Το ποδόσφαιρο ξεκίνησε να αποκτά πλήρως εξελικτική και αναπτυξιακή δυναμική από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Η τετραετία, από το Μουντιάλ των Η.Π.Α. μέχρι εκείνο της Γαλλίας το 1998, σηματοδότησε αυτήν την πολύ κρίσιμη καμπή και όχημα της ιστορικής μετάλλαξης του ποδοσφαίρου, ως προϊόν, ήταν ο Ρονάλντο.
Ο Ρονάλντο και αμέσως μετά ο Ροναλντίνιο ήταν οι καταλύτες της επιθετικής ανάπτυξης του ποδοσφαίρου, οι εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν ή χρειάστηκαν -η ανάγνωση είναι διττή- για να πουλήσει το προϊόν στα media, για να εμπορευματοποιηθεί και να συγκινήσει και μια δεξαμενή κοινού και ανθρώπων μέχρι τότε ξένων με το ίδιο το άθλημα.
Τρόπον τινά, το Μουντιάλ του 1994 σε μια χώρα που το marketing ήταν ήδη επιστήμη, άνοιξε τα μάτια και στην πιο συντηρητική Ευρώπη, ούτως ώστε να δημιουργηθούν τα ευρωπαϊκά είδωλα σε κλίμακα Jordan και μέσω της εικόνας να προσελκυσθεί ακόμα περισσότερο κοινό πρόθυμο να καταναλώσει ποδόσφαιρο.
Τη διετία 1996-98, ο Ρονάλντο και τα εξωγήινα πράγματα που έκανε στο χόρτο, ήταν το teaser trailer του ποδοσφαίρου του μέλλοντος, ενός ποδοσφαίρου πολύ πιο γρήγορου, πιο εντυπωσιακού, αλλά και πιο δυσνόητου, πολύ πιο περίπλοκου.
Ήταν το ποδόσφαιρο του επόμενου αιώνα, το «παγκοσμιοποιημένο» ποδόσφαιρο που συγκινούσε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ήταν προσιτό σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και αφορούσε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους ως θέαμα και τηλεοπτικό κυρίως προϊόν.
Ο Ρονάλντο ήταν η πρώτη εκδήλωση ενός Zeitgeist, αυτού που σήμερα αρκετοί κατηγορούν ως modern football, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, στην κατάλληλη ομάδα, την κατάλληλη στιγμή.
Στη δική του εποχή γιγαντώθηκε το Champions League, στη δική του εποχή μπήκε στη ζωή μας η έννοια (και η αναγκαιότητα) της συνδρομητικής τηλεόρασης, στη δική του εποχή πλησίασαν το σπορ οι πρώτες πολύ μεγάλες χορηγίες και τα πρώτα πολύ μεγάλα deal των πολυεθνικών.
Ο Ρονάλντο ήταν και το κεντρικό πρόσωπο της καμπάνιας της Nike, του αμερικανικού κολοσσού, ο οποίος μετά από δεκαετίες που «σνόμπαρε» το soccer, αποφάσισε να χτίσει μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στην ιστορία του αθλητικού marketing, γύρω από το πρόσωπό του και την εθνική Βραζιλίας.
Η ίδια η Nike αναγνωρίζοντας το impact της εικόνας του ποδοσφαιριστή, πριν χρόνια παρουσίασε ένα ακόμη spot “αυτοσυνείδησης” διαχωρίζοντας το ποδόσφαιρο σε δύο εποχές: B.R. και A.R.. Before Ronaldo και After Ronaldo.
Το ζήτημα βέβαια σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι και τι αντίκτυπο έχει στο ίδιο το αντικείμενο αυτή η ειδωλολατρική σχεδόν υπερέκθεση στα media και κατά πόσον ωφέλησε την καριέρα του ποδοσφαιριστή η διαρκής ανάγκη για το παραπάνω, το εξεζητημένο, το «εξωγήινο».
Δυστυχώς, η αύξηση της δημοτικότητας του Ρονάλντο, η ανάδειξή του σε brand, η απόλυτη υπερβολή της παρομοίωσής του ακόμα και με τον «Ιησού το Λυτρωτή», όπως στο advertorial της Pirelli, με τον ίδιο σαν Μεσσία με ανοικτά τα χέρια πάνω από το Ρίο ντε Τζανέιρο, θα οδηγήσουν σχεδόν στην καταστροφή του.
Ήταν η αρχή μιας διαδικασίας απο-πραγμάτωσης του ίδιου του ποδοσφαιριστή, ο οποίος, κουβαλώντας αυτό το βάρος σχεδόν από την άγουρη ηλικία των είκοσι ετών, λύγισε. Απόλυτα φυσιολογικά και απολύτως αναμενόμενα.
Ήδη, από τις εποχές της Μπάρσα, χρονολογούνταν οι πρώτοι ψίθυροι περί κακομαθημένου παιδιού που χάνει προπονήσεις, περί νεαρού star που -επειδή μπορεί- κατορθώνει να διαλύει τη συνοχή της ομάδας, εξασφαλίζοντας πχ ειδικές άδειες εν μέσω αγωνιστικής δραστηριότητας, προκειμένου να ταξιδέψει και να παρευρεθεί στο φημισμένο καρναβάλι του Ρίο.
Όσο ο Ρονάλντο «τα έφερνε» του επιτρέπονταν τα πάντα.
Κανείς ωστόσο δεν είχε την προνοητικότητα να προσθέσει στην εξίσωση τον παράγοντα του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Γαλλίας, το καλοκαίρι του 1998.
Ήταν μια διοργάνωση που άπαντες περίμεναν να λάμψει όσο κανείς άλλος, ένα τουρνουά κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, μια προδιαγεγραμμένη εποποιΐα που είχε σχεδιαστεί μαεστρικά και από κοινού από τη βραζιλιάνικη ομοσπονδία, τους δεκάδες χορηγούς και την ίδια τη FIFA.
Ο Ρονάλντο όμως έφυγε για τα γήπεδα της Γαλλίας σαν Μεσσίας και επέστρεψε σαν φάντασμα, με ένα τεράστιο πέπλο μυστηρίου να καλύπτει ακόμη και σήμερα τα γεγονότα της 12ης Ιουλίου του 1998.
Ήταν 2 και μισή το μεσημέρι της ημέρας του τελικού, ο Ρονάλντο μοιράζεται το δωμάτιο στο ξενοδοχείο που έχει καταλύσει η Seleção με τον Ρομπέρτο Κάρλος.
Ξεσπάει σε σπασμούς, τόσο δυνατούς που πέφτει από το κρεβάτι. Δεν εξηγήθηκε ποτέ το γιατί.
Ορισμένοι υποστηρίζουν πως επρόκειτο για επιληπτικό επεισόδιο, άλλοι υπονοούν ότι έκανε υπερβολική χρήση παυσίπονων (ή ναρκωτικών), προκειμένου να πάψουν οι ενοχλητικοί πόνοι στον αστράγαλο που έθεταν εν αμφιβόλω τη συμμετοχή του στο μεγάλο τελικό, οι συνομωσιολόγοι μιλούν ξεκάθαρα για χρήση απαγορευμένων ουσιών, οι πιο ψύχραιμοι για μια ανεπανόρθωτη κρίση πανικού.
Μετά από αρκετό καιρό, δειλά και δίχως δημοσιότητα, οι άνθρωποι που ήταν πολύ κοντά του, εκείνη την εποχή, ψιθύρισαν το ασύλληπτο: ο Ρονάλντο υπέστη σοβαρό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο μετά από στένωση των καρωτίδων αρτηριών, με μόνιμες επιπτώσεις στην εγκεφαλική λειτουργία.
Το προσωπικό του ξενοδοχείου και ο ιατρός που έσπευσε να παράσχει πρώτες βοήθειες κάνουν λόγο ότι για κάποια δευτερόλεπτα ο Ρονάλντο ήταν νεκρός.
Ο ίδιος ο Ρονάλντο μια μέρα μετά από εκείνο το βαρύ 3-0 στον τελικό με τη Γαλλία, πριν προλάβουν να τον μπουκώσουν με δικαιολογίες και σενάρια οι μάνατζερ, οι δικηγόροι και οι λογής παρατρεχάμενοι, δήλωσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ενώ κατέβαινε κουτσαίνοντας από το πούλμαν ότι «χάσαμε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά εγώ κέρδισα τη ζωή μου».
Είναι παράλογο, αλλά ακόμη και σήμερα, δεν έχει γίνει γνωστό ποιος τρελός πήρε την ευθύνη και έβαλε έναν 21χρονο να παίξει, ενώ -τέσσερις ώρες πριν το παιχνίδι- είδε το χάρο με τα μάτια του.
Κυκλοφορούν άπειρα σενάρια, το καθένα μπορεί να γίνει πιστευτό για ξεχωριστούς λόγους. Οι χορηγοί, η τηλεόραση, η ομοσπονδία, οι μάνατζερ ή όλοι αυτοί μαζί.
Ο Ρονάλντο αγωνίστηκε -εννοείται όντας ωσεί παρών- στο ματς, για 90 ολόκληρα λεπτά. H εικόνα του ήταν αγνώριστη, κάκιστη, θλιβερή, παρόλο που χάθηκε στον κυκεώνα ενός ζωντανού τελικού Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Όταν το παιχνίδι ολοκληρώθηκε, όλοι ασχολούνταν με τον νέο Μίδα, ο κόσμος ζητούσε να μάθει την ιστορία του Γαλλοαλγερινού γιου μεταναστών από τη Μασσαλία, ο Ρονάλντο ήταν ήδη «παλιά νέα».
Αρκετά αργότερα, για να καλυφθεί επικοινωνιακά η ιστορία στη Βραζιλία που αργεί να μεταβολίσει ήττες της εθνικής ομάδας, ειπώθηκε ότι ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής ζήτησε από τον Ζαγκάλο να αγωνιστεί, ότι υποτίμησε το επεισόδιο που υπέστη στο ξενοδοχείο και, επειδή όλοι τον πίεζαν, πήρε την ευθύνη και μπήκε στο χόρτο.
Ό,τι κι αν έγινε εκείνο το απόγευμα, ό,τι κι αν ισχύει, γεγονός είναι ότι ένας ποδοσφαιριστής σε ηλικία 21 ετών και 9 μηνών, υποχρεώθηκε να θέσει εαυτόν σε δεύτερη μοίρα, διότι έπρεπε να προταχθεί το «φαινόμενο», η «σφαίρα», το πανάκριβο προϊόν.
Ίσως ακόμη και ο ίδιος να μην μπορεί να δώσει μια εξήγηση για αυτό που τον οδήγησε στην απόφαση.
Η ζωή μας όλη είναι γεμάτη αποφάσεις και ανάλογα την τελική επιλογή διαγράφεται αλλιώς η πορεία μας.
Ο Ρονάλντο το απόγευμα της 12ης Ιουλίου λύγισε και δεν ξανάγινε ποτέ ο ίδιος.
Τον συνέτριψε το άγχος, συνεθλίβη από την επιθανάτια εμπειρία, δεν άντεξε τη φθορά και το τίμημα του να είσαι «φαινόμενο» για ολόκληρο τον πλανήτη.
Για να διατηρήσουμε το παραμύθι, επιρρίπτουμε τις ευθύνες στα εύθραυστα γόνατά του, διηγούμαστε το παραμύθι της επιστροφής στο Μουντιάλ της Άπω Ανατολής το 2002, αποφύγαμε «διακριτικά» τις δικές μας ευθύνες.
Οι μεγάλες, οι δυσβάστακτες, οι θεόρατες προσδοκίες όλων στέρησαν ίσως από το παγκόσμιο ποδόσφαιρο έναν από τους μεγαλύτερους προφήτες του.
Είναι ίσως πολύ σκληρό, αλλά δίχως εκείνους τους δυο πολύ σοβαρούς τραυματισμούς που ακολούθησαν, ως κοινωνίες, θα είχαμε συνθλίψει εντελώς εκείνο το παιδί με τα πεταχτά δόντια. Συνέβη αργότερα με τον Ροναλντίνιο.
Οι τραυματισμοί του Ρονάλντο επέτρεψαν στο κοινό να ζήσει, έστω και λίγο, το μεγαλείο του, το πραγματικό ποδοσφαιρικό κοινό, εκείνο που κατανοεί ότι δεν υπάρχει ήρωας χωρίς αχίλλειο πτέρνα, εκείνο που έχει φιλοσοφήσει τα πράγματα και έχει αποδεχθεί ότι κανείς δεν είναι άτρωτος, κανείς δεν είναι Θεός.
Η γήινη εικόνα που ζήσαμε μετά από εκείνο το Μουντιάλ της Γαλλίας, ο αστερίσκος των τραυματισμών, το δικαιολογήσιμο του φαινομένου, αποφόρτισαν έναν άνθρωπο από τη μόνιμη υποχρέωση να κάνει πράγματα που δεν είχαμε ξαναδεί, που δεν είχαμε καν φανταστεί στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι.
Έχω την αίσθηση ότι, σε μικρότερη κλίμακα, το ζούμε και με τον Μέσσι, κυρίως όμως το βιώνουμε καθημερινά σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας.
Είναι πολύ λεπτή η γραμμή μεταξύ εξεζητημένου και απίθανου, είναι πολύ επικίνδυνη η παρανόηση μεταξύ οραματιστή και αιθεροβάμονα, είναι πολύ κοντά στην ευτυχία η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro