Γεννήθηκα στη Δράμα και ο πατέρας μου είχε ήδη φύγει για την Αμερική πριν τη γέννησή μου.
Μεγάλωσα χωρίς εκείνον, μόνο με τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου δηλαδή, μείναμε μακριά για πολλά χρόνια, αλλά στην πορεία επικοινώνησε μαζί μου, ήρθαμε σε επαφή και γνωριστήκαμε.
Δεν έχω πάρει το αμερικανικό διαβατήριο μέχρι στιγμής, είναι το επόμενο βήμα που θέλω να κάνω, να πάρω την αμερικανική υπηκοότητα, καλό είναι να υπάρχει, ποτέ δεν ξέρεις!
Θυμάμαι τα πάντα από τα παιδικά μου χρόνια, ήταν ανέμελα αλλά και δύσκολα, γιατί οι γονείς μου ήταν φτωχοί. πάντα ζητούσα κάτι, αλλά καταλάβαινα την κατάσταση, ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα να μου δοθεί αυτό που επιθυμούσα.
Παρόλ’ αυτά, καθώς ήμουν από μικρός συνειδητοποιημένος, έβαζα το κεφάλι κάτω και απλώς συνέχιζα να κάνω αυτό που αγαπούσα πάρα πολύ, να παίζω με τα παιδιά και να περνάω ωραία στις αλάνες.
Στο σπίτι ήμασταν η γιαγιά, ο παππούς και η μαμά μου, η οποία μάλιστα δεν δούλευε, επειδή είχε κάποια θεματάκια υγείας, οπότε έκανε οικιακά κι έμεινε να με αναθρέψει.
Στη Δράμα δεν αντιμετώπισα ποτέ κάποιο θέμα με το χρώμα μου, δεν είχα προβλήματα, εκτός από πολύ μεμονωμένες περιπτώσεις, από κάποιο παιδί, για παράδειγμα, που μπορεί να δημιουργούσε “κλίμα”, δεν μπορώ να πω δηλαδή ότι δέχτηκα μπούλινγκ με τη σημερινή έννοια, ήταν ήπια τα πράγματα, ως παιδιά πειραζόμασταν μεταξύ μας συνέχεια, ο κολλητός μου φίλος, για παράδειγμα, ο οποίος έγινε και νονός του παιδιού μας, έχει πρόβλημα με το ύψος του, είναι νάνος, οπότε ο ένας υπερασπιζόταν τον άλλον σε κάποιες μεμονωμένες περιστάσεις.
Ο στίβος ήταν μια διέξοδος που με έβγαζε από την καθημερινότητα και την αποδίδω και στον προπονητή μου, τον αείμνηστο Μπάμπη Σδρόλα, ο οποίος ήξερε και μου έδωσε να καταλάβω ότι ο στίβος είναι κάτι το οποίο θα αγαπήσω στο μέλλον, χωρίς να (μου) δημιουργήσει όμως την αίσθηση ότι όλο αυτό γίνεται για να ξεφεύγω από άλλες καταστάσεις ή για άλλους λόγους.
Με ήξερε, όπως λέμε, από την κοιλιά της μητέρας μου, είχε κάνει προπόνηση και στην ίδια για ένα μικρό χρονικό διάστημα και ήταν δίπλα μου, από τότε που ήμουν μικρό παιδάκι.
Στα πρώτα μου βήματα πάντα ήταν εκεί να με παρακολουθεί, να βλέπει πώς αντιδρώ, πώς κινούμαι, τον θυμάμαι ακόμα και την ώρα του παιχνιδιού στην αλάνα να περνάει, να σταματάει και να κοιτάει.
Και αργότερα ήρθε πιο κοντά, όταν ασχολήθηκα λίγο με το ποδόσφαιρο και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ξεκίνησα τον στίβο.
Μου άρεσε πάρα πολύ το ποδόσφαιρο κι ερχόταν συνέχεια και μου έλεγε «δεν κάνεις για ποδοσφαιριστής, έλα να κάνεις στίβο». είχα δοκιμάσει και πολλά άλλα αθλήματα, χάντμπολ, μπάσκετ, κολύμπι για πολύ λίγο, μέχρι που κόντεψα να πνιγώ, θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα χέρι να μπαίνει στην πισίνα και να με τραβάει από τα μαλλιά να με βγάλει.
Ήμουν ένα υπερδραστήριο παιδί που ήθελε να δοκιμάζει και είχε μεγάλη περιέργεια για τα θέματα του αθλητισμού, ήθελα να τα δω όλα, να τα γνωρίσω καλά και να καταλήξω σε εκείνο που με ιντριγκάρει.
Όλο αυτό κράτησε περίπου μισό χρόνο και στα οχτώ μου πάνω-κάτω ξεκίνησα να κάνω στίβο.
Μάλιστα, έχω στο άλμπουμ μια φωτογραφία στην οποία φεύγω από το στάδιο για να πάω σπίτι να γιορτάσω τα γενέθλιά μου, στιγμιότυπο που μου θυμίζει πάρα πολλά πράγματα από τότε.
Και, όπως κάθε μητέρα, έτσι και η δική μου προσπάθησε να με βάλει στον δρόμο του σχολείου και των γραμμάτων, αλλά δεν το κατάφερε, κατάλαβε ότι ήμουν πιο πολύ για τον αθλητισμό.
Όταν μάλιστα χρειάστηκε να φύγω για τους πρώτους μου αγώνες στις Σέρρες, με δεδομένα το πρόβλημα υγείας που είχε και το γεγονός ότι ήμουν μοναχογιός, φοβήθηκε να με αφήσει να πάω να αγωνιστώ, ήταν ένα μικρό, απλό ταξίδι από τη Δράμα στις Σέρρες, αλλά, επειδή και η ίδια δεν είχε βγει από την πόλη μας, φοβόταν. τελικά με άφησε, αλλά με πολύ μεγάλο ζόρι.
Γενικότερα πάντως, με υποστήριζε σε όλα πάντα και το πήρε από νωρίς απόφαση ότι αυτή θα είναι η ζωή μου, συμβιβάστηκε, οπότε ξεκίνησα να κάνω κι εγώ τα ταξίδια μου και πλέον είναι πάρα πολύ περήφανη για εμένα.
Όσον αφορά στον Μπάμπη Σδρόλα, εκείνος ήταν πατέρας, μέντορας, προπονητής, ένας άνθρωπος που χώρια από το κομμάτι του αθλητισμού περνούσαμε πολλές ώρες μαζί και εκτός, δίπλα μου σε κάθε απόφαση και κάθε βήμα για να με συμβουλέψει και να υποστηρίξει όλο αυτό το εγχείρημα.
Τον είδα μια Παρασκευή, δύο εβδομάδες πριν “φύγει”, εκείνος άπλωνε κάτι ρούχα στο μπαλκόνι κι εμείς παρκάραμε κάτω από το σπίτι του, γιατί ήμασταν γείτονες, είχα τον μικρό μαζί και, επειδή είχε μέρες να τον δει, τον φωνάξαμε και λέει «περιμένετε να σας δω, έρχομαι», ήταν ταλαιπωρημένος, κουρασμένος, φαινόταν η καταπόνηση, μάλιστα μου είπε να μείνω μακριά του, να προστατέψουμε τον μικρό, γιατί σήκωνε πυρετό, αλλά μετά, όταν έμαθα ότι “έφυγε”, μετάνιωσα, θα τον άφηνα να αγκαλιάσει τον γιο μου, να παίξει λίγο μαζί του.
Τότε ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα, λίγο μετά του είχα στείλει και ένα μήνυμα, «κύριε, έμαθα είστε στο νοσοκομείο, άντε να βγείτε σύντομα, σας περιμένω στο στάδιο να ξανακάνουμε προπόνηση». είχε πάρα πολλά θέματα, είχε κάνει και ανοσοθεραπεία για τον καρκίνο και παρόλα τα προβλήματα υγείας που είχε εδώ και πολλά χρόνια ήταν πάντα δίπλα μου και καθοδηγούσε κάθε μου κίνηση.
Μεγάλωσα δίπλα του, του οφείλω πολλά, ακόμα και το γεγονός ότι κάνω εμπόδια ήταν μια απόφαση δική του. καθόμουν στο παγκάκι, περιμένοντας τα υπόλοιπα παιδιά της ομάδας για να ξεκινήσουμε τη δική μας προπόνηση, έβλεπα τους συνομήλικους συναθλητές μου να κάνουν εμπόδια κι έλεγα «εγώ αυτό το αγώνισμα δεν θα το κάνω ποτέ», φοβόμουν ότι θα έπεφτα και θα χτυπούσα, αλλά με παρότρυνση του Μπάμπη Σδρόλα μπήκα στον δρόμο των εμποδίων, άρχισα να γνωρίζω σιγά-σιγά το άθλημα και είδα πόσο ωραίο είναι και τι όμορφες στιγμές κρύβει.
Φυσικά, και έπεσα και χτύπησα στα εμπόδια πολλές φορές, σε αρκετούς αγώνες “έφαγα τα μούτρα μου”, βέβαια πιο πολύ στις προπονήσεις, γιατί εκεί δοκιμάζουμε πολλά διαφορετικά πράγματα, οπότε κάνουμε και πολλές “βουτιές”. είναι τέτοιο το αγώνισμα που ανά πάσα στιγμή, σε κλάσματα δευτερολέπτου, μπορεί από εκεί που είσαι πρώτος να βρεθείς τελικά τελευταίος και το αντίθετο.
Το ερέθισμα πάντως, ή τουλάχιστον κάτι σαν αυτό, το είχα από την ηλικία των πέντε, όταν είδα την κατάκτηση της Βούλας Πατουλίδου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης.
Εγώ τότε έβλεπα τηλεόραση, η γιαγιά και η μαμά γύριζαν τα κανάλια και έπεσαν πάνω στη σκηνή που πέφτει στο εμπόδιο η Ντίβερς, κερδίζει η Πατουλίδου και πανηγυρίζει. ήταν το κάτι άλλο, ήταν φανταστικό, «είναι να έχεις και αυτό το άστρο που θα λάμψει τη στιγμή που πρέπει», μου έλεγαν, όταν ήμουν μικρός, και η Βούλα το είχε εκείνη τη στιγμή, έλαμψε πάνω απ’ το κεφάλι της και μας χάρισε αυτόν τον θρίαμβο!
Τον Οκτώβριο του 2004 κατέρριψα το Παγκόσμιο ρεκόρ Παίδων στα 110μ. εμπόδια και το ρεκόρ μου αυτό έσπασε ξανά μετά από 12 χρόνια.
Ήμουν σε πολύ καλή κατάσταση, φαινόταν ότι θα έκανα μεγάλη επίδοση και ψάχναμε τότε έναν αγώνα, γιατί ήμουν σε τροχιά Παγκόσμιου ρεκόρ, και τελικά αυτό συνέβη στη Σκόπελο και τα «Πετράλεια», τα οποία έλαβαν χώρα παρουσία της κυρίας Φάνης Πάλλη Πετραλιά και πάρα πολύ κόσμου στις κερκίδες.
Μάλιστα, θυμάμαι ότι προλάβαμε ίσα-ίσα το σούρουπο, γιατί τα μηχανήματα δουλεύουν με συγκεκριμένο φωτισμό.
Όταν είδα τον χρόνο, άνοιξα τα χέρια μου, ήταν ένας τερματισμός αλά Πατουλίδου, η χαρά ξεπηδούσε μέσα από το χαμόγελό μου, ήταν ένα συναίσθημα φανταστικό, ανεπανάληπτο. αυτή η κούρσα τρέχει συχνά στο μυαλό μου.
Λίγους μήνες πριν είχα παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας από την τηλεόραση στη Δράμα, ήταν το άχτι μου που δεν μπορούσα να είμαι εκεί, μέσα στο Ολυμπιακό στάδιο, ήθελα πάρα πολύ να πάρω μέρος, αλλά δεν τα κατάφερα, γιατί ήμουν μικρός, 17 ετών, ωστόσο ήθελα να βρεθώ έστω και στην κερκίδα, ώστε να ζήσω όλο αυτό το συναίσθημα.
Πολλές οι αναμνήσεις και από το Παγκόσμιο ρεκόρ Εφήβων στα 60μ. εμπόδια, στην ημερίδα κλειστού στίβου το 2008 σε εκείνο το απίστευτο στάδιο στην Παιανία.
Το στάδιο αυτό δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον για τον κόσμο του στίβου, ευχόμαστε κάποια στιγμή να μπορέσουν να υλοποιηθούν οι προτάσεις του κάθε Υπουργού και να γίνει επιτέλους πραγματικότητα το όραμα να επιστρέψει ο στίβος σπίτι του.
Ήταν ένα φανταστικό Παγκόσμιο ρεκόρ, δεν το περίμενα, απλώς βγήκε εκείνη την ημέρα, οι αντιδράσεις μου όμως ήταν ίδιες με εκείνες στην Σκόπελο, χέρια ανοιχτά και πλατύ χαμόγελο!
Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, και στο Πανελλήνιο ρεκόρ που έκανα αργότερα ως άντρας η αντίδραση ήταν η ίδια, χαρά και το συναίσθημα ότι οι κόποι επιτέλους βγαίνουν στην επιφάνεια.
Η απόφαση να μείνω στη Δράμα ήταν και είναι καθαρά δική μου, ο προπονητής μου ήταν ανοιχτός και είχαμε πάρα πολλές προτάσεις από την Αθήνα, με προπονητές που αργότερα έβγαλαν Ολυμπιονίκες, από την Αμερική, όπως πηγαίνουν τώρα οι νέοι αθλητές και καλά κάνουν, αλλά και από το Κατάρ, ώστε να πάρω υπηκοότητα και να μπορώ να αγωνίζομαι εκεί.
Δεν ήθελα όμως να φύγω από τη Δράμα, θεωρούσα και θεωρώ ακόμη ότι μπορώ να κάνω πράγματα εδώ και δεν ξέρουμε, εάν πήγαινα σε κάποια άλλη χώρα ή πόλη, αν θα μου έβγαινε σε καλό.
Βέβαια, το τελευταίο διάστημα, κάνοντας προετοιμασίες στη Νότια Αφρική, τα πράγματα είναι καλύτερα, αλλά με τις τότε συνθήκες εγώ είχα πάρει την απόφαση να μείνω στη Δράμα κοντά στους δικούς μου, γιατί τους αγαπούσα πολύ, ήθελα να μείνω κοντά στη μητέρα μου και τη γιαγιά μου που με μεγάλωσε από μικρό παιδί, ενώ ταυτόχρονα δεν ήθελα να αφήσω και τον προπονητή μου που ήταν σαν πατέρας μου και ήθελα να συνεχίσουμε μαζί μέχρι το τέλος της αθλητικής μου καριέρας.
Όσον αφορά στις συμμετοχές μου στους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι μεγάλες μου αναμνήσεις προέρχονται κυρίως από την 11η θέση στο Πεκίνο το 2008, την καλύτερη δηλαδή που έχω καταλάβει στις τέσσερεις διοργανώσεις που έχω πάρει μέρος.
Τότε ήταν μάλιστα και η πρώτη μου συμμετοχή και μπήκα σε ένα στάδιο πολύ μεγάλο με 100.000 κόσμο στις κερκίδες, ενώ θυμάμαι και ότι οι Κινέζοι πρόβαλαν καθαρά όλη την παράδοση και την κουλτούρα τους.
Δεν έχω το απωθημένο του βάθρου στις μεγάλες διοργανώσεις, για το αγώνισμά μου απλώς και μόνο η συμμετοχή σε έναν Τελικό μεγάλων αγώνων με υψηλού επιπέδου εμποδιστές είναι κάτι πολύ σημαντικό, πράγμα που έχω καταφέρει, καθώς έχω αγωνιστεί σε Τελικούς Ευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων, εκπληρώνοντας τον στόχο μου. Από εκεί και πέρα, ήμουν και είμαι ένας αθλητής και άνθρωπος που γνωρίζει μέχρι πού φτάνουν τα όριά του.
Θα μπορούσα ωστόσο να πω ότι ένα απωθημένο μου είναι ένας Τελικός σε Ολυμπιακούς Αγώνες, να μπω δηλαδή στους οκτώ καλύτερους του κόσμου, κάτι που έχασα για μια θέση στο Πεκίνο, το οποίο σε συνδυασμό με τον Τελικό σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα αποτελούν κατόρθωμα.
Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι είμαστε από τη Δράμα, μείναμε στη Δράμα και οι δυνατότητες που είχαμε ήταν περιορισμένες, θεωρώ ότι και αυτά που κάναμε ήταν υπέρβαση.
Ήρθε κάποτε στη Δράμα ένας προπονητής από τη Φινλανδία που γνώριζε καλά από εμπόδια και τον ενημέρωσαν τι έχω κάνει στην καριέρα μου και ότι εδώ προπονούμαι.
Γύρισε και είπε «συγγνώμη, έχει καταφέρει όλα αυτά με προπόνηση σε αυτό το στάδιο και με αυτές τις συνθήκες; Ε, τότε είναι άθλος αυτό που έχει κάνει».
Ένας άνθρωπος από το εξωτερικό, μεγάλος γνώστης των εμποδίων, αναγνώρισε την κατάσταση στην οποία προετοιμαζόμουν και όλο αυτό μέσα απ’ το οποίο είχα καταφέρει τις διακρίσεις μου.
Έχω γεμίσει από αθλητικές στιγμές και διακρίσεις και θεωρώ ότι, αν αύριο σταματήσω, δεν θα έχει μείνει κάτι ανεκπλήρωτο.
Ο λόγος που συνεχίζω είναι ο στόχος που είχαμε βάλει με τον προπονητή μου για πέμπτους Ολυμπιακούς Αγώνες, εκείνους του Παρισιού, αυτό προσπαθώ να εκπληρώσω, για όλα τα υπόλοιπα είμαι χορτάτος.
Πρέπει να αφήσω τη θέση μου στον επόμενο αθλητή εμποδίων και θα ήθελα, φεύγοντας, να τον δω να φτάνει τις επιδόσεις μου και να τις ξεπερνάει.
Βέβαια, δεν είμαι προετοιμασμένος για το τέλος, αλλά πιστεύω ότι δεν θα μου είναι δύσκολο.
Θα είμαι μαζί με την οικογένειά μου, η οποία πάντα είναι δίπλα μου και με στηρίζει, θα είμαστε δίπλα στα δυο μας τα παιδιά.
Ο μεγάλος μπόμπιρας έχει πάρει τον δρόμο του, ενώ στον μικρό, ο οποίος έχει πάρει από εμένα, είναι κι αυτός “σοκολατένιος” με μπούκλες, μια απόλαυση, αν θέλει να ασχοληθεί με τον αθλητισμό, θα έχω να του δείξω πάρα πολλά πράγματα και θα τον στηρίξω, ακόμα κι αν θέλει να κάνει κάτι άλλο, ό,τι και αν είναι αυτό, μπάσκετ, βόλεϊ, ποδόσφαιρο, χορό, πιάνο.
Ενώ, όσον αφορά στον τόπο μου, τη Δράμα, σημαίνει πολλά για εμένα, είναι η πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, με τα καλά της και τα κακά της, είμαι πολύ συνδεδεμένος μαζί της, την αγαπώ πάρα πολύ, αν και καμιά φορά παρατηρώ άσχημα πράγματα, πχ τους φορείς να απομακρύνονται, κάτι που δεν είναι ωραίο και με ξενίζει, κι ας φανταστεί κανείς ότι δουλεύω και στον Δήμο!
Σκεφτόμαστε να ολοκληρωθεί εδώ η ζωή μας, αν και η γυναίκα μου μου λέει «πότε θα φύγουμε να πάμε σε ένα νησί, να πάρουμε μετάθεση;», το θέλει πάρα πολύ και για εμένα δεν θα είναι κάτι δύσκολο ως προς την προσαρμογή, γιατί μεγάλωσα κάνοντας ταξίδια.
Μετά όμως πάλι αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή μακριά από τη Δράμα, οπότε…
Ο Κώστας Δουβαλίδης είναι Πρωταθλητής στίβου στα 60μ. εμπόδια και 110μ. εμπόδια.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: ΟΛΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΙΒΟ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Περικλής Ιακωβάκης: Καμία αθωότητα