Βαρύ κι ασήκωτο, το beat σέρνεται αργά πάνω στην επαναλαμβανόμενη μελωδία του πιάνου, το οποίο παίζει τις ίδιες νότες πάνω στα ίδια ασπρόμαυρα πλήκτρα, περιμένοντας καρτερικά τα ηλεκτρονικά μπάσα να του αλλάξουν τη μορφή.
Το πέπλο της ανατριχιαστικής επαναληψιμότητας σπάει, όταν οι στίχοι μπαίνουν κι αυτοί στον χορό. Αστικές εικόνες. Γκρίζες καταστάσεις, γκρίζες πόλεις, γκρίζες ζωές. Λέξεις και φράσεις που το κουβαλούν πάνω τους και προσπαθούν να εκφράσουν όλο το βάρος της στεγνής επιβίωσης στις κοινωνίες των σύγχρονων αχανών μεγαλουπόλεων.
Μα κάπου εκεί, στους πρώτους στίχους που βγαίνουν από το στόμα του ΛΕΞ ξεπροβάλλει και όλη η αλήθεια μιας ολότελα διαφορετικής κατάστασης. Η αλήθεια μιας ολόκληρης καριέρας. «Vittorio», πρώτη στροφή, δεύτερος στίχος: «Αμάξι που μαρσάρει, δέκα μέτρα πριν στουκάρει».
Εντάξει, είναι μόνο επτά λέξεις, μα δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν πιο περιεκτικά την ποδοσφαιρική ζωή του Τζακ Γουίλσιρ. Όσα υπήρξε, όσα περίμεναν και όσα δεν κατάφερε ποτέ του να γίνει. Έκρηξη, υποσχέσεις, προσδοκίες, τραυματισμοί, κατάθλιψη, προβλήματα, αναμνήσεις, κορυφές και πάτοι. Άδοξο τέλος σε μια καριέρα που στην πραγματικότητα τελείωσε, πριν καν μπορέσει να αρχίσει, κι έληξε με τρόπο που κανείς δεν θα φανταζόταν.
Ποιος να μάντευε πως εκείνο το παιδί που στα 16 του πασπάλιζε τη μαγική του αστερόσκονη στο υψηλότερο επίπεδο, θα έλεγε «αντίο» στο αγαπημένο του παιχνίδι μόλις στα 30 του; Κάπου ξεχασμένος και σίγουρα βαθιά πληγωμένος. Αρχή και τέλος χωρισμένα από μια σπιθαμή, να θυμίζουν την πορεία του αυτοκινήτου για το οποίο μιλά ο ΛΕΞ, την ποδοσφαιρική ζωή του Γουίλσιρ. Σαν άτυχο ζάρι και σαν αμάξι που μάρσαρε εκκωφαντικά κι επιτάχυνε επικίνδυνα με την πρώτη γκαζιά. Δίχως κανείς να γνωρίζει πως λίγα μέτρα πιο πέρα ο δρόμος θα τελείωνε και πως εκείνο το παιδί θα στούκαρε στον τοίχο που έβαλε τέλος στα όνειρα αυτού και αμέτρητων ακόμα ποδοσφαιρόφιλων που πίστεψαν στις μεθυστικές αχτίδες της μαγείας του.
Ξεχωριστός κι αποφασισμένος
Τα “σφυριά” στις αφίσες του τοίχου του γρήγορα αντικαταστάθηκαν από “κανόνια”. Όπως και το πρόσωπο του Ντι Κάνιο με αυτά των Ανρί, Μπέργκαμπ και Βιεϊρά. Όπως και το μπορντό και το γαλάζιο με το κόκκινο και το άσπρο. Ο Τζακ μεγάλωσε ως οπαδός της Γουέστ Χαμ, μα γρήγορα η ζωή δεν του άφησε άλλη επιλογή από το να απιστήσει και να μεταφέρει την καρδιά του από το Ανατολικό στο Βόρειο Λονδίνο, εκεί όπου και ο ίδιος εγκαταστάθηκε από πολύ νωρίς. Από το σχολείο του τόπου του, του Στίβενεϊτζ, λίγο έξω από την αγγλική πρωτεύουσα κι από εκεί ένα πολύ σύντομο πέρασμα στη Λούτον, πριν η πανίσχυρη τότε Άρσεναλ αποφασίσει να κάνει τα πάντα για να εντάξει τον μικρό στην ακαδημία της στο Χέιλ Εντ.
Ο Γουίλσιρ μεγάλωσε χωμένος στην κουλτούρα πρωταθλητισμού μιας ομάδας-πρωταγωνίστριας, έζησε το αήττητο Πρωτάθλημα ως παιδάκι και βρέθηκε στα φυτώρια του συλλόγου στην ίσως καλύτερη εποχή του. Και φρόντισε να απορροφήσει κάθε τελευταία σταγόνα εκείνης της μοναδικής αύρας, δείχνοντας εξ αρχής αποφασισμένος να κάνει τη διαφορά. Υπερπηδούσε για πλάκα τις ηλικιακές κατηγορίες, φόρεσε το περιβραχιόνιο σε όποια ομάδα τσικό βρέθηκε και έκανε το όνομά του να κυκλοφορήσει στους διαδρόμους των ακαδημιών.
Τόσο που το απόλυτο πρόσωπο του συλλόγου, ο Αρσέν Βενγκέρ, ένιωσε την ανάγκη να τον δει από κοντά. Και ο Τζακ τον αποζημίωσε. Με τα μάτια καρφωμένα πάνω του, σε ένα -κατά τα άλλα αδιάφορο- παιχνίδι κόντρα στη Γουέστ Χαμ έστειλε τη μπάλα στο παράθυρο με ένα τηλεκατευθυνόμενο πλασέ, σαν να φωνάζει στον Αλσατό πως η συμμετοχή και η καθιέρωσή του στην πρώτη ομάδα ήταν απλώς θέμα χρόνου.
Όπως και αποδείχθηκε. Ο Βενγκέρ ήταν κάτι παραπάνω από πεπεισμένος για αυτό το παιδί και μόλις στα 16 του έκανε τον Γουίλσιρ τον νεότερο παίκτη που αγωνίζεται σε επίσημο παιχνίδι με τη φανέλα της Άρσεναλ.
Κάποιες σκόρπιες συμμετοχές ως αλλαγή στα χασομέρια των αγώνων και ένας σκληρός εξάμηνος δανεισμός στην Championship και την Μπόλτον και αυτό ήταν. Ο Τζακ ήταν έτοιμος, μα κανείς άλλος δεν ήταν προετοιμασμένος για όσα θα επρόκειτο να ζωγραφίσει στον πράσινο καμβά του Emirates.
Χορός στα αστέρια
Εκείνη η βραδιά ακόμη περιτυλίγεται σε νοσταλγικούς ψιθύρους και τριγυρνά ανάμεσα στα στόματα, αντηχεί στα κόκκινα τουβλόχτιστα σοκάκια του Ίσλινγκτον και του Χάιμπουρι. Πάντα συνοδευόμενη από ένα γλυκόπικρο πέπλο και αμέτρητα “αν”. Γλυκό, γιατί αναμνήσεις σαν κι αυτές δεν χάνουν ποτέ το χρώμα τους, και πικρό, γιατί ίσως να μην πήραν ποτέ τη συνέχεια που οι ίδιες αναπόφευκτα υποσχέθηκαν.
Φλεβάρης του 2011, το παγωμένο Emirates παίρνει φωτιά, βλέποντας την Άρσεναλ να χαρίζει μια από τις πιο μοναδικές βραδιές της σύγχρονης ιστορίας της. Η Μπαρτσελόνα του Γκουαρδιόλα, η μετέπειτα νικήτρια του Champions League, λυγίζει στο Βόρειο Λονδίνο, γνωρίζει την ήττα με ανατροπή και στο επίκεντρο κάθε μεθυσμένου από αδρεναλίνη φιλάθλου δεν είναι κανείς άλλος.
Δεν είναι ούτε ο Φάμπρεγκας, ούτε ο Φαν Πέρσι, ούτε καν ο Αρσάβιν που έχει πετύχει το νικητήριο γκολ. Αλλά εκείνο το 19χρονο παιδί που συστήνεται στον κόσμο με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο.
Έναν χρόνο πριν, Άρσεναλ και Μπαρτσελόνα έχουν βρεθεί ξανά αντιμέτωπες στα νοκ άουτ των “αστεριών”, μα οι επαναστατικοί Καταλανοί δεν έχουν αφήσει κανένα περιθώριο στους «Κανονιέρηδες». Δείχνουν να βρίσκονται έτη φωτός μακριά και κάνουν το ποδόσφαιρο των Άγγλων να δείχνει εντελώς απαρχαιωμένο. Η Άρσεναλ τρώει τη σκόνη της «Μπάρτσα» και του ταχύτατου, γεμάτου τεχνική, παιχνιδιού της, δίχως απάντηση.
Μα τώρα αυτή η απάντηση έχει ωριμάσει ποδοσφαιρικά όσο χρειάζεται. Ακόμη είναι άγουρη μα κι έτοιμη μαζί. Ο Τζακ κατεβαίνει στο χορτάρι, βουτά στη μάχη της μεσαίας γραμμής, έχοντας απέναντί του την καλύτερη τριάδα κέντρου της καλύτερης ομάδας της σύγχρονης εποχής. Γουίλσιρ εναντίον Τσάβι, Ινιέστα και Μπουσκέτς. Πλήρως απρόσμενα, ο μικρός είναι αυτός που βγαίνει νικητής. Τρέχει όλο το παιχνίδι της ομάδας του, σαν δαντελένιος μετρονόμος, βγαλμένος από ένα καλούπι που ποτέ ξανά δεν είχε δει η Αγγλία.
Η χώρα του ζούσε ακόμη στην εποχή των Λάμπαρντ και των Τζέραρντ, αυτού του τύπου μέσων, ενώ το ποδόσφαιρο είχε ήδη κάνει τη δική του αναβάθμιση.
Μα αυτός ο 19χρονος ήταν εκεί, μια ενθουσιώδης έκδοση ενός πραγματικά σύγχρονου παίκτη. Ταχυδυναμικού και τεχνίτη. Σκληρού και πανέξυπνου. Το τέλειο κράμα, γεννημένο από τον γάμο των καλύτερων στοιχείων του αγγλικού και ισπανικού παιχνιδιού.
Ο Τζακ ζωγράφισε, διατηρούσε τον έλεγχο και την ασφάλεια της κυκλοφορίας, έθετε το τέμπο, μα ταυτόχρονα κουβαλούσε την μπάλα μπροστά, ντρίμπλαρε, τροφοδοτούσε τους επιθετικούς του και έκοβε με δυνατά τάκλιν, όποτε χρειαζόταν. Έπαιζε με θάρρος, αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση, ξένα για ένα παιδί της ηλικίας του, και ενορχήστρωσε μια εμφάνιση αλήθεια αξέχαστη σε μια ανάλογη νίκη της ομάδας του.
Πεπ, Τσάβι, Ντάνι Άλβες, όλοι τους τον εγκωμίασαν μετά το παιχνίδι, δήλωσαν έκπληκτοι, ακόμα κι αυτοί, ακόμα και τα κορυφαία επιπέδου θύματά του. Ο αρχηγός των «Blaugrana» είπε μετά από χρόνια πως «Δεν είναι μια εμφάνιση την οποία μπορεί κανείς να ξεχάσει εύκολα» και πράγματι δεν υπάρχει φίλος της Άρσεναλ που θα λησμονήσει ποτέ αυτή τη βραδιά κόντρα σε αυτή την ομάδα από τον 19χρονο Γουίλσιρ. Η απόλυτη λάμψη και κορυφή της πρώτης του σεζόν.
Ο Βενγκέρ τον εμπιστευόταν ήδη πλήρως και σχεδίαζε το μέλλον της Άρσεναλ πάνω του. Ο Τζακ ήταν υγιής, κομβικός, έπαιξε σχεδόν 50 παιχνίδια μέσα στη σεζόν, δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα τραυματισμού. Όμως τα πράγματα σύντομα θα άλλαζαν.
«Αλήθεια, παίζεις ακόμη»;
«Αλήθεια, παίζεις ακόμη ποδόσφαιρο»; Και, βασικά, αλήθεια, πώς είναι να το ακούς αυτό από τον γιατρό που σε χειρούργησε, από τα χέρια στα οποία εναπόθεσες όλες τις ελπίδες της καριέρας και των ονείρων σου;
Η πρώτη πραγματικά γεμάτη σεζόν του Τζακ και οι υποσχέσεις που αυτή άφησε πίσω της κόπηκαν απότομα, ταυτόχρονα με τους συνδέσμους στον δεξί του αστράγαλο. Ένα απλό φιλικό προετοιμασίας το καλοκαίρι του 2011 ήταν αρκετό για να αποβεί μοιραίο. Μόλις στα 19 του χρόνια, ο Γουίλσιρ είδε το πόδι του να διαλύεται ξαφνικά.
Ο πόνος πολύς, η ανησυχία και η αγωνία το ίδιο. Ο Τζακ επισκέφτηκε γρήγορα έναν ειδικό χειρουργό, σπεσιαλίστα στους αστραγάλους και τους λεπτούς μα ασύλληπτα σημαντικούς συνδέσμους των ποδιών του. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο», του είπε και μπόρεσε να παρομοιάσει το πρόβλημα του νεαρού Άγγλου μόνο με έναν αθλητή του snowboard που είδε τα πόδια του να κολλάνε στη σανίδα και να γίνονται κομμάτια εσωτερικά.
Λίγους μήνες μετά το εκκωφαντικό του ξεπέταγμα, ο Γουίλσιρ αναγκάστηκε να ακούσει αυτή την ατάκα και να μπει στο χειρουργείο με μόνη επιλογή την ελπίδα και την πίστη πως όλα θα πάνε καλά. Από εβδομάδα σε εβδομάδα, από μήνα σε μήνα και από συνέντευξη Τύπου σε συνέντευξη Τύπου. Όσο ο χρόνος κυλούσε, ο Βενγκέρ είχε συνηθίσει να τον πυρπολούν με ερωτήσεις για την ανάρρωση του θαυματουργού του παιδιού. Ο Αλσατός περιοριζόταν στα κλισέ: «Αναρρώνει, είναι καλές οι εξετάσεις του, αλλά χρειάζεται χρόνο». Μόνο που ούτε αυτός ούτε και κανένας άλλος γνώριζαν στην πραγματικότητα τι συμβαίνει, σε τι φάση βρίσκεται ο Τζακ.
Η κλεψύδρα άδειαζε. Πρώτο πέθανε το όνειρο του Euro της Ουκρανίας και της Πολωνίας. Το 2012 είχε μπει και ο Γουίλσιρ δεν μπορούσε ακόμη να προπονηθεί καλά-καλά, ήταν φανερό πως δεν θα προλάβει να μπει στην αποστολή της Αγγλίας, όσο κι αν τα «Τρία Λιοντάρια» θα παρακαλούσαν για έναν παίκτη σαν κι αυτόν.
Και αργά και βασανιστικά ήρθε η θλιβερή συνειδητοποίηση. Ο Γουίλσιρ θα έχανε όλη τη σεζόν, από την προετοιμασία έως και την επόμενη προετοιμασία. Μηδέν παιχνίδια, μηδέν λεπτά συμμετοχής, ελάχιστες προπονήσεις.
Αμέσως μετά τη χρονιά που έδειξε πόσο ξεχωριστός είναι, ήρθε αυτό. Και, όταν ο αστράγαλός του έδεσε και μπήκε ξανά στη θέση, ήταν η σειρά του γονάτου του να τον απογοητεύσει και να τον κρατήσει και πάλι εκτός δράσης, ενώ μόλις είχε επιστρέψει, δίνοντάς του από νωρίς την πικρή γεύση του συνηθέστερου μοτίβου της συνέχειας της ποδοσφαιρικής του ζωής. Από τραυματισμό σε τραυματισμό, από πρόβλημα σε πρόβλημα.
Μα όλα ξεκίνησαν από αυτόν τον αστράγαλο που θα τον ταλαιπωρούσε για πάντα. Άλλοι λένε πως έφταιγε το γεγονός πως έγινε τόσο γρήγορα τόσο σημαντικός για την Άρσεναλ και έπαιξε όλα αυτά τα παιχνίδια στην πρώτη του σεζόν. Άλλοι ο τρόπος παιχνιδιού του, οι γρήγορες αλλαγές κατεύθυνσης στις ντρίμπλες και τα πολλά τάκλιν που του γίνονταν χαμηλά, όπως περνούσε σαν άνεμος ανάμεσα στους αντιπάλους του. Το σίγουρο ήταν πως τον στιγμάτισε.
Μερικά χρόνια μετά επέστρεψε ξανά στον γιατρό που του άνοιξε τον αστράγαλο και τον χειρούργησε για πρώτη φορά κι εκείνος, όταν το κατάλαβε, τον ρώτησε γεμάτος έκπληξη: «Αλήθεια, παίζεις ακόμα ποδόσφαιρο;». Ο Τζακ απόρησε, μα ο γιατρός τού έδειξε στη συνέχεια τις σημειώσεις των εξετάσεών του, πριν και μετά την επέμβαση: «Δεν είναι σίγουρο πως θα μπορέσει να παίξει ξανά, δεν είναι σίγουρο πως θα μπορέσει να περπατάει καλά ξανά». Ο Γουίλσιρ το μάθαινε τότε για πρώτη φορά, κατανοούσε το πραγματικό μέγεθος του προβλήματός του, μα ίσως μέσα του να γνώριζε πως η αλήθεια είναι ότι πράγματι δεν έπαιξε ξανά. Τουλάχιστον όχι όπως το έκανε πριν.
Στον βυθό του Τζακ
Καταδικασμένος να σηκώνει το βάρος μιας πορείας που θύμιζε roller coaster, καταδικασμένος να μην μπορεί παρά να περιοριστεί σε μικρά ξεσπάσματα, κρυμμένες παρενθέσεις. Παιχνίδια και περιόδους στα οποία όντως θύμιζε για λίγο εκείνον τον πιτσιρικά με τις φαβορίτες που είχε αφήσει με το στόμα ανοιχτό κάθε οπαδό της Άρσεναλ. Χωρίς όμως ποτέ να βρει αυτό που πάντα ήθελε. Λίγη, ελάχιστη συνέχεια, μια γεμάτη χρονιά μετά την πρώτη του.
Ο Γουίλσιρ συνέχισε να παλεύει και να παίζει, φόρεσε το περιβραχιόνιο των «Κανονιέρηδων», πήρε το «10» στην πλάτη, ήταν εκεί στις δύσκολες στιγμές, κατέκτησε δύο FA Cup με την ομάδα της καρδιάς του, έπαιξε σε μεγάλες διοργανώσεις με την Αγγλία, μα το κορμί του δεν του επέτρεψε ποτέ να γίνει αυτός που ονειρευόταν. Το κορμί του κι έπειτα το μυαλό του και όλα τα υπόλοιπα εμπόδια που συνάντησε στην πορεία της καριέρας του. Γιατί όλα τον βύθιζαν σιγά-σιγά.
Χρειάστηκε να φύγει από την Άρσεναλ μαζί με τον Βενγκέρ, πέρασε και δεν ακούμπησε από Γουέστ Χαμ και Μπόρνμουθ, βρέθηκε μέχρι και στην Άαρχους της Δανίας, αλλά ποτέ και πουθενά δεν βρήκε μια σταθερά, κάπου να ισορροπήσει. Αναγκάστηκε να μείνει ακόμα και χωρίς σύλλογο, να προπονείται μόνος του, να βγάλει τον εαυτό του στη βιτρίνα με συνεντεύξεις και βίντεο, την ώρα που περνούσε τα βράδια του άγρυπνος, προσπαθώντας να διαχειριστεί τις επιληπτικές κρίσεις του γιου του. Ο ίδιος λέει ότι από ένα σημείο και μετά ήταν απόλυτα υγιής, μα κανείς δεν τον εμπιστευόταν όσον αφορά στους τραυματισμούς.
Οι φίλοι των παιδιών του τα κορόιδευαν για τον μπαμπά τους. Τον φώναζαν «Jack Wheelchair». «Ο μεγάλος μου γιος με ρωτούσε “Μπαμπά, γιατί δεν σε θέλει καμία ομάδα; Γιατί δεν πας εκεί ή αλλού;”. Τι να του εξηγήσω; Πώς να του το πω»;
Άδειασε.
«Θέλω να νιώσω ξανά αυτό το πράγμα, όπως όταν ήμουν παιδί και λάτρευα το ποδόσφαιρο. Τον πρώτο καιρό στην Άρσεναλ που λάτρευα το να παίζω. Θέλω να το νιώσω ξανά και να έχω ξανά κάτι για να παλέψω. Δεν ξέρω αν είναι κατάθλιψη. Νιώθω αυτή την αίσθηση, σαν να βυθίζομαι, όταν είμαι μόνος μου, όταν κάνω προπονήσεις μόνος μου, όταν οδηγάω μόνος μου, τα πάντα σε σπρώχνουν προς τα κάτω».
Δεν το ένιωσε ποτέ ξανά αυτό που ήθελε. Δεν έγινε ποτέ ξανά ούτε καν αυτός που ήταν σε εκείνη την τρομερή σεζόν ούτε αυτός που όλοι πίστεψαν ότι θα γίνει.
Αν εκπλήρωνε τις προσδοκίες, θα γινόταν ένας μέσος-τομή για το αγγλικό ποδόσφαιρο. Ένας βραχύσωμος, δυναμικός μάγος με εξαιρετική τεχνική και τρελή διορατικότητα στο χορτάρι.
Είχαν φανεί τα πάντα σε εκείνο το ματς κόντρα στην Μπαρτσελόνα. Μα κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την ιστορία και όλους τους αστάθμητους παράγοντές της. Αυτούς που άφησαν τον Τζακ Γουίλσιρ μισό και μαζί και τις υποσχέσεις του, βάζοντας τέλος σε μια καριέρα που δεν πρόλαβε καν να αρχίσει και έληξε άδοξα, μόλις στα 30 του χρόνια, όταν ακόμη θα έπρεπε να είναι στο κορυφαίο επίπεδο, ίσως καλύτερος από ποτέ.
Στον εκκωφαντικό ήχο του πρώιμου γκαζώματος του Γουίλσιρ, κανείς δεν πίστεψε πως λίγο μετά θα ακολουθούσε ένα ακόμα πιο εκκωφαντικό “μπαμ”. Ο ήχος της σύγκρουσης στον αδιαπέραστο τοίχο, αυτόν που τού απαγόρευσε να ζήσει όλα όσα ήθελε και στέρησε από το παιχνίδι και την Αγγλία ένα μοναδικό ταλέντο. Τον Τζακ, εκείνο το αμάξι που μάρσαρε με όλο του το “είναι”, ελάχιστα μέτρα πριν στουκάρει και καταστραφεί.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: