Θυμάστε τότε που ο Μέσι…
Προσθέστε ό,τι θέλετε. Μα ό,τι θέλετε. Φαντασία μόνο να υπάρχει, γιατί από εικόνες (του) αναρίθμητες. Σκόραρε, ζωγράφισε, μάγεψε, ντρίμπλαρε, σέρβιρε, πέρασε τη μισή ομάδα μπαίνοντας με την μπάλα στα δίχτυα.
Το συμπλήρωμα της φράσης θα μπορούσε άνετα να καλύψει εκατοντάδες scroll downs, να περιγραφεί με χιλιάδες διαφορετικές λέξεις για δεκάδες χιλιάδων διαφορετικές ενέργειες.
Και πάλι, λίγα θα ήταν. Στα χρόνια που κυριαρχεί στο χορτάρι, έχει κερδίσει τα πάντα, έχει κάνει τα πάντα, έχει επιβληθεί στα πάντα.
(Μπορεί να) Προσφέρει στη συλλογική μνήμη αλλά και στις ατομικές, ξεχωριστές, θύμησες σε ένα του μόνο ημίχρονο όσα άλλοι σε μια καριέρα ολάκερη.
Χωρίς καν η καταγραφή να είναι συμβατικά μετρήσιμη. Διάολε, ξέρετε πολλούς που στη δική τους καριέρα, σε μια και μόνο καριέρα, ο λογαριασμός τους μετράει τόσα γκολ (853 τον Μάρτιο του 2024); «And counting», που λένε οι εργοδότες του στη Νέα Γη.
Όχι, άλλος δεν υπάρχει. Ξέχωρα και μακριά οι κουβέντες περί «GOAT» και τράγων. Πώς γίνεται να διακρίνεις τον Ντα Βίντσι από τον Βαν Γκονγκ; Τον Μπετόβεν από τον Μότσαρτ; Ένα σόλο του Χέντριξ ή ένα σόλο του Πέιτζ;
Και άντε, για την οικονομία της συζήτησης, από ικανότητα ή από βίτσιο ακόμα και να μπορείς, γιατί να το κάνεις; Γιατί να μπεις σε τούτη την ατέρμονη κουβέντα; Πέραν του ότι το κριτήριο είναι τελείως υποκειμενικό, ποιοι μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν το αντικειμενικό γνωστικό υπόβαθρο για να ξεχωρίσουν, να διακρίνουν, να αξιολογήσουν και να ιεραρχήσουν;
Και στο φινάλε-φινάλε, γιατί, σώνει και ντε, να ψάξεις να ξεχωρίσεις τον Πελέ από τον Μαραντόνα; Να βάλεις στη σειρά τον Κρόιφ; Να βάλεις ψηλότερα τον Τσάβι από τον Μόντριτς; Να συμπεριλάβεις κάπου τον Ζιντάν; Να μιλήσεις για το «Φαινόμενο» σε σχέση με τον Κριστιάνο;
Όσο και αν η ανθρώπινη ματαιοδοξία παλεύει αντανακλαστικά να τοποθετήσει σε κουτάκια και μέτρα ό,τι ξεφεύγει από δαύτα, μόνο και μόνο για να μπορέσει να κάνει πιο προσεγγίσιμο το ξεχωριστό, η απάντησή (μου) σε τέτοιες αναζητήσεις είναι απλή: όλα και όλοι.
Και ο Πελέ και ο Μαραντόνα. Και ο Κρόιφ. Και ο Τσάβι και ο Μόντριτς. Και άλλοι, αν γίνεται, αν τύχει και συμβεί. Όσοι περισσότεροι, ευλογία. Καμία διάκριση, καμία έκπτωση, καμία κατηγοριοποίηση, κανένα αριθμάκι και σειρά.
Έτσι και τα ιδιαίτερα ξεχωριστά του Λιονέλ Μέσι. Στην εποχή που ακόμα και ένα κοντρόλ στη μέση του γηπέδου, μια προσποίηση σε ανύποπτη φάση και στιγμή μπορεί πια να καταγραφούν και να μείνουν αλησμόνητα, χάνεται -κυριολεκτικά- η μπάλα, αν “αντικειμενικά” επιδιωχθεί μια οποιαδήποτε ιεράρχηση.
Το καλύτερο γκολ, η καλύτερη ασίστ, η καλύτερη ενέργεια, η καλύτερη ντρίμπλα κοκ.
Δεκτή και συζητήσιμη η (εκάστοτε) υποκειμενικότητα. Χωρίς επ’ ουδενί να αποτελεί θέσφατο. Ακόμα και αν έρχεται από τον Τιερί Ανρί (ταίρι του σε πιο γλυκό, αψεγάδιαστο πλασέ τα ματάκια μου τουλάχιστον δεν έχουν ακόμη συναντήσει), ο οποίος αν μη τι άλλο λίγη περισσότερη τεχνογνωσία, για να μπορέσει να σταχυολογήσει, αδιαμφισβήτητα έχει.
Και το έκανε, σε ένα φιλμ του 2018. «Take The Ball, Pass The Ball» ο τίτλος του, αφορούσε στην τετραετία του Πεπ Γκουαρντιόλα στον πάγκο της Μπαρτσελόνα. Σε αυτό λοιπόν ο «Τιτί» ονομάτισε το -κατά την γνώμη του- κορυφαίο γκολ του Αργεντινού.
Έστω για την περιέργεια, έστω για την κρίση της κρίσης του Γάλλου, αξίζει.
Γήινος (έμοιαζε) ακόμη
Σημειώθηκε τέτοια μέρα τη σεζόν 2008-2009 στο Camp Nou, για την 28η αγωνιστική της La Liga, όταν η Μπαρτσελόνα, στον δρόμο της για το Treble, υποδεχόταν τη Μάλαγα, ούσα στο +6 από τη δεύτερη Ρεάλ.
Λογαριασμό για το τελικό 6-0 άνοιξε νωρίς, στο 18′, ο Τσάβι. Και αυτός ήταν που έξι λεπτά αργότερα έδωσε την μπάλα στον Μέσι – κι όμως, σε ένα τέτοιο γκολ, σε μια τέτοια ενέργεια, η σύγχρονη στατιστική του πίσωστε ασίστ…-, για το δικό του μοναδικό γκολ εκείνης της βραδιάς, το κατά τον «Τιτί» εκτός ανθρώπινης λογικής και νόμων της φύσης γκολ.
Ο Αργεντινός τότε περπατούσε στα 22. Ακόμη γήινος. 14 και 10 γκολ είχε “γράψει” στις δύο προηγούμενες σεζόν του στο Ισπανικό Πρωτάθλημα. Σε εκείνο κατέληξε με 23. Στις επόμενες 12 σεζόν του στη La Liga, ντυμένος στα «blaugrana», μόνο σε δύο δεν ξεπέρασε τα 30 γκολ.
Ακόμη παιδί στην όψη. Χωρίς τατουάζ χτυπημένα (που έτσι κι αλλιώς άργησαν). Με την παλιομοδίτικη χαίτη στο μαλλί. Και τότε, αγωνιστικά, ακόμη με συγκεκριμένο ρόλο και θέση στο γήπεδο, παρότι ολοένα και περισσότερο σε κάθε στιγμή το χαλινάρι εκ των πραγμάτων λάσκαρε.
Σε εκείνο το παιχνίδι, δεξιά τον ξεκίνησε ο Πεπ. Στη γραμμή ήταν, όταν ο Τσάβι λίγο κάτω από το κέντρο τού έσκαψε την μπάλα.
Ήρθε ψηλά. Αν την περίμενε στη γραμμή, το πιθανότερο είναι πως ο Νάτσο, ο αριστερός μπακ των Ανδαλουσιάνων, θα την έκοβε. Ή, αν δεν συνέβαινε αυτό, τότε -στην καλύτερη για τον Μέσι– θα προλάβαινε να τον κλείσει.
Η πρώτη έμπνευση λοιπόν, υποτιμημένη σε σχέση με το όλον που ακολούθησε, ανάλογα μεγαλοφυής. Άλμα με φόρα, προωθητικό, υποδοχή στον αέρα, κάπου ενδιάμεσα του στήθους και του ώμου, ενέργεια η οποία πρακτικά λειτούργησε ως… ντρίμπλα.
Ο Νάτσο περίμενε την μπάλα και πήδηξε για να την απομακρύνει με κεφαλιά. Βρέθηκε στο άουτ και εκτός παιχνιδιού, αφήνοντας έτσι 25μ. πίσω του ελεύθερο χώρο, αφού ο Αργεντινός τού την είχε πάρει, ξεπερνώντας τον με αυτό το εναέριο κοντρόλ.
Στρέμματα χορταριού μπροστά, διαγώνια η κίνησή του για να φτάσει στην περιοχή. Αριστερά, για να καλύψει από το κέντρο, έρχονταν ο Ελισέου. Ο Μέσι, αφού προσγειώθηκε, άφησε την μπάλα να γκελάρει μια φορά και την πήρε στο πόδι του στο “σβήσιμό” της, στη δεύτερη αναπήδηση, βάζοντάς την απαλά κάτω από τα δάχτυλα.
Πάντα και μόνο με το αριστερό.
Τρεις φορές συνολικά άγγιξε το τόπι, μέχρι να μπει στο κουτί. Ο Πορτογάλος, είτε από αδυναμία, είτε από ένστικτο, είτε γιατί είχε δει το έργο, τον πλησίασε μόνο τότε. Ίσως και για να έχει το άλλοθι, τη λύτρωση του (ενδεχόμενου και του φόβου του) πέναλτι.
Ίσως για να έχει ένα άλλο αποκούμπι, του συμπατριώτη του Έλντερ Ροσάριο. Κεντρικός αμυντικός αυτός, επέλεξε να μην βγει πάνω στον Μέσι, αλλά με μια-δυο πισωπεταλιές να καλύψει τον χώρο που απέμενε πίσω του, έχοντας εμφανώς στον νου του να κλείσει τη δεξιά γωνία του τερματοφύλακα Γκοϊτία, τη γωνιά δηλαδή που λογικά “έβλεπε” ευκολότερα, όπως ερχόταν κατά πάνω τους, το ζερβό του Αργεντινού.
Ως εξωγήινος, ίσως να εξηγείται
Και τότε συντελέστηκε η συμμετρία που κατέλυσε -κατά τον Ανρί, συμπαίκτη του στο γήπεδο εκείνη τη σεζόν, εκκινώντας στο συγκεκριμένο παιχνίδι από το αριστερό άκρο της επιθετικής τριπλέτας των Καταλανών, με τον Ετό στην κορυφή της- τη λογική. Αριστερά του Μέσι ο Ελισέου, μπροστά του ο Ροσάριο. Η μπάλα στο αριστερό, πάντα.
Ένα άγγιγμα πριν πατήσει περιοχή και μετά από δύο δρασκελιές, το συναπάντημα με τον στόπερ είναι αναπόφευκτο πλέον. Προσποίηση με τον κορμό, χαμήλωμα, πάρσιμο με το μυτάκι, το εξωτερικό. Ο Ροσάριο παραπατάει, τρεκλίζει, δεν μπορεί να κάνει τίποτα, χάνεται από το πλάνο. Του Αργεντινού, του τηλεοπτικού φακού, όλων.
Με την απόφασή του να φέρει την μπάλα προς τα μέσα, ο Μέσι έχει πια τον Ελισέου να (ετοιμάζεται να) τον τζαρτζάρει. Οποιαδήποτε επαφή του με το δεξί, το λογικό, θα έδινε χώρο και χρόνο στον αντίπαλό του να μπει μπροστά του, να κόψει, να περιορίσει, να σταματήσει.
Το λογικό όμως αποτρέπεται και το αδιανόητο υλοποιείται. Έχοντας μαζέψει με το αριστερό εξωτερικό την μπάλα και έχοντας ρίξει το κορμί του προς την ίδια κατεύθυνση, στην ίδια κίνηση, με μία, χωρίς να έχει προλάβει καν το αριστερό του να πατήσει ξανά χορτάρι, γυρίζει το πόδι του αντανακλαστικά, αστραπιαία και παίρνει ξανά την μπάλα με το εσωτερικό αυτή τη φορά, μόνο και μόνο για να μην επιτρέψει στον Ελισέου να την πλησιάσει, να την βρει, να διανοηθεί έστω πως μπορεί να την κόψει.
Απλώς δεν γίνεται, χωρίς να… σπάσει το πόδι. Έγινε.
Η συνέχεια ανάλογα διαλυτική του οτιδήποτε γνωστικού υπάρχει για τους φυσικούς νόμους. Κανονικά -τρόπος του λέγειν και καταχρηστικό προφανώς το επίρρημα- είτε θα του έμενε το πόδι στο χορτάρι, είτε θα του έφευγε η μπάλα τόσο που θα ήταν αδύνατον να την ελέγξει, είτε θα είχε σωριαστεί ο ίδιος κάτω, πληρώνοντας το τίμημα των αντίρροπων δυνάμεων που συνδύαζε σε φόρα, κορμί και άκρα.
Δεν έγινε τίποτα από αυτά. Τουναντίον, συνεχίζοντας την αρτιότητα του χρονισμού με την κίνηση, ακριβώς την στιγμή που μοιάζει να σκουντουφλάει για να βρει ισορροπία, πριν χάσει έλεγχο κορμιού και μπάλας, βάζει -για το γκραντ φινάλε- στον πίνακα την πινελιά που απέμενε.
Το δεξί πόδι. Χωρίς να βλέπει εστία, με το κεφάλι κατεβασμένο και τα μάτια στα παπούτσια του, με το που έρχεται η μπάλα για πρώτη φορά σε όλη αυτή την πορεία μπροστά στο δεξί του, τη βρίσκει με το κουντεπιέ και τη στέλνει στη γωνιά που -υποτίθεται πως προσπαθούσε να- φυλάει ο Γκοϊτία.
Έξι δευτερόλεπτα όλα κι όλα. Από την ώρα που κοντρόλαρε την πάσα του Τσάβι ως την ώρα που έστειλε την μπάλα στα δίχτυα. Ισάριθμες όλες κι όλες οι επαφές του. Τρεις αντίπαλοι νικημένοι, χωρίς καλά-καλά να μπορέσουν έστω να τον αγγίξουν. Για την μπάλα, ούτε κουβέντα.
Κίνηση, ενέργεια, γκολ που δεν θέτει προφανώς υπό συζήτηση οποιοδήποτε πειστήριο οξύνοιας, ποιότητας ποδοσφαιρικής, ανυπέρβλητης τεχνικής κατάρτισης, ενδεχομένως και… σωματικής ανωμαλίας ως εξήγηση αλλά και απόδειξη του τι ακριβώς έγινε, αλλά απλώς αναιρεί τη νόρμα των πραγμάτων, το status quo των όσων αντιλαμβανόμαστε για φύση.
Γιατί πολύ απλά, όσες φόρες και αν το δεις (γιατί σε ροή δεν είναι εύκολα αντιληπτό το τι ακριβώς έγινε), τόσο περισσότερο μοιάζει να δικαιώνεται η εκτίμηση του Ανρί (ενδεικτικό της αρχικής ανάλυσης ότι σε καμία σχετική ψηφοφορία το συγκεκριμένο γκολ του Μέσι δεν αναδείχτηκε μεταξύ των “καλύτερών” του), συνειδητοποιώντας πως δεν μπορεί να έγινε όπως έγινε. Και σίγουρα δεν μπορεί να ξαναγίνει.
«Αυτό που έκανε δεν είναι φυσιολογικό για ένα κανονικό ανθρώπινο ον», κατέληξε -σε άπταιστα ισπανικά, περιγράφοντας τη φάση αλλά και τα όσα αυτή τού προκάλεσε- σε εκείνο το φιλμ ο Γάλλος.
Ίσως αυτό, το μη φυσιολογικό, το μη ανθρώπινο, όπως συμβατικά το ορίζει η πλειοψηφία, να μπορεί να αποτελέσει το μόνο κριτήριο αξιολόγησης και ιεράρχησης. Έστω κρίνοντας μεταξύ μόνο των έργων διανοίας κάθε μιας εκάστης.
Ακόμα και του Μέσι συμπεριλαμβανομένου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: MUNDIAL 2022 | Faces: Λιονέλ Μέσι (Αργεντινή)
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη