Πάντα την ένιωθε τη θάλασσα. Ατένιζε από ψηλά στο Ζάλντιμπαρ και η σκέψη τού προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα.
Δεν έφτανε η ματιά στο βαθύ γαλάζιο, την “έκοβε” ο ορίζοντας. Δεν είχε σημασία όμως, ταξίδευε ο νους, ο λογισμός, η φαντασία, οι διηγήσεις του πατέρα. Κάθε ιστορία το δικό της νόημα, κάθε πέτρα τον δικό της πόνο.
Λιγοστές εκφράσεις. Σοβαρός, σκληρός στην όψη, με χαρακιές στο πρόσωπο, σαν να κουβαλάει τους αιώνες ιστορίας του τόπου του. Ντόμπροι άνθρωποι οι Βάσκοι, με ατέλειωτη κουλτούρα και επιμύθια ξωπίσω τους. Έχουν δικούς τους κώδικες, ξεχωριστό τρόπο σκέψης, δικά τους άτεγκτα ήθη, που ‘ναι δύσκολο να τα αφομοιώσουν ακόμα κι οι υπόλοιποι Ισπανοί.
«Ψωμί στο τραπέζι». Εκείνης της γενιάς είναι. Των εργατών στα ορυχεία, της ξεχασμένης απ’ τον Θεό Βισκαΐας (Bizkaia) που πάλευε μονάχη της με το σίδηρο. Επτά κομάρκας, καθεμιά με τη δική της ιστορία, ονομασμένη με τα δικά της γεωγραφικά κριτήρια. Τη θάλασσα την αγαπούν, κι αυτήν με τον δικό τους τρόπο.
Την ατάκα του πατέρα του τη θυμάται καλά: «δεν μπορείς να ανακαλύψεις νέους ωκεανούς, αν δεν βρεις το θάρρος μέσα σου να απομακρυνθείς απ’ τη στεριά».
Το βρήκε το θάρρος. 12 Φεβρουαρίου 2024, όταν αποφάσισε για πρώτη φορά να βγει από τα όρια της πατρίδας, της οικογενειακής θαλπωρής, του μοναδικού ποδοσφαιρικού και εργασιακού σύμπαντος που είχε γνωρίσει.
Πέρασε τα 60 για να το κάνει.
Δεν είχε φύγει ποτέ, μια ζωή ολόκληρη την πέρασε εντός στενών γεωγραφικών ορίων, εκεί που τον καταλάβαιναν και τους καταλάβαινε κι εκείνος. Ένα τεράστιο προσόν έχει. Από πολύ μικρός ήξερε τα όριά του. Τρελαμένος ήταν με τη μπάλα, όλη μέρα με το τόπι ασχολείτο, αλλά έβλεπε τα άλλα παιδιά να τη χαϊδεύουν καλύτερα και ήξερε. Από τον πρώτο καιρό, από την Preferente ακόμη-ακόμη, όταν την πάσαρε σε εκείνους που του φαίνονταν πιο τεχνίτες.
Τούτος δεν ήταν καλλιτέχνης. Ήταν εργάτης. Δική του καταγεγραμμένη συμμετοχή στη La Liga δεν υπάρχει. Μια φορά μόνο τον επιβράβευσε χρόνια αργότερα ο Ινιάκι Σάεθ στην Αθλέτικ, του έδωσε ένα φιλικό με την πρώτη ομάδα. Ήταν τόσο μέτριος που δεν τον ξαναφώναξε ποτέ. Του έφτανε όμως του Μέντι, τον βοήθησε να καταλάβει ότι «ψωμί στο τραπέζι» θα φέρει από φθηνότερους φούρνους.
Μια βόλτα στη Λα Ριόχα για τη Λογρονιές και μετά στο κισμέτ του, στο Σεστάο. Εκεί, στην κοιλάδα του Σομορόστρο, όπου φόρτωναν το σίδηρο τα πλοία. Εκεί μάλιστα. Εκεί την έβλεπε και την ένιωθε τη θάλασσα. Τη δική του, με τους εργάτες απ’ τα μεταγωγικά να δουλεύουν σαν τα σκυλιά για να σταλεί το σίδερο στην Αγγλία. Altos Hornos de Vizcaya και Σεστάο. Στριφτάρι στη μπότα και ποδόσφαιρο.
Η πρώτη αόρατη, πρώιμη διασύνδεση με τον μίτο του Ολυμπιακού. Συμπαίκτης με τον Ερνέστο Βαλβέρδε, υπό τις οδηγίες του Χαβιέ “Χάμπο” Ιρουρέτα, του πρωτοεμφανιζομένου τότε στους πάγκους σπουδαίου Ισπανού προπονητή.
Δέσανε με τον Βαλβέρδε, η φιλία τους οικοδομήθηκε εκεί, παρέμεινε τόσο δυνατή που κρατά στον χρόνο και ακολουθεί παράλληλες πορείες. Εσωστρεφές το «Txingurri» («μυρμήγκι»), σκληρός ο Μέντι.
Τον σκληρό όμως εκεί τον αναγνώριζαν, τον ξεχώριζαν στο πλήθος. Δύσπιστα στην αρχή, με ανείπωτο σεβασμό στη διάρκεια, με ειλικρινή αγάπη στο τέλος. Οκτώ γεμάτα χρόνια. Χωρίς λούσα, δίχως highlights και φανταχτερά παλκοσένικα. Είδε την ομάδα να αναμορφώνεται, να πέφτει, να σηκώνεται, να δίνει χαρά, να προκαλεί θυμό. Έτσι είναι η θάλασσα, μοιάζει με την καρδιά. Έχει τις καταιγίδες, τις παλίρροιες, τα βαθιά της μαύρα νερά. Εκεί όμως κρύβει και τα μαργαριτάρια της.
Δεν ήθελε να γίνει προπονητής, δεν του άρεσε. Προτιμούσε τις ακαδημίες, τα παιδιά. Λόγω ιδιοσυγκρασίας πίστευε ότι δεν μπορούσε να τιθασεύσει τόσα “εγώ” μαζεμένα σε ενήλικες. Τα ήξερε τα αποδυτήρια, τα είχε ζήσει. Όχι τα ακριβά με το ζεστό νερό και τους τακτοποιημένους φοριαμούς. Τα τσιμεντένια, με τα σιδερένια κάγκελα που μοιάζουν με κλουβιά.
Ο ποδοσφαιριστής όμως, όσο φοράει τη φανέλα και το σορτσάκι, είναι παιδί. Θέλει κίνητρο, πίστη, πατρική αντιμετώπιση. Τα μέσα του στα δίνει, μόνο όταν βρίσκει κάτι να τον ελκύει. Ο Μέντι πάντα ήξερε να διακρίνει το κίνητρο και, αν δεν υπήρχε, το επινοούσε. Του το μάθανε τα παιδιά.
Εϊμπάρ, Βαγιαδολίδ, Οσασούνα, Λεβάντε, ξανά Εϊμπάρ. Είχε προλάβει να κάνει και τ’ όνειρο πραγματικότητα και να καθίσει ως πρώτος -έστω υπηρεσιακός- στον πάγκο της Αθλέτικ. Μεγάλο παράσημο για ένα παιδί από το Ζάλντιμπαρ, στον καιρό του θα είχαν φωταγωγήσει το Δημαρχείο στην πόλη.
Κι όμως, εκεί, στο μεγάλο καράβι, ένιωσε για πρώτη φορά πραγματικός προπονητής. Όταν σε διώχνουν, κάνεις την ενδοσκόπηση. Όταν θεωρείσαι περιττός, βελτιώνεσαι. Πάντα ήταν μεθοδικός, οργανωτικός, “τετριμμένος”. Ψυχολόγος έγινε αργά, όταν κατάλαβε ότι δεν παίζουν ρόλο μόνο η αγωνιστική αξία, το ταλέντο, οι τεχνικές αρετές. Στο μυαλό είναι το μυστικό. Εκείνο δίνει και την εντολή στο σώμα, εκείνο εκκινεί το “άυλο”.
Στα 54 έζησε την “αναγνώριση” όπως έχουμε μάθει να την αξιολογούμε στο ποδόσφαιρο. Τον κάλεσε πίσω η Εϊμπάρ για να αντικαταστήσει τον Γκαριτάνο, την μετέτρεψε σε ομάδα-όνειρο για τα κυβικά της. Ο προημιτελικός στο Copa del Rey, η ένατη θέση το Πρωτάθλημα, τα ρεκόρ, η άνοδος, η πτώση. Όλα στην εξαετία του. Όλα και τίποτα.
Στα μέρη μας προτάσσουμε το πέρασμα απ’ τη Σεβίλλη, επειδή έχουμε μάθει να μετράμε μόνο τις επιτυχίες. Δεν είναι αυτό το ποδόσφαιρο, δεν διαμορφώνουν προσωπικότητες μόνο οι συγκυρίες. Δεν θα ήταν ίδιος ο Μέντι χωρίς τη διαδρομή και τις στάσεις της, δεν θα αναλάμβανε ποτέ τον Ολυμπιακό χωρίς το αδιάλειπτο σμίλεμα της προηγούμενης δεκαετίας.
Ίσως γι’ αυτό δεν τον κατάλαβε κανείς από την αρχή. Ήρθε σχεδόν άγνωστος για να αναλάβει μια αποστολή αυτοκτονίας, σε μια ομάδα δίχως αρχή, μέση, τέλος, με ποδοσφαιριστές χαμένους, τον οργανισμό αποπροσανατολισμένο, τον κόσμο κρύο και διχασμένο.
Σμπαράλιασε κάθε σταθερά και πεποίθηση που είχαμε στο μυαλό και στην “κρίση” μας. Όλοι. Ανέλαβε ένα χάος, μια ομάδα που αποδεδειγμένα δεν εμπιστευόταν κανέναν και δεν την εμπιστευόταν και κανείς. Εκτός από εκείνον. Είναι ο ορισμός του αναμορφωτή και έκανε συντρίμμια κάθε ποδοσφαιρική “λογική” και “κανόνα” που είχαμε στο κεφάλι μας.
Ακόμα και με την επιλογή να κατέβει στο πρώτο ματς με το μπλουζάκι. Όρθιος, στο γρασίδι του Καραϊσκάκη, σαν να είναι χρόνια στον Ολυμπιακό. Παλιομοδίτικα, χωρίς τάμπλετ, χωρίς ορδές συνεργατών, χωρίς “υποστήριξη”. Ήρθαν οι σοβαρές εμφανίσεις με τη Φερεντσβάρος, οι νίκες (δύσκολες και μη) στο Πρωτάθλημα, η Τούμπα.
Ναι, η Τούμπα, εναντίον του Πρωταθλητή εν τέλει ΠΑΟΚ, στο πιο δύσκολο βράδυ του Ραζβάν Λουτσέσκου. Το είχε απλήρωτο το γραμμάτιο ο Ολυμπιακός από τα τέσσερα του πρώτου αγώνα στην κανονική διάρκεια. Ο Μεντιλίμπαρ το ξεχρέωσε κι αυτό, κι ας μην ήτανε δικά του χρωστούμενα.
Κι έπειτα ήρθε η Μακάμπι. Εκείνη η τρελή, η αλλόκοτη, η απίθανη βδομάδα, με το απόλυτο σύγκρυο και την αδιανόητη κάψα της ρεβάνς στη Σερβία. Τριάντα εννέα ψυχές το πίστεψαν και τους 39 προς τιμήν του ο Ολυμπιακός τούς είχε μέσα στην «Αγιά-Σοφιά» για τον πρώτο Τελικό της ιστορίας του.
Αυτοί οι 39 είναι ο Μεντιλίμπαρ. Μόνο εκείνοι πίστεψαν ότι “γίνεται”. Κι έγινε. Όπως έγινε και εναντίον της «Φενέρ» των αστέρων. Η μεγάλη βραδιά του Κωνσταντή Τζολάκη, του παιδιού που ο ίδιος ο Μέντι “επέβαλε” ως βασικό αντί του πολύ καλού Πασχαλάκη. Εκεί ήταν τα σημάδια από τη διαδικασία των πέναλτι στην Πόλη, πέναλτι που ως συνήθως δεν άντεξε να δει, γιατί το limbo στο στρίψιμο του κέρματος το σιχαίνεται.
Το πρώτο σημάδι ήταν ότι “το πήραν” οι μικροί του Συλαϊδόπουλου. Με την εξωφρενική σύμπτωση του “αδύνατου” γκολ με το ανάποδο ψαλίδι, όπως είχε κάνει και ο ήρωας Ελ Κααμπί στην Τόπολα με τη Μακάμπι. Το δεύτερο σημάδι ήταν “το απίθανο” κόντρα στην Άστον Βίλα του Έμερι. Στα χαρτιά δεν είχε τύχη ο Ολυμπιακός. Έπρεπε να “σκοτώσει” την τέταρτη του βαθμολογικού πίνακα του καλύτερου Πρωταθλήματος στον κόσμο.
Έπρεπε να εισβάλει απρόσκλητος σε ένα περιβάλλον στο οποίο ολόκληρο το “νέο” ποδόσφαιρο θέλει να πάρει μέρος. Το έκανε κι αυτό. Νίκες έξω-μέσα. Κόντρα σε κάθε λογική, σε κάθε “κανονικότητα”. Η άνεση με την οποία διαχειρίστηκε το ματς στο Φάληρο ήταν ο προπομπός για τον μεγάλο Τελικό.
Δεν είναι στατιστικά το ποδόσφαιρο. Παιχνίδι είναι. Η κεντρική ιδέα είναι πάντα η ίδια, οι συνισταμένες αλλάζουν, οι συνδυαστικές δυνάμεις που καθορίζουν βραδιές, βδομάδες, εποχές ολόκληρες. Γραμμένο ήταν. Και για τον Ολυμπιακό και για τον Μεντιλίμπαρ.
Η κόκκινη θάλασσα εδώ ήταν, τον περίμενε ταραγμένη, ταλαιπωρημένη, σχεδόν μολυσμένη. Περίμενε στωικά σχεδόν έναν αιώνα, πριν βουτήξει ο Βάσκος στα βαθιά για να βγάλει το πολυτιμότερο μαργαριτάρι από την άβυσσό της.
Όταν η ομάδα έκανε προθέρμανση στο χορτάρι της Φιλαδέλφειας, ο Μέντι ήταν στα αποδυτήρια. Τριγυρνούσε με το κεφάλι κάτω και επαναλάμβανε στον εαυτό του να μην υποφέρει, να βρει τον τρόπο να διαχειριστεί την ένταση και να μην μεταδοθεί η πίεση στους ποδοσφαιριστές του. Τους είχε πει «να το διασκεδάσουν». Δεν είναι εύκολο να διασκεδάζεις με το ποδόσφαιρο.
Ο Ολυμπιακός το έκανε με τον τρόπο του. Διά πυρός και σιδήρου, υποφέροντας κατά διαστήματα στο ματς, αλλά ο σκληρός Βάσκος έστεκε εκεί, στην άκρη του πάγκου, και μετέδιδε ηρεμία. Ποιος ξέρει πώς έκρυψε το άγχος του, πώς μασκάρεψε την αγωνία του, πού διοχέτευσε την ανησυχία του;
Όλες του οι αλλαγές ήταν σωστές. Ο Ολυμπιακός άντεξε 90 λεπτά και προσπάθησε να “κλέψει” το ματς, δεν επέτρεψε όμως στη Φιορεντίνα να του κλέψει το όνειρο. Στο 115ο λεπτό ένας Μαροκινός από την Καζαμπλάνκα, ο Αγιούμπ Ελ Κααμπί, έβαλε το κεφάλι του με τέτοιον τρόπο ώστε να ταξιδέψει η μπάλα στα δίχτυα του Τερατσάνο.
Τέσσερα λεπτά. Τόσο διήρκησε το VAR check. Φάνηκαν αιώνες, στο γήπεδο σιγή, η αγωνία κοβόταν με το μαχαίρι. Γκολ. Ο Μέντι έσφιξε τις γροθιές, έσκυψε το κεφάλι, αναστέναξε ανακουφισμένα. Ήξερε. Πάντα ξέρει. Γι’ αυτό διατήρησε τον Ελ Κααμπί στο χορτάρι. Κι ας ήταν αρνητικός, κι ας είχε χάσει τις περισσότερες μονομαχίες από τον Μιλένκοβιτς.
Η Φιορεντίνα έβγαλε τον επιθανάτιο ρόγχο σε μια φάση απ’ εκείνες που συμβαίνουν στα τελευταία λεπτά. Δεν έχει σημασία πια ο τρόπος που αποφεύχθηκε το απευκταίο. Ο Ντίαζ σφύριξε τρεις φορές.
Ο Ολυμπιακός κατακτά το πρώτο Ευρωπαϊκό τρόπαιο ελληνικής ομάδας στην ιστορία. Αδιανόητες, μοναδικές στιγμές για τον Σύνδεσμο.
Ο Μέντι τρέχει σαν μωρό παιδί στον αγωνιστικό χώρο, αγκαλιάζεται με όποιον βρίσκει μπροστά του, το πρόσωπό του έχει σπάσει, αναβλύζει ευτυχία. Περνά η ζωή από μπροστά του. Τέσσερεις μήνες στην Ελλάδα, σαν τα τέσσερα λεπτά της αιωνιότητας, μέχρι να μετρήσει το σημαντικότερο γκολ στην ιστορία του Ολυμπιακού.
Ο Μεντιλίμπαρ βούτηξε στα βαθιά, άντεξε στην αδιανόητη πίεση του νερού, κάποιες στιγμές αισθάνθηκε ότι τελείωσε, αλλά έκλεισε τα μάτια και συνέχισε.Όταν τα ξανάνοιξε, η θάλασσα ήταν κόκκινη. Λαμπύριζε στον πυθμένα της ένα χρυσό μαργαριτάρι. Το μάζεψε, το κράτησε σαν φυλαχτό και το έφερε στην επιφάνεια. Τριγύρω μονάχα πρόσωπα χαμογελαστά, ευτυχισμένα, χαρωπά, εκστασιασμένα.
Ανεμοδαρμένη θάλασσα, απροσπέλαστα κύματα, τρομακτική πίεση, βαθύ σκοτάδι. Κι έπειτα το φως, το εκτυφλωτικό φως και 99 χρόνια ιστορίας να περνούν σε δευτερόλεπτα μπροστά απ’ τα μάτια, με την τρομπέτα του Ατίλιο να αντηχεί σαν μελωδία στ’ αυτιά εκατομμυρίων φιλάθλων του Ολυμπιακού.
Σε αυτή τη θάλασσα βούτηξε ο Μέντι. Την κόκκινη θάλασσα του «Θρύλου»!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σωτήρης Συλαϊδόπουλος: Όλος ο κόσμος στον αντίχειρά σου αλλά η μπάλα στα πόδια σου
Ερνέστο Βαλβέρδε: Στα παραμύθια του Μπάμπουλο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro