Το μήνυμα στο κινητό τον αιφνιδίασε: «Μπαμπά, το είδες; Σου πήραν το ρεκόρ».
Ο γιος του αρχικά είχε στεναχωρηθεί, αλλά ο πατέρας δεν έδωσε σημασία. Ήξερε πως κάποια στιγμή θα συνέβαινε. Ήταν Νοέμβριος του 2011 και εκείνος μετρούσε ήδη έναν χρόνο που είχε κρεμάσει τα εξάταπα. Ο εκφωνητής στην τηλεόραση ισχυριζόταν ότι ο Ζόνας της Βαλένθια, κόντρα στη Λεβερκούζεν, είχε βάλει το πιο γρήγορο γκολ στην ιστορία του Champions League. Ωστόσο, λίγο αργότερα το κινητό χτύπησε εκ νέου με ένα μήνυμα καθησυχασμού: «Μπαμπά, έκαναν λάθος. Το ξαναμέτρησαν και το ρεκόρ παραμένει δικό σου». Ο Ζόνας είχε σκοράρει στα 10 δευτερόλεπτα και 96 δέκατα. Τα 10 δεύτερα και 12 δέκατα του Ρόι Μακάι τον διατηρούσαν στην κορυφή όλων των εποχών στον κορυφαίο θεσμό. Εκεί όπου στέκει ακόμη…
«Das Phantom»
«Κλείσε τα μάτια και άφησε τη μουσική να βγει από μέσα σου»! Στο θρυλικό «Φάντασμα της Όπερας» που ο Άντριου Λόιντ Βέμπερ εξύψωσε ως μιούζικαλ, ο Έρικ προσπαθεί να μάθει στην Κριστίν πώς θα μπορέσει να εξωτερικεύσει όλες τις αρετές της όμορφης φωνής της. Ο Έρικ είναι το φάντασμα που κινείται στα παρασκήνια της όπερας, αλλά δεν μπορεί να εμφανιστεί. Η δυσμορφία που έχει εκ γενετής τον κάνει να κρύβεται για πάντα στο σκοτάδι, και ας έχει την πιο μαγική φωνή από κάθε άλλον.
Διαθέτει όμως αυτό το χαρακτηριστικό που έχουν τα φαντάσματα. το να μπορεί να εμφανίζεται από το πουθενά και να δίνει τη λύση. Όπως δηλαδή μπορούσε να κάνει στο χορτάρι αυτός που κάποτε στη Βαυαρία επέλεξαν να ονομάσουν «Das Phantom» («Το Φάντασμα»).
Ο Ρόι Μακάι είχε αυτή την σπάνια ποδοσφαιρική ομορφιά στα τελειώματά του, αλλά για κάποιον αδικαιολόγητο λόγο ελάχιστα εκτιμήθηκε στην εποχή του και στις μετέπειτα εποχές σχεδόν ξεχάστηκε.
Το ξεπέταγμα
Η πρώτη επαφή έφερε και την απογοήτευση. Στη Ναϊμέγκεν, όπου πήγε να δοκιμαστεί στα 15 του, θεώρησαν ότι ήταν πολύ αδύναμος για να κάνει καριέρα. Ωστόσο, στη Φίτεσε διάβασαν με διαφορετικό τρόπο τις ικανότητές του. Εκεί ήταν που ξεκίνησε να ανθίζει και στα 18 του έκανε ντεμπούτο με τους μεγάλους. Χρειάστηκε 11 συμμετοχές, μέχρι να σκοράρει για πρώτη φορά. Από εκείνη τη στιγμή όμως δεν θα κοιτούσε ποτέ ξανά πίσω και για την επόμενη τριετία θα ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας του Άρνεμ. Μέχρι τα 20 του (1995) είχε στρέψει πάνω του τα βλέμματα όλης της Ολλανδίας και κυρίως τα δύο πιο σημαντικά ζευγάρια μάτια.
Ο Λούις Φαν Χάαλ τον ήθελε στον υπέροχο Άγιαξ που είχε δημιουργήσει και που μόλις είχε κατακτήσει το Champions League, ενώ ο Γκούους Χίντινκ τού τηλεφώνησε για να πάρει την πρώτη κρυάδα με την Εθνική Ανδρών. Άλλωστε, ήδη από το 1994 πυροβολούσε με την U21, στην οποία σταδιακά εξελίχθηκε στον κορυφαίο σκόρερ όλων των εποχών. Τα δικά του 15 γκολ θα τα ξεπερνούσε 10 χρόνια αργότερα μονάχα ο Κλάας-Γιαν Χούντελααρ.
Μόνο που ο 20χρονος Ρόι έκανε κάτι που δεν φανταζόταν κανείς και είπε «όχι» στην προσέγγιση του Φαν Χάαλ. «Είχε την καλύτερη επιθετική γραμμή του κόσμου τότε και σκέφτηκα ότι εκεί θα έπαιζα ελάχιστα», ήταν η μετέπειτα αιτιολόγησή του. Κατηγορήθηκε για έλειψη αυτοπεποίθησης και φιλοδοξίας. Μόνο που θα αποδείκνυε ότι ίσχυε το ακριβώς αντίθετο.
Ήταν καλοκαίρι του 1997, όταν, έχοντας ψηθεί με τα 19 γκολ του στο Πρωτάθλημα, του τηλεφώνησε ο Γιουπ Χάινκες. Εκείνη την εποχή ο Γερμανός τεχνικός έφτιαχνε το βιογραφικό του και είχε δημιουργήσει μία πολύ ωραία ποδοσφαιρική ιστορία κάπου απόμακρα στον Ατλαντικό ωκεανό. Στα Κανάρια Νησιά η άγνωστη Τενερίφη είχε καταφέρει να φτάσει ακόμα και μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA, ενώ λίγο νωρίτερα είχε στερήσει δύο Πρωταθλήματα από τη Ρεάλ Μαδρίτης στην τελευταία αγωνιστική.
Ο Μακάι συμφώνησε ότι από εκεί θα ξεκινούσε η περιπέτειά του, μα, μέχρι να υπογράψει, ο Χάινκες είχε μετακομίσει στη Ρεάλ. Με τον Βίκτορ Φερναντές στον πάγκο οι Νησιώτες βρέθηκαν να μάχονται για την παραμονή και ο Ολλανδός φορ να παλεύει με τη σειρά του να κάνει αίσθηση. Μόλις επτά γκολ στην πρώτη σεζόν του, αλλά τα 14 στη δεύτερη αποδείχθηκαν αρκετά ώστε να φέρουν μία πρόταση με προορισμό το πιο γλυκό μπαλαδόρικο αφήγημα. τη «Super Depor» του Χαβιέρ Ιρουρέτα.
«Super Depor»
Στη Λα Κορούνια ο Μακάι θα μετατρεπόταν στο απόλυτα τρομακτικό “Φάντασμα” και το Riazor θα γινόταν η δική του “Όπερα”. Εκείνη η Ντεπορτίβο έπαιζε το πιο ωραίο παιχνίδι στον κόσμο. Από καιρό τα έβαζε με το δίπολο της Ισπανίας και στην πρώτη κιόλας χρονιά του εκεί την οδήγησε με τα 22 γκολ του στην απίστευτη κατάκτηση του τίτλου της La Liga.
Μία υπέροχη ομάδα, με τους Νοουρεντίν Ναϊμπέτ, Γκάμπριελ Σούρερ (μετέπειτα στον Ολυμπιακό) στο κέντρο της άμυνας, τους Ενρίκε Ρομέρο, Μανουέλ Πάμπλο να καταπίνουν χιλιόμετρα στα πλευρά, τους Ντονάτο, Μάουρο Σίλβα, Φλάβιο Κονσεϊσάο να εξαφανίζουν τους πάντες στο κέντρο, τον ηγέτη Φραν, τον Βίκτορ (μετέπειτα στον Παναθηναϊκό) να οργανώνουν και τον Τζαλμίνια από πίσω του να κάνει τα πιο απίθανα μαγικά που έβλεπε τότε η Ευρώπη.
Ο Ολλανδός έδωσε αυτό το κάτι παραπάνω που έλειπε για το θαύμα, αλλά και η ομάδα τον ανύψωσε. «Με τη Λα Κορούνια βρέθηκα να κάνω πρωταθλητισμό, να παίζω στο Champions League και ήταν εκεί που κατανόησα ότι έπρεπε να δουλέψω ακόμα περισσότερο. Πως όσα γνώριζα μέχρι τότε δεν ήταν αρκετά». Και το κατάφερε. Έμαθε αμέσως, για να γίνει σε μία μόλις σεζόν ένας από τους πιο κλασάτους φορ, αφήνοντας στον πάγκο τον Πέντρο Παουλέτα, ενώ είχε αποκτηθεί ως αναπληρωματικός του.
Την επόμενη χρονιά ο Παουλέτα θα ζητήσει να φύγει και στη θέση του θα αποκτηθούν δύο εξαιρετικοί φορ. Μόνο που και οι Ντιέγκο Τριστάν, Βάλτερ Παντιάνι θα μείνουν στη σκιά του και θα πρέπει να περιμένουν τη δική του φυγή για να ανθίσουν με τη σειρά τους.
Μαζί τους είχε αποκτηθεί και ένας ακόμα μάγος, εκείνος που θα προκαλούσε τον απόλυτο θαυμασμό του Μακάι. «Έχω παίξει με φανταστικούς παίκτες και αντιμετώπισα εκπληκτικούς αντιπάλους. Ποτέ κανείς δεν με έκανε να χαζέψω, όπως έκανα με τον Χουάν Κάρλος Βαλερόν». Ο Βαλερόν θα είναι εκείνος που θα τον τροφοδοτήσει καλύτερα από κάθε άλλον. Μαζί θα κάνουν σμπαράλια τη φιέστα στο Santiago Bernabéu και θα κλέψουν το Copa Del Rey από τη Ρεάλ Μαδρίτης, το οποίο ήθελε για να γιορτάσει τα 100 χρόνια της ύπαρξής της.
Έτοιμος, πρόθυμος, ικανός, οπορτουνιστής, ήξερε να διαβάζει ιδανικά το παιχνίδι. Δεν ήταν ο κλασικός σέντερ φορ περιοχής. Μπορούσε να πάρει την μπάλα έξω από τη δική του περιοχή, να την κουβαλήσει μέχρι την απέναντι και να πυροβολήσει σε ανύποπτο χρόνο. Εκπληκτικό σουτ, φανταστικά βολ πλανέ σε μία επαφή και μηδενική καθυστέρηση στη σκέψη και την εκτέλεση. Απλά, χαλαρά, αποτελεσματικά και με πολύ όμορφο τρόπο.
Μία προσωπική αξία πολλαπλασιασμένη από τις περιστάσεις. Τις περιστάσεις που δεν περίμενε από τους άλλους να τις δημιουργήσουν. Και μπορεί η «Super Depor» να αποτελούσε μία καλοκουρδισμένη ορχήστρα, αλλά ο Μακάι ως γνήσιος βιρτουόζος δεν υπηρετούσε μόνο τη μουσική αλλά κυρίως τον εαυτό του.
Εκτός από το Κύπελλο του 2001, πήρε το Super Cup του 2002 και η ομάδα του τερμάτισε αμφότερα στη δεύτερη θέση, παραμένοντας σε τροχιά πρωταθλητισμού. Είχε φτάσει η ώρα για την απόλυτη απογείωση. Τη δική του. Τα 29 γκολ στο Πρωτάθλημα του 2002-2003 (39 σε όλες τις διοργανώσεις, με τα εννέα στο Champions League) του χάρισαν το Χρυσό Παπούτσι της Ευρώπης. Και αυτό, σε μία εποχή που αντίπαλοί του για την κορυφή των φορ ήταν θρύλοι του σκοραρίσματος, όπως οι Ρονάλντο, Ραούλ, Φαν Νίστελροϊ, Έλμπερ, Ανρί, Ζαρντέλ, Ιντζάγκι, Αντριάνο, Βιέρι, Όουεν, Σεβτσένκο κ.ά.
Αυτός ο τεράστιος ανταγωνισμός ίσως ήταν κιόλας που δεν επέτρεπε την ολική αποδοχή. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν πως ήταν απλώς ένας διάττοντας αστέρας. Ίσως πάλι αυτή η αποδοχή, την οποία και ο ίδιος αποζητούσε, να μην ερχόταν εξαιτίας του αγωνιστικού στιλ του “φαντάσματος”.
Το ότι δεν συμμετείχε τόσο φανερά στα παιχνίδια αναμφίβολα αποτέλεσε τροχοπέδη, αλλά στο τέλος της ημέρας εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι τη δουλειά του την έκανε άριστα. Και αυτό το συνειδητοποίησαν στη Βαυαρία ένα περίεργο βράδυ που τους έκανε άνω κάτω.
Μπάγερν
Στο Μόναχο ακούμπησε την μπάλα συνολικά 14 φορές, είχε πέντε προσπάθειες για γκολ και από αυτές οι τρεις έπιασαν τόπο. Ένα μαγικό χατ τρικ, όχι απέναντι στον οποιονδήποτε αλλά στον διαβόητο Όλιβερ Καν, ο οποίος δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τον έβρισκε συνέχεια σε τετ α τετ, κινούμενο στην πλάτης της άμυνάς του.
Εκείνο το ρεσιτάλ τον Σεπτέμβρη του 2002 σε συνδυασμό με τα 39 γκολ του στη σεζόν οδήγησαν τον Ούλι Χένες να τηλεφωνήσει στον Αουγούστο Θέσαρ Λεντόιρο. Ο ιδιότροπος Πρόεδρος των Γκαγιέγος δεν ήθελε να τον πουλήσει, αλλά αρνούνταν να του δώσει και αύξηση. Οπότε είπε να τον ταλαιπωρήσει και να τον εκδικηθεί με κάποιον τρόπο. Αρχικά του έδωσε το ok να ταξιδέψει στη Γερμανία, αλλά τον άφησε να περιμένει δύο μέρες σε ένα ξενοδοχείο, αρνούμενος να αποδεχθεί τα 20 εκατ. ευρώ της Μπάγερν και αξιώνοντας περισσότερα. Τελικά, για να μην χαλάσει το deal, ο ίδιος ο Μακάι αποφάσισε να πληρωθεί με λιγότερα χρήματα. Ήταν 28 ετών και είχε πετύχει κάτι που άξιζε με το σπαθί του, να παίξει σε ένα από τα πιο μεγάλα club του κόσμου.
Σε πλήρη και κεκτημένη ταχύτητα δάμασε την Bundesliga με 23 γκολ στην πρώτη σεζόν του εκεί και 31 σε όλες τις διοργανώσεις. «Τέτοια αποτελεσματικότητα έχω δει μόνο από τον Γκερντ Μίλερ», θα είναι το μεγάλο παράσημο στα λόγια του Φραντς Μπεκενμπάουερ. Ωστόσο, θα πρέπει να περιμένει μέχρι την επόμενη για να σηκώσει τρόπαια. Εκείνος έβαλε 22, ο Κλαούδιο Πισάρο δίπλα του άλλα 21 και ο Μίχαελ Μπάλακ από πίσω τους ακόμα 20. Μαζί οδήγησαν την Μπάγερν στο Νταμπλ, κάτι που πέτυχαν και την ακόλουθη χρονιά.
Στην τετραετία που έμεινε στο Μόναχο μπορεί να μην βγήκε ποτέ πρώτος σκόρερ στο Πρωτάθλημα, αλλά στις τρεις περιπτώσεις τερμάτισε στη δεύτερη θέση της λίστας. Η τελευταία χρονιά του εκεί ήταν πτωτική. Από τις δύο φορές όμως που βρήκε δίχτυα στην Ευρώπη, η δεύτερη σηματοδότησε και το ρεκόρ.
Τον Μάρτιο του 2007, στη φάση των «16» του Champions League, ο Ρομπέρτο Κάρλος έκανε το λάθος, ο Χασάν Σαλιχάμιτζιτς έπραξε άμεσα και ο Μακάι το τελείωσε ιδανικά απέναντι στον Ίκερ Κασίγιας. Το ταχύτερο γκολ στην ιστορία του θεσμού που συνέβαλε στην πρόκριση επί της Ρεάλ Μαδρίτης.
«Ήταν η τελευταία μεγάλη μου χαρά με την Μπάγερν. Το καλοκαίρι η ομάδα απέκτησε τον Λούκα Τόνι και τον Μίροσλαβ Κλόζε και κατάλαβα ότι πλέον θα βρισκόμουν σε τρίτη μοίρα. Ήμουν ρεαλιστής και, παρά το ότι είχα συμβόλαιο, έφυγα».
Αντιστάρ
Ήταν 32 ετών, όταν επέστρεψε στην πατρίδα. Με τη Φέγενορντ έκανε δύο τίμιες χρονιές, την οδήγησε στην κατάκτηση του Κυπέλλου (2008) και στην τρίτη και τελευταία του εκεί έκλεισε με έναν τρελό τρόπο, σκοράροντας τρεις φορές στο ύστατο παιχνίδι του. Αυτό κόντρα στην Χέρενφεεν, την ομάδα στην οποία είχε βάλει και το πρώτο του δύο δεκαετίες νωρίτερα.
Ήταν 35 ετών και γενικά χορτασμένος. Υπήρχε βέβαια και ένα ειδικό μέρος που δεν το απόλαυσε αντίστοιχα. Αφορούσε στο κεφάλαιο της Εθνικής. Δεν είναι πως δεν το άξιζε να το ζήσει λίγο παραπάνω, λίγο πιο έντονα. Ήταν όμως εκ των πραγμάτων δύσκολος ο ανταγωνισμός. Σε μία εποχή που οι «Oranje» είχαν για μπροστινούς τον Ντένις Μπέργκαμπ, τον Ρούουντ Φαν Νίστελροϊ και τον Πάτρικ Κλάιφερτ, φαίνεται σχετικά δικαιολογημένο ότι έπαιξε 46 φορές και σκόραρε μόλις έξι. Άλλωστε, πάντοτε οι συμπατριώτες του είχαν να του προσάψουν πως αυτό το αγωνιστικό στιλ του “φαντάσματος” δεν μπορούσε να ταιριάξει ποτέ με το εθνικό δόγμα του πάλαι ποτέ «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου». Ήταν όμως και άτυχος. Τον ημιτελικό με την Ιταλία στο Euro της πατρίδας του θα τον παρακολουθήσει ανήμπορος από ένα δωμάτιο νοσοκομείου.
Όπως και οι ομοεθνείς του, έτσι και ο περισσότερος κόσμος δεν θα του δώσει τον σεβασμό που του άξιζε. Η αλήθεια είναι ότι ο Ρόι Μακάι υπήρξε κάπως αντιτουριστικός. Σχεδόν ράθυμος, χαλαρός, αντιστάρ. Δεν ήταν όμως ποτέ του βαρετός.
Ένας επιθετικός που έγινε πιο ικανός μέσω της διαρκούς εξάσκησης και όχι από το τη φύση του. Ένας φορ τολμηρός, σταθερός, απλός, φυσικός, ο οποίος δεν βιαζόταν. Και με αυτούς τους τρόπους ξεπερνούσε κάθε φορά και από ένα όριο, επιβεβαιώνοντας πόσα μπορούν να συμβούν, όταν μεράκι και ικανότητα συγχρονίζονται.
Ένα “Φάντασμα” που τραγούδησε στην “Όπερα” με έναν δικό του τρόπο. Που επέλεξε να κινείται… ξεθωριασμένο στα μεσοδιαστήματα. Άλλωστε, όπως είχε και πει και η Βιρτζίνια Γουλφ, «Είναι πιο δύσκολο να σκοτώσεις ένα φάντασμα, παρά κάτι που υπήρξε στ’ αλήθεια».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντένις Μπέργκαμπ: Poetry In Motion