Όταν ο ευγενικός φίλος και συνάδελφος, Γιώργος Αδαμόπουλος, μου ζήτησε να θυμηθώ και να γράψω κάτι για την επέτειο του θριάμβου της Εθνικής μπάσκετ επί των Αμερικανών, το 2006, με μιας αραδιάστηκαν στο μυαλό τόσες πολλές αναμνήσεις, που θα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω κάποια.
Άλλωστε, από τότε έχουν γραφτεί τόσα πολλά για εκείνες τις προ 13 ετών ευλογημένες Αυγουστιάτικες μέρες στην πόλη Χαμαμάτσου και τη Σαϊτάμα, προάστιο του Τόκιο.
Ιδιαίτερα δε, για την 1η Σεπτεμβρίου, που συγκριτικά ξεπέρασε σε σπουδαιότητα ακόμη και την ημερομηνία – ορόσημο του ελληνικού μπάσκετ, την 14η Ιουνίου 1987!
Ξεπέρασε και την ανάδειξη της Ελλάδας ως πρωταθλήτρια Ευρώπης, στο Σ.Ε.Φ.!
Το γεγονός και μόνο ότι για πρώτη φορά στα χρονικά σε ομαδικό σπορ η Ελλάδα κατάφερε να προκριθεί σε τελικό Παγκοσμίου πρωταθλήματος, αυτόματα τοποθετεί τη διάκριση αυτή στην κορυφή.
Τι να πρωτοθυμηθείς από εκείνο το μακρινό ταξίδι στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, που έτσι κι αλλιώς ήταν -απ΄ όλες τις πλευρές- ξεχωριστό;
Άλλος κόσμος, άλλη φιλοσοφία, άλλος πολιτισμός.
Και η Εθνική ομάδα είχε προετοιμαστεί ιδανικά για να αντιμετωπίσει και να ανταποκριθεί σε άλλες συνθήκες.
Με ιδιαίτερη έμφαση σε όλες τις λεπτομέρειες. Τίποτα δεν στηρίχτηκε στην τύχη.
Το θέσφατο για τον Παναγιώτη Γιαννάκη από το 2004, που δημιούργησε τη νέα Εθνική ομάδα, ήταν «ένα βήμα μπροστά κάθε φορά».
Μετά το «χρυσό» στο Ευρωμπάσκετ του 2005 στο Βελιγράδι, άρχισε ο προγραμματισμός για το Μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας.
Εκεί όπου όλα λειτουργούσαν στην εντέλεια.
Θυμάμαι ότι, ένα μήνα πριν από την έναρξη της διοργάνωσης, επισκέφθηκαν τις πόλεις Χαμαμάτσου και Σαϊτάμα ο μάνατζερ της ομάδας, Νίκος Φιλίππου και ο υπεύθυνος Τύπου, ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος.
Ταξίδι για να κανονίσουν τα πάντα, την κάθε λεπτομέρεια για την άνετη διαμονή της «επίσημης αγαπημένης», σε συνεννόηση πάντα με τον προπονητή Παναγιώτη Γιαννάκη και τον αξέχαστο Γιώργο Κολοκυθά.
Από την πρεμιέρα με το Κατάρ, μέχρι και τον τελικό με την Ισπανία, η εναλλαγή έντονων συναισθημάτων, ήταν το κύριο γνώρισμα αυτού του Μοντομπάσκετ, που είχε τα πάντα.
Είδαμε μία ομάδα που ήξερε να ξεπερνάει κάθε δυσκολία, να μη τα παρατάει, να στηρίζεται πάνω στο «εμείς», να είναι συγκεντρωμένη πάνω στο πλάνο της και να λύνει εν τη γενέσει του κάθε πρόβλημα.
Όπως για παράδειγμα τη γκρίνια του Σχορτσανίτη, επειδή δεν χρησιμοποιήθηκε στον πρώτο αγώνα, η οποία δεν είχε παρενέργειες.
Πολύ απλά γιατί ο προπονητής επισήμανε ότι «είναι καλό να έχει ο παίκτης την ανασφάλεια για τη συμμετοχή του. Σ’ αυτή την ομάδα όλοι μπορούν να κάνουν τη διαφορά».
Ο χαρακτήρας της Εθνικής είχε σφυρηλατηθεί μέσα από τις επτά διαδοχικές νίκες και το φόβητρο των Η.Π.Α., δεν την τρόμαζε.
Μπορεί πολλοί να την είχαν ξεγραμμένη, αλλά θυμάμαι πώς ζούσε την πρόκληση ο Παναγιώτης Γιαννάκης και προσπαθούσε να μεταλαμπαδεύσει στους παίκτες του το «μπορούμε».
«Αν το πιστέψουμε, μπορούμε να τους νικήσουμε. Έχουν κι αυτοί τις αδυναμίες τους και αν τις αναδείξουμε και τις εκμεταλλευτούμε, θα τους δημιουργήσουμε πρόβλημα.
»Αρκεί να είμαστε συγκεντρωμένοι, υπομονετικοί και μόνο τότε μπορούμε να τους βάλουμε δύσκολα. Κοίτα αυτούς πώς συνεργάζονται…», επαναλάμβανε ο ομοσπονδιακός προπονητής.
Όσο μιλούσε ο κόουτς στο λόμπι του ξενοδοχείου, πριν από την αναχώρηση για την προπόνηση, την παραμονή του ημιτελικού με τις Η.Π.Α., παρατηρούσε απ’ έξω τρεις Γιαπωνέζους εργάτες να ανοίγουν μία τρύπα στο πεζοδρόμιο…
Με την αφόρητη υγρασία, ο ένας με το κομπρεσέρ έσκαβε, ο δεύτερος έβγαζε με το φτυάρι τα χώματα και ο …τρίτος τι έκανε;
Με ένα μπουκάλι στο χέρι, έδινε σ’ αυτόν με το κομπρεσέρ να πιει με καλαμάκι νερό, έτσι ώστε να μην σταματήσει να σκάβει!
Σε μισή ώρα είχαν τελειώσει και δεν υπήρχε ούτε κόκκος σκόνης στο πεζοδρόμιο από την εργασία τους.
«Όλα γίνονται και δεν υπάρχει κάποιος που δεν μπορείς να κερδίσεις. Αρκεί να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου και να πιστεύεις ότι μπορείς», έλεγε ο Γιαννάκης και το εννοούσε.
Η Εθνική ομάδα πέτυχε την άλλη μέρα το «θαύμα», γιατί οι παίκτες είχαν την αυτοπεποίθηση στα ύψη και ακολούθησαν το πλάνο μέχρι κεραίας.
Απέναντι σε όχι έναν οποιοδήποτε αντίπαλο, αλλά στην «Ντριμ Τιμ» που γνώρισε μία ήττα την οποία φέρει βαρέως, ακόμη και σήμερα.
Αυτή η ήττα έγινε η αιτία για να διδαχθούν και να διαφοροποιήσουν τη φιλοσοφία τους.
Μία μικρή χώρα «ταρακούνησε» τη χώρα που γέννησε και διαφημίζει το μπάσκετ!
Αυτό που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ ήταν το αποσβολωμένο ύφος των Αμερικανών παικτών στο τέλος του αγώνα.
Αλλά και την έκπληξη των ένθερμων υποστηρικτών του ΝΒΑ Γιαπωνέζων, που είχαν κατακλύσει το γήπεδο και δεν σταμάτησαν στιγμή να φωνάζουν «USA – USA».
Να βλέπεις έναν Καρμέλο Άντονι, έναν ΛεΜπρον Τζέιμς, έναν Χάουαρντ, έναν Κρις Πολ (αυτός θυμάται ακόμη την μεγαλοπρεπή τάπα από τον Διαμαντίδη!) και τους υπόλοιπους, να μην πιστεύουν ότι βρέθηκε μία ομάδα που τους κοίταξε στα ίσα στα μάτια και τους κέρδισε.
Αυτοί που δεν ήξεραν τι σημαίνει ήττα και μέχρι και την προηγούμενη μέρα στις δηλώσεις τους ανέφεραν τους Έλληνες παίκτες με τα νούμερά τους.
Ήταν η επιτομή του τέλειου μπάσκετ, από την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών και αυτό αναγνωρίστηκε ακόμη και από τους ίδιους τους Αμερικάνους.
Τον αγώνα εκείνο, οι Αμερικανοί τον θυμούνται και τον αναφέρουν συνεχώς ακόμη και στις μέρες μας.
Το πόσο μεγάλο αντίκτυπο είχε για τους Αμερικάνους, φαίνεται και από τις εκτενείς αναφορές τους στον ημιτελικό του ’06.
Με πρώτο και καλύτερο τον προπονητή τους Μάικ Σιζέφσκι.
Στο βιβλίο του «The Gold Standard», αφιερώνει μεγάλο μέρος σ’ εκείνο τον αγώνα.
Εκφράζει τα συναισθήματά του αλλά και το πόσο άλλαξε η φιλοσοφία της ομάδας του μετά το μάθημα που πήραν από την Ελλάδα.
Αξίζει να δούμε τι γράφει στο βιβλίο του, με αφορμή την επέτειο της 1ης Σεπτεμβρίου 2006 και σίγουρα τα όσα λέει αποτελούν το μεγαλύτερο εύσημο για εκείνη την ομάδα του Παναγιώτη Γιαννάκη.
«Ήταν η πρώτη φορά που υπέφερα τόσο πολύ, μετά απ’ αυτή την ήττα.
»Μόλις έληξε το παιχνίδι και είδα το ταμπλό να γράφει 101-95, κοίταξα τον Τζέρι Κολάντζελο (σ.σ.: πρόεδρος της Ομοσπονδίας) και δεν ήξερα τι να κάνω.
»Το μόνο που σκεφτόμουν να πω ήταν “I’m sorry, I’m so sorry”. Με είχε προσλάβει ως προπονητή για μία αποστολή πολύ σημαντική για το μέλλον του μπάσκετ στην Αμερική και τον απογοήτευσα».
Ο Σιζέφσκι συνέχισε αναφέροντας πως «ένιωθα ότι είχα απογοητεύσει τη χώρα μου, τους παίκτες μου, την ομάδα μου και τον εαυτό μου.
»Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα και στα αποδυτήρια. Χάσαμε από την Ελλάδα γιατί η ομάδα μας δεν έπαιξε ποτέ ένα τόσο δυνατό αγώνα.
»Στα προηγούμενα παιχνίδια μας εκείνο το καλοκαίρι κανένα δεν ήταν ισάξιο σε πάθος και ταχύτητα όσο αυτό με ην Ελλάδα.
»Η συνάντηση με την ελληνική ομάδα, ήταν η επιτομή του διεθνούς μπάσκετ. Ήταν ό, τι καλύτερο υπήρχε εκτός Αμερικής και εμείς δεν είχαμε μάθει να παίζουμε σ’ ένα άλλο στιλ υψηλού επιπέδου.
»Φυσικά όλα τα συγχαρητήρια πάνε στην Ελλάδα.
»Η ομάδα τους ήταν φανταστική στην επίθεση. Το pick and roll ήταν αριστοτεχνικό και οι παίκτες τους πολύ εύστοχοι, με το εντυπωσιακό 62,5%!
»Όταν το παιχνίδι τελείωσε, υπήρξε μία απογοήτευση σε όλα τα μέλη της ομάδας μας. Παρόλα αυτά, ξέραμε ότι έπρεπε να συγχαρούμε την ελληνική ομάδα».
Ο Αμερικανός προπονητής αφιέρωσε ένα ξεχωριστό «κεφάλαιο» για τον αντίπαλό του, γράφοντας ότι «αγκάλιασα το φίλο μου προπονητή Παναγιώτη Γιαννάκη, τον οποίο γνωρίζω στα περισσότερα χρόνια της μπασκετικής μου καριέρας.
»Του είπα “συγχαρητήρια και χαίρομαι πολύ για σένα. Ξέρω ότι είναι μια πολύ μεγάλη νίκη για σένα”.
»Και, πράγματι, ήταν το μεγαλύτερο παιχνίδι της καριέρας του. Αλλά για μένα ήταν η χειρότερη ήττα.
Ο Σιζέφσκι συνέχισεστις σελίδες του βιβλίου του, αναφέροντας πως «όπως κι αν αισθανόμουν έπρεπε να αντιμετωπίσω τους δημοσιογράφους.
»Εγώ και ο Καρμέλο καθίσαμε στο πάνελ μπροστά σε πολλούς ρεπόρτερ και ξέραμε ότι δεν θα ήταν κάτι εύκολο…
»Ο πρώτος που ρωτήθηκε ήταν ο Καρμέλο.
»“Πόσο σοκαρισμένοι είσαστε;”.
»Και ο Καρμέλο απάντησε: “Το να χάσουμε ένα οποιοδήποτε παιχνίδι είναι σοκ για μας. Μπήκαμε με την νοοτροπία να κερδίσουμε, να συνεχίσουμε και να πάρουμε το χρυσό.
”Δυστυχώς, οι Έλληνες μπήκαν στο παιχνίδι δυναμικά, και κέρδισαν δίκαια. Δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου για μας. Κερδίζουμε μαζί, χάνουμε μαζί”.
»Δεν έδωσε δικαιολογίες και αναγνώρισε την ανωτερότητα της ελληνικής ομάδα, η οποία έπαιξε πολύ καλά. Παρότι είχε πετύχει 27 πόντους, αποδέχτηκε την ευθύνη για την ήττα.
»Αισθανθήκαμε αυτό τον πόνο της ήττας. Όλοι μαζί χάσαμε.
»Για τους επόμενους μήνες η ομάδα δεχόταν κριτική. Πολλές φορές έγινε στους παίκτες μας ερώτηση για εκείνη την ήττα. Αλλά κανείς δεν είπε τίποτα αρνητικό.
»Έφυγα εκείνο το βράδυ από το γήπεδο και ήμουν πολύ απογοητευμένος. Η γυναίκα μου με παρακολουθούσε ανήσυχη. Δεν με είχε δει ποτέ τόσο καταβεβλημένο μετά από ήττα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ»…
Δεν είναι όμως μόνο ο Μάικ Σιζέφσκι που αναφέρεται στο μάθημα που πήραν από την Ελλάδα οι ΗΠΑ.
Ένας ακόμη κορυφαίος προπονητής, ο Ντον Κέισι, στο βιβλίο του «The Table Of Zones», κάνει ειδική μνεία στον τρόπο με τον οποίο έπαιξε η ελληνική ομάδα.
«Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις το pick and roll είναι η ζώνη. Η αδυναμία των Η.Π.Α. στον ημιτελικό του 2006 ήταν να σταματήσουν το pick and roll των Ελλήνων»…
Μετά τον αγώνα, ο σχολιαστής του ESPN, Τζέι Μπίλας, ανέλυσε: «Η Ελλάδα έκανε μία πολύ καλή δουλειά στο κομμάτι αυτό.
»Να κρατάει τις αποστάσεις και να είναι παντού οι παίκτες της. Και το σημαντικότερο είναι ότι είχε σκορ. Πέτυχε 101 πόντους σε 40 λεπτά».
Ο πρωταθλητής με τους Μαϊάμι Χιτ, μερικές εβδομάδες νωρίτερα, Ντουέιν Ουέιντ είχε σχολιάσει πως «είχαμε μεγάλη δυσκολία να σταματήσουμε τα sreen and roll. Θα ήθελα να είχαμε αλλάξει να παίζαμε ζώνη».
Ο Ουέιντ δεν έκανε κριτική στους προπονητές του. Απλώς έλεγε ότι «υπάρχουν κάποιες στιγμές που πρέπει να παίζουμε ζώνη.
»Σίγουρα μία ζώνη αρμόζει σε μία ομάδα που κάνει σκριν στον πλέι μέικερ».
Ο Κέισι στο τέλος του βιβλίου, αναφέρει τους 16 προπονητές που έχουν δώσει κάτι ξεχωριστό στο παγκόσμιο μπάσκετ και ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνει τον Παναγιώτη Γιαννάκη!
Τονίζοντας πως «το ήταν καινοτόμο στιλ του που νίκησε τις Η.Π.Α. στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα, το 2006».
Αν αυτό το σημείωμα δεν εστιαζόταν στον ιστορικό αγώνα με τις Η.Π.Α., θα αναφερόμουν ακόμη στη νύχτα αγωνίας μετά το σοκ που ζήσαμε με τον τραυματισμό του Νίκου Ζήση…
Στο εν ψυχρώ χτύπημα που δέχθηκε από τον Βραζιλιάνο Βαρεζάο, το οποίο δεν του επέτρεψε ν’ αγωνιστεί στους υπόλοιπους αγώνες.
Δύο μέρες νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο και όλη η αποστολή ήταν στο πλευρό του.
Θα αναφερόμουν επίσης και στο «άδειασμα» της ομάδας από την υπερπροσπάθεια στον ημιτελικό, που έφερε την ήττα στον τελικό από την Ισπανία.
Μία Ισπανία η οποία έκανε περίπατο και χωρίς τον Παου Γκασόλ, ο οποίος είχε υποστεί κάταγμα στον ημιτελικό με την Αργεντινή.
Είθε η επέτειος του θριάμβου επί των Αμερικανών, που συνδυάζεται με την πρεμιέρα της Εθνικής ομάδας στο Μουντομπάσκετ του 2019 στην Κίνα, να σηματοδοτήσει μία νέα διάκριση που την έχει τόσο ανάγκη το ελληνικό μπάσκετ.
Μακάρι ένας άλλος Παναγιώτης, ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος, ο μοναδικός που συνδέει τη δευτεραθλήτρια κόσμου πριν από 13 χρόνια με την Εθνική του 2019, να δείξει τα κατατόπια στους νεώτερους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: