Η τελευταία χρονιά που έπαιξα ποδόσφαιρο ήταν το 2015, με τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Δεν το ήξερα, δεν το είχα προγραμματίσει και ούτε ήταν στις προθέσεις μου να σταματήσω.
Δεν είχα σχεδιάσει, δεν είχα φανταστεί με τέτοιον τρόπο το αγωνιστικό μου “τέλος” και το μόνο παρήγορο είναι τουλάχιστον ότι το τελευταίο μου παιχνίδι έλαβε χώρα στο γήπεδο από το οποίο ξεκίνησα την καριέρα μου, στους Ζωσιμάδες, ΠΑΣ Γιάννενα-ΠΑΟΚ, στην πόλη όπου μεγάλωσα, τον τόπο καταγωγής μου, τα Γιάννενα.
Σταμάτησα το ποδόσφαιρο μόλις στα 32 μου χρόνια. Σίγουρα θα μπορούσα να έχω δυο-τρία καλά χρόνια ακόμα, αλλά ένας τραυματισμός, ένα χρόνιο πρόβλημα που κουβαλούσα, δεν με άφηνε να αγωνίζομαι όπως θα ήθελα, δεν μου επέτρεπε να είμαι στο 100% των δυνατοτήτων μου.
Δεν ήμουν πια ο Νίκος που ήθελα. Επιπλέον, μετά τον ΠΑΟΚ, δεν βρήκα τον επόμενο σταθμό μου όπως εγώ θα τον ήθελα, να είναι δηλαδή ένα περιβάλλον που να με γεμίζει και να είναι στο επίπεδο που θέλω.
Ψάχνοντας το επόμενο βήμα
Ναι, μου στοίχισε ότι δεν έβαλα εγώ το τέλος με τον τρόπο που θα ήθελα. Μου πήρε και χρόνο να το συνειδητοποιήσω. Και, επειδή ακριβώς δεν ήταν προγραμματισμένο, δεν είχα προλάβει και να σχεδιάσω την επόμενη μέρα της επαγγελματικής μου ζωής.
Το μόνο που ήταν σίγουρο εκείνη τη στιγμή και που είχα βάλει ως “όρο” στον εαυτό μου ήταν ότι, μόλις σταματήσω, θα αφιερώσω ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην οικογένειά μου αλλά και στον εαυτό μου. Να δώσω πίσω στη σύζυγό μου, στην κόρη μου και σε μένα φυσικά ένα μέρος από τον χρόνο που είχα χάσει ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Η κόρη μου ήταν περίπου 5 χρόνων, όταν σταμάτησα, και σίγουρα αισθάνθηκα ότι δεν είχα ζήσει πράγματα μαζί της όσο θα ήθελα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είχα χάσει στιγμές από το μεγάλωμά της που δεν επιστρέφουν. Από το 2011 που γεννήθηκε, πήγαμε από την Αθήνα στην Ιταλία και μετά στη Θεσσαλονίκη, δεν είχαμε δηλαδή προλάβει να χαρούμε το σπίτι μας και να μεγαλώσουμε το παιδί μας σ’ αυτό, σε ένα σταθερό περιβάλλον.
Σε προσωπικό επίπεδο, όταν είσαι σε ένα γήπεδο από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου και έχεις φτάσει 16 ετών να είσαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αυτό το διάστημα της “αγρανάπαυσης”, όσο κι αν το θέλεις, όσο κι αν το έχει αποφασίσει ότι θα το κάνεις, δεν είναι εύκολο. Πρέπει να βρεις τρόπους και ασχολίες να γεμίσεις τον ελεύθερο χρόνο σου, ο οποίος από τη μια μέρα στην άλλη είναι άφθονος, να μπορέσεις να εκτονώσεις την ενέργειά σου και -κυρίως- να βρεις κάτι που να σε γεμίζει.
Η φλόγα που δεν έσβησε ποτέ
Ομολογώ ότι οι σκέψεις που με “βασάνιζαν” τότε ήταν το πώς θα βρω τι μου αρέσει να κάνω πλέον στη ζωή μου, πόσο σωστά θα προγραμματίσω και θα οργανώσω την “επόμενη” μέρα για μένα και τους γύρω μου. Δεν είχα καν αποφασίσει αν θα παραμείνω από άλλο πόστο στον χώρο του ποδοσφαίρου ή αν θα κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι καινούργιο για μένα, ένα νέο ξεκίνημα.
Εκείνη τη στιγμή η ζυγαριά στο μυαλό μου έγερνε στο να μην συνεχίσω στον χώρο του ποδοσφαίρου. Όμως ο αθλητισμός και το ποδόσφαιρο είναι πράγματα που θεωρώ ότι δεν μπορείς ποτέ να τα αποχωριστείς ολοκληρωτικά. Το κατάλαβα καλά αυτό, όταν πήγα να παρακολουθήσω τη σχολή προπονητών για το δίπλωμα UEFA C το 2018.
Εκεί η αγάπη μου για το παιχνίδι έγινε πάλι μια φλόγα που άρχισε να καίει μέσα μου και να φουντώνει ξανά. Είπα στον εαυτό μου «Νίκο, αυτός είναι ο χώρος σου, αυτό αγαπάς να κάνεις, αυτό ξέρεις καλά».
Η θητεία μου στη σχολή με έκανε επίσης να δω το παιχνίδι από μια διαφορετική οπτική γωνία, όχι αυτή του ποδοσφαιριστή που ήξερα ως τότε. Βρήκα ένα νέο κίνητρο, βρήκα κάτι που έψαχνα.
Κατέληξα λοιπόν ότι θέλω να παραμείνω στον χώρο, όχι ως ποδοσφαιριστής ούτε κι ως προπονητής, αλλά από ένα πόστο απ’ το οποίο θα έχω καθημερινή τριβή και επαφή με τους πρωταγωνιστές εντός και εκτός γραμμών. Εκεί συνειδητοποίησα ότι ένας ρόλος Τεχνικού Διευθυντή, Τζένεραλ Μάνατζερ, του ανθρώπου που αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε παίκτες, προπονητές και διοίκηση, είναι αυτό που μου ταιριάζει, αυτό που θέλω να κάνω.
Το “αγροτικό” σε ένα γνώριμο περιβάλλον
Το τάιμινγκ παίζει πάντα ρόλο στη ζωή, το ίδιο ισχύει και για μένα. Λίγο μετά την ολοκλήρωση της φοίτησής μου στη σχολή προπονητών, το 2020, δέχομαι ένα τηλεφώνημα από τον Γιάννη Μανιάτη, μέλος της διοικούσας επιτροπής του Πανιωνίου, ο οποίος μου ζητά να αναλάβω ενεργό ρόλο στην καθημερινότητα του ποδοσφαιρικού τμήματος. Με τον Γιάννη γνωριζόμασταν, καθώς έχουμε υπάρξει επί σειρά ετών συμπαίκτες, τόσο στον Πανιώνιο όσο και στην Εθνική ομάδα.
Ο πρώτος άνθρωπος που το συζητώ είναι η γυναίκα μου. Καταλαβαίνει αμέσως πόσο θέλω να επιστρέψω στο ποδόσφαιρο. Ξέρει πόσο δεμένος είμαι με την ομάδα του Πανιωνίου, άλλωστε και εκείνη από τη Νέα Σμύρνη είναι, εκεί έχει μεγαλώσει. Συνεπώς, υπάρχει και για τους δύο μας ένα συναισθηματικό δέσιμο και με την περιοχή και με την ομάδα. Όταν άκουσε λοιπόν αυτά που της είπα, μου απάντησε ότι θα είναι δίπλα μου και θα με στηρίξει σε κάθε μου βήμα, κάνοντας το ακόμα πιο εύκολο για μένα.
Ο Πανιώνιος έχει πέσει δύο κατηγορίες σε ένα καλοκαίρι, από τη Super League στην τότε Γ’ Εθνική κατηγορία. Αναλαμβάνω τον ρόλο του Τιμ Μάνατζερ με αυξημένες αρμοδιότητες στην καθημερινότητα της ομάδας. Μιλούσα πολύ με τους ποδοσφαιριστές και τους προπονητές, ασχολήθηκα πολύ με θέματα και προβλήματα που παρουσιάζονταν.
Με βοήθησε πολύ το γεγονός ότι η πρώτη μου ποδοσφαιρική “δουλειά” σε διοικητικό πλέον πόστο ήταν σε έναν σύλλογο που γνωρίζω καλά.
Το περιβάλλον ήταν οικείο για μένα, το ίδιο και πολλά πρόσωπα της διοικούσας επιτροπής, τα οποία γνώριζα, πέραν του Γιάννη Μανιάτη. Με όλους είχαμε καθημερινή επαφή και συνεργασία. Ουσιαστικά ήταν το πρώτο επαγγελματικό μου βήμα αυτή η σεζόν. Έμαθα πολλά και κυρίως βρήκα αυτό που μου ταιριάζει.
Ήταν μια πολύ ωραία χρονιά, με νέους ποδοσφαιριστές, παιδιά με φιλοδοξία, με τα οποία ταίριαζε ο τρόπος σκέψης μας. Και μπορεί η κατηγορία να ήταν χαμηλή, ωστόσο το κίνητρο που είχαμε όλοι την έκανε άκρως συναρπαστική και έντονη σε συναισθήματα.
Παράλληλα, ήταν και πετυχημένη αγωνιστικά, βάσει αποτελεσμάτων, καθώς ο Πανιώνιος τερμάτισε πρώτος στη βαθμολογία. Για μένα ήταν η “πρακτική” μου σε ένα πόστο που ένιωθα ότι μου ταιριάζει, βρήκα το κίνητρο που ήθελα για να μείνω κοντά στο ποδόσφαιρο. Η αποχώρηση της διοικούσας επιτροπής και του Γιάννη Μανιάτη όμως φέρνει και τη δική μου αποχώρηση για λόγους αρχής, καθώς ήμουν δική τους επιλογή.
Κηφισιά και… πάλι Νέα Σμύρνη
Την επόμενη χρονιά αναλαμβάνω πόστο Τιμ Μάνατζερ στην Κηφισιά. Η ομάδα έχει ανέβει στη Super League 2. Γνώριζα κάποια πρόσωπα στην ομάδα και ήξερα ότι επρόκειτο για ένα φιλόδοξο πρότζεκτ της διοίκησης, με τελικό στόχο να φτάσει η ομάδα μέχρι τη Super League, όπως και έγινε τελικά.
Ήταν μια πολύ ωραία και δημιουργική σεζόν, όλοι μαζί βάλαμε τις βάσεις για να πετύχει η ομάδα τούς στόχους της. Και εδώ έχω τις ίδιες αρμοδιότητες, η οργάνωση της καθημερινότητας και το να βρίσκομαι κοντά στους ποδοσφαιριστές.
Η παραμονή μου στην Κηφισιά κρατά μια σεζόν και εν συνεχεία επιστρέφω και πάλι στον Πανιώνιο, έχοντας τον ίδιο ρόλο, εκείνον του Τιμ Μάνατζερ. Η σχέση μου με τους «Κυανέρυθρους» όπως και τα συναισθήματά μου για τον σύλλογο δεν είχαν αλλάξει άλλωστε. Και το διάστημα που ήμουν στην Κηφισιά, παρακολουθούσα την πορεία του Πανιωνίου στο Πρωτάθλημα και ευχόμουν μέσα μου να πηγαίνει όσο καλύτερα γίνεται.
Μίλησα με τη διοίκηση του Ερασιτέχνη που έτρεχε το ποδοσφαιρικό τμήμα και ήταν χαρά μου να επιστρέψω. Ο Πανιώνιος είναι ίσως το πλέον ιστορικό σωματείο της Ελλάδας. Ένας σύλλογος που καλλιεργεί πολλά σπορ, έχει βγάλει από τα σπλάχνα του αθλητές και προπονητές που έχουν διαπρέψει. Ο Πανιώνιος έχει φτιάξει καριέρες, έχει δώσει ευκαιρίες και έχει σώσει καριέρες, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά και σε όλα τα αθλήματα, καθώς έχει τεράστια δυναμική.
Ο κόσμος δεν έχασε ποτέ το ενδιαφέρον του και πάντα στηρίζει την ομάδα. Παίζαμε εκτός έδρας με αντιπάλους ερασιτεχνικά σωματεία, σε γήπεδα που δεν είχαν καν εξέδρες, και οι φίλαθλοί μας ήταν πάντα εκεί, 500 ή και 1.000 άτομα στο πλευρό μας. Αυτό δείχνει πόσο θέλουν να ξαναβρεί η ομάδα τον δρόμο της.
Σίγουρα έγιναν λάθη στο παρελθόν, ωστόσο αυτή τη στιγμή η διοίκηση του Ερασιτέχνη προσπαθεί να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, ψάχνοντας παράλληλα έναν ισχυρό παράγοντα που θα ηγηθεί της προσπάθειας του ποδοσφαιρικού τμήματος ώστε να επιστρέψει εκεί που ανήκει, στην κορυφαία κατηγορία.
Το καλοκαίρι του 2023 μίλησα με τους ανθρώπους του Ερασιτέχνη και της διοικούσας επιτροπής του ποδοσφαίρου κι έπεσε στο τραπέζι η ιδέα της συνεργασίας μας στο επίπεδο της ακαδημίας. Ήταν κάτι που πάντα ήθελα να δοκιμάσω, γιατί πιστεύω ότι το πιο σημαντικό κομμάτι για να βελτιώσουμε το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι να ασχοληθούμε με τις ακαδημίες και τα νέα παιδιά.
Επιτρέπεται το λάθος
Όλες οι ομάδες πρέπει να ασχοληθούν περισσότερο με τα τμήματα υποδομής, όχι μόνο στηρίζοντάς τα οικονομικά αλλά και πλαισιώνοντάς τα με προπονητές και στελέχη που έχουν γνώση και ικανότητες. Έτσι θα βοηθήσουν παιδιά που είναι σε μια τρυφερή ηλικία να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο, να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους, αλλά κυρίως να πάρουν μαθήματα ζωής. Κακά τα ψέματα, ένα πολύ μικρό ποσοστό είναι αυτό που θα φθάσει να αγωνίζεται σε επαγγελματικό επίπεδο, όλοι οι υπόλοιποι όμως θα αποκτήσουν εφόδια για τον χαρακτήρα τους και ενδεχομένως να μείνουν με κάποιον άλλον τρόπο κοντά στον αθλητισμό.
Οι ποδοσφαιρικές ακαδημίες του Πανιωνίου έχουν περίπου 500 παιδιά, από 6 και 7 ετών μέχρι τα μεγαλύτερα ηλικιακά τμήματα, την Κ15 και την Κ17, τα οποία συμμετέχουν στα Πρωταθλήματα της Super League. Με αυτές τις ομάδες ασχολούμαι εγώ περισσότερο. Ο στόχος είναι να βγάλουμε παιδιά που να μπορούν να στελεχώσουν την πρώτη ομάδα.
Αυτό είναι στο DNA του συλλόγου και όλοι έχουν καταλάβει ότι ο Πανιώνιος, ακόμα κι όταν επιστρέψει στα μεγάλα σαλόνια, πρέπει να δώσει χώρο στα παιδιά από τα σπλάχνα του.
Ανέκαθεν ο Πανιώνιος πίστευε στον Έλληνα ποδοσφαιριστή και κυρίως του επέτρεπε το λάθος. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που παραδοσιακά ο Πανιώνιος έβγαλε πολλές φουρνιές Ελλήνων παικτών. Επέτρεπε το λάθος στα νέα παιδιά, δίνοντας απλόχερα υπομονή, χώρο και χρόνο να αναπτύξουν τις ικανότητες και το ταλέντο τους.
Είναι πολύ διαφορετική η εποχή των σημερινών παιδιών σε σύγκριση με τη δική μου, όταν εγώ ήμουν πχ 16-17 ετών. Οι διαφορές είναι χαώδεις. Τα σημερινά παιδιά έχουν προσλαμβάνουσες και ερεθίσματα που δεν τα είχαμε εμείς. Είναι πιο ενημερωμένα από εμάς στη δική τους ηλικία, δεν μπορείς να τα κοροϊδέψεις. Προσπαθώ να τα εμπνεύσω, να τα κερδίσω. Τους λέω την αλήθεια, τους δείχνω τον δρόμο και μετά είναι στο χέρι τους, αν θέλουν, να τον ακολουθήσουν.
Πολλά παιδιά, ενώ έχουν ταλέντο, στην πρώτη δυσκολία τα παρατάνε. Γι’ αυτό όλοι εμείς δεν πρέπει μόνο να ασχολούμαστε με την αγωνιστική τους βελτίωση αλλά να δίνουμε την ίδια και μεγαλύτερη βαρύτητα τόσο στο συναίσθημα όσο και στη διαπαιδαγώγηση. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή στους ανθρώπους που επιλέγουμε ως προπονητές υποδομών. Πρέπει να είναι κάποιοι που θα εμπνεύσουν τα παιδιά και δεν θα τα απογοητεύσουν.
Μέσα στο χρονικό διάστημα που είμαι κοντά στα παιδιά, έχω δει πολλές φορές τα χαμόγελα και την ικανοποίηση στα πρόσωπά τους μετά από μια επιτυχία ή μια σημαντική νίκη. Δεν συγκρίνεται με τίποτα αυτό. Έχω περάσει από τη θέση τους και μπορώ να καταλάβω απόλυτα τα άγχη, τις αγωνίες, τους προβληματισμούς αλλά και τις φιλοδοξίες τους. Όταν λοιπόν χαίρονται, εγώ είμαι διπλά χαρούμενος.
Η νίκη ωστόσο δεν είναι αυτοσκοπός. Η φιλοσοφία μας, τόσο ως ακαδημία όσο και προσωπικά η δική μου, είναι τα παιδιά να χαίρονται το παιχνίδι κυρίως, όχι η νίκη με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο. Αυτή αποτελεί συνέχεια της απόδοσης και της δουλειάς που κάνεις καθημερινά. Πρέπει να μοχθήσεις στην προπόνηση και αργά ή γρήγορα η νίκη θα είναι φυσικό επακόλουθο.
Προσπαθώ να είμαι υποστηρικτικός και παρακινητικός μαζί τους, βάζοντας παράλληλα τα όρια της σχέσης μου με τα παιδιά. Είναι λάθος να κατηγορούμε τις νεότερες γενιές για τον τρόπο που ζουν και μεγαλώνουν, για τις συνήθειες και τα ενδιαφέροντά τους. Θέλω και προσπαθώ να κατανοώ και να ακολουθώ.
Καλώς ή κακώς, ζούμε στην εποχή του Tik-Tok, του Instagram και των social media, οπότε πρέπει κι εμείς να συμβαδίσουμε με αυτό. Δεν είναι πάντα εύκολο ή εφικτό, αλλά τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κανόνες. Έτσι και μια ακαδημία πρέπει να έχει ένα πλαίσιο λειτουργίας εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου κι εμείς δίνουμε βάρος και στη συμπεριφορά και στη νοοτροπία των παιδιών.
Όσον αφορά στους γονείς, χρειάζεται επίσης διαχείριση. Πρέπει να εμπιστεύονται τους ανθρώπους που είναι κοντά στα παιδιά τους και να τους αφήνουν να κάνουν τη δουλειά τους. Ο γονιός πρέπει να είναι υποστηρικτικός, παρακινώντας το παιδί να είναι κοντά στον αθλητισμό και μακριά από άλλα -επικίνδυνα- πράγματα. Αυτός είναι ο δικός του ρόλος.
Δεν υπάρχει δίλλημα…
Δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον, αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να μπω σε δίλημμα, βάζοντας τα πράγματα στη ζυγαριά. Περνάω πολύ καλά, κάνοντας κάτι πολύ δημιουργικό. Μου αρέσει η επαφή με τα νέα παιδιά, φιλόδοξα και ικανά.
Για την ώρα, δεν μου λείπει ο ρόλος του Τιμ Μάνατζερ που είχα. Άλλωστε, αυτό που θέλω βαθιά μέσα μου είναι να είμαι πάντα μέσα στο γήπεδο και να κάνω πράγματα που με γεμίζουν. Αν αυτό ισχύει, είμαι παραγωγικός. Και η ενασχόλησή μου με τα νέα παιδιά γεμίζει την καθημερινότητά μου, δίνοντάς μου συνεχώς διάθεση και όρεξη για δουλειά.
Ο Νίκος Σπυρόπουλος είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λεωνίδας Βόκολος: Στον κόσμο των προπονητών