Τα παιδιά του Σαν Σεμπαστιάν μεγαλώνουν στα τοπία του. Στην απέραντη αμμουδιά της La Concha, την οποία βρέχουν τα νερά του Βόρειου Ατλαντικού ωκεανού, και στους πανύψηλους πράσινους λόφους πάνω από αυτή.
Και, όταν αρχίσουν να μεγαλώνουν τόσο ώστε η καρδιά τους να χτυπά διαφορετικά, τότε είναι που ξεκινούν να ψιθυρίζουν λέξεις και φράσεις που φαντάζουν σχεδόν αφελείς.
Μα στον έρωτα η αφέλεια είναι οριακά προαπαιτούμενη και τόσο γλυκιά. Κι έτσι, κάθε φορά που η ερωτευμένη τους καρδιά χάνει έναν χτύπο δίπλα στο άτομο που έχει βαλθεί να την τρελάνει και να κατοικήσει μέσα της πετώντας το κλειδί, τέτοια μικρά στιχάκια γεννιούνται. Για να ψιθυρίζονται γλυκά στα αφτιά και να συμβολίζουν το πιο έντονο συναίσθημα του κόσμου, αυτό που σε ταξιδεύει σε κάθε άκρη του.
Οι αστικοί θρύλοι λοιπόν λένε πως και μια από τις πιο χαρακτηριστικές ερωτευμένες φράσεις που ακούγονται ψιθυριστά αλλά παθιασμένα στο διαμάντι της χώρας των Βάσκων έχει να κάνει με ένα τέτοιο ταξίδι. Ένα ταξίδι γύρω από τον κόσμο. «Munduari bueltaemango, nioke helmuga zeu izango bazina», λένε στα βάσκικα, αλλιώς «Θα έκανα τον γύρο του κόσμου, αν ήξερα πως στο τέλος του θα έβρισκα εσένα». Λέξεις-ωδή στην ακαταμάχητη εφηβική -στο σώμα ή και την ψυχή- καψούρα.
Μόνο που κάθε καψούρα δεν τρεμοπαίζει σαν φλόγα για ένα ζευγάρι όμορφα μάτια και ένα ζεστό χαμόγελο. Κάποιες καψούρες κρύβονται σε κόκκινες και λευκές ρίγες. Σαν αυτή του Αρίτς Αντούριθ, ο οποίος μπορεί να μεγάλωσε στο Σαν Σεμπαστιάν, μα αγάπησε τη λατρεμένη του Αθλέτικ από το Μπιλμπάο.
Την ομάδα που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, την ομάδα που του ράγισε την καρδιά δις, σαν ανεκπλήρωτος εφηβικός έρωτας, που όμως εν τέλει εκπληρώθηκε με τρόπο παραμυθένιο.
Ποιος ξέρει; Ίσως κάποτε ο Αντούριθ να φίλησε το τριγωνικό σήμα στην ερυθρόλευκη φανέλα και να του ψιθύρισε πως για χάρη του θα έκανε τον γύρο του κόσμου. Ε, και τον έκανε, γιατί πίστεψε πως στο τέλος του θα βρει εκείνη. Σαν 40άρης έφηβος που γύρισε όλον τον κόσμο του, μέχρι να καταλήξει στη λυτρωτική αγκαλιά της αγαπημένης του και να εισπράξει κι αυτός τη λατρεία που για καιρό έδινε μονόπλευρα στην Αθλέτικ.
Σερφ, βουνά και μπάλα στην άμμο
Πολύ πριν την Αθλέτικ πάντως, δεν είχε κανέναν λόγο να ερωτευτεί την ίδια την μπάλα. Αν και ίσως για αυτό να την ερωτεύτηκε. Βλέπετε, ο Αρίτς δεν ήταν ποτέ από εκείνα τα παιδιά που μεγάλωσαν με ένα τόπι στα πόδια. Οι γονείς του οριακά σνόμπαραν το ποδόσφαιρο και φρόντισαν να τον μυήσουν από την αρχή στις δικές τους αγάπες. Σερφ στα κύματα του Ατλαντικού, ορειβασία στα βουνά της Γκιπούθκοα, ποδηλασία στα καταπράσινα δάση της.
Δεν ήταν σαν τα άλλα παιδιά της ηλικίας του και γρήγορα αυτό άρχισε να εμφανίζεται και στο κορμί του, το οποίο είχε πλαστεί από τα extreme sports. Μόλις στα εννιά του, για παράδειγμα, κατάφερε να τερματίσει στη δεύτερη θέση του Πανισπανικού αγώνα τρεξίματος σε ανώμαλο δρόμο. Οι γονείς του γέμισαν με περηφάνια, αλλά ακόμα κι αυτή δεν μπορούσε να γεμίσει το κενό που ο μικρός Αντούριθ ένιωθε.
Δεν ήταν ότι δεν του άρεσαν όλες αυτές οι δραστηριότητες, όμως το πάθος τού έλειπε. Το βρήκε για πρώτη φορά στις αμμουδιές τη La Concha, παίζοντας με τους φίλους του. Εκεί κλώτσησε για πρώτη φορά την μπάλα, εκεί ένιωσε μέλος μια ομάδας, είχε δίπλα του φίλους του και όχι μια σανίδα ή ένα ζευγάρι ειδικά παπούτσια. Τον κέρδισε η απλότητα, η ξεγνοιασιά, ακόμα κι αν οι γονείς του είχαν διαφορετική άποψη.
«Η μαμά και ο μπαμπάς μου ήταν πάντα πάρα πολύ αθλητικοί τύποι, ποτέ δεν τους άρεσε το ποδόσφαιρο. Προσπάθησα πολύ για να τους πείσω να με αφήσουν να παίξω και ακόμα και τότε επέμεναν να έχω σε προτεραιότητα το σερφ», έχει πει ο Αντούριθ.
Με το πείσμα του πάντως όντως τους έπεισε να του δώσουν τον χώρο να κάνει αυτό που ήθελε και κάπως έτσι γράφτηκε στην ακαδημία της Αντιγκουόκο. Πρόκειται για μια ομάδα που δεν έχει τμήμα ανδρών, με βασική λειτουργία το να θρέφει τις ακαδημίες της Ρεάλ Σοσιεδάδ, του καμαριού της πόλης. Οι φίλοι του από την παραλία ήταν κι αυτοί εκεί, συμπληρώνοντας μια από τις πιο μοναδικές φουρνιές του τόπου και της Αντιγκουόκο: Μικέλ Αρτέτα, Τσάμπι και Μικέλ Αλόνσο, Άντονι Ιραόλα και φυσικά Αντούριθ.
Μόνο που τα πράγματα σύντομα θα δυσκόλευαν για το παιδί που έμελλε να ανθίσει αργότερα και αναγκάστηκε να δει τους καλύτερους συμπαίκτες να τον αφήνουν πίσω στην πιο κρίσιμη καμπή, εκεί στην εφηβεία, όταν το πράγμα αρχίζει να σοβαρεύει. Η Μπαρτσελόνα ήρθε για τον Αρτέτα, η Ρεάλ Σοσιεδάδ για τα αδέρφια Αλόνσο, η Αθλέτικ για τον Ιραόλα. Όλοι τους κάπου λαμπερά, όλοι εκτός από εκείνον. Την πόρτα του Αρίτς θα χτυπούσε η απόλυτα άσημη κι ερασιτεχνική Αουρέρα της δεύτερης κατηγορίας κι εκείνος, δίχως να έχει πραγματικά επιλογή, αφού είχε αποφασίσει πως θα κάνει τα πάντα για να γίνει επαγγελματίας, απάντησε στο κάλεσμά της. Σίγουρα απογοητευμένος. Μόνο που ακόμη βρισκόταν στην αρχή του γύρου του κόσμου.
Το διπλό κάλεσμα της πόρτας της εξόδου
Η δική του χρυσή ευκαιρία θα αργούσε, αλλά θα ερχόταν. Όπως είχε συνηθίσει, τα πάντα έρχονταν λίγο πιο αργά για εκείνον. Στα 19 του η Αθλέτικ του Μπιλμπάο τον ενέταξε στη δεύτερη ομάδα της. Ήταν ο μεγαλύτερος εκεί και πάλευε για τη διάκριση, για να αποδείξει πως δεν ήταν ένα λάθος για τα «Λιοντάρια». Μάταια. Τρεις εμφανίσεις, 54 λεπτά όλα κι όλα έπαιξε με την πρώτη ομάδα σε διάστημα τριών ετών!
Η έξοδος έδειχνε αναπόφευκτη και ο Αρίτς ένιωθε σαν έφηβος καψούρης που βλέπει το κορίτσι που αγαπά να τον διώχνει μακριά του. Γιατί, ναι, ακόμα κι έτσι, είχε προλάβει να την αγαπήσει την Αθλέτικ. Ακόμα κι αν ποδοσφαιρικά μεγάλωσε στο αντίπαλο στρατόπεδο, αυτό του Σαν Σεμπαστιάν, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν είχε κανέναν λόγο να δεθεί μαζί της, ίσα-ίσα. Η καρδιά του δεν τον ρώτησε και απλώς επέλεξε τις κόκκινες και λευκές ρίγες, παρότι έπρεπε να ανιχνεύσει την πληγωμένη της υπερηφάνεια και να προχωρήσει στο επόμενο βήμα της.
Πρώτα δόθηκε δανεικός στην Μπούργος, τα γκολ άρχισαν να έρχονται σιγά-σιγά, ο καλός του εαυτός έβγαινε στην επιφάνεια, τόσο που έπεισε τη Βαγιαδολίδ, η οποία ακόμη αγωνιζόταν στην Γ’ κατηγορία, να τον κάνει δικό της. Με τα βιολετί μάλιστα θα εκπλήρωνε και ένα από τα πιο μεγάλα του όνειρα, ακόμα κι αν οι λεπτομέρειες δεν ήταν όπως ακριβώς τις είχε φανταστεί. Ο Αντούριθ σκόραρε το πρώτο του τέρμα στο λατρεμένο του San Mamés ως αντίπαλος σε ένα παιχνίδι Κυπέλλου. Ένα από τα 20 τέρματά του εκείνη τη σεζόν, το πιο ξεχωριστό. Αυτό που θύμισε στους Βάσκους το όνομα ενός δικού τους παιδιού και ίσως να έπαιξε τον ρόλο του στην επιστροφή του.
Έναν χρόνο κάθισε στη Βαγιαδολίδ, πριν η Αθλέτικ αποφασίσει πως ήταν καιρός να τον φέρει πίσω στο σπίτι. Μια μικρή δικαίωση, μια μικρή νίκη που όμως δεν θα είχε την ίδια γλυκιά γεύση στη συνέχεια. Σίγουρα τα πράγματα πήγαν καλύτερα από ό,τι στην πρώτη του θητεία. Ο Αντούριθ έπαιζε, σκόραρε, χωρίς να λάμπει. Ίσως να είχε την ευκαιρία να λάμψει, αν οι συγκυρίες ήταν διαφορετικές, μιας και η επιστροφή του στην ομάδα συνέπεσε με την άνοδο του πιτσιρικά ακόμη Φερνάντο Γιορέντε, ο οποίος έδειχνε ικανός να ηγηθεί της επιθετικής γραμμής των «Λιονταριών», αναγκάζοντας τον κόουτς Χοακίν Καπαρός να παραμερίσει τον Αρίτς.
Ο Βάσκος προπονητής δεν τον είχε τόσο ανάγκη και ταυτόχρονα η Αθλέτικ είχε ανάγκη για χρήματα. Η πόρτα της εξόδου τον καλούσε ξανά. Είχε επιστρέψει στην αγκαλιά της, μα εκείνη τον έδιωξε ξανά. Νέο άκυρο, νέο “αντίο”. Αυτή τη φορά ακόμα πιο οδυνηρό. Μερικοί οπαδοί της ομάδας διαμαρτυρήθηκαν που ένα δικό τους παιδί θα έπρεπε να αποχωρήσει ξανά με παρόμοιο τρόπο, πονούσαν κι εκείνοι για χάρη του. Αλλά τα 5 εκατ. της Μαγιόρκα ήταν πολλά και η Αθλέτικ είχε ήδη πάρει την απόφασή της. Με το μυαλό κι όχι με την καρδιά.
Περιπέτειες στην Primera
Από τον Βορρά της Ισπανίας και το γραφικό Μπιλμπάο στη μέση της Μεσογείου και τις Βαλεαρίδες Νήσους. Η Μαγιόρκα, πιο φιλόδοξη από ποτέ, είδε σε εκείνον τον παίκτη που μπορεί να την οδηγήσει στους στόχους της και τον έκανε δικό της. Δικαιώθηκε πλήρως, αφού ο Αντούριθ φρόντισε να φορέσει το κοστούμι του πρωταγωνιστή και να ηγηθεί των Νησιωτών. Ώριμος, αποτελεσματικός, κομβικός, προσέφερε τα μέγιστα στην ομάδα του και ως πρώτος σκόρερ πανηγύρισε το ιστορικό ευρωπαϊκό εισιτήριο τη δεύτερη του σεζόν στις Βαλεαρίδες.
Το όνομά του πλέον έπαιζε για τα καλά παντού στην Ισπανία, ήταν ένας έμπιστος δολοφόνος που είχε αποδείξει πως ξέρει πώς να κάνει τη δουλειά του καλά. Και κάπως έτσι η Βαλένθια πήρε την απόφαση να τον κάνει κάτοικο Mestalla. Ο Αρίτς έλαμψε στην πρώτη του σεζόν στις «Νυχτερίδες», παρότι δεν είχε τον χρόνο συμμετοχής που είχε στη Μαγιόρκα. Ο Ουνάι Έμερι χρησιμοποιούσε γενικά μόνο έναν φορ και ο Αντούριθ, ο οποίος είχε πατήσει τα 30 του πλέον, έπεσε ξανά θύμα ενός πιο νέου, πιο εντυπωσιακού επιθετικού. Ο Σολδάδο τού έκλεβε τα φώτα, του στερούσε τα λεπτά στο χορτάρι, τα οποία όλο και μειώνονταν. Η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του έδειχνε να φθίνει με γοργούς ρυθμούς.
Η καριέρα του μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει με συνέπεια να συγκινήσει τον ποδοσφαιρικό κόσμο της πατρίδας του και στα 31 του τα πάντα έδειχναν πως δεν θα μπορούσαν να πάνε τραγικά καλύτερα. Κανονικά, η κορυφή του βρισκόταν πίσω του.
Όμως τίποτα δεν συνέβη κανονικά στην ποδοσφαιρική ζωή του Αντούριθ και όλα τα πισωγυρίσματα και οι στραβές, όλες οι απορρίψεις θα αποδεικνυόταν πως βρέθηκαν στον δρόμο του για κάποιον λόγο.
Γιατί με κάποιον μαγικό τρόπο τα πάντα μπήκαν στη θέση τους για τον Αρίτς, ως συνήθως με χρονοκαθυστέρηση. Άργησε να αγαπήσει το ποδόσφαιρο, άργησε να αγαπήσει την Αθλέτικ, άργησε να βρει ρόλο, άργησε να πρωταγωνιστήσει. Μα το σύμπαν φρόντισε να του τα γύρισε όλα πίσω, όταν πια είχε φτάσει η στιγμή του.
Ένα μισό όνειρο και η εκπλήρωση ενός έρωτα
Η νιότη του τον είχε αποχαιρετήσει, αλλά η αγαπημένη του Μπιλμπάο ετοιμαζόταν να τον υποδεχθεί ξανά στη σκληρή -όπως είχε αποδειχθεί στο παρελθόν- αγκαλιά της, σαν να ήξερε και η ίδια πως κάτι σπουδαίο βρίσκεται μπροστά τους. Κι εκείνος την άκουσε, γύρισε πίσω, παρά τον πόνο του χθες, την κακή αντιμετώπιση. Άλλος μπορεί να μη γυρνούσε, αλλά αυτός ο 31χρονος είχε καρδιά μικρού παιδιού και δεν μπορούσε να πει «όχι» στην αγάπη.
Τα λόγια του Ερνέστο Βαλβέρδε, τέσσερα χρόνια αφού έσμιξαν ξανά, δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν με καλύτερο τρόπο την τρίτη θητεία του Αντούριθ στην Αθλέτικ. Τρίτη και φαρμακερή. «Ειλικρινά δεν το έχω δει ποτέ ξανά αυτό. Συνήθως σκέφτεσαι “Είναι 35 ετών, πρέπει να πέσει σε κάποιο σημείο”, αλλά τον βλέπεις και δεν θέλεις να τελειώσει το Πρωτάθλημα ποτέ. Είναι ασύλληπτος».
Ασύλληπτος και ασταμάτητος. Το τέλειο παράδειγμα του late bloomer, ο Αντούριθ σχεδόν υπερφυσικά φρόντισε να κρατήσει την πιο τρελή εκδοχή του εαυτού για τα ποδοσφαιρικά του γεράματα και την αγαπημένη του ομάδα. Ποτέ δεν σκόραρε πιο πολύ, ποτέ δεν ήταν καλύτερος, ποτέ πιο ήρωας και πρωταγωνιστής.
Ήταν τα δικά του τρία γκολ που χάρισαν το 2015 στην Μπιλμπάο τo Super Cup απέναντι στην Μπαρτσελόνα και οι δικές του αμέτρητες μαγικές στιγμές που του χάρισαν μια ανεξίτηλη θέση στην καρδιά των φίλων των «Λιονταριών». Από τις τρεις συμμετοχές στην πρώτη του θητεία και τα δύο σκάρτα χρόνια στη δεύτερη έφτασε σε μια επική οκταετή τρίτη θητεία. Άντεξε οκτώ χρόνια… μέχρι τα 39 του, σε ένα επίπεδο που δεν είχε αγγίξει ποτέ πριν. Ίσως γιατί έτυχε, ίσως γιατί δεν μπορούσε. Τώρα όμως ήταν η τελευταία του ευκαιρία να τα καταφέρει, να αποδείξει στη λατρεμένη του ομάδα ποιος είναι και να ζήσει τα πάντα μαζί της. Κι αυτό είχε μεγαλύτερη σημασία από οτιδήποτε άλλο τού είχε συμβεί πριν.
Αμέτρητα τέρματα με κάθε τρόπο. Κεφαλιές, σεντερφορίσια πλασέ, σουτάρες από μακριά, αεροπλανικά. Δεν ήταν φυσιολογικά αυτά που έκανε, δεν ήταν κανονικά. Για καιρό. Μέχρι που ο χρόνος άρχισε -επιτέλους- να κυλά κατά του. Ήταν ήδη παίκτης-σύμβολο για την Μπιλμπάο. Ναι, το ίδιο παιδί που είχε φύγει από την ομάδα δις, τώρα ήταν ο ήρωας της εξέδρας. Το σώμα του ξεκίνησε να τον ζορίζει και να τον απογοητεύει. Δεν θα μπορούσε να τον βαστήξει για πολύ. Μα το μυαλό του και η καρδιά του ήταν αυτά που είχαν αποφασίσει πως θα ορίσουν την ιστορία. Και ο Αντούριθ, ο οποίος πλέον είχε φτάσει τα 39, είχε έναν στόχο, έναν τίτλο με την Αθλέτικ, κάτι πιο σπουδαίο από το άσημο Super Cup. Και εκτός από αυτό είχε μπροστά του κι ένα μονοπάτι που φάνταζε ονειρικό, έναν Τελικό Κυπέλλου απέναντι στη Ρεάλ Σοσιεδάδ.
Οι δύο μεγάλες αντίπαλοι της χώρας των Βάσκων είχαν εξασφαλίσει την παρουσία τους στον ιστορικό Τελικό του Copa Del Rey το 2020. Δεν μπορεί, θα το σκεφτόταν κάθε βράδυ. Θα έκανε εικόνα τον εαυτό του να σκοράρει με τα ερυθρόλευκα και να χαρίζει το τρόπαιο στον κόσμο που τον λάτρευε. Κι έπειτα να τον αποχαιρετά στο πιο γλυκό και παραμυθένιο “αντίο”, σαν αποζημίωση για τα δύο προηγούμενα χαστούκια.
Εκείνος το ονειρευόταν, μα κάποιος παντογνώστης σε μια γωνίτσα του σύμπαντος γελούσε. Καλησπέρα διαλυμένο ισχίο, καλησπέρα πανδημία. Του πήρε λίγο καιρό να το συνειδητοποιήσει, μα στο τέλος κατάλαβε πως το όνειρό του θα έμενε για πάντα μισό. Είχε ήδη ανακοινώσει πως η σεζόν 2019-2020 θα ήταν τελευταία του. Από τη μια ήταν ανάγκη να περάσει την πόρτα του χειρουργείου για το ισχίο του και από την άλλη έβλεπε έναν κορωνοϊό να σαρώνει τα πάντα στο διάβα του και να κάνει ολόκληρο τον πλανήτη να μπει σε παύση.
Και κάποια πράγματα, σαν το όνειρο του Αντούριθ, δεν βγήκαν ποτέ από την παύση. Ο παραμυθένιος Τελικός που φαντασιωνόταν δεν άρχισε ποτέ, μεταφέρθηκε για το 2021, όταν εκείνος δεν θα μπορούσε πια να παίζει. Το τελευταίο σκαλί ήταν πλέον άπιαστο και ο Αρίτς αναγκάστηκε να ανακοινώσει την πικρή απόσυρσή του. «Δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελα πιο πολύ από το να παίξω σε αυτόν τον Τελικό. Είναι καλύτερο να αφήνεις το ποδόσφαιρο, πριν σε αφήσει αυτό», είπε.
Πράγματι, ο Αντούριθ αναγκάστηκε να αφήσει το ποδόσφαιρο και πιθανότατα κι αυτό να τον είχε ήδη αφήσει. Όμως ακόμα κι αυτό, μετά από αυτά τα οκτώ χρόνια της τρίτης και φαρμακερής, δεν είχε σημασία. Γιατί αυτά υπέγραψαν πως ο Αρίτς δεν θα άφηνε ποτέ την Αθλέτικ και η Αθλέτικ δεν θα άφηνε ποτέ τον Αρίτς. Σαν ερωτευμένοι μπερδεμένοι έφηβοι που έψαχναν τα πατήματά τους και τον εαυτό τους, που χώρισαν και πληγώθηκαν πολλάκις, ξέροντας βαθιά μέσα τους πως, δεν μπορεί, θα τα πουν ξανά.
Ο Αντούριθ ήταν κι αυτός σαν ένα από εκείνα τα παιδιά στην παραλία του Σαν Σεμπαστιάν που ψιθύρισαν στο αφτί του έρωτά τους: «Θα έκανα τον γύρο του κόσμου, αν ήξερα πως στο τέλος του θα έβρισκα εσένα». Τον έκανε. Το ταξίδι του είχε πόνο κι ελάχιστη λάμψη, μέχρι να βρεθεί στο τέλος του, στην αγκαλιά της αγαπημένης του Αθλέτικ.
Μα, αν τον ρωτούσε κανείς αν θα τα έκανε όλα από την αρχή, σίγουρα θα του απαντούσε «ναι». Γιατί στο τέλος δεν είχαν σημασία τα σκαμπανεβάσματα ούτε το όνειρο που έμεινε μισό. Αλλά η εκπλήρωση του μεγαλύτερού του έρωτα. Και, αν για αυτό χρειάστηκε να κάνει τον γύρο του κόσμου, τότε, ναι, ο Αρίτς Αντούριθ θα τον έκανε ξανά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
«Μία ωραία ημέρα» στο κονσέρτο του Γκαΐθκα Μεντιέτα
Τσάμπι Αλόνσο, η επιτομή του cool / Τσάμπι Αλόνσο – Λεβερκούζεν: Xabi, vidi, vici