Σαν μαχαιριά στον νεότερό σου εαυτό, στο είδωλο όλων όσα υπήρξες, όλων αυτών που δεν είσαι πια.
Ποια είναι η στιγμή που κανείς καταλαβαίνει πως μεγάλωσε, που βλέπει τη φλόγα της παιδικότητάς του να σβήνει; Ίσως όταν όλα αυτά με τα οποία μεγάλωσες, όλα όσα πίστευες ευλαβικά, χάνουν την αλήθεια τους. Η ταύτιση φορά το κοστούμι του προβληματισμού και το πέπλο του χρόνου καλύπτει τις χαμογελαστές αναμνήσεις.
Για τον Έντινσον Καβάνι η συνειδητοποίηση ήρθε σκληρά, ίσως ξαφνικά, ίσως και όχι, μα σίγουρα αποδείχθηκε ικανή να δονήσει τις βάσεις ολόκληρης της ποδοσφαιρικής του ζωής. Ήρθε, όταν τα λόγια του μπαμπά του γύρισαν τούμπα, όταν έχασαν το νόημά τους και άρχισαν να σημαίνουν κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι πίστευε εκείνο το μικρό παιδί με την πλούσια κώμη. Δεκαετίες μετά το μεγάλο παιδί -με την ίδια πλούσια κώμη- έμελλε να νιώσει στο πετσί του την αλλαγή.
«Τι σου έλεγε πάντα ο μπαμπάς πριν από ένα παιχνίδι; Το ξέρω ότι τα ξέρεις τα λόγια του. Σου έλεγε: “Τη στιγμή που περνάς αυτή τη λευκή γραμμή και μπαίνεις στο γήπεδο, υπάρχει μόνο ποδόσφαιρο εκεί έξω. Τίποτα από όσα συμβαίνουν έξω από τη λευκή γραμμή δεν θα σε βοηθήσει με όσα συμβαίνουν μέσα από αυτή. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο”», έγραψε σε ένα γράμμα προς τον νεότερο εαυτό του ο «Έντι» πριν μερικά χρόνια.
Μόνο που το mantra του πατέρα του είχε πλέον πεθάνει μέσα του. Ενώ έζησε τα πάντα μέσα από τη λευκή γραμμή, έφτασε να λησμονήσει όσα υπήρχαν έξω από αυτή. Γιατί, ναι, υπάρχει ένας σωρός -ίσως και σπουδαιότερα- πράγματα παραπέρα από τη λευκή γραμμή.
Ηρεμία, ευτυχία, ελευθερία. Υπάρχουν όλα αυτά για τα οποία ο Έντινσον Καβάνι ξεκίνησε, αυτά που έχασε στην προσπάθειά του να τα βρει κι αυτά που τον ανάγκασαν να μιλήσει διαφορετικά από κάθε άλλον ποδοσφαιριστή. Για να υπενθυμίσει στον εαυτό του και όλα τα υπόλοιπα ονειροπόλα παιδιά του Σάλτο πως, ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι κι αν καταφέρουν, τίποτα δεν θα έχει μεγαλύτερη αξία από εκείνη την αίσθηση, την αίσθηση της σκόνης στα ξυπόλητα πόδια του.
Αλχημείες επιβίωσης και σπίθες ποδοσφαίρου
Όλα ξεκινούν για κάποιον λόγο, με κάποια μικρή ή μεγάλη αφορμή. Και κάπως έτσι ξεκίνησε να μακραίνει και το μαλλί του Έντινσον Καβάνι, ήταν μια παράδοση από είδωλο σε είδωλο. Ο ήρωας του «Έντι», ο αδερφός του, Νάντο, ήθελε να μοιάσει στον Μπατιστούτα και ο «Έντι» στον αδερφό του. «Ήταν ό,τι πιο ωραίο το να τον βλέπω να τρέχει στο χορτάρι με το μαλλί του να πέφτει πίσω», θυμάται. Όπως θυμάται πως σιγά-σιγά κι αυτός άρχισε να ακολουθεί τα βήματα του Νάντο. Αρχικά να αρνείται να κουρευτεί κι έπειτα να ξεχύνεται στους δρόμους του Σάλτο, της μικρής πόλης που γεννήθηκε, με την πρώτη ευκαιρία.
Η αλήθεια είναι πως φαινόταν να μην έχει καν επιλογή στο συγκεκριμένο κομμάτι. Δεν θα μπορούσε να κάθεται μέσα στο σπίτι του, σε ένα σπίτι που όχι απλώς δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτα ενδιαφέρον για την παιδική του ζωηράδα αλλά σχεδόν ούτε και τα βασικά για μια αξιοπρεπή ζωή. Καμιά κονσόλα, καμιά τηλεόραση, καμία θέρμανση, κανένας θερμοσίφωνας. Κάποια πεταμένα δωμάτια και μια κουζίνα. Αυτό ήταν. Ακόμα και το μπάνιο βρισκόταν εκτός σπιτιού. Για να πλυθούν τον χειμώνα, εκείνος και ο αδερφός του ανταγωνίζονταν στις δικές τους αλχημείες, στο ποιος μπορεί να ζεστάνει καλύτερα λίγο νερό στο γκαζάκι, να βρει την τέλεια αναλογία και να το αναμείξει με το κρύο της βρύσης, για ένα μπάνιο με την ιδανική θερμοκρασία νερού.
Ήταν όντως μονόδρομος το να χάνεται από το σπίτι του όσο πιο συχνά μπορούσε. Ήταν επιλογή ξεγνοιασιάς και ρωγμών ευτυχίας.
Και στις ίδιες ρωγμές άρχισε να κυλά και η μπάλα στη ζωή του. Αυτή είναι η Λατινική Αμερική ούτως ή άλλως. Και η καρδιά του ποδοσφαίρου τους χτυπούσε και χτυπά στους δρόμους και τις αλάνες, στα τσούρμα μικρών και μεγάλων παιδιών που τρέχουν πίσω από την μπάλα. Εκεί δεν υπάρχουν ηλικίες, δεν υπάρχουν κανόνες, μόνο ταλέντο και αποφασιστικότητα, μόνο επιβίωση και ελπίδα για διάκριση.
Κι η τελευταία ήρθε, όταν τα βλέμματα της Ντανούμπιο έπεσαν πάνω στον «Έντι» και τον έντυσαν με τα χρώματα της ομάδας, κιόλας από τα 13 του. Πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς τον χαλύβδωσαν αρκετά για να πάρει ρόλο στην ομάδα στα 19 του και να τη βοηθήσει να κατακτήσει το Πρωτάθλημα, όσο παράλληλα έλαμπε με την Κ20 της Ουρουγουάης. Οι πρώτες σπίθες ήταν εκεί, αυτό το παιδί προειδοποιούσε τους πάντες πως δεν θα ξεχάσουν το όνομά του και οι μεγαλύτεροι σύλλογοι του πλανήτη ήδη το είχαν κυκλωμένο στα κιτάπια τους.
Λάβα στη σκιά του Βεζούβιου
Για χάρη του έριξαν το βλέμμα τους μέχρι το Μοντεβιδέο τόσο η Γιουβέντους όσο και η Μίλαν, προσπάθησαν να τον κάνουν δικό τους. Ωστόσο, ο Καβάνι αποφάσισε να επιλέξει μια διαφορετική, πιο ώριμη λύση για την έφοδό του στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Κι έτσι το 2007 έκανε το ακριβώς ανάποδο δρομολόγιο από αυτό των προγόνων του. Εκείνοι έφτασαν στην Ουρουγουάη από τον ιταλικό νότο και ο «Έντι» μερικές δεκαετίες μετά προσγειώθηκε από τη Λατινική Αμερική στη Σικελία για λογαριασμό της Παλέρμο.
Και η αλήθεια είναι ότι δικαιώθηκε για την επιλογή του. Είχε την ασφάλεια και την ηρεμία για να δουλέψει μακριά από τις υπερβολικές προσδοκίες και μια ομάδα που τότε ήταν ακόμη εξαιρετικά φιλόδοξη, αποφασισμένη να γίνει κακό σπυρί για τους μεγάλους της Ιταλίας. Αρχικά χρειάστηκε να περιοριστεί πίσω από τους Αμάουρι και Μίκολι, με το που πήρε περισσότερο όμως πρωταγωνιστικό ρόλο, έδειξε σε όλους πως είναι ξεχωριστός. Άφησε υποσχέσεις με τα ροζ της Παλέρμο και, σκοράροντας σχεδόν ακατάπαυστα, οδήγησε την ομάδα της Σικελίας στο Champions League, έγινε ο “Matador” για εκείνη και για όλους τους ποδοσφαιρόφιλους στην Ιταλία.
Τα σπουδαιότερα ωστόσο βρίσκονταν για τα καλά μπροστά του, αφού το καλοκαίρι του 2010 η Νάπολι θα τον ντύσει με τα δικά της χρώματα και θα χαρίσει στους πάντα εκρηκτικούς Ναπολιτάνους τον πρώτο πραγματικό ηγέτη μετά από πολλά, πολλά χρόνια, Δεν θα χρειαστεί καν ζέσταμα στην Καμπανία και στη σκιά του Βεζούβιου θα φροντίσει να εξαπολύσει τη δική του λάβα, την πιο καυτή ουσία που κυκλοφορεί εκείνη την περίοδο στην Ιταλία.
Η μπάλα έδειχνε ερωτευμένη με τα πόδια του, αφού τα υπάκουγε πιστά για να καρφώνεται ασταμάτητα στην αγκαλιά των διχτυών και σε κάθε τράνταγμά τους να γράφει ακόμα μια αράδα στον μύθο του Ουρουγουανού στη Νάπολι. Ήταν η πρώτη και ίσως η τελευταία φορά που υπήρξε αδιαμφισβήτητα το πρώτο βιολί, ο απόλυτος ήρωας στην καριέρα του και το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό.
Είναι δύσκολο να εξηγηθεί, μα εκείνος ο Καβάνι ήταν το αρχέτυπο του σέντερ φορ μιας άλλης εποχής, ξεχασμένης για τα καλά πλέον, χαμένης στο κορμί υπεραθλητή του Έρλινγκ Χάαλαντ, το σταριλίκι και την εκρηκτικότητα του Κιλιάν Εμπαπέ. Φιγούρα βγαλμένη από ένα άλλο ποδόσφαιρο, πιο αθώο και πιο παραμυθένιο. Με τα μακριά του μαλλιά και το φονικό του ένστικτο.
Σε μια ομάδα που τρυπούσε το τότε ταβάνι της και ανταγωνιζόταν τις κραταιές δυνάμεις του calcio. Ήταν αυτό ακριβώς που κάθε οπαδός ψάχνει να ερωτευτεί στην ομάδα του και για αυτό λατρεύτηκε μοναδικά. Σκοράροντας κόντρα στη Γιουβέντους στον Τελικό του Coppa Italia, χάρισε στη Νάπολι τον πρώτο της τίτλο μετά από δεκαετίες και με ένα τσουβάλι ακόμα τέρματα φρόντισε να μείνει ανεξίτηλος στις μπλε καρδιές. Τρία χρόνια, αμέτρητες στιγμές λάμψης και λάβας.
Ο Καβάνι, με τη ματιά τού σήμερα, υπήρξε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό και ξεχασμένο, μα τότε ήταν πραγματικά ένας από τους καλύτερους στον πλανήτη. Δεν υπήρχε αμφιβολία για αυτό. Μόνο που ίσως η επόμενη επιλογή του να του στέρησε την ευκαιρία να διατηρήσει αυτό το status.
Καταδικασμένος κομπάρσος
64 εκατ. ευρώ. Τόσα έβγαλε από ταμεία της η Παρί Σεν Ζερμέν για να τον κάνει δικό της. Ο Αουρέλιο Ντε Λαουρέντις έτριβε τα χέρια του, οι φίλοι της Νάπολι αποχαιρετούσαν ένα είδωλο και ο Ουρουγουανός φορούσε γύρω από τον λαιμό του την ταμπέλα του τότε έκτου ακριβότερου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Ήταν 2013, ο γαλλικός σύλλογος βρισκόταν ακόμη στην αρχή της καταριανής και υπέρλαμπρης ανοικοδόμησής του. Θαρρείς πως με τόσα λεφτά η Παρί θα έπαιρνε έναν ηγέτη, έναν απόλυτο αστέρα ή τουλάχιστον κάποιον που θα θεωρούσε η ίδια ηγέτη, κάποιον που θα εμπιστευόταν τυφλά για να την οδηγήσει στους στόχους της.
Μόνο που τα πράγμα δεν ήταν έτσι. Από την πρώτη στιγμή που ο Καβάνι πάτησε το πόδι του στο Παρίσι, βρέθηκε μπλεγμένος και χαμένος στον ίδιο λαβύρινθο που όρισε ολόκληρη την επταετία του στη γαλλική πρωτεύουσα και τη σχεδόν μόνιμη Πρωταθλήτρια της Ligue 1.
Γιατί για αυτόν τον σύλλογο, ο οποίος αποδεδειγμένα δεν ζυγίζει το ποδόσφαιρο όσο ζυγίζει την εμπορική αξία και την εικόνα του, ο Καβάνι δεν ήταν ποτέ αρκετός.
Και, από τη στιγμή που δεν ήταν αρκετός, δεν θα μπορούσε να μείνει και μόνος. Όταν ξεκίνησε, ήταν εκεί ο Ζλάταν. Ποιος θα μπορούσε να πει στον Ιμπραΐμοβιτς να κάνει χώρο για να παίζει ο Καβάνι στην κορυφή; Ήταν πολύ πιο απλό να υποχρεωθεί στην υποχώρηση ο «Έντι», να βρεθεί στα φτερά και όχι στην αιχμή του δόρατος. Ακόμα κι έτσι βέβαια, δεν του ήταν δύσκολο να κάνει πράγματα και θαύματα στη Γαλλία, όπου κι αν αγωνιζόταν, ό,τι κι αν συνέβαινε. Γινόταν όλο και καλύτερος. Όταν ο «Ίμπρα» αποχαιρέτησε, ο Καβάνι πήρε στους ώμους του ολόκληρη την ομάδα, ήταν ένας από τους λίγους λόγους υπερηφάνειας, σε μια σεζόν που στιγματίστηκε από την ντροπή της περίφημης «Remontada» της Μπαρτσελόνα κόντρα στην Παρί, κάποιος που φαινόταν πως νοιάζεται και δεν σταματάει να παλεύει.
Όπως ήταν πάντα άλλωστε, αφού ανέκαθεν εκτός από το σκοράρισμα διακρινόταν για τη μαχητικότητά, την πρόθεσή του να προσφέρει τα πάντα στην ομάδα του, ακόμα και ανασταλτικά. Όμως ξανά δεν ήταν αρκετός για την Παρί.
Μετά την ίσως κορυφαία του χρονιά στο Parc des Princes, οι Παριζιάνοι αποφάσισαν να τα τινάξουν όλα στον αέρα και να ξοδέψουν περίπου 400 εκατ. ευρώ στο πακέτο των Νεϊμάρ και Κιλιάν Εμπαπέ. Για ακόμα μια φορά ο Καβάνι δεν έφτανε, δεν μπορούσε να γίνει εκείνος πρωταγωνιστής. Έμεινε καρφωμένος στη σκιά της λάμψης των δύο “βασιλιάδων”, παρά το γκολ, παρά τον ιδρώτα του, προορισμένος να λάβει μόνο ένα ελάχιστο μέρος της αναγνώρισης που του άξιζε.
Ήταν περίεργη η επταετία του στο Παρίσι… Ήταν σε μια ξεκάθαρα λαϊκή ομάδα και μετέβη στο πρότζεκτ μιας αμφιλεγόμενης κυβέρνησης.
Έκατσε τόσον καιρό εκεί που ενδεχομένως να έπεσε στην εκτίμηση πολλών όσοι τον θαύμαζαν, αφού, όσο η Παρί Σεν Ζερμέν έτρωγε τη μια σφαλιάρα μετά την άλλη στην Ευρώπη, τίποτα από όσα έκανε στη Γαλλία και αυτή την ομάδα δεν θα είχε την ίδια αξία. Κανείς δεν θα τον αναγνώριζε με τον ίδιο τρόπο, κανείς δεν θα τον παραδεχόταν και ποτέ δεν θα γινόταν ήρωας ή ηγέτης.
Γέμισε τίτλους, γέμισε λεφτά, μα στο τέλος τα ελάχιστα εναπομείναντα ψήγματα της παιδικότητάς του θα μιλούσαν. Ο Καβάνι είχε χάσει τον προσανατολισμό του, είχε μείνει μακριά από όλα αυτά που τον έκαναν να αρχίσει να κλωτσά την μπάλα και πιθανότατα κάπου στον καιρό του στο Παρίσι να το αντιλήφθηκε αυτό. Δεν θα τα έβρισκε ούτε στο πέρασμά του από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ούτε σε αυτό από τη Βαλένθια. Ήταν πλέον δεδομένο πως, ναι, υπήρχαν πολλά πράγματα και πέρα από τη λευκή γραμμή του γηπέδου.
Μη κανονικός
Κυνηγημένος και ξένος σε μια εποχή που δεν του ταίριαζε, απογοητευμένος από τους γύρω του ή ίσως και από τον ίδιο του τον εαυτό. Λίγο πριν αποχαιρετήσει την Ευρώπη, ο ίδιος θα πει στον «Guardian» πως νιώθει μη κανονικός, πως πλέον υπάρχουν πράγματα στο ποδόσφαιρο που αρνείται εντελώς. Παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς την ομάδα στην οποία πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά, ίσως να πίστεψε ότι έκανε λάθος και να το συνειδητοποίησε στην πορεία. Το σίγουρο ήταν πως έφτασε σε ένα σημείο απόλυτης αλλοτρίωσης.
Σε εκείνο το γράμμα προς τον μικρό του εαυτό ο Καβάνι θα του τα πει όλα. Θα του αποκαλύψει πως θα ζήσει όλα του τα όνειρα και ακόμα παραπάνω, πως θα παίξει στο υψηλότερο επίπεδο, πως θα βοηθήσει την οικογένειά του, πως θα νικήσει. Αλλά ταυτόχρονα και πως με κάποιον τρόπο θα χάσει.
«Πρέπει να στο πω, όλα αυτά δεν είναι απαραίτητο πως θα σε κάνουν χαρούμενο. Αυτό που έχεις τώρα είναι κάτι που μου λείπει τόσο πολύ. Δεν έχεις ένα ζεστό μπάνιο, δεν έχεις φράγκο στην τσέπη σου, ούτε καν ωραίο μαλλί ακόμη. Αλλά έχεις την ελευθερία σου». Εγκλωβισμένος. Μάλλον κάπως έτσι θα πρέπει να ένιωσε ο Καβάνι.
Κάπου στην πορεία το μικρό παιδί μέσα του χάθηκε, τα λόγια του μπαμπά του έχασαν την αλήθεια τους και η εύρεση εκείνης της ίδιας αίσθησης άρχισε να δείχνει τόσο μάταια αναγκαία. Η αίσθηση της σκόνης στα ξυπόλητα πόδια του. «Στο Σάλτο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για κάποιον λόγο, όλα τα παιδιά θέλουν να παίζουν ξυπόλητα. Ξεκινούν κάθε παιχνίδι φορώντας παπούτσια, όμως μέχρι το ημίχρονο όλα τα παπούτσια έχουν σχηματίσει μια στοίβα στην άκρη του γηπέδου και οι πάντες τρέχουν ξυπόλητοι. Αν κλείσω τώρα τα μάτια μου, ακόμη μπορώ να αισθανθώ τη σκόνη στα ξυπόλητα πόδια, ακόμη νιώθω την καρδιά μου να χτυπά, όσο κυνηγάω την μπάλα», θα γράψει.
Μα εδώ και καιρό όλα είναι διαφορετικά και αυτή η σκόνη δείχνει πιο μακρινή από ποτέ, όπως και η ελευθερία, η ευτυχία, η ξεγνοιασιά και η ηρεμία. Έγκλημα και τιμωρία για το μονοπάτι στο οποίο βαδίζει ανησυχητικά το πιο όμορφο παιχνίδι του κόσμου ή τραγική επίπτωση μιας καριέρας που απαλλοτριώθηκε και έχασε την πορεία της. «Το μοντέρνο ποδόσφαιρο χάνει την ουσία του. Ίσως να είμαι εγώ της παλιάς σχολής. Ίσως να μην ταιριάζω σε αυτό, από άποψη στάσης, του τι σημαίνει για τους παίκτες», είπε πριν μερικά χρόνια, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για ένα παιχνίδι που πλέον σκοτώνει τα παιδικά όνειρα και αποβάλλει ό,τι δεν ακολουθεί τις αρχές του. Τις αρχές του image, της εμπορικότητας και του θεάματος, των νόμων της αγοράς.
Για ένα παιχνίδι που δείχνει όλο και περισσότερο αποσυνδεδεμένο από την αγαπημένη αίσθηση του Έντινσον Καβάνι, αυτή που θυσιάστηκε στον βωμό της λαμπερής του καριέρας. Τα σκονισμένα ξυπόλητα πόδια του που για εκείνον πάντα συμβόλιζαν την ξεγνοιασιά και την ελευθερία, οι οποίες πλέον κείτονται ημίνεκρες στο λαμπερό κουφάρι του όμορφου παιχνιδιού.
CHECK IT OUT: Γιατί δεν ήθελε κανείς τον Έντινσον Καβάνι;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λουίς Σουάρες: Ζήτημα ζωής και θανάτου
Φεντερίκο Βαλβέρδε: Πέραν του πιθανού
Η ρομαντικά νωχελική ευφυΐα του Άλβαρο Ρεκόμπα
Σεμπαστιάν «Loco» Αμπρέου: Η ευφυής λιακάδα ενός “τρελού” μυαλού