Κυριακή πρωί. Πρώτη μου δουλειά να βγω στο μπαλκόνι και να ρίξω μια ματιά στον ουρανό. Για να υπολογίσω τις πιθανότητες για βροχή. Αν βρέξει το μεσημέρι μπορεί και να μη γίνει ο αγώνας.
Αλλά κι αν γίνει, ο Νέστορας δεν θα μπορέσει να κάνει όλα του τα κόλπα, πάνω στο λασπωμένο γήπεδο.
Όταν θυμάμαι τα εφηβικά μου χρόνια, αυτή είναι πρώτη ανάμνηση που μου έρχεται στο μυαλό. Κυριακή μεσημέρι, γήπεδο Νέας Φιλαδέλφειας, ΑΕΚ, Νεστορίδης. Αγωνία να τελειώσει νωρίς το φαγητό. Γκρίνια από τη μητέρα μου. «Με τη μπουκιά στο στόμα θα φύγεις πάλι. Αμάν, αυτή η ΑΕΚ».
Χρόνια ολόκληρα η ίδια διαδικασία.
Το μεσημεράκι ξανά στο μπαλκόνι. Η οδός Σολωμού που έμενα, έρημη. Ελάχιστα αυτοκίνητα, ακόμα πιο λίγοι οι πεζοί. Κοιτούσα προς το τέλος του δρόμου, που ξεκινούσε από τα Εξάρχεια και κατέληγε στην Αριστοτέλους.
Στη διασταύρωση με την 3ης Σεπτεμβρίου, αν θυμάμαι καλά, ήταν η αφετηρία του λεωφορείου της Νέας Φιλαδέλφειας.
Γύρω στη μιάμιση άρχιζε να σχηματίζεται η ουρά. Το άγχος να φάω και να φύγω μεγάλωνε. Το ίδιο και η ουρά.
Αυτή ήταν η αρχή της κυριακάτικης ιεροτελεστίας. Μέσα στο λεωφορείο μόνο φίλαθλοι. Οπαδοί της ΑΕΚ όλοι, πιστοί σ’ ένα θεό. Τον Κώστα Νεστορίδη.
Στη μισή ώρα που διαρκούσε η διαδρομή μέχρι το τέρμα, την Αγία Τριάδα, ακριβώς έξω από το γήπεδο, θορυβώδεις συζητήσεις για το παιχνίδι. Απόλυτη αισιοδοξία, όποιος κι αν ήταν ο αντίπαλος. Αυτό που μας απασχολούσε δεν ήταν αν θα κερδίσουμε, αλλά πόσα γκολ θα βάλει ο Νέστορας και τι θα σκεφτεί πάλι για να μας τρελάνει.
Άφιξη στο γήπεδο, τρεχάλα για τα ταμεία. Σκοτωμός στην ουρά για το εισιτήριο. «Έχω για όλες τις θύρες. Φραγκάκι διαφορά, παιδιά».
Τι να κάνουμε, η αγωνία ήταν τόση που δίναμε το «φραγκάκι διαφορά» και παίρναμε το εισιτήριο από τους αυτοσχέδιους «μαυραγορίτες» που πήγαιναν νωρίς νωρίς, αγόραζαν 15-20 εισιτήρια και τα πουλάγανε με «φραγκάκι» καπέλο.
Όταν βέβαια το ματς ήταν σημαντικό, το φραγκάκι γινόταν και δεκάρικο. Αυτά πριν αρχίσουν να βγαίνουν τα εισιτήρια στην Ομόνοια στη μαύρη, από την παραμονή του αγώνα. Παίρναμε λοιπόν το εισιτήριο και μετά στριμωξίδι στις θύρες, μικροτσακωμοί στην εξέδρα.
«Στριμωχτείτε λίγο, βρε παιδιά, να κάτσω κι εγώ».
«Τι να σου κάνουμε, ρε φίλε, τέτοια ώρα που ήρθες». Τέτοια πράγματα.
Τελικά όλοι βολευόμασταν.
Ακόμα δεν υπήρχαν τα αριθμημένα. Όταν έπαιζαν τα τσικό, πριν από τον αγώνα, περνούσε η ώρα της αναμονής. Αλλιώς μετρούσαμε και τα λεπτά, μέχρι να φανεί η ομάδα από την καταπακτή. Πολλές φορές δεν μετέδιδαν τα μεγάφωνα τις συνθέσεις. Οπότε με το που εμφανιζόταν η ομάδα ακούγονταν τα πρώτα σχόλια.
«Εντάξει, παίζει ο Νέστορας», ή «Έβαλε τον Σεραφείδη σήμερα τέρμα» κι άλλα τέτοια.
Στην εξέδρα ο Κώστας ο Αεκτζής ήταν το σήμα κατατεθέν. «Πάρτε, παιδιά, πασατέμπο. Ο τσακατσούκας».
Όσοι δεν είχαν προλάβει το μεσημεριανό τραπέζι την έβγαζαν με σάμαλι με κουλούρι.
Μετά άρχιζε το παιχνίδι. Για τους οπαδούς της ΑΕΚ υπήρχε ο Νεστορίδης κι άλλοι δέκα παίκτες. Γι’ αυτόν όμως πήγαιναν στο γήπεδο και για κανέναν άλλο.
Όταν, σπάνιο πράγμα, δεν έβαζε γκολ, ήταν το μεγάλο θέμα συζήτησης. Μόλις τελείωνε το παιχνίδι, η ίδια διαδρομή για την επιστροφή. Πολλές φορές πηγαίναμε με τα πόδια ως τα Πατήσια και παίρναμε το τρόλεϊ από το 1959 που πρωτοκυκλοφόρησαν.
Όσα έκανε μέσα στο γήπεδο για 90 λεπτά ο «μάγος» Νέστορας, δεν χορταίναμε να τα λέμε και να τα ξαναλέμε, ώρες ολόκληρες.
Είχε τύχει να γυρίσω από τη Νέα Φιλαδέλφεια, μέχρι το σπίτι μου, κοντά στην πλατεία Κάνιγγος με τα πόδια, κουβεντιάζοντας με την παρέα για τα μαγικά του! Είναι περιττό να πω ότι αυτός ο τεράστιος παίκτης εκτόξευσε την αγάπη μου για το ποδόσφαιρο σε απίθανα ύψη, όπως έκανε σε όλους όσοι είχαμε την τύχη να τον ζήσουμε μέσα στα γήπεδα.
Αργότερα, όταν έγινα επαγγελματίας δημοσιογράφος, κι άρχισα να ταξιδεύω στο εξωτερικό, κάθε φορά που πήγαινα να περιγράψω ένα μεγάλο παιχνίδι, ή μία διεθνή διοργάνωση, αναρωτιόμουν αν θα έβλεπα έναν ποδοσφαιριστή που θα έκανε αυτά που έκανε ο Νέστορας.
Μετά από επτά παγκόσμια κύπελλα που κάλυψα, αμέτρητους άλλους αγώνες, τελικούς Κυπέλλου Αγγλίας, Κυπέλλων Ευρώπης, πρωταθλητριών, Τσάμπιονς Λιγκ μετά, ΟΥΕΦΑ, Κυπελλούχων παλιότερα κι ένα σωρό άλλα παιχνίδια, μπορώ να πω ότι οι ποδοσφαιριστές που με συνεπήραν όπως ο Νεστορίδης δεν είναι περισσότεροι από τρεις-τέσσερις. Να λοιπόν που είχα την τύχη να είμαι αυτός που έμελλε να βάλει στο χαρτί τη ζωή αυτού του απίστευτου ποδοσφαιριστή. Βιβλίο για τον Νεστορίδη; Αδύνατον. Πώς μπορεί να μπει σε βιβλίο η ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα του;
Πώς να περιγράψεις εμπνεύσεις, κινήσεις, πονηριά, εξυπνάδα, δεξιοτεχνία, υψηλή τεχνική, φαντασία, πάθος κι αναρίθμητους τρόπους να στέλνει την μπάλα στα δίχτυα, όλα σε έναν ποδοσφαιριστή που σου πρόσφερε απλόχερα επί 90 λεπτά κάθε Κυριακή;
Πώς να περιγράψεις κτυπήματα της μπάλας με τέτοιο φάλτσο, που ούτε ο παγκόσμιος πρωταθλητής στο μπιλιάρδο μπορούσε να δώσει στην μπίλια; Πώς να περιγράψεις προσποιήσεις, ακόμα και με τη… μύτη (που την είχε και μεγάλη, ως Πόντιος), όπως λέγαμε για να τον πειράξουμε; Πώς να ξεχάσεις γκολ με τρεις και τέσσερις και πέντε αντιπάλους ξαπλωμένους στο χώμα, και τον Νέστορα να πλασάρει χωρίς να κοιτάζει το τέρμα; Πώς να ξεχάσεις γκολ από τη σέντρα, με απίστευτο αέρα και τον τερματοφύλακα να ξέρει από πού ήρθε η μπάλα; Ή άλλα γκολ κατευθείαν από κόρνερ, με το δεξί και με το αριστερό, ή από την γραμμή του άουτ!
Τα διηγούμαι και δεν με πιστεύουν.
*Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «Κώστας Νεστορίδης – Ο μάγος της μπάλας» του Νίκου Κατσαρού, εκδόσεις Άγκυρα, 2008.
Ο Νίκος Κατσαρός είναι δημοσιογράφος.
CHECK IT OUT: Κώστας Νεστορίδης: Δέκα σπάνια κλικ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Νίκος Κατσαρός: Μίμης Παπαϊωάννου: Γι’ αυτό ήταν αρχηγός