το κρύβει.
Όχι εξαιτίας του τιμώμενου προσώπου. Κάθε άλλο. Συνομήλικοι, συμπαίκτες μια ζωή, φίλοι για δέκα. Για οποιονδήποτε άλλον, απλώς δεν θα πήγαινε. Εδώ καλά-καλά σε δικές του τιμητικές εκδηλώσεις απουσίαζε και έστελνε αντιπροσώπους. Όλο αυτό το σόου γι’ αυτόν ήταν μαρτύριο. Μια περιττή έκθεση που αναστάτωνε το “είναι” του.
Δεν είναι τυχαίο πως στα δικά του 60ά γενέθλια, δύο μήνες αργότερα το 2005, όταν απλώς εμφανίστηκαν στο κατώφλι του άνθρωποι του «ZDF» για να στήσουν μια ανάλογη παραγωγή, ούτε που συζήτησε. Πάλι καλά δηλαδή που εμφανίστηκε για να το ξεκαθαρίσει, πως από τέτοιο βάσανο δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει.
Το μόνο που δέχτηκε, και αυτό με τα χίλια ζόρια, ακριβώς επειδή η έκθεσή του θα μεταφερόταν γραπτώς, ήταν μια συνέντευξη, από τις τελευταίες μεγάλες που έδωσε, στη «Süddeutsche Zeitung». Χαρτί, όχι οθόνη. Κουβέντα, όχι μικρόφωνο. Απλές, ασφαλείς καταστάσεις. Και με δαύτες είχε ζητήματα, αλλά ήταν προτιμότερες.
Αναμενόμενα ρωτήθηκε. Η σύγκριση άλλωστε ήταν πολύ χαρακτηριστική για να προσπεραστεί. «Δεν είναι για μένα τέτοιες εκδηλώσεις. Εγώ το μόνο που θέλω είναι να είμαι μόνος μου».
Επιθυμία όχι προερχόμενη από κάποια αλαζονική υπεροψία αλλά από μια έμφυτη συστολή, την οποία και το περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε αλλά και ο ενήλικος τρόπος ζωής του ενίσχυσαν σε βαθμό παθογένειας.
Ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τον μεγαλύτερο Γερμανό σκόρερ όλων των εποχών, με 365 γκολ σε 427 παιχνίδια Bundesliga, με 68 σε 62 συμμετοχές με την Eθνική Δυτικής Γερμανίας και με συνολικό λογαριασμό καριέρας που κυμαίνεται (μιας και δεν υπάρχουν ακριβή αναλυτικά αρχεία από όλα τα παιχνίδια που αγωνίστηκε) από 1.289 ως 1.445 (σε 1.204 παιχνίδια, επίσημα και φιλικά, αναλόγως πάντα ποια μέτρηση εμπιστεύεται η κάθε πηγή), αλλά σε κάθε περίπτωση πολύ, μα πολύ παραπάνω από τον μέσο όρο του ενός γκολ ανά παιχνίδι.
Και όλα τούτα από έναν επιθετικό, πολύ, μα πολύ μακρινό από τα πρότυπα και τα σωματοδιακά standards όχι των ημερών μας, αυτό το μέτρο είναι εκτός οποιασδήποτε συζήτησης και σύγκρισης, αλλά ακόμα και της δικής του εποχής.
Ελλειμματικός στο μπόι, μιας και οριακά ξεπερνούσε τα 175 εκατοστά, πάντα περίσσιος στα κιλά, καθώς ποτέ στην καριέρα του δεν ζύγιζε λιγότερα από 82, με χαρακτηριστικούς, ευμεγέθεις (ή υπερμεγέθεις, αναλόγως τον βαθμό ευγένειας στην έκφραση) μηρούς, το σουλούπι του, ακόμα και τότε που έπαιξε μπάλα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ως -ουσιαστικά- τα τέλη της επομένης, δεν είχε καμία σχέση με οτιδήποτε ποδοσφαιρικό.
Πέθανε τον Δεκαπενταύγουστο του ’21. Ανακουφισμένος από την εκφυλιστική ταλαιπωρία μιας ασθένειας που έκανε το μυαλό του να ξεχνάει.
Και, παρότι κανείς δεν (μπορεί να) ξέρει αν η λαχτάρα του για μοναξιά και ιδιωτικότητα -όπου και αν είναι πια- ικανοποιήθηκε, αυτό που είναι σίγουρο είναι πως, όπως και στη ζήση του, έτσι και τώρα που έχει φύγει, τα μυαλά και τα μάτια όλων όσοι είδαν, άκουσαν, διάβασαν, διδάχτηκαν για τα κατορθώματά του, δεν τον ξεχνάνε.
Εις μνήμη του Γκερντ Μίλερ.
«Τι θες εδώ, χοντρέ»;
Το πέμπτο και τελευταίο παιδί του Γιόχαν Χάινριχ και της Κριστίνα Καρολίν στο βαυαρικό χωριουδάκι του Νέρντλινγκεν. Τον Πόλεμο δεν τον πρόλαβε, έζησε όμως στο πετσί του τις καταστροφικές του επιπτώσεις, μεγαλώνοντας στην ανέχεια, μιας και ο ταχυδρόμος πατέρας και η καθαρίστρια μητέρα με το ζόρι τα έφερναν βόλτα.
Κακά τα ψέματα, το παρουσιαστικό του δεν το μαρτυρούσε. Ίσως και γι’ αυτό έμενε μακριά από οτιδήποτε αθλητικό και ειδικότερα ποδοσφαιρικό. Ακόμα και όταν το άθλημα μετατράπηκε σε εθνική φρενίτιδα μετά το επονομαζόμενο «Θαύμα της Βέρνης». Εννιά χρονών ήταν, όταν έζησε τον θρίαμβο της κατάκτησης του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1954 από τη «Nationalmannschaft» κόντρα στην «Aranycsapat», τη φοβερή και τρομερή Ουγγαρία του Φέρεντς Πούσκας, θρίαμβος που αποκατέστησε κομμάτι της πληγωμένης περηφάνιας των Γερμανών. Τη δική του όμως επιφυλακτικότητα για να το πάρει απόφαση και να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο δεν έφτανε ακόμα για να σβήσει.
Εν τέλει, ύστερα από μπόλικο ψηστήρι από τον κολλητό παιδικό του φίλο, συμφώνησε να ξεκινήσει. Το καλωσόρισμα από τον αρχηγό της ομάδας των 12χρονων κάθε άλλο παρά κατασταλτικά της δειλίας του λειτούργησε.
«Τι θες εδώ χοντρέ»;
Απάντηση δεν είχε. Κατά -κατοπινή- ομολογία του, δεν ήταν καν καλός, αξιοπρεπής στο γήπεδο. Όμως ο «Hadde» (ο «σκληρός», μεταφορά από το «σταθερός», «ακούνητος», προφανής ο λόγος, ειδικά στην αρχή που του βγήκε το συγκεκριμένο παρατσούκλι), δεν τα παράτησε ποτέ, δεν έλειψε ούτε από μια προπόνηση ως την ενηλικίωση.
Ακόμα και όταν με το ζόρι έβγαλε την (αντίστοιχη) δεύτερη τάξη του Γυμνασίου, σταματώντας μετά το σχολείο, μιας και είχε ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση, για να συνεισφέρει με το μεροκάματό του στο οικογενειακό τραπέζι, βρήκε δουλειά σε κλωστοϋφαντουργική βιοτεχνία της περιοχής. Δουλειά ακριβώς δεν ήταν, την τέχνη θα πήγαινε να μάθει, αλλά το κάτι τις (υπερ-απαραίτητο) θα το έπαιρνε.
Τα ωράρια όμως ήταν απαγορευτικά για το συνταίριασμα με προπονήσεις. Έτσι, δεν έγινε κάλφας, αλλά, ψάχνοντας δουλειά για οτιδήποτε θα του επέτρεπε -14 χρόνων παιδί- να συνεχίσει το ποδόσφαιρο, βρήκε μια ως μεταλλοκολλητής. Τον βοήθησε να χτίσει τη φήμη του στο γήπεδο, μιας και -πέραν του παρουσιαστικού του που ήταν έτσι κι αλλιώς… ιδιαίτερο, ασυνήθιστο για κάποιον που δήλωνε ποδοσφαιριστής– συμμετείχε ως εργαζόμενος στο δημοφιλέστατο εκείνα τα χρόνια πρωτάθλημα εταιρειών.
Στα 17 του, για παράδειγμα, από τα 204 γκολ της ομάδας του πέτυχε τα 180. Παράλληλα, με άλλα 47 (σε 28 παιχνίδια) εκείνη την χρονιά οδήγησε την ομάδα του χωριού του στην άνοδο στην κορυφαία περιφερειακή κατηγορία της εποχής, τέταρτη στην ιεραρχία του γερμανικού ποδοσφαίρου.
Πολύ, μα πολύ χαμηλά δηλαδή για να προκαλέσει την οποιαδήποτε προσοχή. Πόσο μάλλον τότε που τα νέα, τα περισσότερα έστω και ειδικά σε αυτό το επίπεδο, μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα.
Κάπως έτσι έφτασαν στ’ αφτιά του του Προέδρου της Μπάγερν, Βίλχελμ Νόιντεκερ. Ξεχάστε την Μπάγερν της εποχής. Τότε ήταν απλώς μια μικρομεσαία ομάδα που βολόδερνε στη δεύτερη κατηγορία, στην σκιά της “μεγάλης” του Μονάχου, της 1860. Ενδεικτικό πως, όταν αποφασίστηκε η δημιουργία της Bundesliga, πέντε ομάδες από την Oberliga Süd, το τοπικό Πρωτάθλημα στο οποίο ως τότε αγωνιζόταν η Μπάγερν, θα έπαιρναν μέρος στη νέα ενιαία λίγκα.
Το κριτήριο επιλογής θα ήταν η συνολική βαθμολογική συγκομιδή την προηγούμενη 12ετία. Η Μπάγερν σε αυτήν κατατασσόταν έκτη. Η Μόναχο 1860 ήταν έβδομη. Κανονικά καμιά τους δεν θα είχε το δικαίωμα. Από την στιγμή όμως που τα «Λιοντάρια» ήταν οι τελευταίοι Πρωταθλητές της Oberliga, πήραν το ελεύθερο της συμμετοχής, προσπερνώντας την Μπάγερν, η οποία παρά τις διαμαρτυρίες της, δεν είχε τη δύναμη να μεταπείσει κανέναν.
Ο Νόιντεκερ “σκύλιασε”. Προσέλαβε τον θρυλικό Γιουγκοσλάβο προπονητή, Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι, ο οποίος έναν χρόνο νωρίτερα (1962) είχε οδηγήσει την Κολωνία στον εθνικό τίτλο, έχοντας στην πρώτη ομάδα, προερχόμενους από τα φυτώρια του συλλόγου, δύο από τους πυλώνες που κάθε μία χρειάζεται για να πρωταγωνιστήσει. έναν τερματοφύλακα, τον Ζεπ Μάιερ, και έναν λίμπερο (όπως χαρακτηριζόταν εκείνη την εποχή ο ρόλος του), τον Φραντς Μπεκενμπάουερ.
Αυτό που έλειπε όμως -και αυτό για το οποίο ο Τσαϊκόφσκι γύριζε όλη τη Γερμανία για να βρει- ήταν το γκολ. Το εύκολο γκολ.
Χαρακτηριστικό τού πώς λειτουργούσε τότε ο (ποδοσφαιρικός και όχι μόνο) κόσμος είναι το πώς τον βρήκε. Και, κυρίως, πώς πείστηκε για να τον αποκτήσει. Ο Πρόεδρος της Μπάγερν λοιπόν άκουσε που συζητούσαν για τα κατορθώματα ενός 18χρονου, για τον οποίον ο θρύλος του ήθελε να έχει σημειώσει ως και 26 (!) γκολ σε ένα και μόνο παιχνίδι, στο κουρείο του μετέπειτα φημισμένου κομμωτή, Άλεξ Κότερ, όπου πήγαινε για να περιποιηθεί την κώμη του.
Δεν πολυέδωσε σημασία, μέχρι που, κάνοντας την έρευνά του, πληροφορήθηκε πως η μισητή 1860 είχε διπλαρώσει τη φαμίλια Μίλερ και ετοιμαζόταν να κάνει την καθοριστική κίνηση για να τον αποκτήσει. Αυτό και μόνο του ήταν αρκετό, παρότι τη δεδομένη στιγμή δεν ήταν οι μόνες βαυαρικές που είχαν δείξει ένα έστω κάποιο -ατελέσφορο όμως- ενδιαφέρον.
Η Άουγσκμπουργκ, για παράδειγμα, τον “έκοψε”, όταν απλώς τον… είδαν οι scout της ομάδας, ενώ η Νυρεμβέργη, στην οποία ο πιτσιρικάς Μίλερ ήθελε να παίξει, δεν προχώρησε ποτέ, βρίσκοντας την απίστευτη δικαιολογία πως είχε ήδη δύο συνεπώνυμούς του στο ρόστερ της.
Ήταν τόσο καλή η πληροφόρηση -ή η μανία να κάνει ζημιά στη συμπολίτισσα– του Νόιντεκερ, ώστε έφτασε να μάθει και το πότε ήταν προγραμματισμένο το ραντεβού των ανθρώπων της 1860 στο σπίτι της οικογένειας. Και έτσι, πρωί-πρωί της 10ης Αυγούστου 1964 και πολύ νωρίτερα πριν κάποιος άλλος εμφανιστεί, ο Αθλητικός Διευθυντής της Μπάγερν, Βάλτερ Φέμπεκ, εμφανίστηκε στο κατώφλι τον Μίλερ.
Εκτέλεσε την εντολή που είχε πάρει από τον Πρόεδρο, αγοράζοντας τον πιτσιρικά έναντι 4.400 γερμανικών μάρκων, προσφέροντάς του ως πριμ υπογραφής άλλες 5.000 και μια δουλειά ημιαπασχόλησης σε εταιρεία επιπλοποιίας του Μονάχου. Έφυγε, μια ώρα πριν φτάσει η αντιπροσωπεία της 1860, ειδοποίησε τον Νόιντεκερ πως όλα είχαν τελειώσει και τον περίμενε να κάτσουν σε καφετέρια απέναντι από το σπίτι των Μίλερ, μόνο και μόνο για να δουν τους αξιωματούχους των συμπολιτών τους να αποχωρούν από το δικό τους ραντεβού με άδεια χέρια.
Πάλι καλά που δεν έκατσαν και παραπάνω. Γιατί τότε θα έβλεπαν το νέο τους απόκτημα να φεύγει… σφαίρα, συνοδηγός σε αυτοκίνητο φίλου του, για να πάει να αγωνιστεί στο τελευταίο παιχνίδι του εταιρικού Πρωταθλήματος που συμμετείχε στην καριέρα του. Έφτασε λίγο πριν την ανάπαυλα, η ομάδα του έχανε με 1-0 και, αλλάζοντας επί τόπου για να μπει στο γήπεδο στο δεύτερο ημίχρονο, άκουσε για ακόμα μια φορά τα όσα υποτιμητικά προκαλούσε η θέα από το ολοστρόγγυλο σουλούπι του.
Το παιχνίδι έληξε 4-1. Περιττή η αναφορά για το ποιος σημείωσε όλα τα γκολ της ανατροπής.
«Μικρέ, χοντρέ, Μίλερ»
Εκείνη την στιγμή ο Νόιντεκερ ήταν ικανοποιημένος μόνο και μόνο που ως ομάδα δεύτερης κατηγορίας είχε “κλέψει” έναν παντελώς άσημο 18χρονο από την αγκαλιά της 1860 της Bundesliga.
Ούτε που φανταζόταν πως μόλις είχε συμβάλει στην αλλαγή -μια και καλή- της ιστορίας όχι απλώς του Μονάχου αλλά του κόσμου όλου.
Οι δύο πλέον, Μπεκενμπάουερ και Μάιερ, είχαν βρει και τρίτο, σχηματίζοντας πια τον -κάθε άλλο παρά ευήκοο ιστορικά ως χαρακτηρισμό, γι’ αυτό και δεν χρησιμοποιήθηκε πολύ – «Achse», τον «Άξονα» δηλαδή, της Μπάγερν.
Η εικόνα όμως ήταν αυτή που προηγούνταν. Και για τον «Τσικ» (το προσωνύμιο του Τσαϊκόφσκι) δεν ήταν όχι απλώς ενθαρρυντική ούτε καν ανεκτή. Το μόνο που είπε, όταν του εμφάνισαν τον Μίλερ, ήταν το έκδηλο «μου φέρατε αρσιβαρίστα;».
Στο μυαλό του δεν υπήρχε περίπτωση αυτό(ν) που έβλεπε να το(ν) υπολογίσει ως ποδοσφαιριστή. Και είχε περίσσιες αφορμές να το δικαιολογήσει.
Την πρώτη μάλιστα του την έδωσε ο ίδιος ο νιόφερτος. Στο πρώτο γεύμα της ομάδας πήγε και έκατσε δίπλα στον Μπεκενμπάουερ. Αυτός δεν μπορούσε να απολαύσει τη σούπα του, γιατί μια επίμονη μύγα τριγυρνούσε στο πιάτο του. Επανειλημμένες οι προσπάθειές του να τη διώξει, όλες αποτυχημένες.
Ο Μίλερ του ζήτησε να σταματήσει. Παρατήρησε τη μύγα για μερικές στιγμές και, όταν αυτή ζύγωσε ξανά στο πιάτο, κούνησε αστραπιαία το χέρι του. Όταν άνοιξε την γροθιά του, ο Μπεκενμπάουερ διαπίστωσε πως πλέον δεν θα τον ενοχλούσε τίποτα άλλο στο να ολοκληρώσει το γεύμα του.
Περιστατικό που διηγήθηκε ο ίδιος ο Μίλερ σε μια από τις βιογραφίες του (εκδόθηκε το 1981, με τίτλο «Einer wie ich», «Κάποιος σαν εμένα»), απαντώντας στο από που πήγαζε το ένστικτο των γκολ που τον ξεχώρισε κόντρα σε όλα. «Αν το σκεφτείς, τότε έχεις αργήσει», ήταν η συνοδευτική της περιγραφής του περιστατικού απάντησή του, θέλοντας να αναδείξει πως όλα τελικά ήταν θέμα των αντανακλαστικών του.
«Πολλές φορές πριν την προπόνηση τα συζητούσαμε με τον Σβάρτσενμπεκ (ο παρτενέρ του Μπεκενμπάουερ στην άμυνα της Μπάγερν, αυτός που με το γκολ του στο 120’ του Τελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1974 ισοφάρισε την Ατλέτικο Μαδρίτης, επιτρέποντας στους Βαυαρούς, στον επαναληπτικό που ακολούθησε δύο μέρες μετά, να πανηγυρίσουν το παρθενικό τρόπαιο της ιστορίας τους). Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς μας γελοιοποιούσε αυτός ο τύπος συνέχεια, πώς δεν μπορούσαμε να τον σταματήσουμε και έτσι, για να τονώσουμε ο ένας τον άλλον, λέγαμε πως σήμερα, στην επόμενη προπόνηση, θα τον πετυχαίναμε, θα τον βγάζαμε νοκ άουτ. Και τι συνέβαινε; Μια στροφή, μια δεύτερη και με τον «Κάτσε» καθόμασταν με τους κώλους μας στο γρασίδι, ενώ ο Γκερντ είχε φύγει», μια επιπλέον απολύτως αρμόδια… άποψη από το -έστω στις προπονήσεις- καθ’ έξιν “θύμα” του Μίλερ, την Αυτού Εξοχότητα, τον «Κάιζερ».
Στο τέλος-τέλος, ας έκανε κι αλλιώς. Μια σούπα τού χρωστούσε. Όταν λοιπόν, σε εκείνο το πρώτο γεύμα του Μίλερ ως μέλους της Μπάγερν, το εμπόδιο της μύγας έπαψε να υφίσταται, αμφότεροι θεώρησαν σοφό να ζητήσουν και δεύτερη μερίδα. Αυτό είδε ο Τσαϊκόφσκι και ξέσπασε, παίρνοντας το πιάτο από τα χέρια του νεοφερμένου ποδοσφαιριστή του.
«Δεν έχει δεύτερο πιάτο για σένα μικρέ, χοντρέ, Μίλερ. Η κοιλιά σου είναι τόσο μεγάλη που σου κρύβει την μπάλα, όταν είναι κάτω από το στομάχι σου».
Ποια (ή ποιες) μπάλα εννοούσε ο Κροάτης μικρή σημασία είχε. Το «Kleines, dickes, Müller» («μικρέ, χοντρέ, Μίλερ») που ούρλιαξε δεν έμεινε κρυφό, προφανώς δεν ήταν κάτι υπερβολικό και, το κυριότερο, έμεινε στην αιωνιότητα.
Και εννοείται πως δεν άλλαξε, ούτε όταν μετά από τρεις εβδομάδες… βασανιστηρίων ο Μίλερ έχασε 12 κιλά. Ο «Τσικ» δεν τον έβλεπε καν. Χρειάστηκε να επιμένει -και να επιμένει πολύ- ο Νόιντεκερ ώστε να τον βάλει να παίξει. Ντεμπούταρε μέσα Οκτωβρίου. Με γκολ (σε μια νίκη με 11-2 κόντρα στην Φράιμπουργκ).
Ως το τέλος της σεζόν σημείωσε άλλα 38 και η Μπάγερν προβιβάστηκε στην Bundesliga.
Ο Τσαϊκόφσκι παρέμενε επιφυλακτικός. Πρώτος αντίπαλος στην ιστορία των Βαυαρών στα σαλόνια ήταν η Γκλάντμπαχ. Ο Μίλερ ξεκίνησε μεν, αλλά σε ρόλο δεξιού μπακ, με αρμοδιότητα μάλιστα να μαρκάρει τον Γκίντερ Νέτσερ. Δεν τα πήγε άσχημα, κάθε άλλο. Μα έκτοτε δεν λοξοδρόμησε ποτέ και, όποτε έγινε, ήταν λόγω συνθηκών, όχι προπονητικών επιλογών.
Παρότι -ακόμα ένα χαρακτηριστικό που εξηγεί τον τρόπο παιχνιδιού του κόντρα σε οτιδήποτε στερεοτυπικό προκαλούσε η θέα του κορμιού του- δεν άργησε η επόμενη. Μόλις στην ένατη αγωνιστική εκείνης της παρθενικής σεζόν χρειάστηκε για μεγάλο διάστημα του αγώνα με το Αμβούργο να παίξει τερματοφύλακας, μιας και ο Μάιερ είχε τραυματιστεί και δεχόταν τις βοήθειες του ιατρικού επιτελείου της Μπάγερν για να επιστρέψει. Κράτησε με τις επεμβάσεις του το προβάδισμα των Βαυαρών (1-0) και φρόντισε, όταν επέστρεψε ο Μάιερ, να το φτάσει, επιστρέφοντας και αυτός στην επίθεση, στο 4-0.
Για έναν μάλλον συμπονετικό προς όσους “φόρτωνε” λόγο, τη θέση ανάμεσα στα δοκάρια τη γούσταρε. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 είχε προαποφασιστεί πως αυτός θα φορούσε τα γάντια σε περίπτωση που κάποιος από τους δύο τερματοφύλακες της αποστολής των Δυτικογερμανών δεν θα μπορούσε να αγωνιστεί.
Μια μάλιστα διάσημη φωτογραφία του από εκείνη τη διοργάνωση δείχνει τον παράμεσο του δεξιού του χεριού πρησμένο σαν μανταρίνι. Είχε προκληθεί σε μια προηγούμενη προπόνηση της «Nationalmannschaft», με τον ίδιο να συμμετέχει ως τερματοφύλακας. Θεωρούσε πως ήταν ιδανική για να ακονίσει ακόμα περισσότερο τα αντανακλαστικά του.
Γι’ αυτό και τα μανιώδη αθλητικά χόμπι του περιλάμβαναν… ρακέτες. Τένις (έφτασε να διαλύει τον Μεμέτ Σολ, όταν αυτός ήταν rookie στην Μπάγερν και ο Μίλερ, ως προπονητής, κόντευε τα 60 πια), πινγκ-πονγκ, ακόμα και το Racquetball, το οποίο γνώρισε στα τέλη της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, όταν μετακόμισε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Στα πέντε μόλις πρώτα χρόνια του στην Μπάγερν, πρώτα κέρδισε την άνοδο στην Bundesliga (1965), μετά το Κύπελλο (1966), το Κύπελλο Κυπελλούχων (1967) και το Νταμπλ του 1969, με τον ίδιο να αναγορεύεται δις (1967, 1969) κορυφαίος της χρονιάς.
Η ηγεμονία του κοντού, χοντρού Μίλερ είχε αρχίσει.
Παπούτσια και ρούχα ειδική παραγγελία
Όπως και η δημοφιλία του. Οι Δυτικογερμανοί είχαν βρει τον διάδοχο του Ούβε Ζέλερ, ο οποίος όδευε στη δύση της καριέρας του, ανακαλύπτοντας παράλληλα και την παραδοξότητα που δημιουργούσε ο αντικατοπτρισμός του. Μια σκιά στρουμπουλή, αλλά ακριβώς σκιά. δεν πιανόταν με τίποτα.
Ακολουθώντας τη μόδα της εποχής και το παράδειγμα άλλων επιφανών συμπατριωτών του ποδοσφαιριστών, πείστηκε -πραγματικά, γνωρίζοντας κατοπινά λεπτομέρειες για την ιδιοσυγκρασία του, είναι ερώτημα πώς έγινε…- να ηχογραφήσει τραγούδια.
Τρεις διαφορετικές χρονικά απόπειρες, οι δύο πρώτες με το «Nur jetzt nicht weinen» («Μόνο μην κλάψεις τώρα»), το «Radada» (δεν χρειάζεται μετάφραση, μιας και δεν υπάρχει) και το «Das gibt ein Schützenfest» («Αυτό είναι φεστιβάλ σουτ») πήγαν άπατες, οι επόμενες με τα «Dann macht es bumm» («Τότε γίνεται το μπουμ») και «Wenn das runde Leder rollt» («Όταν η μπάλα κυλήσει») κάπως έσωσαν το τραγουδιστικό κύρος του.
Όταν η Μπάγερν πια κατέκτησε τον παρθενικό τίτλο της ιστορίας της στην Bundesliga (1969), πέρασε σε άλλο επίπεδο. Τον αναζητούσαν παντού, οπουδήποτε. Εκεί άρχισε να δείχνει ξεκάθαρα πια πως η πρώτη σειρά δεν ήταν για εκείνον.
Ήταν ο παράταιρος, ο αμόρφωτος που είχε παρατήσει το σχολείο στα 14, ο επαρχιώτης, ο «μικρός και χοντρός», αυτός που δεν ταίριαζε με το σκηνικό που άρχιζε να διαμορφώνει τη διαχρονική, επικρατούσα και παντελώς πια αναγνωρίσιμη ταυτότητα της Μπάγερν και που πολλές φορές -όπως για παράδειγμα ο βιογράφος του Μίλερ, Χανς Βέλερ, ισχυρίστηκε- προκαλούνταν ακόμα και μέσα στα αποδυτήρια.
Και μπορεί ο ίδιος να εμφανιζόταν σε λογιών-λογιών διαφημίσεις, όπως για παράδειγμα για μια κατασκευαστική εταιρεία τηλεοράσεων, μια μπράντα με ρολόγια και μια εταιρεία καυσίμων, αλλά πάντα -ή έστω σχεδόν πάντα- η… ατζέντισσα του, η σύζυγος του, Ούσι (την οποία και γνώρισε στη γενέτειρά τους, έφηβος ακόμη, πριν μετακομίσει στην Μπάγερν, ενώ η ίδια ήταν 16) ήταν αυτή που έβγαινε μπροστά.
Στις συμφωνίες που έκανε, στο δύσκολο κομμάτι των δημοσίων και επικοινωνιακών σχέσεων, σε οτιδήποτε τέλος πάντων χρειαζόταν ώστε ένα μίνιμουμ παρουσίας να εξασφαλιστεί αλλά και παράλληλα να είναι όπως “πρέπει” στο στάτους που αποκτούσε.
Προτιμούσε να μένει σπίτι και να παίζει «Θησαυρό» (το αγαπημένο του παιχνίδι, ένα επιτραπέζιο) μαζί της, να βλέπει γουέστερν, να απολαμβάνει την ίδια πατατοσαλάτα που του έφτιαχνε από παιδί η μητέρα του και παρέμεινε μέχρι το φευγιό του το αγαπημένο του φαγητό, να κοουτσάρει στον ελεύθερο χρόνο μια παιδική ομάδα της γειτονιάς του, έχοντας λογιών-λογιών φοβίες και όχι μόνο την -αδιάγνωστη ακόμη τότε- αγοραφοβική. Απεχθανόταν τα ταξίδια, με το πρόβλημα να είναι μεγαλύτερο, αφού ούτε να οδηγεί ήθελε (έμαθε με χίλια ζόρια και παρακάλια πολύ αργά, στο τέλος της καριέρας του).
Πλέον όμως ο αντίκτυπος αυτής της παραδοξότητας τον ξεπερνούσε. Τα πόδια του, ακριβώς εξαιτίας της σωματοδομής του, είχαν διαφορετικό μέγεθος. Στο δεξί του φορούσε 40 νούμερο παπούτσι, στο αριστερό 39.5. Αναγκαζόταν λοιπόν στα πρώτα χρόνια της “ανωνυμίας” του να φοράει μεγαλύτερα, 41 νούμερο, ώστε να μην αναγκάζεται να αγοράζει δύο διαφορετικά ζευγάρια.
Το πρόβλημα λύθηκε, όταν ο επίσημος ενδυματολογικός χορηγός που έφερε η κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων του 1967, η Adidas, ανέλαβε για το υπόλοιπο της καριέρας του στο Μόναχο να τον προμηθεύει με χειροποίητα παπούτσια, φτιαγμένα ακριβώς στο ξεχωριστό καλούπι των ποδιών του.
Και τα ρούχα του, έτσι τα προμηθευόταν, ειδική, προσωποποιημένη (σωματοποιημένη καλύτερα…) παραγγελία, αλλά αυτό εντύπωση δεν έκανε σε κανέναν.
«Bomber der Nation»
Δεν ήταν πλέον η κουβέντα σε ένα μπαμπέρικο. Το καπρίτσιο ενός προέδρου. Ο θρύλος της πόλης, η φήμη, το φολκλόρ της περιοχής. Ξεπερνούσε τα σύνορα. Πάντα ως ο κοντός, χοντρός Μίλερ. Χωρίς όμως πια να φαντάζει υποτιμητικό, αλλά να παρουσιάζεται έτσι λες και του προσέδιδε μια επιπλέον, καταδική του, ξεχωριστή δύναμη.
Μετά την κατάκτηση του Κυπελλούχων (1967) κόντρα στους Ρέιντζερς (και παρότι το νικητήριο γκολ το πέτυχε ο Φραντς Ροτ), η «Bild» διέγραψε την θρυλική ατάκα του Τσαϊκόφσκι, φιλοξενώντας την πρωτοσέλιδα και “βαφτίζοντάς” τον πλέον ως «Mr Europa Cup».
Λίγες μόνο εβδομάδες νωρίτερα είχε συστηθεί και ως διεθνής, πετυχαίνοντας τέσσερα γκολ σε ένα 6-0 κόντρα στην Αλβανία στη δεύτερη συμμετοχή του με το εθνόσημο. Παρότι κάθε εβδομάδα ο ανταγωνισμός του με τον Ζέλερ ήταν αμείλικτος («Μου σπάει τα νεύρα το “Ούβε-Ούβε”, όταν το ακούω από την εξέδρα, είτε για να με πικάρουν είτε για να τον αποθεώσουν», είχε δημοσίως εκείνη την εποχή δηλώσει για τον αμεσότερο ανταγωνιστή του στην Εθνική ομάδα…), έγινε γρήγορα σύνθημα και ελπίδα των συμπατριωτών του για επιστροφή στην κορυφή του κόσμου.
«Müller, müllert uns nach Mexiko»!
Λογοπαίγνιο με το επίθετό του (που στα μέσα της δεκαετίας του ’70 μετατράπηκε στην τότε καθομιλουμένη σε ρήμα, αποδίδοντας την ενέργεια κάποιου που δεν σταματάει), σύνθημα που αφορούσε σε αυτόν και ακουγόταν κάθε φορά που με τα γκολ του οδηγούσε τη «Nationalmannschaft» στα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1970 και σε ελεύθερη μετάφραση αποδιδόταν ως «Μίλερ, οδήγησέ μας στο Μεξικό»!
Τους οδήγησε, εκεί όμως οι Δυτικογερμανοί στο «Ματς του Αιώνα» ηττήθηκαν από την Ιταλία στον ημιτελικό (3-4), αρκούμενοι στην τρίτη θέση. Τα 10 γκολ που σημείωσε στα τελικά ακόμα ένα παράσημο, το μεγαλύτερο αυτό που ο Πελέ ξεστόμισε, δημοσιοποιώντας πως θα ήθελε να τον είχε συμπαίκτη.
Ενδεικτικό της πλέον παγκόσμιας αναγνώρισής του ήταν πως αυτός, ο τρίτος του Παγκόσμιου Κυπέλλου, χωρίς κάποιον ομαδικό τίτλο εκείνη την χρονιά, κέρδισε την Χρυσή Μπάλα (μοναδική στην καριέρα του, δεύτερος ψηφίστηκε το ’72, άλλες δύο φορές βρέθηκε στην πρώτη τριάδα).
Τότε, σε εκείνο το τουρνουά, ήταν που, με το γκολ της ισοφάρισης στο 110′ στον ημιτελικό, όλα τα προηγούμενα έσβησαν μονοκοντυλιά και μετονομάστηκε ξανά. Όλα όσα του είχαν αποδοθεί ήταν πλέον απόλυτα αποδεκτό κομμάτι του παιχνιδιού του, του τρόπου του, του μοναδικού στιλ του, αυτό που μετά τα γήπεδα του Μεξικού τον αναγόρευσε «Bomber der Nation» («Βομβιστή του Έθνους») ή, καλύτερα, νέτο σκέτο, «Bomber».
Το ρέκβιεμ και το ζενίθ της διεθνούς καριέρας του συνέπεσαν. Ιδανικά. Τόπος, χρόνος, τα πάντα διαμόρφωσαν το σκηνικό για το δικό του πασαπόρτι στη μυθολογία του αθλήματος. Από την χιλιάδα και πλέον των γκολ που σημείωσε, αυτό που έβαλε μπροστά την Εθνική του ομάδα κόντρα στην Ολλανδία στον Τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου που φιλοξένησε η Δυτική Γερμανία το 1974, ανατρέποντας το -επίσης μυθικό- προβάδισμα των «Oranje» με τη σέντρα του αγώνα χωρίς να αγγίξει η μπάλα γερμανικό πόδι, είναι το πιο φημισμένο.
Πιθανώς να ήταν και το μόνο που θα (του) αρκούσε για να εδραιώσει και να διαιωνίσει τον θρύλο του. Ο αντίπαλος (όπως στην πρώτη παγκόσμια στέψη των «Panzer» 20 χρόνια νωρίτερα κόντρα στην Ουγγαρία, έτσι και τότε η Ολλανδία φάνταζε ανίκητη και ποιοτικά πολύ ανώτερη), η στιγμή και κυρίως ο τρόπος, σήμα κατατεθέν του παιχνιδιού του, όλα καλλιτεχνικά, αψεγάδιαστα τοποθετημένα.
«Πήγα δύο μέτρα πιο μπροστά στην περιοχή και είδα πως τρεις Ολλανδοί με ακολουθούσαν. Η μπάλα πρώτα χτύπησε στο αριστερό πόδι μου και από εκεί πήγε στο δεξί. Αυτή ήταν η τύχη μου, αφού έτσι μπόρεσα να αντιδράσω πιο άμεσα από τους αντιπάλους μου, χωρίς να το περιμένουν. Γύρισα πολύ γρήγορα, κρατήθηκα και γκολ. Δεν σούταρα ακριβώς. Αν το έκανα με το εσωτερικό, η μπάλα θα γύρναγε πιο κεντρικά και πιθανότατα ο τερματοφύλακας θα μπορούσε να επέμβει. Περισσότερο την ακούμπησα και έτσι μπόρεσε και πήγε στη γωνία», η περιγραφή του γκολ που χάρισε τον δεύτερο παγκόσμιο τίτλο στη Δυτική Γερμανία και παράλληλα σηματοδότησε και το τέλος του σκόρερ από το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Η παραφιλολογία τον ήθελε χολωμένο για το γεγονός ότι η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία δεν είχε δώσει στις συντρόφους των ποδοσφαιριστών καλές θέσεις στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου για να παρακολουθήσουν τον Τελικό. Γιατί δεν είχαν προσκληθεί στη γιορτή που ακολούθησε. Γιατί, ακόμα-ακόμα, έναν χρόνο νωρίτερα η Ομοσπονδία τού είχε εμποδίσει ουσιαστικά τη μεταγραφή στην Μπαρτσελόνα.
Το 1972, τότε που στην ημερολογιακή χρονιά πέτυχε 85 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις (σε 60 παιχνίδια, επίδοση που ξεπέρασε ο Λιονέλ Μέσι με 91 γκολ σε 69 παιχνίδια, ακριβώς τέσσερεις δεκαετίες αργότερα), όντας ο πιο αδύνατος της καριέρας του (ζυγίζοντας κατά τι περισσότερα από 80 κιλά, «έτρωγα μόνο σαλάτες και ζυγισμένη πρωτεΐνη για μήνες»), η πρόταση της Φέγενορντ δεν τον είχε συγκινήσει.
Η προοπτική όμως των Καταλανών ήταν κάτι άλλο. Ήθελε να πάει και η Μπάγερν, η οποία ακόμη δεν είχε εκκινήσει τη διεθνή κυριαρχία της, εμφανιζόταν διατεθειμένη να το συζητήσει. Η Ομοσπονδία όμως ουσιαστικά το εμπόδισε, ξεκαθαρίζοντας πως, αν έφευγε από τη Δυτική Γερμανία, αποκτώντας επαγγελματικό στάτους εκτός συνόρων, τότε η εφεξής παρουσία του στην Εθνική ομάδα και κατά συνέπεια στο επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο θα απαγορευόταν.
Το δέχτηκε, ξέσπασε στέλνοντας μια οξύτατη απάντηση στην Ομοσπονδία, αλλά δεν το χρέωσε ως αιτία -τουλάχιστον εκείνη την στιγμή – για να αποσυρθεί στο απόγειο της καριέρας του. Για την ακρίβεια, όπως αποκαλύφθηκε χρόνια αργότερα, είχε ανακοινώσει την απόφασή του στον Δυτικογερμανό εκλέκτορα, Χέλμουτ Σεν, τρεις μήνες πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο και επέμεινε σε αυτήν, όταν ο ρωτήθηκε ξανά, τρεις μέρες πριν τον Τελικό.
Εννιά χρόνια μετά, αφού είχε κρεμάσει πια τα παπούτσια του, η Ομοσπονδία αποφάσισε να τον τιμήσει, έστω και καθυστερημένα, διοργανώνοντας ένα φιλικό με την Μπάγερν.
Το πλάνο ήταν να αγωνιζόταν στο πρώτο ημίχρονο με τους Βαυαρούς και στο δεύτερο με την Εθνική. Το πρώτο μισό υπηρετήθηκε. Το αδιανόητο ήταν πως, φορώντας πλέον το εθνόσημο, πέντε λεπτά μόλις στο δεύτερο ημίχρονο, ο τότε εκλέκτορας, Γιουπ Ντέρβαλ, τον αντικατέστησε με τον Ρούντι Φέλερ. Ο Ομοσπονδιακός τεχνικός δικαιολογήθηκε για την αδιανόητη απρέπεια λέγοντας πως ακολουθούσε ένα σημαντικό επίσημο παιχνίδι και ήθελε να δώσει χρόνο συμμετοχής στον Φέλερ, αλλά η ζημιά, μια ακόμα δηλαδή, είχε γίνει.
«Αν το ήξερα, θα έπαιζα όλο το παιχνίδι με την Μπάγερν», απάντησε ο Μίλερ.
(Είκοσι χρόνια μετά, με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων Bundesliga, αυτή η απρέπεια διορθώθηκε, με τη λίγκα να τον τιμάει σε ειδική, ξεχωριστή εκδήλωση, χαρίζοντάς του μια επίχρυση κόπια της μπάλας με την οποία σημείωσε το νικητήριο γκολ του Τελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου και ένα σκαλισμένο ποδοσφαιρικό παπούτσι.)
Τότε δεν είχε καν αποκαλύψει τον λόγο για την πρόωρη αποχώρησή του από την Εθνική ομάδα, συντηρώντας με κάποιον τρόπο την παραφιλολογία. Τη διέλυσε αφοπλιστικά πολλά χρόνια αργότερα.
«Δεν το ήθελα άλλο. Κάθε χρονιά έφτανα να παίζω κοντά 100 αγώνες. Δεν ήμουν ποτέ σπίτι. Και, όποτε ήμουν, η κόρη μου (το μοναχοπαίδι του, η Νικόλ, η οποία του χάρισε και το μόνο εγγόνι του) ρωτούσε τη μητέρα της “γύρισε ο θείος σήμερα”»;
Εστιάτορας, αλκοόλ και άνοια
Η αποχώρηση από την Μπάγερν ακολούθησε. Δεν το είχε σκοπό, αλλά κάτι η πρώτη τού Μπεκενμπάουερ, ο οποίος το ’77 πήγε στους Cosmos της Νέας Υόρκης για να γίνει αυτός τελικά συμπαίκτης του Πελέ, κάτι ο εγωισμός του που πληγώθηκε ανεπανόρθωτα, όταν ο Μαγυάρος τεχνικός των Βαυαρών, Παλ Τσερνάι, τον αντικατέστησε σε ένα παιχνίδι με την Άιντραχτ Φρανφκούρτης (3/2/1979), προκάλεσαν το αναπόφευκτο.
Αρχικά, αμέσως μετά από εκείνο το παιχνίδι ζήτησε από τη διοίκηση τη διακοπή της συνεργασίας τους. Αφού λύθηκε, δέχτηκε μια προσφορά από τους Fort Lauderdale Strikers για να μετακομίσει και αυτός στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τα 200.000 δολάρια ετησίως ήταν κάτι που δύσκολα μπορούσε να προσπεράσει.
Έτσι, μετά από 15 χρόνια στην Μπάγερν, κερδίζοντας ό,τι τίτλο -ατομικό και συλλογικό- υπήρχε, δημιουργώντας ρεκόρ ακατάρριπτα για δεκαετίες (όπως αυτό με τα 40 γκολ στην Bundesliga της σεζόν 1971-1972, το οποίο κατέρριψε για ένα γκολ ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι τη σεζόν 2020-2021), ακόμα-ακόμα και ένα αρνητικό (αστόχησε 12 φορές σε παιχνίδια Πρωταθλήματος από την άσπρη βούλα. άλλος με περισσότερα χαμένα πέναλτι δεν έχει υπάρξει στην Bundesliga, παρότι σκόραρε 51 φορές), το πήρε απόφαση και άλλαξε περιβάλλον.
Δεν… κορόιδεψε κανέναν στον Νέο Κόσμο, παρά τα ποδοσφαιρικά γηρατειά του. Παρότι αναμενόμενα δυσκολεύτηκε στην αρχή, το τίμησε το πλουσιοπάροχο μεροκάματό του, συνυπάρχοντας στα ίδια αποδυτήρια με τον Τζορτ Μπεστ και τον («Πελέ του Περού») Τεόφιλο Κουμπίγιας, με τον οποίον μάλιστα έφτασαν να χορογραφούν και τους πανηγυρισμούς των γκολ που σημείωναν.
Τέτοια μετάλλαξη.
Το τέλος ήρθε εξαιτίας ενός συμπατριώτη του. Ο Έκχαρντ Κράουτσουν ανέλαβε τα ηνία το 1981 και δεν ήθελε το… βάρος -έτσι κι αλλιώς ξεχωριστό, ακόμα και για το περίεργο για τους Αμερικανούς soccer– ενός 36χρονου στα αποδυτήρια. Τα σπάσανε και κρέμασε εξάταπα ύστερα από μια τουρνέ στην Ευρώπη.
Στο πλαίσιο αυτής της περιοδείας, το τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του το έδωσε κόντρα στον Ολυμπιακό, σε ένα σπανιότατο για την εκτελεστική δεινότητά του 0-0.
Παρέμεινε όμως στην Φλόριντα (έδρα των Strikers), ξεκινώντας την επιχειρηματική δραστηριότητά του. Άνοιξε ένα εστιατόριο, το Ambry, κι έφερε πατριωτάκι του σεφ, τον Χάνι Χιούμπερ, ώστε να λανσάρει την κουζίνα της πατρίδας του.
Ο ίδιος μάλιστα είχε αναλάβει και ρόλο υποδοχής στο εστιατόριο, το οποίο, παρότι οι Μίλερ επέστρεψαν στη Γερμανία το ’84, διατηρείται ως και σήμερα, χωρίς να έχει καμία σχέση με την οικογένεια, αλλά με σπεσιαλιτέ σταθερά τα ξεχωριστά εδέσματα της γερμανικής κουζίνας και κυρίως το εθνικό πιάτο των Γερμανών, το sauerbraten.
Ο επαναπατρισμός έφερε αεργία και ανία στον Μίλερ. Και αυτά γιγάντωσαν το πρόβλημα αλκοολισμού που αντιμετώπιζε, σε επίπεδο επισφαλές ακόμα και για τη ζωή του. Η παρέμβαση του Μπεκενμπάουερ τον οδήγησε σε κέντρο αποτοξίνωσης. Επιτυχημένα. Θεωρούσε αυτή τη νίκη κατά του εθισμού του τη μεγαλύτερη και τη σημαντικότερη της ζωής του.
Νηφάλιος πια επέστρεψε στο ποδόσφαιρο, αναλαμβάνοντας διάφορα πόστα στην Μπάγερν. Από βοηθός στη δεύτερη ομάδα έως σύμβουλος των επιθετικών (και επιθετικογενών) ποδοσφαιριστών της πρώτης. Συνεπής, στο πόστο του, ταιριαστό πια με την επίγνωση της αναζήτησής του για ιδιωτικότητα, το υπηρέτησε για πάνω από δύο δεκαετίες, ως το 2014, οπότε και αποσύρθηκε.
Η υγεία του είχε κλονιστεί. Διαγνώστηκε με άνοια, απόρροια του Αλτχσάιμερ που τον είχε προσβάλει. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση έγινε το 2013 για μια βράβευσή του από την «Bild». Δεν μίλησε. Δεν είπε λέξη, δεν μπορούσε να πει λέξη. Η οικογένειά του μοιράστηκε την πάθησή του δύο χρόνια αργότερα, όταν πλέον χρειαζόταν νοσηλεία, και το καλοκαίρι του 2021 έφυγε.
Τις στιγμές της δόξας του, αρχές της δεκαετίας του ’70, η εφημερίδα «Publik», προσπαθώντας να ερμηνεύσει την πρωτόγνωρη επαφή του Μίλερ με τα δίχτυα, πάντα συνδυασμένη με το… ασουλούπωτο καλούπι του, επιδιώκοντας να δώσει εξηγήσεις γι’ αυτό το «φαινόμενο», όπως το χαρακτήριζε, ζήτησε την γνώμη ενός επιστήμονα, ειδικευμένου στην αθλητική φυσιολογία.
Το πόρισμα του Δρ. Σόμπερτ δεν στηρίχτηκε σε κάποιο δεδομένο, δεν πάτησε σε κάποια θεωρία, αλλά ουσιαστικά κατέληξε σε ένα υποβαθμισμένο μάλλον συμπέρασμα: «Αυτό που λέμε πως “μυρίζεται το γκολ” δεν προκύπτει από τίποτα άλλο παρά από έναν ανεξάντλητο ζήλο».
Ζήλος που κατέληγε και που εκτονωνόταν στα δίχτυα. Εκεί βρίσκονταν όλες οι απαντήσεις που χρειάστηκε, που ήθελε και που τελικά έδωσε ένας εκ των κορυφαίων σκόρερ της ιστορίας του αθλήματος. Και σίγουρα του πιο αντισυμβατικού, αταίριαστου στην επικρατούσα ποδοσφαιρική όψη.
Αυτός μπορεί να έφυγε έχοντας ξεχάσει, μπορεί ενδεχομένως και να έφυγε όπως επιζητούσε, παρότι δεν μπορούσε να το καταλάβει πια, αλλά αυτά ακριβώς τα δίχτυα, όσο αγκαλιάζουν κάθε τέρμα σε γήπεδο, θα διασφαλίζουν πως λησμονιά και μοναξιά για τον Γκερντ Μίλερ δεν θα υπάρξoυν ποτέ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μπερντ Σούστερ: Άκουσε, είδε και δεν σώπασε
Αντρέας Μπρέμε: Καλπάζοντας στις γραμμές των οριζόντων
Ουλφ Κίρστεν, o μυστικός πράκτορας…
Η λιτή τελειότητα του Λόταρ Ματέους
Γιούργκεν Κλίνσμαν: Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη